Η χαμένη προοπτική των δεύτερων, prog Black Sabbath

ProgSession #80: Necromandus

Από τον Σπύρο Κούκα, 08/05/2025 @ 10:46

Σε ένα παρελθόν που όσο κοντινό φαντάζει, τόσο μακρινό είναι στην πραγματικότητα, οι περιπτώσεις δημιουργών και των έργων τους που παρέμειναν στις σκιές της λησμονιάς φαντάζουν αμέτρητες. Τα γρανάζια της μουσικής βιομηχανίας ανταποκρίνονται κυρίως στη φήμη και το χρήμα, με το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά να μην αρκούν για τη μακροημέρευση των καλλιτεχνών και συγκυρίες να ορίζουν το μέλλον τους. Ωστόσο, με το χρόνο ως αντικειμενικότερο κριτή, τα μουσικά πονήματα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν τη μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Είτε το όνομα της στήλης ερμηνευθεί ως ένα παιχνίδισμα των λέξεων prog και session, είτε - στην αρχική του πρόθεση - ως μια αφηρημένη ένωση των progress και obsession, ο δικός μας ρόλος, εκείνος του ανήσυχου ρέκτη, δεν αλλάζει. Έτσι, θα παρουσιάζουμε ανά τακτά (ή και όχι τόσο) χρονικά διαστήματα, το έργο ενός δημιουργού από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που - συνήθως - δεν κατάφερε να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 80:

Ήταν χειμώνας του 2017, όταν αυτή η στήλη αναγεννιόταν υπό «νέα διεύθυνση», έπειτα από την παύση διαρκείας που της είχε επιβληθεί. Πάνω από εφτά χρόνια αργότερα, πολλά είναι αυτά που έχουν αλλάξει, όχι όμως και ο πυρήνας που έδωσε πνοή σε αυτήν την ιδέα ώστε να ανθίσει, ήτοι η αγνή αγάπη για την προοδευτική μουσική και τους ξεχασμένους ή αφανείς ήρωες εκείνης. Σαράντα αυτοτελή κείμενα αργότερα, τα οποία διέσχισαν χρονικά ένα εύρος πέντε δεκαετιών άκρατου μουσικού προοδευτισμού, ένας κύκλος κλείνει, μια διαδρομή ολοκληρώνεται, αλλά το ταξίδι θα συνεχίζεται μέχρι ο νους και το θυμικό να στερέψουν από το συναίσθημα και τη σπίθα για αναζήτηση.

Σε αυτήν, λοιπόν, την επετειακή επιστροφή, θα ασχοληθούμε με ένα σχήμα που ο γράφων ανακάλυψε με τον πλέον παραδοσιακό τρόπο, σε κάποια από τις περιηγήσεις στους εκάστοτε πάγκους των παζαριών βινυλίου, οδηγούμενος μονάχα από το όποιο αισθητικό ένστικτο και τη δωρική περιγραφή του πωλητή. Ο λόγος για τους Βρετανούς Nercromandus, τους κάποτε προστατευόμενους του Tony Iommi, και την ιστορία τους που βρίθει χαμένων προοπτικών κι ευκαιριών.

Από τους Hot Spring Water στους Necromandus

Black Sabbath

Η Βρετανία των late '60s - early '70s υπήρξε εκρηξιγενής σε ό,τι αφορά τις ζυμώσεις στο χώρο του σκληρού και προοδευτικού ήχου, με αμέτρητες μπάντες να ακολουθούν το ρεύμα που είχε αρχίσει να γίνεται νέα δημιουργική πνοή. Έτσι και στην περίπτωση των Necromandus, έπειτα από περιηγήσεις σε διάφορα άλλα, βραχύβια σχήματα, οι Barry Dunnery (κιθάρα), Bill Branch (φωνητικά), Dennis McCarten (μπάσο) και Frank Hall (τύμπανα), το κουαρτέτο θα συνεργαζόταν, παίρνοντας το όνομα τους έπειτα από μια πρόταση του κοινού σε μια ραδιοφωνική εκπομπή της εποχής. Η μοίρα τους θα άλλαζε ραγδαίως έπειτα από αρκετά gigs, με τον Tony Iommi των Black Sabbath να εντυπωσιάζεται με την περίπτωση τους και να αναλαμβάνει να τους καθοδηγήσει εντός της μουσικής βιομηχανίας. Μάλιστα, ως support act των Black Sabbath των αρχών των '70s, θα αποκτούσαν αρκετά μεγαλύτερη προβολή και θα αναδεικνύονταν ως ένα πολλά υποσχόμενο νέο σχήμα, με το κραταιό τότε Melody Maker να τους χαρακτηρίζει - υπερβολικά - ως «οι Sabbath διασκευάζουν Yes».

Necromandus - Orexis Of Death (Vertigo/Archive Studio, 1973/1999)

Black Sabbath

Ηχογραφημένο το 1973, το "Orexis Of Death" παντρεύει δύο ετερόκλητους κόσμους: σκοτεινό, βαρύ και στακάτο, συνδυάζει τις proto-doom κιθάρες με τη φιλόδοξη περιπλοκότητα του πρώιμου prog. Ισορροπώντας ανάμεσα σε δύο ιδιώματα, οι Necromandus θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μονάχα με την ταμπέλα του heavy prog, εγγύς στα όσα οι Budgie ή οι Sir Lord Baltimore θα παρουσίαζαν εκείνη την περίοδο.

Κομμάτια όπως τα "Still Born Beauty" και "Homicidal Psychopath" φέρουν το βάρος και το σκοτάδι που αργότερα θα καθόριζαν το doom metal, διανθισμένα με μελωδικές κιθαριστικές πινελιές κι εναλλαγές ρυθμών που οριοθετούν ένα σαφές prog προσωπείο.

Η κιθάρα του Barry Dunnery αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του άλμπουμ, όντας λυρική, ευρηματική κι εντυπωσιακά λεπτομερής όταν το απαιτούν οι στιγμές, έχοντας σαφείς επιρροές τον Steve Howe των Yes και, προφανώς, τον Tony Iommi. Ο τελευταίος, μάλιστα, συμμετέχει στο άλμπουμ με ένα κιθαριστικό lead, αλλά και στην παραγωγή του υλικού, τοποθετώντας τους Necromandus κι επίσημα στο διευρυμένο Sabbath-related σύμπαν.

Η doom υπόσταση του "Orexis Of Death", ωστόσο, δεν βρίσκεται μόνο στη μουσική, αλλά και στην ιστορία του. Λόγω εσωτερικών προβλημάτων και δισταγμών της Vertigo, το άλμπουμ παρέμεινε ακυκλοφόρητο μέχρι τη δεκαετία του 1990, όταν πλέον το όνομα των Necromandus ήταν απλά μια υποσημείωση στην ιστορία. Ο λόγος της μη κυκλοφορίας του, φέρεται να είναι η ξαφνική αποχώρηση του Barry Dunnery, ο οποίος υπήρξε ένας κορυφαίος κιθαρίστας της εποχής, και σίγουρα ο ακρογωνιαίος λίθος της μπάντας. Ο ίδιος αντιμετώπιζε αρκετά θέματα ψυχικής υγείας - βάσει των σχετικών δηλώσεων του Frank Hall - ενώ δήλωσε αδυναμία στο να περιοδεύσει εντός κι εκτός Αγγλίας, γεγονός που οδήγησε και στη φυγή του.

Τι ακολούθησε;

Black Sabbath

Ανάμεσα στις διάφορες ενδιαφέρουσες ιστορίες είναι κι εκείνη των Blizzard Of Ozz, της μπάντας που έκανε ο Ozzy μετά την πρώτη αποχώρηση του από τους Black Sabbath - και οι οποίοι πρακτικά αποτελούνταν από το lineup των Necromandus, μείον τον Bill Branch. Η ιστορία των Necromandus, ωστόσο, δεν τελείωσε εκεί - ούτε και στις αρχειακές live ηχογραφήσεις που είδαν το φως το 2005. Το 2017, κυκλοφόρησε το μεταθανάτιο (καθώς τρεις στους τέσσερις μουσικούς του κλασικού lineup είχαν πεθάνει αρκετά χρόνια νωρίτερα) ομότιτλο άλμπουμ τους, βασισμένο σε αρχειακές ηχογραφήσεις του Barry Dunnery, αλλά και σε πρωτότυπο υλικό - όντας και το άλμπουμ που αναφέρεται στην εισαγωγή του εν λόγω άρθρου. Το ανανεωμένο σχήμα περιλάμβανε και τον John Branch, γιο του αρχικού τραγουδιστή Bill Branch, προσφέροντας ένα συγκινητικό φόρο τιμής στο πνεύμα του συγκροτήματος, σε ένα ύφος που τιμούσε την κληρονομιά τους. Από τότε, το σχήμα προφανώς θεωρείται ανενεργό, μα η περίπτωση του αποτελεί ακόμη ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει τον "what if" χαρακτήρα της μουσικής βιομηχανίας, με τόσες και τόσες ταλαντούχες μπάντες να χάνονται στον κυκεώνα των λάθος επιλογών και του κακού timing.

YouTube

  • SHARE
  • TWEET