Υπαρξιακά δεμένος με την λογοτεχνία και τη μουσική, χαρτογραφεί και τις δύο με την υπενθύμιση ότι οι χάρτες δεν είναι ποτέ ο τόπος ο ίδιος. Του αρέσει ό,τι μπορεί να περιγράψει ως πολύχρωμο, παραμυθικό,...

Black Country, New Road
Forever Howlong
Κι όμως, μην βιαστείς να απογοητευτείς, πρόκειται για εξαιρετικό δίσκο. Όντως.
Υπήρξε μία στιγμή στις αρχές της δεκαετίας που οι Black Country, New Road έμοιαζαν οι ήρωες της εποχής μας. Νέα παιδιά, ταλαντούχα, που έπιαναν ένα μουσικό νήμα και το τραβούσαν προς τον δικό τους ορίζοντα, έπαιζαν με cool είδη (jazz, post rock, post-punk, art rock), φουλ χιπστεριά κι έτσ’, αλλά με χιούμορ και αυτογνωσία. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι είχαν τη δική τους μουσική πρόταση, η οποία φάνηκε εξ απαλών ονύχων στο "For The First Time" (2021), αλλά πολύ πιο εύγλωττα στο δεύτερο άλμπουμ τους, το "Ants From Up There" (2022).
Η βιογραφία τους πια έχει στιγματιστεί απ’ την περσόνα του main-man Isaac Wood, με την αποχώρησή του να σκάει σαν κεραυνός εν αιθρία. Τα υπόλοιπα έξι μέλη της μπάντας υποστήριξαν την απόφασή του διπλά, αφενός με την κατανόηση απέναντι στα προβλήματα ψυχικής υγείας που τον οδήγησαν σ’ αυτήν την απόφαση, αφετέρου με το να μην ξαναπαίξουν ζωντανά τίποτα δικό του, μέχρι και εφόσον εκείνος επιλέξει να επιστρέψει. Νέα σελίδα, λοιπόν, στην οποία πολύ γρήγορα γράφτηκε το "Live From Bush Hall", πρωτότυπο υλικό διάρκειας ενός κανονικού LP, το οποίο όμως ηχογραφήθηκε ζωντανά, και για το οποίο περιόδευσαν, περνώντας κι απ’ τα μέρη μας. Ό,τι έχετε ακούσει, λοιπόν, για το "Forever Howlong" ως το πρώτο στην μετά Woods εποχή, είναι ψέμα!
Αυτό που διαχωρίζει το "Forever Howlong" απ’ τα υπόλοιπα είναι πως τραβάει τη λυρικότητα σε ακόμη περισσότερα άκρα, με το μοίρασμα των φωνητικών καθηκόντων μεταξύ της Georgia Ellery, της Tyler Hyde και της May Kershaw, οι οποίες έχουν αρκετά κοινό ηχόχρωμα, και σαφώς καλύτερες ικανότητες απ’ τον σαξοφωνίστα Lewis Evans που τραγουδούσε σε κάποια κομμάτια του "Live…". Οι περισσότερες γωνίες που μπορεί να υπήρχαν στον ήχο, τα ελάχιστα ρινίσματα post-punk και rock νεύρου, έχουν κι αυτά υποχωρήσει, για ένα αποτέλεσμα πιο baroque.
Ουδεμία εντύπωση δεν μου κάνει η αναφορά τους σε ονόματα όπως η Joanna Newsom και η Fiona Apple, αφού σε στιγμές αισθάνεσαι ότι πρόκειται για έναν δίσκο που γράφτηκε για να ανήκει σ’ αυτήν την πιο quirky και έντεχνη πλευρά της folk, που δανείζεται και απ’ τις boygenius, αν όχι στα pop rock ξεσπάσματα, τότε στην queer θεματική. Όμως, επειδή το "Forever Howlong" έχει και μία πιο αφηγηματική ροή, κινηματογραφική σχεδόν, θα πρόσθετα και την παραμυθένια ζωντάνια της Regina Spektor, αλλά και το indie prog των Bent Knee, με τους οποίους επίσης μοιράζονται μία αγάπη για εντελώς κουλά και σουρεάλ σενάρια στους στίχους.
Μία καλή λέξη για να περιγράψουμε τον δίσκο είναι η «πληθώρα». Ένα σκανάρισμα στα credits θα δείξει πως κάθε μέλος παίζει κι έναν σκασμό από διαφορετικά όργανα. Ακουστικές κιθάρες, σαξόφωνα, φλάουτα, κλαρινέτα, αρμόνια, μαντολίνα, βιολιά και πολλά άλλα όργανα φροντίζουν ώστε η μουσική πλέξη του "Forever Howlong" να είναι πυκνή, στέλνοντας το νου σε συγκροτήματα του προηγούμενου αιώνα, όπως οι Καναδοί Harmonium, που έπαιζαν ένα προοδευτικό μείγμα συμφωνικού folk, αλλά και στους Decemberists. Οι τρεις φωνές, επίσης, συμβάλλουν σε μία διαφοροποίηση, έστω και μικρή, ενώ υπάρχουν και πολυφωνίες, χορωδιακά σημεία, και ξεσπάσματα, που ανοίγουν ακόμη περισσότερο την βεντάλια των ηχοχρωμάτων. Τέλος, αυτή η πληθώρα εκφράζεται και απ’ την πληροφορία που βρίσκεται στις δώδεκα συνθέσεις, με την καθεμία να ακολουθεί τη δική της διαδρομή, χωρίς εύκολες δομές.
Τραγούδια όπως το "Two Horses" δεν γίνεται να μην σου κεντρίσουν το ενδιαφέρον με το γαϊτανάκι που χορεύει η φωνή με τα υπόλοιπα όργανα, τις προσεκτικά σχεδιασμένες κορυφώσεις, αλλά και τις λεπτομέρειες, τις εμβόλιμες φρασούλες, και τα στοιχειωτικά φωνητικά. Αντίστοιχα, το "For The Old Country", εξελίσσεται γύρω από μία υμνική μελωδία, και φέρνει στο νου μία ακουστική folk απλότητα της Vashti Buyan, όμως έχει πολύ πιο φωτεινή εξέλιξη, η οποία σε πιάνει απ’ το χέρι για να τρέξετε στα λιβάδια. Και να ρε γαμώτο, τέτοιες εικόνες είναι επιθυμητές στη μουσική, ακόμη και αν είναι χαζοχαρούμενες και νερόβραστες σε στιγμές.
Το "Forever Howlong" δεν είναι χωρίς τα ψεγάδια του, βέβαια. Υπάρχουν στιγμές που μπορεί να κουράσει αυτή η ρευστότητα των ήχων. Ναι, υπάρχουν κομμάτια άξια να γίνουν pop singles, όπως το "Besties" και το "Salem Sisters", με μαζεμένες διάρκειες και ξεκάθαρα ρεφραίν, όμως ως επί το πλείστον, η μουσική του άλμπουμ θέλει πολύ χρόνο για να αφομοιωθεί, και γύρω στο "Nancy Tries to Take the Night" αναρωτιέσαι αν ο δίσκος κρατάει λίγο παραπάνω απ’ την κανονική του διάρκεια. Το ότι το ομώνυμο τραγούδι που ακολουθεί είναι απ’ τα πιο αργά και δύσπεπτα κομμάτια σίγουρα δεν βοηθάει. Απ’ αυτήν την οπτική, λίγο τριμάρισμα σίγουρα θα ξαλάφρωνε λίγο απ’ το βάρος, και θα έκανε την συνολική εμπειρία πολύ πιο ευχάριστη και προσηλωμένη, χωρίς να απειλεί να πλήξει τον φανταστικό και παραμυθένιο χαρακτήρα του.
Οι Black Country, New Road δεν είναι πια το συγκρότημα με μπροστάρη τον Woods που αγαπήσαμε/τε, όμως πρόκειται για το ίδιο συγκρότημα, με την ίδια αστείρευτη έμπνευση. Βρίσκονται σε πολύ πρώιμο στάδιο για να πουν πως καταστάλαξαν σε ύφος και όρια. Εξάλλου, με ή χωρίς τον Isaac Woods, πιθανολογούν πως θα ακολουθούσαν αυτήν την κατεύθυνση, οπότε το να χρεώνουμε στην φυγή του αυτήν την αλλαγή είναι άδικο και για εκείνον, και για τους εναπομείναντες έξι, και για εμάς ως κοινό, που κινδυνεύουμε να διαγράψουμε ένα συγκρότημα επειδή εξελίσσεται.
Αφήνοντας τις προσδοκίες για ένα "Ants From Up There Pt.2" έξω απ’ το δωμάτιο (όπως κι αν το φανταζόσουν), κι αν μπεις περιμένοντας να ακούσεις μία διαφορετική νοοτροπία σύνθεσης, που μοιάζει, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτήν που είχαν ως τώρα, τότε το άλμπουμ θα μπορείς να το κρίνεις πολύ πιο νηφάλια, κι ας μην το αγαπήσεις. Το "Forever Howlong" βρίθει πανέμορφων στιγμών, ξεχειλίζει από μουσικότητα, και αποτελεί το ακουστικό ισοδύναμο των πιο ηλιόλουστων ημερών της άνοιξης. Αν με ρωτάτε, τέτοιο άλμπουμ δε λαθεύει, κι αν λίγο φταρνιστείτε απ’ την πολλή γύρη, ε, εντάξει, δεν χάλασε κι ο κόσμος, σωστά;