Στα «Βουνά της Τρέλας» του ψυχεδελικού proto-prog

ProgSession #54: H.P. Lovecraft

Από τον Σπύρο Κούκα, 20/02/2019 @ 11:40

Υπάρχουν φορές που το δεδομένα ποιοτικό μένει στις σκιές της λήθης, καταφέρνοντας να βρει μονάχα μια μικρή μερίδα της απήχησης που πραγματικά θα δικαιούταν. Στη μουσική βιομηχανία τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι το σύνηθες, καθώς μονάχα το ταλέντο και η σκληρή δουλειά μοιάζουν να μην αρκούν πάντα. Ωστόσο, με τον χρόνο να αποδεικνύεται ο αντικειμενικότερος κριτής, τα μουσικά έργα των αφανών ηρώων υπάρχουν, περιμένοντας να αποκαλύψουν τη μαγεία τους σε αυτούς που θα τα ανακαλύψουν.

Στα πλαίσια αυτής της «διαστροφής», θα παρουσιάζουμε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, μέσω μίας στήλης που καθόλου τυχαία επέλεξε να παίξει με τις λέξεις progress και obsession, ένα δίσκο από το ευρύτατο φάσμα και την κληρονομιά του progressive rock, που δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει ενός cult συλλεκτικού επιπέδου.

Days of progressive past Vol. 54:

H.P. Lovecraft - II
(Philips, 1968)

H.P. Lovecraft - II

Στις απαρχές του γνωστού πλέον ως προοδευτικού rock, τα σύνορα μεταξύ των υπαρχόντων υφολογικών ιδιωμάτων ήταν κάτι παραπάνω από δυσδιάκριτα, καθώς το rock ως είδος είχε μόλις ξεκινήσει να διαμορφώνει τα διάφορα πρόσωπα του. Έτσι, δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως πολλές μπάντες του επανομαζόμενου πια ως ψυχεδελικού rock, κατηγοριοποιούνται εξίσου από τον όχι-και-τόσο δόκιμο (αλλά αρκετά ενδεικτικό της τότε τάσης για περαιτέρω εξέλιξη) όρο του proto-prog.

Μια τέτοια περίπτωση μπάντας, η οποία εγκλωβίστηκε εσαεί στις συμπληγάδες των δύο προαναφερθεισών κατηγοριών, αποτελούν ξεκάθαρα οι Αμερικάνοι H.P. Lovecraft, το εκ Illinois ορμώμενο κουιντέτο που θα απασχολήσει τη στήλη αυτήν τη φορά.

Η αρχή, η ονομασία και οι πρώτες καλλιτεχνικές προσπάθειες

H.P. Lovecraft

Έχοντας δανειστεί την ονομασία του από το όνομα του σπουδαίου Αμερικάνου συγγραφέα H.P. Lovecraft (ο οποίος αποτελεί και τον πατέρα κι εμπνευστή της αρκετά διαδεδομένης πλέον μυθολογίας Cthulhu), το κουιντέτο θα ξεκινήσει τη βραχύβια πορεία του το 1967, δίχως να καθυστερεί να κυκλοφορήσει το πρώτο του άλμπουμ.

Εκείνο, θα αποτελούνταν ως επί το πλείστον από διασκευές σε συνθέσεις άλλων καλλιτεχνών, τις οποίες ωστόσο η μπάντα είχε αποδομήσει και φέρει στα μέτρα της μουσικής που ήθελε να παίξει˙ κοινώς ένα κράμα folk με αγνή ψυχεδέλεια, εκτεταμένες δομές και μια υφέρπουσα ροπή προς τον ήχο που θα στοιχειοθετούνταν ως progressive rock με την είσοδο σχεδόν της επόμενης δεκαετίας.

Άλλωστε, το μουσικό υπόβαθρο των μουσικών που αποτελούσαν την μπάντα, ουσιαστικά όριζε καθαρά τη συγκεκριμένη υφολογική κατεύθυνση, με την προφανή αναφορά στον κιθαρίστα George Edwards και την προϋπηρεσία του ως folk τραγουδιστή μέχρι τα μέσα των '60s να είναι ενδεικτική των βάσεων από τις οποίες θα ξεκινούσε το σχήμα και την παρουσία του πολυοργανίστα Dave Michaels (που ήταν και ο πλέον καταρτισμένος και σπουδαγμένος των μουσικών που το απάρτιζαν) να αποτελεί τον έτερο, πιο δημιουργικό πόλο στη συνολική του υπόσταση.

Η μετακόμιση στο San Francisco και η δημιουργία του «δύσκολου» δεύτερου άλμπουμ

H.P. Lovecraft

Μετακομίζοντας στο San Francisco, την επόμενη κιόλας χρονιά, η μπάντα θα βρισκόταν σε μια μεγαλύτερη αγορά και, αναμενόμενα, θα εκμεταλλευόταν το ολοένα και περισσότερο διαδεδομένο όνομα της για να κάνει ορισμένες σημαντικές γνωριμίες στο χώρο. Έτσι, το γεγονός πως θα άνοιγε για τις συναυλίες των Pink Floyd, Procol Harum και Traffic (μεταξύ άλλων) στο περίφημο Fillmore West, θα εδραίωνε το όνομα που είχε ήδη χτίσει από την προηγούμενη χρονιά, προετοιμάζοντας ιδανικά το εδαφος για το επόμενο της δίσκο.

Τα I.D. Sound Studios του Los Angeles θα φιλοξενούσαν το σχήμα για την ηχογράφηση του δεύτερου της άλμπουμ, με τον μηχανικό ήχου Chris Huston (ο οποίος συνεργάστηκε στην πλούσια καριέρα του με τους The Who, Led Zeppelin, James Brown, Eric Burdon και Todd Rundgren μεταξύ άλλων) να επιμελείται της διαδικασίας και τον manager της μπάντας, George Badonsky, να εκτελεί χρέη παραγωγού.

Το γεγονός, ωστόσο, της εκτεταμένης περιοδείας της μπάντας, κατά το πρώτο μισό του έτους, θα αποτελούσε σημαντικό παράγοντα για το πως θα κατέληγε να δημιουργηθεί το δεύτερο πόνημα της, καθώς το νέο υλικό δεν είχε δουλευτεί επαρκώς πριν την είσοδο της στο στούντιο ηχογραφήσεων. Ως λογικό επακόλουθο, το άλμπουμ θα σμιλευόταν εντός εκείνου, με τον Huston να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο ως προς τις κατευθύνσεις που θα έδινε στο σχήμα για την επιτυχή ολοκλήρωση των ιδεών που είχε συλλέξει κατά τη διάρκεια της περιοδείας του.

Άλλωστε, ενδεικτικό των παραπάνω είναι το ότι τελικά κι αυτός ο δίσκος κατέληξε να αποτελείται από αρκετές διασκευές σε τραγούδια άλλων καλλιτεχνών της εποχής, όπως τα "Spin, Spin, Spin", "It's About Time" (τα οποία είχαν ερμηνευθεί από τον Terry Callier) και το κλασικό, πολυτραγουδισμένο folk “High Flying Bird”, αν και είναι οι πρωτότυπες συνθέσεις της μπάντας που τραβούν την προσοχή και στις οποίες οφείλει το άλμπουμ την υστεροφημία του.

Οι συνθέσεις του Edwards, "Electallentando" και "Mobius Trip", εκπληρώνουν αυτό που ίσως υπόσχεται το όνομα τους, όντας αρκούντως ψυχεδελικές και μέσα στο hippie κλίμα της εποχής, το "Blue Jack Of Diamonds" (που υπογράφει και τραγουδά ο νεοεισελθόντας μπασίστας Jeff Boyan) έχει μια τόσο αρεστή μινόρε διάθεση που εύκολα ξεχωρίζει, αν και είναι το δικαίως τιτλοφορούμενο "At The Mountains Of Madness" (με τίτλο και στιχουργική εμπνευσμένη από την ομότιτλη νουβέλα του H.P. Lovecraft) που ηγείται των προοπτικών, των βλέψεων και, τελικά, του συνόλου του υλικού της μπάντας.

Όντας συνολικά πιο διευρυμένο μουσικά από τον προκάτοχο του, ακόμη και τότε χαρακτηρίστηκε ως μια σαφέστατα προοδευτική δουλειά, η οποία ωστόσο αντιμετωπίστηκε με σκεπτική διάθεση από τους κριτικούς της εποχής, πιθανότατα λόγω αυτής της περισσότερο πολύπλοκης φύσης της. Παρόλα αυτά, σε ό,τι αφορά την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε, είναι αντιληπτό ακόμη και σήμερα πως τόσο εκείνο, όσο και το ντεμπούτο της μπάντας, εμφάνισαν αρκετές ομοιότητες σε ότι αφορά τη σχεδόν απόκοσμη, στοιχειωμένη αύρα τους και τη χρήση αρκετών καινοτομιών που χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον τα επόμενα χρόνια στον χώρο.

Οι προσπάθειες συνέχισης της μπάντας, η αναπόφευκτη διάλυση και η μουσική της κληρονομιά

H.P. Lovecraft

Η συνέχεια, παρότι η επιτυχία συνέχιζε να χτυπά την πόρτα της μπάντας, θα ήθελε τον Dave Michaels να αποχωρεί για να συνεχίσει τις ακαδημαϊκές του σπουδές, με την πρώτη διάλυση της να μην αργεί και να συμβαίνει στις αρχές κιόλας του 1969. Δίχως να χάσει χρόνο, ο Edwards θα συνέχιζε, τρόπον τινά, την μπάντα, παρέα με τον ντράμερ Michael Tegza, με ελαφρώς παραλλαγμένο όνομα (όντας, πλέον, απλώς Lovecraft) και σαφώς διαφοροποιημένη ηχητική κατεύθυνση (πιο κοντά στα χνάρια των Crosby, Stills & Nash), αν και το τρίτο άλμπουμ της (το "Valley Of The Moon" του 1970) θα κυκλοφορούσε τελικά δίχως εκείνον στη σύνθεση της.

Υπό αυτές τις συνθήκες και με την αστάθεια εντός των τοιχών της μπάντας να είναι πλέον έκδηλη, η αναπόφευκτη διάλυση και αυτής της μορφής της θα ήταν γρήγορα φυσικό επακόλουθο, με τους μουσικούς που την αποτελούσαν να συνεχίζουν να έχουν κοινές συνεργασίες και μουσικούς δεσμούς τα χρόνια που ακολούθησαν. Το πραγματικό τέλος της, όμως, θα συνέβαινε το 1975, τη χρονιά δηλαδή που ο Tegza θα επιχειρούσε ακόμη μια «νεκρανάσταση» της, υπό το όνομα Love Craft αυτήν τη φορά, και ύφος που αγκάλιαζε τη funk (και ουδεμία σχέση είχε με τον πρότερο βίο της). Με απογοητευτικές, ωστόσο, πωλήσεις και ακόμη πιο απογοητευτικό μουσικό περιεχόμενο, το άλμπουμ πήγε «άπατο», όπως και η προσπάθεια επιβίωσης της μπάντας στη μουσική βιομηχανία, παρά την έσχατη προσπάθεια του Tegza με νέους μουσικούς (μεταξύ των οποίων και ο τραγουδιστής Marc Scherer), για μερικούς μήνες του 1980.

Κι αν η κληρονομιά της μπάντας μοιάζει ανέγγιχτη από τον χρόνο, διαδίδοντας τα γραπτά του H.P. Lovecraft πολύ πριν αυτά αποκτήσουν το δικό τους cult following (ειδικά στους metal κύκλους) και χαρίζοντας μας τρία ιδιαίτερα άλμπουμ του ευρύτερου rock χώρου (κι ένα που δεν αξίζει να ασχοληθεί κάποιος), τα βασικά μέλη που την απαρτίζαν και οι επακόλουθες πορείες τους είναι άξιες ενός ύστατου σχολιασμού. Έτσι, έκπληξη προκαλεί πως ο Michael Tegza κατέληξε να ακολουθήσει έναν πιο θρησκευτικό δρόμο, γινόμενος πάστορας στην περιοχή του Arkansas, ενώ ο George Edwards άλλαξε όνομα κι έγινε κατόπιν γνωστός για την παραγωγή τηλεοπτικών commercials για γνωστές εμπορικές αλυσίδες ως Ethan Kenning. Από την άλλη, ο τρίτος της «παρέας», Dave Michaels, συνέχισε την ενασχόληση του με τη μουσική, συνεργαζόμενος αρκετές φορές με τον Kenning και κυκλοφορώντας το "In Dust I Sing" solo άλμπουμ, το 2001, σε μια πορεία ταγμένη στη μουσική από επιστημονικής, επαγγελματικής, αλλά πάντοτε και καλλιτεχνικής απόψεως.

YouTube

  • SHARE
  • TWEET