Πιστεύει ακράδαντα ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη μουσικής, η καλή και η κακή. Σχολιάζει και από τα δύο στις σελίδες του Rocking.gr, αν και οι κακές γλώσσες λένε ότι γράφει κυρίως για ό,τι είναι ή μοιάζει...

Blaine L. Reininger
Ghost Festival
Ένας τεράστιος μουσικός συνεχίζει να δημιουργεί μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας
Αν ψάχνουμε για σύγχρονους μουσικούς ήρωες δε χρειάζεται να κοιτάξουμε πολύ μακριά. Στην πραγματικότητα μάλιστα, δε χρειάζεται να φύγουμε καν από τη γειτονιά μας. Κι αυτό γιατί ο από χρόνια κάτοικος Αθήνας Blaine L. Reininger, βασικότατο μέλος των μύθων Tuxedomoon, πληροί όλες τις προϋποθέσεις για να του αποδοθεί αυτός ο τίτλος, ίσως έχουμε αργήσει κιόλας. Ένας καλλιτέχνης από αυτούς που πήγαν τη μουσική μπροστά, και όταν αυτή σταμάτησε να θέλει να προχωρήσει άλλο, αυτός συνέχισε, μόνος του, με λίγους πιστούς αλλά ένα αδιαμφισβήτητο όραμα. Ο Blaine αγάπησε την Ελλάδα και τον αγαπάμε κι εμείς, αλλά αμφιβάλλω αν τον προσέχουμε όσο του αξίζει.
Η ασταμάτητη, αλλά μακριά από τις περισσότερες μουσικές κεραίες, δισκογραφία του, φέτος επιστρέφει με το "Ghost Festival". Και είναι αδύνατον να μη γίνει σύνδεση με το "Ghost Sonata" των Tuxedomoon, έναν αξεπέραστο δίσκο στo χώρο του ατμοσφαιρικού μινιμαλιστικού, ambient «rock» (με εμφατικά εισαγωγικά και πολύ καταχρηστικά ο όρος). Μία σύνδεση που επιβεβαιώνεται και κατά την ακρόασή του αφού φαίνεται να προέρχονται από τον ίδιο κόσμο. Προφανέστατα, από τον τίτλο και μόνο, είναι δεδομένο ότι θα κυριαρχεί η ατμόσφαιρα, οι στοιχειωμένες ενορχηστρώσεις, οι αιθέριες μελωδίες. Τα περισσότερα κομμάτια του δίσκου (κατά πλειοψηφία instrumentals, όχι τραγούδια) είναι σα να έχουν συγκροτηθεί στον αιθέρα παρά να έχουν παραχθεί με την τυπική έννοια του όρου, παρότι δεν υπάρχει κανένας ενδοιασμός και στο να μας προσφερθούν δύο τυπικής δομής, αλλά μεγάλης έμπνευσης, rock τραγούδια όπως τα "I Hear The Singing Ape" και το πολύ πιο ηλεκτρονικό "Old Man’s Buckle". Αυτά όμως είναι η εξαίρεση, η έκπληξη και για αυτό και η εντύπωση που κάνουν είναι μεγαλύτερη από ό,τι σε έναν δίσκο γεμάτο με αντίστοιχες συνθέσεις. Υπάρχει βέβαια και άλλη μία εξαίρεση, το διασκεδαστικό μεν, αταίριαστο με το κλίμα του δίσκου δε, "September Ember". Είναι μία παραφωνία που μπορούμε να συγχωρήσουμε με ελαφρά την καρδιά.
Η αξία του δίσκου χτίζεται μέσα από τα κομμάτια που το βιολί (το υπέροχο βιολί!) και η βιόλα, το μετρημένο πιάνο και οι ηλεκτρονικοί ήχοι δημιουργούν απλές αλλά ουσιώδεις μελωδίες. Η απλότητα είναι γενικά κλειδί στο δίσκο, όχι όμως απαραίτητα ως αποτέλεσμα αλλά κυρίως ως προσέγγιση. Τα δομικά συστατικά δηλαδή είναι απλά, η πολυπλοκότητα απουσιάζει, ο πειραματισμός δεν έγκειται στον εντυπωσιασμό αλλά στις ιδέες. Δεν πρόκειται δηλαδή για μία περίπτωση «πού το σκέφτηκε αυτό» αλλά για την περίπτωση «κι εγώ θα μπορούσα να το σκεφτώ αυτό». Ναι, αλλά δεν το έκανες, έτσι δεν είναι;
Εν τέλει το "Ghost Festival" είναι ένα σύνολο μεγάλης ομορφιάς και ατμοσφαιρικότητας χωρίς σκοτεινιά ή δυσοίωνες προεκτάσεις. Μην ξεχνάμε ότι το ghost μεταφράζεται και ως «πνεύμα» και ταιριάζει εδώ περισσότερο από ό,τι ως «φάντασμα». Είναι αυτός ο πνευματικός κόσμος που σχηματοποιείται μουσικά μπροστά μας. Φευγαλέα βέβαια, όσο και οι σκέψεις και τα συναισθήματα που γεννάει.