Desertfest Athens: Day 1 (Saint Vitus, Orange Goblin, Church Of Misery, κ.ά.) @ Ιερά Οδός & Acro, 06/10/17

Ευλογία από τον Άγιο Βίτο παρουσία ισχυρών πορτοκαλί δαιμονίων

Δεδομένης της απήχησης που γνωρίζει τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας το λεγόμενο stoner, με τις ρίζες και τα παρακλάδια του, ο ερχομός του διεθνούς φήμης Desertfest πέρυσι στην χώρα μας δεν ήταν απρόσμενος, και η φετινή επανάληψη σχεδόν σίγουρη. Το δυνατό billing έφερε εν τέλει τη μεταφορά σε μεγαλύτερο χώρο, με παράπλευρη απώλεια τον αφιλόξενο περιβάλλον του δεύτερου stage.

Αυτή ήταν μάλλον και η μοναδική σημαντική παραφωνία, τουλάχιστον όσον αφορά την πρώτη ημέρα, μιας και το πρόγραμμα τηρήθηκε στον μέγιστο δυνατό βαθμό, το main stage ήταν παραπάνω από φιλόξενο και ο κόσμος τίμησε τα συγκροτήματα που έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό. Αλήθεια είναι ότι ο ήχος, χωρίς να είναι κακός, σε κάποιες εμφανίσεις θα μπορούσε να είναι καλύτερος, ενώ βέβαια σε άλλες ήταν εξαιρετικός.

Bus

Πρώτοι έσυραν τον χορό οι Bus, με σύμμαχο το καταπληκτικό ντεμπούτο τους "The Unknown Secretary" σε ένα εχθρικό από πολλές απόψεις περιβάλλον. Βλέπετε ο πρoθάλαμος του Acro που επιλέχθηκε για να φιλοξενήσει το δεύτερο stage, αποτέλεσε κατά συνθήκη μόνο συναυλιακό χώρο, καθώς δεν διέθετε τις ελάχιστες προδιαγραφές.

Bus

Μπορεί η ατμόσφαιρα να μην ήταν αποπνικτική, όπως αργότερα στους Mahakala και τους Mos Generator, και ο ήχος κάπως λιγότερο κακός, η ακαταλληλότητα όμως ήταν εμφανής, τουλάχιστον όσον αφορά την ελάχιστη ορατότητα και το υποτυπώδες στήσιμο. Ο κόσμος πάντως φάνηκε να ικανοποιείται με την απόδοση της τετράδας, η οποία αντεπεξήλθε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Με πολύ καλή απόδοση του πρωτότυπου υλικού και πειστική σκηνική παρουσία, προεξάρχοντος του Bill City, ξετύλιξε τον σαμπαθικό και παλαιομεταλικό ήχο σε όλο του το μεγαλείο. Εκτός από τα τραγούδια του full-length ντεμπούτου, τραβήξαμε τζούρα και από καινούριο υλικό, για να κλείσει ιδανικά το πλήρες σετ με το γιατί όχι hit "Don't Fear Your Demon". Μέχρι να τους ξανασυνατήσουμε υπό πιο φυσιολογικές συνθήκες, rock 'n' roll και μπύρες.

Black Rainbows

Το πέρασμα της Ιεράς Οδού για τους Black Rainbows φάνηκε με πέρασμα στον συναυλιακό παράδεισο πριν καν ακουστούν οι πρώτες νότες, και το power trio από την Ρώμη δεν δυσκολεύτηκε νομίζω ιδιαίτερα να ικανοποιήσει τις προσδοκίες που αντιστοιχούσαν στον πρότερο βίο τους και την θέση τους στο φεστιβάλ.

Black Rainbows

Ο κόσμος ήταν ήδη αρκετός ώστε να μην είναι άχαρος ο ρόλος των γειτόνων μας, οι οποίοι χωρίς να έχουν πολύ καλό ήχο αλλά με περίσσεια διάθεση, παρουσίασαν το βουτηγμένο στα '70s ροκενρολάτο stoner, με αρκετή κατά τόπους jam διάθεση. Αποκορύφωμα του σετ που τράβηξε πέραν του προβλεπόμενου ήταν η ατέλειωτη πλην χορταστική διασκευή στο "Back To Comm" των θρύλων MC5.

Αν και προσωπικά τα τελευταία χρόνια τείνω υπέρ των ξεκάθαρων λύσεων στο παλαιάς κοπής νεότευκτο rock υλικό, μπορώ να πω ότι οι Black Rainbows με ικανοποίησαν εξίσου και με τις δύο προσεγγίσεις που παρουσίασαν, ήτοι την ξεκάθαρη και την πιο ατμοσσφαιρική ή ορθότερα τζαμαριστή, οπότε αυτό θα κρατήσω ως το σημαντικότερο όπλο τους, μαζί φυσικά με το δεμένο παίξιμο και την διάθεση που επέδειξαν.

Mahakala

Έχοντας φρέσκες τις εικόνες από το δεύτερο stage και τους Bus, επέστρεψα με βαριά καρδιά στο Acro, όχι επειδή δεν ψηνόμουν να ξαναδώ τους Mahakala (κάθε άλλο μάλιστα μετά την εξαιρετική τους παρουσία ως support στους Trouble), αλλά γιατί σκεφτόμουν αρκετή ώρα τις συνθήκες που θα διαμορφωθούν με τον αναμενόμενα περισσότερο κόσμο.

Mahakala

Δυστυχώς οι φόβοι μου επιβεβαιώθηκαν, καθώς χρειάστηκαν μόνο μερικά λεπτά για να καταστεί αποπνικτική η ατμόσφαιρα, ενώ οι συνθήκες δεν καλυτέρεψαν ούτε όταν έσπασε κάπως ο κόσμος, παρότι η τετράδα έδινε τον καλύτερό της εαυτό. Στηριζόμενοι εξολοκλήρου αν δεν κάνω λάθος στο φετινό, δεύτερο ολοκληρωμένο άλμπουμ τους με τίτλο "The Second Fall", οι Αθηναίοι κατέθεσαν στο Desertfest την πιο σύγχρονη μεταλλική πρόταση της ημέρας, μαζί με την ταιριαστή evil αισθητική τους.

Εκτός από την επιβαρυμένη ατμόσφαιρα, ούτε ο ήχος επέτρεψε στην μπάντα να αποτυπώσει τις αρετές του απαιτητικού εκτελεστικά και διαφοροποιημένου φρέσκου υλικού, οπότε αρκεστήκαμε στην αξιοσημείωτη διάθεση και την συμπαγή απόδοση, με τον Έκτορα στα τύμπανα και τον Δημήτρη σε μπάσο και φωνή να τραβάνε περισσότερο κουπί, επιβεβαιώνοντας την στόφα που διαθέτουν ως μουσικοί. Devil horns up λοιπόν μέχρι την επόμενη φορά.

Θ.Ξ.

Stoned Jesus

Επιστρέφοντας στη μεγάλη σκηνή, οι Stoned Jesus ξεκινούσαν το περίπου σαραντάλεπτο set τους με το "Stormy Monday" και τον κόσμο να τους υποδέχεται θερμά. Οι Ουκρανοί heavy rockers έχουν αποδειχθεί ως μια από τις πολύ αξιόπιστες μπάντες της γενιάς τους, τόσο καλλιτεχνικά, όσο και σε επίπεδο ζωντανών εμφανίσεων, κάτι που απέδειξαν περίτρανα και σε αυτήν τους την επανεμφάνιση στη χώρα μας.

Stoned Jesus

Οι πρώτες νότες του "Bright Like The Morning", με τον πολύ καλό ήχο καθ’ όλη τη διάρκεια της σκηνικής τους παρουσίας να είναι σύμμαχος, άρχισαν να κινούν υποψίες σχετικά με το υλικό που θα μας παρουσίαζαν, υποψίες που επιβεβαιώθηκαν σχεδόν με την (εξαιρετική) εκτέλεση μέρους του "Electric Mistress". 

Εν τέλει, η μπάντα από το Κίεβο θα μας παρουσίαζε ολόκληρο το (σχεδόν κλασσικό πια) "Seven Thunder Roar" άλμπουμ της, γεγονός που κάθε άλλο χάλασε το ιδιαίτερα κινητικό κοινό που ανταποκρινόταν εμφανώς στα όσα σπουδαία διαδραματίζονταν επί σκηνής. 

Άλλωστε, παρά τα όποια μικρολαθάκια, το power trio αποδείχτηκε αρκούντως σφιχτοδεμένο, με τον Igor Sidorenko να αποδεικνύεται ιδανικός frontman και σε επικοινωνιακό επίπεδο, πέραν του δεδομένου εκτελεστικού. Έτσι, το κλείσιμο με το πασίγνωστο κι αγαπημένο "I’m The Mountain" ολοκλήρωσε με τον πλέον ταιριαστό τρόπο μια από τις πιο ουσιώδεις εμφανίσεις της πρώτης μέρας του Desertfest και, σίγουρα, την καλύτερη που είχαμε παρακολουθήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. 

Mos Generator

Δυστυχώς, η συνέχεια μας ήθελε να βρισκόμαστε ξανά στο χώρο που φιλοξενούσε τη δεύτερη σκηνή, περιμένοντας την εμφάνιση των Mos Generator που ακολουθούσε. Και προφανώς, το δυστυχώς δεν πηγαίνει στην μπάντα, η οποία δεδομένα αποτελεί μια αρκετά αξιόλογη πρόταση στα πλαίσια του ήχου που κινείται υφολογικά, αλλά στην απαράδεκτη επιλογή και διαμόρφωση της «μικρής σκηνής», ενός χώρου που αδυνατούσε να φιλοξενήσει αξιοπρεπώς οποιαδήποτε ζωντανή εμφάνιση συγκροτημάτων ανάλογων ηχητικών απαιτήσεων με τα όσα παρακολουθήσαμε.

Mos Generator

Πραγματικά, ακόμη κι αν υπήρχε όλη η καλή διάθεση για θεωρήσουμε πως η ασφυκτική ζέστη ήταν ένα φυσικό επακόλουθο για έναν μικρό χώρο που γεμίζει κόσμο, οπότε και θα μπορούσε υπό συνθήκες να αγνοηθεί μερικώς, η απαράδεκτη ακουστική του, που είχε ως αποτέλεσμα έναν εκκωφαντικό, επικίνδυνο ήχο, είναι αδικαιολόγητη. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβαλικά γεγονότα που συμβαίνουν στη χώρα, μια διοργάνωση που φιλοξενεί κάθε χρόνο χιλιάδες φίλους της σκληρής μουσικής. 

Δεν σκοπεύω να επεκταθώ παραπάνω στο θέμα, παρά το γεγονός πως υπάρχουν (και θα έπρεπε) να ειπωθούν ακόμη περισσότερα από τα όσα ήδη αναφέρθηκαν, καθαρά και μόνο επειδή οι μπάντες που εμφανίστηκαν στη συγκεκριμένη «σκηνή», και στην προκειμένη οι Mos Generator, προσπάθησαν και ανταποκρίθηκαν όσο καλύτερα μπορούσαν σε αυτές τις συνθήκες. 

Ο Tony Reed αποτελούσε μια σεβάσμια μορφή, έναν frontman που σε κέρδιζε με την παρουσία του κι έναν κιθαρίστα που δεν εμμένει μονάχα στα βασικά του heavy rock, αλλά έχει rock & roll ψυχή και αρκούντως μεταλλικό υπόβαθρο, το rhythm section ήταν στιβαρότατο και το "Lonely  One Kenobi" είναι ένας μικρός συναυλιακός ύμνος, με όλα αυτά να συμβάλλουν σε μια αντικειμενικά δυνατή εμφάνιση από πλευράς τους. Τι να το κάνεις όμως, όταν το ηρωικό κοινό που βρέθηκε να τους παρακολουθεί, αδυνατούσε να το πράξει όπως τους άρμοζε λόγω των δυσμενών συνθηκών. 

Church Of Misery

Η ταλαιπωρία της δεύτερης σκηνής για κοινό και μπάντες έφτασε στο τέλος της και η εμφάνιση των Church Of Misery στη μεγάλη σκηνή ήταν ιδανική ευκαιρία για να ξεχαστούμε και να επιστρέψουμε σε συνθήκες του που αρμόζουν στο βεληνεκές του φεστιβάλ. Οι Ιάπωνες stoner/doom metallers, άλλωστε, αποτελούσαν ένα όνομα με αρκετές περγαμηνές, έχοντας στις πλάτες τους δύο περίπου δεκαετίες ενεργούς παρουσίας στο χώρο και μια δισκογραφία που χαρακτηρίζεται, από γνώστες και μη, ως τουλάχιστον αξιόλογη.

Church Of Misery

Βέβαια, τόσο στην αρχή, όσο και σε διάσπαρτα σημεία της ωριαίας εμφάνισης τους, αντιμετώπισαν σημαντικά προβλήματα με τον ήχο, ενώ ανά στιγμές ήταν δύσκολο να ακουστούν καθαρά οι φωνητικές ερμηνείες του Hiroyuki Takano, του ενός από τα τρία νέα πρόσωπα που έχει να επιδείξει το lineup της μπάντας. 

Παρ’ όλα αυτά, το κουαρτέτο παρουσιάστηκε αρκετά δεμένο, αν συνυπολογίσουμε το ακόμη πρόσφατο της συνύπαρξης του, με τις μπασογραμμές του μοναδικού πια αυθεντικού μέλους Tatsu Mikami να πασχίζουν αλλά να καταφέρνουν να δώσουν το πρόσταγμα και στους υπόλοιπους. Ο κόσμος, πάντως, τους υποδέχτηκε σχετικά χλιαρά, με μονάχα μερικούς φανατικούς στις πρώτες σειρές να τα δίνουν όλα με τις επευφημίες και το αδιάκοπο τους headbanging.  

Στα επιμέρους ενδιαφέροντα της εμφάνισης τους συμπεριλαμβάνεται και η συνεχιζόμενη χρήση του theremin σε πολλά από τα τραγούδια, μια χρήση που περισσότερο θα μπορούσε να το χαρακτηρίσει ως ένα επιπλέον lead όργανο (εκτός της κιθάρας), παρά ως ένα υποστηρικτικό μέσο για την επίτευξη ατμοσφαιρικών εφέ. Κι όσο κι αν η εδώ παρουσία τους δεν εκπλήρωσε απόλυτα τις προσδοκίες που είχε ο κόσμος για την εμφάνιση τους, συνολικά δεν έπεσε κάτω από ένα συγκεκριμένο ποιοτικό επίπεδο, με δεδομένες τις τεχνικές τους δεξιότητες και, πιθανότατα, εκουσίως «χαοτικότερο» ήχο, ώστε να συμβαδίζει με τη σήψη της (σχετικής με πασίγνωστους serial killers) στιχουργικής θεματολογίας τους. 

Orange Goblin

Έπειτα από μια ολιγόλεπτη διακοπή, η ώρα είχε φτάσει για την επανεμφάνιση των σπουδαίων Orange Goblin στην Ελλάδα, με τους ίδιους να είναι πια ένα σημαντικότατο μέγεθος της heavy rock/stoner συνομοταξίας. Η παρέα των Ben Ward, Joe Hoare, Martin Millard και Chris Turner, ίδια κι απαράλλακτη από την αρχή της πορείας τους (με την μικρή εξαίρεση της αποχώρησης του Pete O’ Malley πριν μια και πλέον δεκαετία) μέχρι και σήμερα, ανέβηκε στη σκηνή στις 23:00 ακριβώς και για την επόμενη μιάμιση περίπου ώρα μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε πως, τόσο βάσει δημοφιλίας και ανταπόκρισης του κόσμου, όσο και από άποψης αποδόσεως, εκείνοι ήταν οι πραγματικοί headliners της βραδιάς.

Orange Goblin

Εκκινώντας το set τους με το "Scorpionica" από το φανταστικό "The Big Black" και προσπαθώντας να καλύψουν κάθε εποχή της δισκογραφικής τους πορείας, κατάφεραν να ξεσηκώσουν το ιδανικά γεμάτο μαγαζί με χαρακτηριστική άνεση και με στόφα μεγάλης μπάντας. Άλλωστε, για να είμαστε δίκαιοι, μετά από τόσα χρόνια κι έχοντας μια αξιοζήλευτη δισκογραφία, πραγματική αγάπη για αυτό που κάνουν και μια πάντοτε απολαυστική σκηνική παρουσία, δικαιούνται και με το παραπάνω να συγκαταλέγονται στα πιο σημαντικά συγκροτήματα της γενιάς τους. 

Το "The Devil’s Whip", που ακολούθησε, αποτελεί έναν τόσο απροκάλυπτα φανερό φόρο τιμής στους Motorhead που όσες φορές κι αν το ακούσεις, το απολαμβάνεις για αυτό που είναι, το "Saruman’s Wish" μας γύρισε στα άγουρα χρόνια του ντεμπούτου τους, έχοντας αποκτήσει με τα χρόνια μια ακόμη πιο μοχθηρή αύρα, ενώ το "Getting High On The Bad Times" έκανε ακριβώς αυτό που υπόσχεται ο τίτλος του, ανεβάζοντας τη διάθεση του ήδη ζεσταμένου κοινού στα ύψη. 

Η μπάντα βρέθηκε σε εξαιρετικό βράδυ, με τον τεράστιο (από κάθε άποψη) Ben Ward να μοιάζει αεικίνητος επί σκηνής, έχοντας το χάρισμα της αβίαστης επικοινωνίας με το κοινό κι εξασκώντας το με την κάθε διαθέσιμη ευκαιρία, κάπου μεταξύ των παθιασμένων ερμηνειών του και των αρκετών κουτιών μπύρας που κατανάλωνε. Μάλιστα, σχετικά με το τελευταίο, θετικότατη εντύπωση προκάλεσε και η στάση του στην ρίψη ενός μισοάδειου κουτιού επί σκηνής, αντιμετωπίζοντας το όλο θέμα με χιούμορ και χαλαρή διάθεση.

Orange Goblin

Στο "The Filthy And The Few" ήρθαμε αντιμέτωποι με μια ακόμη Motorhead-ική, biker-άδικη σύνθεση που ανέβασε και πάλι τις ταχύτητες, ενώ το "Made Of Rats" αντιμετωπίστηκε ως instant classic, σε μια εντυπωσιακή ζωντανή του εκτέλεση. Γενικότερα, πάντως, η επιλογή κομματιών ήταν απόλυτα εύστοχη και περιεκτική, παρ’ όλο που προσωπικά θα ήθελα και κάτι παραπάνω από το αγαπημένο "Time Travelling Blues" πέραν του ομότιτλου κομματιού που μας παρουσίασαν προς το τέλος. 

Έτσι, αντί όσο περνάει η ώρα η κούραση να κάνει εμφανή τα σημάδια της, αντιθέτως το μαγαζί σειόταν από τις αντιδράσεις του κόσμου και, με προτροπή και του Ben Ward, είδαμε και τα πρώτα πραγματικά mosh pits μέσα στη βραδιά, αλλά και μια μεμονωμένη περίπτωση crowd surfing, με τον θύτη να καταλήγει να φτάσει λίγα εκατοστά μακριά από τη σκηνή. 

Ο γιγαντόσωμος frontman συνέχιζε να ευχαριστεί το ελληνικό κοινό για τη στήριξη προς την μπάντα όλα αυτά τα χρόνια, εξακολουθώντας ταυτόχρονα να δροσίζει τις πρώτες σειρές, όσο το ένα σπουδαίο τραγούδι διαδεχόταν το άλλο. Φτάνοντας, λοιπόν, προς το τέλος, με τα "Quincy The Pigboy" και "Red Tide Rising" να κλείνουν εμφατικά το set τους, το θερμό και συνολικό χειροκρότημα από ολόκληρό το πλήθος που κατέκλυζε το μαγαζί ήταν απλά το φυσικό επακόλουθο μιας σπουδαίας εμφάνισης, ίσως της σπουδαιότερης (από αντικειμενικής απόψεως) που απολαύσαμε την πρώτη μέρα του Desertfest. Όλα αυτά, βέβαια, πριν από την παρθενική εμφάνιση των Saint Vitus στην Ελλάδα με τον Scott Reagers πίσω από το μικρόφωνο...

Σ.Κ.

SETLIST

Scorpionica
The Devil’s Whip 
Saruman’s Wish
Getting High On The Bad Times
The Filthy And The Few
Made Of Rats
Magic Carpet
Some You Win, Some You Loose 
Round Up The Horses
Hard Luck
They Come Back (Harvest Of Skulls)
Time Travelling Blues
The Fog 
Quincy The Pigboy
Red Tide Rising

Saint Vitus

Οι Καλιφορνέζοι doom metal θρύλοι, η βαρύτερη μπάντα στον γαλαξία, οι αιώνιοι ηγέτες του fuzzαριόζικου και βρώμικου heavy metal και δαμαστές της απελπισίας και της καταστροφής, ήταν η κορύφωση (pun intended) της πρώτης ημέρας του Desertfest. Κατά τη γνώμη μου βέβαια, κάθε metal festival πρέπει να τελειώνει με τους Saint Vitus και έχω πολλά, εντελώς αντικειμενικά, πιστέψτε με, επιχειρήματα για να το υποστηρίξω. Εν πάση περιπτώσει.

Saint Vitus

Με μοναδικό ψεγάδι τη μικρή διάρκεια του show (μόλις 60 λεπτά), οι Saint Vitus ήταν τέλειοι, από κάθε μα κάθε άποψη. Με τον Scott Reagers αυτή τη φορά πίσω από το μικρόφωνο και τον θεό Pat Bruders (Down, Crowbar κ.ά.) στο μπάσο, η ομάδα πέταγε από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό. "Dark World", "One Mind" και, αν είναι δυνατόν, "War Is Our Destiny" στα καπάκια. Κάθε παρευρισκόμενος, είτε ήταν οπαδός είτε ερχόταν για πρώτη φορά σε επαφή με την ηχητική καταιγίδα που λέγεται Saint Vitus, είχε πια εισέλθει με τα μπούνια στη μαγευτική δίνη της καταστροφολογικής μουσικής τους. 

Η συνέχεια ήταν εξίσου αμείλικτη, με -κυρίως- γρήγορους ύμνους της εποχής Reagers ("White Magic/Black Magic", "White Stallions", "Τhe Sadist"), ένα Wino τραγούδι ("H.A.A.G."), αλλά και το καινούριο "Bloodshed", το οποίο ακούστηκε αρκετά υποσχόμενο. H βροντοσαυρική εκτέλεση του αργόσυρτου ηχητικού διαμαντιού "Burial At Sea" με το χτύπημα των μπουκαλιών στην αρχή ωστόσο, ήταν το αδιαμφισβήτητο highlight της εμφάνισης των Vitus, η οποία ολοκληρώθηκε με το ομώνυμο τραγούδι του συγκροτήματος, και φυσικά με το εμβληματικό "Born Too Late", το οποίο μοίρασε απλόχερα ανατριχίλες σε όποιον «νιώθει»...

Saint Vitus

Ο Chandler (ο οποίος κυκλοφορούσε με πατερίτσες, τις άφησε στην άκρη κατά τη διάρκεια του show και τις ξαναπήρε μετά... θεός), είχε απίστευτη ηχάρα και ήταν απροσδόκητα ακριβής στο παίξιμό του, αποδεικνύοντας ότι το να είσαι πότης και μερακλής δεν συνεπάγεται απαραίτητα «έκπτωση» στο καλό παίξιμο και στο σεβασμό απέναντι στο κοινό σου, που είναι εκεί για να σε αποθεώσει. Από κοντά, το ιδανικά μονολιθικό rhythm section των Bruders/Vasquez και ο Scott-εινότατος Reagers, με το φουντωτό μαλλί και την τόσο απλή αλλά και τόσο ουσιαστική σκηνική παρουσία. 

Στα φωνητικά του καθήκοντα ήταν ίδιος πραγματικά με τις studio εκτελέσεις, σε όλα τα δικά του τραγούδια που εκτέλεσαν παθιασμένα οι Vitus. Ο ήχος καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας ήταν πάρα πολύ καθαρός και δυνατός, χωρίς βαβούρα, επιτρέποντας στον κόσμο να απολαύσει σε ιδανικές συνθήκες τη μουσική.

Φεύγοντας από το μαγαζί, το αίσθημα ικανοποίησης στα πρόσωπα του κόσμου ήταν κάτι περισσότερο από εμφανές. Οι Saint Vitus, για δεύτερη φορά στην Ελλάδα, είχαν την ευκαιρία να παρουσιάσουν την σκοτεινότερη, επική πλευρά της εποχής Scott Reagers, αφήνοντας πίσω τους συντρίμια και βάζοντας υποψηφιότητα για μία από τις καλύτερες και πιο αυθεντικές συναυλίες της χρονιάς που διανύουμε.

Β.Σ.

Φωτογραφίες: Γιώργος Κρίκος

SETLIST

Dark World 
One Mind 
War Is Our Destiny 
White Magic/Black Magic 
The Sadist 
H.A.A.G. 
White Stallions 
Bloodshed 
Burial at Sea 
Saint Vitus 
Born Too Late

Αντί Επιλόγου

Δεν θα ήταν δυνατό να διαφωνήσω σε τίποτα με τα όσα ανέφερε ο πιστός του Άγιου Βίτου Βασίλης Σκιαδάς, ασπαζόμενος την λατρεία προς το ιερό πρόσωπο, παρά μόνο να καταθέσω κι εγώ την πίστη μου, εστιάζοντας σε κάποια σημεία που χρίζουν ιδιαίτερης μνείας. Έχοντας παρακολουθήσει τους Αμερικανούς και στην πρώτη τους επίσκεψη στην χώρα μας με τον θρύλο Wino στα φωνητικά, θα έλεγε κανείς ότι έχουμε σχεδόν ολοκληρωμένη συναυλιακή εικόνα αυτής της σπουδαίας μπάντας, κάτι που πριν από μερικά χρόνια ήταν όνειρο (κι ένα "Children Of Doom" με την άλλη τυπάρα δεν θα μας χάλαγε). Άγιος φυσικά ο Wino, ο Reagers όμως, εκτός από πιστός στρατιώτης απέδειξε ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του μύθου με τα ανεκτίμητης αξίας παρανοϊκά φωνητικά του.

Κεντρικό πρόσωπο βέβαια δεν ήταν άλλος από τον ήρωα David Chadler, με ήχο καμπάνα - παράδειγμα προς νεότερους επίδοξους εφετζήδες κιθαρίστες και παίξιμο από άλλον πλανήτη, ενσωματώνοντας μεταξύ άλλων, ψυχεδέλεια, θορύβους, αλλά και surf στοιχεία (παιδί της Καλιφόρνια) στο παίξιμό του. Παρά τον φαινομενικά μικρό βαθμό τεχνικής δυσκολίας, δεν μπορεί να αντιγραφεί από κανέναν, ενώ είναι αναγνωρίσιμος από μίλια μακριά. Κερασάκι στην τούρτα το κόντρα στον ενισχυτή, over the neck, over the head, ακόμη και με τα δόντια σόλο, και ανεκτίμητης αξίας οι γκριμάτσες του τραγουδώντας τους στίχους του δικού μας εθνικού ύμνου "Born Too Late", αλλά και οι αγκαλιές με τον Reagers.

Όσον αφορά στον κόσμο, με την ισχυρότερη παρουσία του στους Goblin απένειμε στους άξιους Εγγλέζους τον headliner τίτλο και αραίωσε σημαντικά -συν το προχωρημένο της ώρας- στους Αμερικανούς. Οι αυθόρμητες και παλαβές αντιδράσεις αρκετών οπαδών όμως -συμπεριλαμβανομένων και των γραφόντων- καταδεικνύουν πόσα σπουδαία ήταν αυτή η εμφάνιση και πόσο ξεχωριστή θέση έχει ήδη στις καρδιές μας. Τί κάνει αυτή τι μπάντα τόσο σπουδαία, όπως και το πόσο metal είναι ή δεν είναι, δεν αποτελούν ερωτήματα της παρούσης, αλλά χρίζουν βεβαίως περαιτέρω ανάλυσης, οπότε επιφυλασσόμεθα.

Κλείνοτας τον κύκλο της πρώτης μέρας, αυτό που αξίζει να μείνει στον καθένα, εκτός από τις μπάντες που εκτίμησε περισσότερο, είναι το γεγονός ότι ένα φεστιβάλ που πραγματοποιείται στην χώρα μας και τυγχάνει δικαίως διεθνούς απήχησης, όπως το Desertfest, θα πρέπει να θεωρείται ευλογία για τα συναυλιακά δρώμενα. Την σημαντική αδυναμία η οποία δεν πρέπει να επαναληφθεί στο μέλλον την υπεραναλύσαμε, ενώ σίγουρα δεν υποβαθμίζουμε τα πολλά θετικά του μεγάλου χώρου της Ιεράς Οδού και την εν γένει ομαλή λειτουργεία των πραγμάτων. Να μας έχει καλά λοιπόν ο Άγιος και να τα ξαναπούμε του χρόνου.

Θ.Ξ.

  • SHARE
  • TWEET