Grace Potter & The Nocturnals @ The Fillmore (San Francisco), 05/02/11

25/02/2011 @ 13:52
Και να 'μαστε λοιπόν στο San Francisco, την πόλη των μεγάλων αντιθέσεων. Η πόλη που φιλοξενεί τους επιχειρηματικούς κολοσσούς της Silicon Valley, ενώ οι ηλιόλουστοι δρόμοι της είναι γεμάτοι με άστεγους από όλη την Αμερική. Εξελίχθηκε από πόλος έλξης άξεστων τυχοδιωκτών και θρησκόληπτων Αμερικανών σε τόπο φιλόξενο για δύο από τα σημαντικότερα πανεπιστήμια του κόσμου και θεωρείται πρωτεύουσα των gay και των εικαστικών στις ΗΠΑ. Από τις πλέον φημισμένες πόλεις του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού κι αυτό ενώ η Ανατολή με τη Δύση συνυπάρχουν εντός της. Τίποτα από όλα αυτά όμως δεν ήταν ικανό για να την κάνει τόσο σημαντική για το rock, όσο το ότι στο San Francisco πρωτοάναψε η σπίθα του flower power και για χρόνια το Golden Gate Park μάζεψε όλους τους νέους της Αμερικής που θέλησαν να απελευθερωθούν από τους παραλογισμούς μιας συντηρητικής κοινωνίας.

Το μέρος στο οποίο μεγαλούργησε ο Hendrix και η Joplin και γέννησε τους Grateful Dead και τους Metallica ήταν ασυζητιτί το ιδανικό μέρος για να δω ζωντανά τους Grace Potter & The Nocturnals, τη μπάντα που μου βγάζει τη σιγουριά πως θα ήταν σήμερα κλασική αν τα μέλη της ήταν 40 χρόνια μεγαλύτερα.

Η συναυλία έγινε στο ιστορικό The Fillmore, ένα συναυλιακό χώρο που έχει φιλοξενήσει σχεδόν όλους τους μεγάλους του classic rock και διατηρεί μέχρι σήμερα τις δικές του παραδόσεις, πιστό στο τρόπο που αντιλαμβάνεται το rock. Εδώ και σχεδόν 45 χρόνια εύχονται «Welcome to the Fillmore» σε όποιον εισέρχεται και σου δωρίζουν κατά την έξοδο ένα μηλαράκι και τη συλλεκτική αφίσα της βραδιάς. 45 χρόνια τυφλής υπακοής στο rock και στο κοινό του.

Στον πάνω όροφο του The Fillmore βρίσκονται δυο πανέμορφα bar, διακοσμημένα με τα poster των συναυλιών όλων αυτών των χρόνων. Το μεν πρώτο έχει θέα στην κεντρική σκηνή του ισογείου, ενώ το δεύτερο φιλοξενεί μια δική του μικρότερη σκηνή, για άσημους ανερχόμενους καλλιτέχνες. Ποτέ δεν έμαθα περισσότερα για το low-fi ντουέτο που έπαιζε όσο έπινα το ποτό μου, μπροστά από τις αφίσες των Manilla Road, Buffalo Springfield και Wardbirds. Δε τους άκουγα εξάλλου και ιδιαίτερα προσεκτικά, αφού πάλευα να βρω μια αγαπημένη μου μπάντα που να μη την είχαν καδράρει. Απελπίστικα γρήγορα και κατέβηκα κάτω για να πιάσω καλή θέση για το live.



Παρόλο που το sold-out είχε ανακοινωθεί μέρες πριν, λίγα λεπτά πριν το support ο χώρος δεν είχε γεμίσει ακόμη. Γύρω μου έβλεπα κόσμο από όλες τις ηλικίες. Κοριτσοπαρέες με εμφανείς τις επιρροές τους από τα χιλιομετρικά πόδια της Grace Potter ήταν ανακατωμένες με εξηντάρηδες με πολυφορεμένα classic rock t-shirts και καφτάνια, ενώ διάφορες γνωστές φάτσες, όπως ο Lew Ashby από το Californication, κυκλοφορούσαν ανάμεσα μας. Η βραδιά μού είχε ήδη σερβίρει αστακό και σαμπάνια και περίμενα την Grace για να με αποπλανήσει. Πριν από αυτήν όμως έπρεπε να βγει το support.

Ψέμα θα ήταν να πω πως τους Chamberlin τους γνώριζα από πριν. Παρόλο που περιοδεύουν μαζί με τους συντοπίτες τους Grace Potter & The Nocturnals εδώ και μήνες, είχα αμελήσει να τους τσεκάρω προηγουμένως. Αυτό όμως δε με απέτρεψε από το να τους χαρώ κι εγώ, όπως τους χάρηκε το υπόλοιπο The Fillmore.

Με το δισκογραφικό τους ντεμπούτο, "Bitter Blood", να έχει κυκλοφορήσει φέτος το καλοκαίρι, ανέβηκαν επί σκηνής και με το «καλημέρα» μας έδειξαν τι να περιμένουμε από αυτούς. Τα κομμάτια τους συνδύαζαν την americana και το gospel με το folk ρομαντισμό των Fleet Foxes, ενώ είχαν κι ένα groovy feeling. Αν και με μία μόνο ακρόαση οι συνθέσεις τους δε μου αποκάλυψαν κάτι το ιδιαίτερο ή το πρωτάκουστο, επί σκηνής ήταν εξαιρετικοί. Η εμφάνιση τους διήρκεσε 50 λεπτά και το ζενίθ της ήταν στο τελευταίο κομμάτι τους, όπου εμφανίστηκε επί σκηνής ο Scott Turnet, ο ένας εκ των δύο κιθαριστών των The Nocturnals, και τζάμαραν όλοι μαζί επί σκηνής, απογειώνοντας το κομμάτι που έπαιζαν.



Απόδειξη του ότι είχαν καταφέρει να ζεστάνουν το κοινό ήταν η κατακόρυφη αύξηση της αγωνίας και του άγχους μας όταν κατέβηκαν από τη σκηνή. Η στιγμή που περιμέναμε όλο το βράδυ (και μερικοί εξ ημών εδώ και μήνες) πλησίαζε όλο και περισσότερο. Ο dj έβαλε τα δυνατά του να μας ηρεμήσει με καλή μουσική, αλλά ούτε οι Yes, οι Queen και οι Journey ήταν το φάρμακο που χρειαζόμασταν.

Τελικά, στις 22:30 ανέβηκε επί σκηνής η εκθαμβωτική Grace και μας έδωσε επιτέλους το "Medicine" που τόσο καιρό περιμέναμε. Οι Grace Potter & The Nocturnals, ακολουθώντας το δόγμα Barney Stinson, ξεκίνησαν το setlist τους δυνατά, παίζοντας μερικές επιτυχίες από τον ομώνυμο, υπερεπιτυχημένο περσινό τους δίσκο. Οι εκτελέσεις των κομματιών είχαν μεν επιμηκυνθεί, αλλά παρέμεναν πιστές στο πνεύμα της επίσημης ηχογράφησης και έτσι το κέφι όλων απογειώθηκε με το καλημέρα.



Στα 50 λεπτά είχαν παιχτεί σχεδόν αποκλειστικά κομμάτια από τελευταίο δίσκο, με το "Big White Gate" να αποτελεί τη μόνη εξαίρεση, μιας και προερχόταν από το υποτιμημένο "This Is Somewhere". Οι φόβοι πως θα έκλειναν το «best of» set τους με τις μεγάλες επιτυχίες τους και θα μας αποχαιρετούσαν στη μία ώρα άρχισαν να έρχονται στο μυαλό μας. Κάπου εκεί όμως απέδειξαν γιατί το Rolling Stone τους κατέταξε στις «Best New Bands of 2010». Γιατί οι μεγάλες μπάντες αποδεικνύουν στο live πόσο μεγάλες είναι.



Γιατί όταν νεοσύστατες εμπορικές μπάντες παίζουν μόνο τα λίγα γνωστά κομμάτια τους και μετά πάνε για ύπνο σαν καλά παιδάκια, οι Grace Potter & The Nocturnals συνεχίζουν και αποδεικνύουν πόσο ώριμη μπάντα είναι. Ως σωστή jam band, άρχισαν τις επανεκτελέσεις σε αγαπημένα τους τραγούδια και απογείωσαν τα παλιότερα και λιγότερα γνωστά κομμάτια τους, αποδεικνύοντας σε όλους πως έπρεπε να τους είχαμε ανακαλύψει χρόνια νωρίτερα. Το δεύτερο μισό του set ξεκίνησε με το "Golden" από τους My Morning Jacket και ακολούθησε το a capella τραγούδισμα του "Nothing But The Water (Part 1)" από την Grace, ενώ ένα solo ακουστικής κιθάρας από τον Matthew Burr έδωσε σε όλους μας τις απαραίτητες ανάσες για να συνεχίσουμε για άλλο τόσο!

Εκεί κάπου η μπάντα άλλαξε δεκαετία. Το '70s DNA τους έκανε την παρουσία του αισθητή με ένα εντυπωσιακό cover στο "Crazy On You" των Heart, με την Grace να παίρνει άριστα για την προσπάθεια και το θάρρος να τραγουδίσει Ann Wilson. Επιστροφή στο υλικό της μπάντας στη συνέχεια, αλλά παραμονή στη δεκαετία, με τη Led Zelppelin-ική εκτέλεση του "Sugar", του κομματιού που εμφανίζεται στο "Live In Skowhegan". Μακροσκελές τζαμάρισμα που θύμιζε "Whole Lotta Love" σε live εκτέλεση, πανίσχυρη φωνή από την Grace και χαζεμένο κοινό από κάτω.



Το "White Rabbit" από τους Jefferson Airplane δε γινόταν να λείπει από το setlist. Η μαγευτική σιλουέτα της Grace διαγράφεται πίσω από πυκνούς καπνούς, ενώ αρωματικά κεριά κάνουν «crowd surfing» στα χέρια μας, αναμειγνύοντας άρωμα κανέλας με το «λιβάνι» που κάπνισαν κάποιοι και όλοι μαζί ταξιδεύουμε στο The Fillmore των '60s. Και «ω, τι σύμπτωσις», η εκτέλεση του "White Rabbit" θυμίζει περισσότερο τη live εκτέλεση από το Fillmore της Νέας Υόρκης και λιγότερο αυτήν του δίσκου.

"Stop The Bus" στη συνέχεια και η Grace με τη Flying V της τζαμάρει με την υπόλοιπη μπάντα, για να τελειώσει το κυρίως μέρος της συναυλίας με το απογειωτικό δεύτερο μέρος του "Nothing But The Water". Πανικός σε όλη την αρένα με αυτό το τρελιάρικο soul / Blues Brothers κομμάτι του δισκογραφικού τους ντεμπούτο και όλοι χορεύουν στους ρυθμούς που ορίζει αυτή η σκερτσόζα Θεά επί σκηνής.

Η μπάντα έχει  συμπληρώσει ενενηνταπέντε λεπτά επί σκηνής και αποσύρεται για να ετοιμαστεί για το encore. Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι από όλους. Τα πανύψηλα τακούνια της Grace τής έχουν γίνει εμφανώς αφόρητα, μιας και δεν είχε σταματήσει λεπτό να χορεύει και να τρέχει πάνω-κάτω στη σκηνή. Μέχρι και ο Turnet, που 100% «has the blues», προσπαθεί να ξεκουράσει τα γόνατα του σε αυτά τα λίγα λεπτά. Τα έχουν δώσει όλα για εμάς.

Το μεγάλο φινάλε ξεκινά με το "Hot Summer Night" και την Grace κοντύτερη κατά ένα δεκάποντο τακούνι. Πλέον όλοι ξέρουμε με τι θα κλείσουν. "Tiny Light" και "Paris". Σωστά; Λάθος! Το "Paris" ήταν όντως το τελευταίο κομμάτι της βραδιάς και πεσμένοι στα γόνατα από την κούραση τραγουδούσαμε «Oh La La». Πριν από αυτό όμως τραγούδησαν μαζί με τους Chamberlin το "San Francisco". Κομμάτι που ετοίμασαν ειδικά για τη βραδιά, στηριζόμενοι στο "Idaho" του πολυβραβευμένου americana μουσικού Josh Ritter. Έτσι κερδίζεις, βλέπεις, την καρδιά του κοινού του San Francisco και έτσι καταφέρνεις να βάλεις επάξια την αφίσα σου στους τοίχους του The Fillmore. Δεν τους προσφέρεις απλά μια καλή βραδιά. Τους προσφέρεις μια μοναδική βραδιά, αφιερωμένη αποκλειστικά σε αυτούς.

Σίγουρα αν στίψω το κεφάλι μου μπορώ να σκεφτώ μειονεκτήματα. Για παράδειγμα, λίγη παραπάνω ψυχεδέλεια στα κομμάτια τους συνεχίζω να τη θέλω και δεν έπαιξαν μερικά από τα πιο γνωστά τους singles, που τα περίμενα πώς και πώς, όπως τα "Tiny Light" και "Ah Mary". Ξέρεις όμως κάτι; Τη στιγμή της συναυλίας όλες αυτές οι σκέψεις ήταν χιλιόμετρα μακριά και κανένα από αυτά τα κομμάτια δε μου έλειψε. Η μπάντα προσφέρει δύο ώρες απογειωτικού show, που σου φτιάχνει τη διάθεση για μια εβδομάδα και τη βάζει στο πάνθεον της καρδιάς σου. Ίσα-ίσα, τα κομμάτια που δεν άκουσα είναι η καλύτερη δικαιολογία για να επιδιώξω να τους δω ξανά και ξανά και ξανά.



Οι Grace Potter & The Nocturnals μου απέδειξαν αυτό που ήξερα. Δεν είναι μερικοί επίδοξοι rockers που συνοδεύουν μια κορμάρα με μίνι φορεματάκια και στυλάτη flying V κιθάρα. Απεναντίας, είναι μια διαχρονική γκρουπάρα, με ταλαντούχα μέλη, που θα είχε πετύχει όποτε κι αν είχε γεννηθεί κι αυτό γιατί αγαπάει το rock και παίζει για το κοινό της. Η Grace Potter έχει τα φόντα να γίνει μια σύγχρονη Jannis Joplin (στο πολύ πιο όμορφο) και οι Nocturnals η μπάντα που θα κάνει τα '70s να ακούγονται '00s. Το μέλλον είναι όλο μπροστά τους. Μας εύχομαι ευρωπαϊκή περιοδεία τους.

Setlist:

01. Medicine
02. Oasis
03. Goodbye Kiss
04. Οnly love
05. Big White Gate
06. One Short Night
07. Things I Never Needed
08. Golden (cover από My Morning Jacket)
09. Nothing But The Water (part 1)
10. Crazy on you (cover από Heart)
11. Sugar
12. White rabbit  (cover από Jefferson Airplane)
13. Stop The Bus
14. Nothing But The Water (Part 2)
-------------------------------------
15. Hot Summer Night
16. San Francisco (βασισμένο στο “Idaho” από Josh Ritter)
17. Paris (Ooh La La)

Δημήτρης Καρβούνης
  • SHARE
  • TWEET