Ένα σκωτσέζικο ντουζ heavy prog ψυχεδέλειας και NWOBHM προεκτάσεων

ProgSession #59: Writing On The Wall

Από τον Σπύρο Κούκα, 29/11/2019 @ 16:45

Υπάρχουν φορές που το δεδομένα ποιοτικό μένει στις σκιές της λήθης, καταφέρνοντας να βρει μονάχα μια μικρή μερίδα της απήχησης που πραγματικά θα δικαιούταν. Στην μουσική βιομηχανία τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι το σύνηθες, καθώς μονάχα το ταλέντο και η σκληρή δουλειά μοιάζουν να μην αρκούν πάντα. Ωστόσο, με το χρόνο να αποδεικνύεται ο αντικειμενικότερος κριτής, τα μουσικά έργα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν την μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Στα πλαίσια αυτής της «διαστροφής», θα παρουσιάζουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που καθόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, ένα δίσκο από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 59:

Πόσο ευρύτερα «Βρετανικό» υπήρξε το progressive rock των '70s ;

Writing On The Wall

Σε ό,τι αφορά τον προοδευτικό ήχο, είναι γνωστό τοις πάσι πως η Μεγάλη Βρετανία διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στις παγκόσμιες εξελίξεις του είδους. Ωστόσο, κάνοντας αναφορά στη Γηραιά Αλβιώνα, μάλλον περισσότερο έχουμε κατά νου το αγγλικό της κομμάτι, παραγνωρίζοντας τη συμμετοχή των υπολοίπων περιοχών της (Σκωτία, Ουαλία, Βόρεια Ιρλανδία) στην διαιώνιση κι εξέλιξη του πιο προοδευτικού σκέλους της σκληρής μουσικής.

Σαφώς, η Αγγλία ανέδειξε κορυφαίες μπάντες σε κάθε έκφανση του progressive rock και η αναλογία της προσφοράς και της δημοφιλίας σε σύγκριση με σχεδόν οποιαδήποτε μπάντα προερχόταν από τα λοιπά εδάφη του Ηνωμένου Βασιλείου δεν άφηνε περιθώρια για αμφισβητήσεις. Δεν πρέπει να αγνοούμε, ωστόσο, πως οι γεωπολιτικές προεκτάσεις της καταγωγής των μελών της εκάστοτε νέας μπάντας, καθόριζαν εν πολλοίς και την εξέλιξη και απήχηση που θα είχε εκείνη εντός της τότε μουσικής βιομηχανίας. Καλώς ή κακώς, οι ευκαιρίες δεν ήταν ίδιες για ένα σχήμα από το Hamilton, το Cardiff (με την – ας πούμε – εξαίρεση των Budgie να επιβεβαιώνει τον κανόνα) ή το Εδιμβούργο συγκριτικά με κάποιο από το Λονδίνο, με το γεγονός της μετακόμισης πολλων μπαντών σε κάποια μεγαλούπολη της αγγλικής επικράτειας να φανερώνει του λόγου το αληθές.

Μουσικά, πάντως, τα πράγματα ήταν αρκετά ξεκάθαρα, με τα όσα προσέφεραν εκείνες οι αδίκως ξεχασμένες μουσικές παρέες, να βρίσκουν ενίοτε τον δρόμο προς την δημοσιότητα, από ανήσυχους μουσικόφιλους ή prog ρέκτες, αλλά και από στήλες όπως η παρούσα.

Writing On The Wall - The Power Of The Picts (Middle Earth, 1969)

Writing On The Wall - Power Of Picts

Ξεκινώντας τη μουσική τους πορεία εντός των soul χωραφιών το 1967, έχοντας τότε την ονομασία The Jury, οι Writing On The Wall υπήρξαν μία από εκείνες τις περιπτώσεις συγκροτημάτων που η καταγωγή τους τα αδίκησε, απασχολόντας αυτό το μήνα τη στήλη. Ουσιαστικά, η soul περίοδος της μπάντας κράτησε κάτι λιγότερο από ένα χρόνο, αφού το 1968, επηρεασμένοι από τις ευρύτερες μουσικές εξελίξεις, μεταστρέφουν το ύφος τους σε κάτι σαφώς πιο ψυχεδελικό και πιο κοντινό στις proto-prog φόρμες, αλλάζοντας συγχρόνως το όνομα τους σε Writing On The Wall.

Με το σχήμα δημιουργικό και ασυγκράτητο στις ζωντανές του εμφανίσεις, το περιστατικό που θα άλλαζε τη μοίρα του θα συνέβαινε με τους πρώτους μήνες της ύπαρξης του, όταν και, μετακομίζοντας στην Αγγλία, κατάφερε να εξασφαλίσει μια εμφάνιση στο διάσημο Marquee. Αυτή η εμφάνιση εν πολλοίς του εξασφάλισε και το πρώτο του δισκογραφικό συμβόλαιο, με το ντεμπούτο του να ηχογραφείται στο τέλος του ίδιου έτους και να κυκλοφορεί εντός του πρώτου μισού του 1969.

Έχοντας ένα ύφος έντονα ψυχεδελικό, με σαφείς blues αναφορές, κυρίαρχα πλήκτρα και έναν ήχο κιθάρας απρόσμενα heavy για την εποχή του, το υλικό του δίσκου εμφανίζει ομοιότητες με εκείνο των Babe Ruth, των Cactus αλλά ακόμη και των The Doors ή των Hawkwind. Μεγάλο πλεονέκτημα, δε, υπήρξε η παρουσία του Linnie Paterson πίσω από το μικρόφωνο, με τις ερμηνείες του να είναι αρκούντως υπερβατικές και ιδιαίτερες, δίνοντας έναν ξεχωριστό τόνο στη μουσική της μπάντας τόσο με τα φωνητικά του χαρίσματα, όσο και με την αρκετά ιδεαλιστική του στιχουργική προσέγγιση.

Μάλιστα, ακόμη μια ιδιαιτερότητα του δίσκου, η οποία αναδεικνύει το παραγνωρισμένο της μουσικής του φύσης, αποκαλύπτεται με τις πρώτες νότες του "Shadow Of A Man", καθώς αυτό μας θυμίζει μια σαφώς πιο γνωστή, μεταγενέστερη σύνθεση του NWOBHM κινήματος. Αν, λοιπόν, η έναρξη του προαναφερθέντος άσματος σας φέρει στο νου το εμβληματικό "Am I Evil" των Diamond Head (το οποίο διασκεύασαν με μεγάλη επιτυχία και οι Metallica), δεν θα έχετε λαθέψει, καθώς το obscure Σκοτσέζικο σχήμα διεκδικεί ουσιαστικά την πατρότητα της πρωτότυπης ιδέας του εναρκτήριου ρυθμού.

Τί ακολούθησε;

Writing On The Wall

Όχι πολλά για να είμαστε ειλικρινείς. Η μπάντα κατάφερε να αντέξει μέχρι το 1973, δίνοντας αρκετές ζωντανές εμφανίσεις κι ετοιμάζοντας υλικό για δύο ακόμη δίσκους, οι οποίοι, ωστόσο, ποτέ δεν είδαν το φως της δημοσιότητας ούτε τότε, ούτε και στα αμέσως επόμενα 20 χρόνια που ακολούθησαν. Στο ενδιάμεσο, τα μέλη της συμμετείχαν σε διάφορα project, τα περισσότερα ημι-άγνωστα, με πιο σημαντική πιθανότατα τη συνεργασία του κιθαρίστα Willy Finlayson με τη Manfred Mann’s Earth Band.  Όλα αυτά μέχρι το 1994, όπου η (γνωστή για τις απόπειρες της να εμφανίζει από το «πουθενά» χαμένο υλικό από συγκροτήματα ενός κάποιου cult following) Audio Archives, κυκλοφόρησε τη συλλογή “Rarities From The Middle Earth” με ακυκλοφόρητο και ζωντανά ηχογραφημένο υλικό, για να ακολουθήσει δύο χρόνια αργότερα το “Burghley Road”, το οποίο κατ’ ουσίαν αποτελούσε το δεύτερο άλμπουμ της μπάντας, ηχογραφημένο από το 1972. Ακόμη μια αντίστοιχη απόπειρα συνέβη προ τετραετίας, με το “The Rockfield Sessions” να αποκαλύπτει ηχογραφήσεις της μπάντας από το 1973, που συμπεριελάμβαναν νέα τραγούδια, αλλά και κάποια αναθεωρημένα παλιότερα.

YouTube

  • SHARE
  • TWEET