Η σκοτεινή λαίδη του σοσιαλιστικού prog

ProgSession #75: Smak

Από τον Σπύρο Κούκα, 30/03/2023 @ 19:47

Σε ένα παρελθόν που όσο κοντινό φαντάζει, τόσο μακρινό είναι στην πραγματικότητα, οι περιπτώσεις δημιουργών και των έργων τους που παρέμειναν στις σκιές της λησμονιάς φαντάζουν αμέτρητες. Τα γρανάζια της μουσικής βιομηχανίας ανταποκρίνονται κυρίως στη φήμη και το χρήμα, με το ταλέντο και τη σκληρή δουλειά να μην αρκούν για τη μακροημέρευση των καλλιτεχνών και συγκυρίες να ορίζουν το μέλλον τους. Ωστόσο, με το χρόνο ως αντικειμενικότερο κριτή, τα μουσικά πονήματα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν τη μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Έτσι, αποδεχόμενοι τη δική μας «διαστροφή» και αναλαμβάνοντας τον ρόλο του ανήσυχου ρέκτη, θα παρουσιάζουμε ανά τακτά (ή και όχι τόσο) χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που διόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, το έργο ενός δημιουργού από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που - συνήθως - δεν κατάφερε να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 75:

Οι rock εξελίξεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία

Smak

Η Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας δεν υπήρξε ακόμη μια περιοχή του Ανατολικού μπλοκ χωρών, αλλά αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος του Κινήματος των Αδέσμευτων, εκείνων των χωρών, δηλαδή, που δεν ακολουθούσαν τις πολιτικές των μεγάλων δυνάμεων. Σε βάθος χρόνου, αυτή της η επιλογή ανεξαρτησίας είχε σαν «συνέπεια» τις τραγικές εχθροπραξίες που τελικά διέσπασαν τη συνοχή της και δημιούργησαν μια πληθώρα ανεξαρτήτων κρατών, αλλά σε καλλιτεχνικό επίπεδο, δεν μπορούμε να αναφερθούμε σε αντίστοιχους περιορισμούς που υπήρχαν στις χώρες πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα. Αυτό διότι ο δυτικός πολιτισμός και οι επιρροές εκείνου είχαν παρεισφρήσει στη γιουγκοσλαβική κοινωνία, ενώ, σε ό,τι αφορά τα δικά μας χωράφια, ήδη από τη δεκαετία του 1950 υπήρχε το ρεύμα των električari, των μουσικών, δηλαδή, που εμπνεύστηκαν από τα πεπραγμένα του Elvis Presley και του Chuck Berry και ξεκίνησαν να παίζουν αυτού του είδους την ηλεκτροδοτούμενη μουσική.

Γενικότερα, η Γιουγκοσλαβία φαινόταν να ακολουθεί τις μουσικές εξελίξεις κάθε εποχής, έστω και με μια κάποια καθυστέρηση, οπότε δεν μπορούμε να μιλήσουμε ξεκάθαρα για σφικτούς περιορισμούς σε αυτόν το τομέα. Ακόμη και το 1968, μια χρονιά έντονων νεανικών κινημάτων και διαδηλώσεων, αντίστοιχες διαμαρτυρίες υπήρξαν σε αρκετές πόλεις της Γιουγκοσλαβίας, ενώ στα ‘70s, τα διάφορα νεωτεριστικά μουσικά rock ρεύματα είδαν εκφραστές και σε αυτήν την ευρύτερη περιοχή. Τροχοπέδη των παραπάνω για μια ευρύτερη αναγνώριση υπήρξε το γλωσσικό χάσμα, καθώς τα περισσότερα σχήματα επέλεγαν να εκφράζονται στη μητρική τους, αλλά και οι γενικότερες κοινωνικό-πολιτικές συνθήκες, οι οποίες είχαν ορισμένους αναμενόμενους περιορισμούς ως προς τις διαδράσεις με τον υπόλοιπο κόσμο.

Ακόμη κι έτσι, μουσικοί εκπρόσωποι της Γιουγκοσλαβίας υπήρξαν σε κάθε γνωστό rock ρεύμα, από το hard rock και το heavy metal, μέχρι το punk, το new wave και το βαθύ prog, με τη στήλη να καταπιάνεται αυτή τη φορά με τους Smak, έναν από τους σημαντικότερους προοδευτικούς εκπροσώπους από την πρώην Γιουγκοσλαβία.

Ο «τροχός» γύρισε, φτάνοντας στο «τέλος του χρόνου»

Smak

Η ιστορία των Smak ξεκινάει ουσιαστικά το 1971, όταν ο κιθαρίστας Radomir Mihajlovic (γνωστός με το ψευδώνυμο Točak, δηλαδή Τροχός) και ο ντράμερ Slobodan Stojanović αποφάσισαν να σχηματίσουν μια μπάντα για να παίξουν τη μουσική των ηρώων τους. Στην ενδιάμεση τριετία μέχρι το πρώτο, σταθερό κι επίσημο lineup των Smak (όνομα μεταφραζόμενο ως το τέλος του χρόνου), στιγμή που χρονολογείται κάπου στα τέλη του 1974, ο πυρήνας των δύο μουσικών, μαζί με διάφορους ακόμη συνοδοιπόρους που πήγαιναν κι έρχονταν, αντιμετώπισε όλα τα αναμενόμενα προβλήματα μιας rock μπάντας που ξεκινάει στα Βαλκάνια της εποχής. Στρατιωτικές θητείες, οικογενειακές επικρίσεις και λοιπά βιοποριστικά ζητήματα φρέναραν τα δημιουργικά όνειρα των δύο νέων, οι οποίοι προσπαθούσαν να βρουν το μουσικό τους ύφος, αλλά και να γίνουν γνωστότεροι στο ακροατήριο της εποχής.

Κομβικό σημείο για την πορεία τους υπήρξε η προσχώρηση του Boris Aranđelović στις τάξεις τους, στις αρχές του 1974, ενός τραγουδιστή με κλασική παιδεία, ο οποίος έδινε τη δυνατότητα στην μπάντα να παίξει και να δημιουργήσει απερίσπαστη, χωρίς ερμηνευτικούς περιορισμούς. Έτσι, με σύνθεση που απαρτιζόταν από τους τρεις προαναφερθέντες μουσικούς, συν τους Zoran Milanovic και Lazar Ristovski σε μπάσο και πλήκτρα, αντίστοιχα, η «επίσημη» πρώτη του παρθενικού ολοκληρωμένου lineup των Smak θα συνέβαινε στα τέλη της ίδιας χρονιάς, σε μια συναυλία τους στο τμήμα φιλολογίας του πανεπιστημίου Βελιγραδίου.

Το νερό, πλέον, είχε κυλίσει στο αυλάκι, με το ντεμπούτο άλμπουμ της μπάντας να έρχεται μερικούς μήνες αργότερα, το 1975, και να εκκινεί μια σημαντική δισκογραφική πορεία 25 χρόνων, η οποία και την καθόρισε ως έναν από τους σημαντικότερους προοδευτικούς εκπροσώπους της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Smak - "Crna Dama" (PGP-RTB, 1977)

Smak - Crna Dama

Αν το ομότιτλο άλμπουμ της μπάντας υπήρξε η αρχή, το "Crna Dama" αποτέλεσε το δίσκο της καθιέρωσης τους, αλλά και τον πρώτο που επιχείρησαν να εδραιώσουν ένα αναντίρρητα prog ύφος, προσπαθώντας συγχρόνως να απευθυνθούν σε ένα πιο διευρυμένο ακροατήριο. Άλλωστε, η κυκλοφορία της αγγλικής version του άλμπουμ, ένα χρόνο αργότερα, είναι ξεκάθαρη ως προς τις επιδιώξεις της, αν και η δική μας στάση παραμένει ακλόνητη σε κάθε τέτοια περίπτωση, προτιμώντας τις πρώτες, αυθεντικές εκδοχές.

Συναισθηματικό, μελωδικό, άκρατα βιρτουοζικό ανά στιγμές και με έντονο το symphonic/fusion στοιχείο, το "Crna Dama" αποτελεί ένα διαμάντι του γιουγκοσλαβικού προοδευτικού ήχου. Με πληθώρα επιρροών από σχήματα όπως οι ELP (λόγω και της έντονης παρουσίας των πλήκτρων) και αυτήν θελκτική, πομπώδη RPI αύρα στα φωνητικά έντονα παρούσα, το υλικό του δίσκου αποτελεί μια ωδή στην πολυσυλλεκτικότητα, καθώς οι τεχνικές instrumental συνθέσεις διαδέχονται από αισθαντικές μπαλάντες, blues αναθυμιάσεις και folkish hard rock εμπνεύσεις.

Φυσικά, η κιθάρα του Mihajlovic, ενός από τους σημαντικότερους rock κιθαρίστες των Βαλκανίων, είναι ανεπιτήδευτα πρωταγωνιστική, αλλά τον πλέον κομβικό ρόλο για το πως θα εκλάβει κανείς το υλικό των Smak διαδραματίζουν οι ερμηνείες του Aranđelović. Λίγο το γλωσσικό χάσμα στην αυθεντική εκδοχή του άλμπουμ, λίγο η επιεικώς μέτρια αγγλική προφορά στην "Black Lady" version του δίσκου, εύκολα κανείς μπορεί να αποπροσανατολιστεί, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα το πλέον σημαντικό, τις ίδιες τις ερμηνείες. Ως προς αυτές, ο γεννηθείς στο Kragujevac τραγουδιστής υπήρξε εκπληκτικός, με πληθώρα αυτοσχεδιασμών και scat singing, και αξίζει να δώσει κανείς χρόνο στο άλμπουμ να γίνει κτήμα του, έπειτα από μερικές ακροάσεις.

Τί ακολούθησε;

Smak

Η προηγηθείσα περίοδος αποτέλεσε την εποχή της ακμής της μπάντας, με σημαντικές πωλήσεις και μια εκτεταμένη περιοδεία εντός Γιουγκοσλαβίας. Ακολούθησε το "Black Lady", ένα εγχείρημα που υπήρξε το άνοιγμα της μπάντας στην ευρωπαϊκή αγορά, παρότι έλαβε ανάμικτες κριτικές από τον τύπο της εποχής (ενδεικτικά, το Melody Maker τους είχε χαρακτηρίσει ως κακές κόπιες των Deep Purple και των Taste). Στην πατρίδα τους, ωστόσο, το τοπικό μουσικό περιοδικό Džuboks τους ανέδειξε ως την κορυφαία μπάντα του 1977, μεταξύ άλλων διακρίσεων, γεγονός που υποδεικνύει το τότε εγχώριο status τους.

Η ακμή, ωστόσο, πάντοτε διαδέχεται από εντάσεις και παρακμή και, στην περίπτωση των Smak, τα πρώτα σύννεφα δεν άργησαν να φανούν. Ο Mihajlovic ήδη είχε δημιουργικές διαφορές με τους υπόλοιπους, έχοντας μάλιστα κυκλοφορήσει και έναν προσωπικό δίσκο το 1976 σε jazz rock μονοπάτια, και η περίοδος έπειτα από το "Stranice Naseg Vremena" τον ήθελε καταρχάς απόντα, εκκινώντας έτσι μια συνεργασία των Smak με τον Dado Topic των Time και τον Srđan Miodragović των Mirni Ljudi. Πολλά πήγαινε-έλα ακολούθησαν, κυρίως του Mihajlovic, αλλά και του Aranđelović, με διάφορα μέλη να έρχονται και να φεύγουν και το "Rock Cirkus" άλμπουμ τους να τους θέλει σχετικά ανέμπνευστους, σε πιο ασφαλή hard rock μονοπάτια - αλλά και άτυχους, αφού η άνοδος του punk και ο θάνατος του Tito τους περιόριζαν σημαντικά το κοινό και την όποια δράση.

Οι πρώτοι τίτλοι τέλους έπεσαν για το σχήμα με το εξαιρετικό "Zasto Ne Volim Sneg" του 1981, το οποίο προοριζόταν αρχικά να κυκλοφορήσει ως προσωπική δουλειά του Mihajlovic, αποτελώντας ένα φόρο τιμής στον εκλιπόντα αδερφό του. Οι πιέσεις της δισκογραφικής τελικά το όρισαν ως κυκλοφορία των Smak, αποτελώντας το ιδανικό κύκνειο άσμα για μια από τις σπουδαιότερες prog μπάντες της Γιουγκοσλαβίας. Παροδικά, βέβαια, καθώς το σχήμα επανήλθε αρκετές φορές μέσα σε αυτά τα χρόνια με διάφορες εναλλαγές στο lineup του, διαλύθηκε και επανενώθηκε και πάλι, με πιο πρόσφατη αυτή του περασμένου χρόνου (αλλά την πιο πρόσφατη κυκλοφορία του να χάνεται πίσω στο 1999). Αναγνωρισμένοι, πλέον, έχουν τιμηθεί για την προσφορά τους στη σερβική κουλτούρα και θεσμικά, έχουν αποθεωθεί από τα τοπικά μουσικά περιοδικά σε Σερβία και Κροατία και έχουν κερδίσει τη δική τους θέση σε ό,τι αφορά τα προοδευτικά rock δρώμενα, έστω κι αν φαντάζουν αρκετά παραγνωρισμένοι στον υπόλοιπο κόσμο.

YouTube

  • SHARE
  • TWEET