«A Buyer's Guide»: Yngwie J. Malmsteen
Δισκογραφικός οδηγός για τον Σουηδό βιρτουόζο της εξάχορδης
Ένα από τα μεγαλύτερα κιθαριστικά ταλέντα που έχει δει αυτός ο κόσμος, ένας μουσικός με τεράστιο όραμα και αχαλίνωτο εγωισμό -συγχρόνως καλώς και κακώς εννοούμενο - ο Yngwie Malmsteen δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ο θρυλικός βιρτουόζος έχει συνδέσει το όνομα του με την έννοια του νεοκλασικού σκληρού ήχου όσο κανένας άλλος, κυκλοφορώντας πάνω από δύο ντουζίνες άλμπουμ (συμπεριλαμβανομένων και των προσωπικών live κυκλοφοριών του, αλλά και των δίσκων του με τους Steeler και τους Alcatrazz, μεταξύ άλλων) σε αυτό το ύφος, ξεχωρίζοντας ως ένας από τους αρτιότερους τεχνικά κιθαρίστες και αποτελώντας πηγή έμπνευσης για πάμπολλους μουσικούς, είτε στο να ξεκινήσουν να παίζουν, είτε στο να ακολουθήσουν ταυφολογικά του διδάγματα.
Έτσι, με αφορμή το "Parabellum", το νέο του δισκογραφικό πόνημα, θυμόμαστε ξανά και προσπαθούμε μια υποτυπώδη κατάταξη της σπουδαίας προσωπικής του δισκογραφίας, ένα αποτέλεσμα της πορείας τεσσάρων και πλέον δεκαετιών που έχει διανύσει ως μουσικός στα σαλόνια του σκληρού ήχου.
Marching Out
(Polydor, 1985)
Έχοντας πλέον προσανατολιστεί στη δημιουργία ολοκληρωμένων τραγουδιών, με τον Jeff Scott Soto να παραμένει στη θέση πίσω από το μικρόφωνο - αυτή τη φορά για έναν ολόκληρο δίσκο - ο Malmsteen και η εκλεκτή ομάδα μουσικών που είχε μαζέψει γύρω του (βλέπε Jens και Anders Johansson, αλλά και Marcel Jacob) μάς παρέδωσαν ένα (νεο)κλασικό μνημείο του heavy metal, ένα άλμπουμ που όπως και να το προσεγγίσεις είναι από κάθε άποψη αριστουργηματικό. Η παθιασμένη φωνή του Soto ταιριάζει άψογα σε αυτό το επικότροπο, τραχύ, αλλά συνάμα άκρατα μελωδικό και με εξέχουσα κλασική παιδεία υλικό, στο οποίο παρά ότι δεν μπαίνει κανένα χαλινάρι στο κιθαριστικό παίξιμο του Μαέστρου, λειτουργεί ιδανικά, ξεχειλίζοντας νεανική ορμή και έμπνευση. Όσο, δε, για τα "Don't Let It End", "Anguish And Fear" και την επιτομή του επικού metal "I Am A Viking", σβήνουν στο διάβα τους ολόκληρες δισκογραφίες, ορμώμενα από τη φλόγα της απαράμιλλης δημιουργίας, μια εποχή κατά την οποία εκείνη έκαιγε αδιάκοπα μέσα στον Σουηδό βιρτουόζο.
Trilogy
(Polydor, 1986)
Αφού το 2/2 είχε γίνει απλά και όμορφα με τα δύο πρώτα πονήματα του, ο Yngwie αποφάσισε μερικές ριζικές αλλαγές στο προσωπικό του σχήμα, οι οποίες θα αποδεικνύονταν κομβικής σημασίας. Παν μέτρον άριστον έλεγε ο θυμόσοφος λαός και το συγκεκριμένο γνωμικό βρίσκει εφαρμογή στο τρίτο άλμπουμ του Σουηδού μουσικού, καθώς εκείνος επιχειρεί μια πιο «φιλική» προσέγγιση στο metal κοινό της εποχής, με πιο γυαλισμένο ήχο και νέο τραγουδιστή. Αποτέλεσμα αυτού, το "Trilogy" να παρουσιάσει στο ευρύ κοινό τη φωνάρα του Mark Boals, να μας προσφέρει ένα από τα πιο γνωστά '80s metal hit με το "You Don't Remember, I'll Never Forget", αλλά να αντισταθμίσει όλη αυτήν την τάση προς τη συμβατικότητα και τις εμπορικές συνθέσεις με την ομώνυμη σουίτα, ένα από τα αδιαμφισβήτητα magnum opus του θρυλικού κιθαρίστα. Εκτός αυτών, το άλμπουμ διαθέτει μια συγκλονιστική συνθετική ποικιλία, μια ευρύτητα σε ρυθμούς και διαθέσεις, οριοθετώντας και αποτελώντας προπομπό για ένα ολόκληρο ιδίωμα, εκείνου του ευρωπαϊκού power metal, όχι πολλά χρόνια αργότερα.
Rising Force
(Polydor, 1984)
Η Βίβλος του νεοκλασικού metal, το ντμεπούτο άλμπουμ των Rising Force προοριζόταν αρχικά ως side project των Alcatrazz, με τις εξελίξεις να θέλουν το νεαρό Yngwie να αποχωρεί από τις τάξεις της μπάντας του Graham Bonnet. Σχεδόν εξ ολοκλήρου instrumental, με την εξαίρεση δύο συνθέσεων με φωνητικά (από τον Jeff Scott Soto) να προοικονομεί το άμεσο δισκογραφικό μέλλον, το πρώτο (σχεδόν) προσωπικό άλμπουμ του πολυτάλαντου Σουηδού κέρδισε μια υποψηφιότητα για Grammy, εξαιρετικά υψηλές πωλήσεις για τα δεδομένα του, αλλά και μια θέση στο πάνθεον των κιθαριστικών άλμπουμ του σκληρού ήχου. Πρωτοποριακό και άκρατα τεχνοκρατικό, με την αγάπη για την κλασική μουσική να μην κρύβεται αλλά τουναντίον να βρίσκεται σε πρώτο πλάνο και το τεράστιο κιθαριστικό ταλέντο του Malmsteen να ακτινοβολεί ένα εκτυφλωτικό φως, το "Rising Force" υπήρξε η έναρξη μιας προσωπικής καριέρας που πολλοί θα ζήλευαν, ενός μουσικού που πρέπει να συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους που έχουν ενασχοληθεί με το χώρο του σκληρού ήχου.
Magnum Opus
(Pony Canyon, 1995)
Ένα άλμπουμ όνομα και πράγμα, μια δήλωση κυριαρχίας που τότε λίγοι αντιλήφθηκαν δίχως όμως να παύει εκείνη να έχει ισχύ, το "Magnum Opus" στέκεται ισοϋψώς με τα αριστουργήματα του Σουηδού από τα ‘80s, όντας το καλύτερο άλμπουμ που μας προσέφερε τα τελευταία 30 χρόνια. Με τον Mike Vescera στα φωνητικά, να ταιριάζει άψογα με τις neoclassical power metal στιγμές του άλμπουμ και να βγάζει από πάνω του τη ταμπέλα του πρώην τραγουδιστή των Loudness, "Magnum Opus" δεν είναι απλώς ένα ακόμη σπουδαίο άλμπουμ του Σουηδού. Ο Chris Tsangarides σε μίξη και συμπαραγωγή επιτυγχάνει έναν από τους καλύτερους ήχους σε άλμπουμ του Malmsteen που έχουμε ακούσει, την ίδια στιγμή που η συνοδευτική μπαντάρα των Mats Olausson, Barry Sparks και Shane Gaalaas δεν παίρνει αιχμαλώτους, με το Σουηδό να φαντάζει πιο ώριμος και κατασταλλαγμένος από ποτέ, εστιάζοντας στη σύνθεση και τη λειτουργικότητα εκείνης παρά στην άκρατη επίδειξη των αδιαμφισβήτητων ικανοτήτων του.
Odyssey
(1988, Polydor)
Η περίοδος ανάμεσα στο "Trilogy" και το "Odyssey" υπήρξε αρκετά δύσκολη για τον ταλαντούχο κιθαρίστα, ο οποίος, εκτός του ότι ενεπλάκη σε ένα σοβαρότατο αυτοκινητιστικό ατύχημα, έχασε και τη μητέρα του από την επάρατη νόσο. Παρ' όλα αυτά, η ίδια περίοδος κρίνεται η πλέον επιτυχημένη εμπορικά για τον ίδιο, με το "Odyssey" να είναι το πιο μοσχοπουλημένο άλμπουμ του μέχρι και σήμερα, όντας σε ένα ακόμη πιο εύληπτο και song - oriented μουσικό μονοπάτι. Ακολουθώντας κατά πόδας τα βήματα του μεγάλου ινδάλματος του (βλέπε Ritchie Blackmore), εδώ τον βρίσκουμε να συνεργάζεται με έναν ακόμη πρώην τραγουδιστή των Rainbow, με τον Joe Lynn Turner να αποτελεί την ιδανική φωνή για το υλικό του άλμπουμ και συνολικά έναν - αδίκως υποτιμημένο - πρωτοκλασσάτο ερμηνευτή.
The Seventh Sign
(Pony Canyon, 1994)
Τα mid-‘90s ορίζονται ως μια εποχή κατά την οποία ο Malmsteen μεγαλούργησε μουσικά, έστω κι αν δεν είχε τόσο τα φώτα της δημοσιότητας προς το μέρος του. Με την αγορά της Ιαπωνία να στηρίζει σθεναρά και την Ευρώπη να ακολουθεί, ο Σουηδός, επηρεασμένος από τις εξελίξεις της εποχής, βαραίνει ελαφρώς τον ήχο του, συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον Mike Vescera και κυκλοφορεί το επιβλητικό "Seventh Sign". Εκείνο, θα δώσει τόσες κλασικές (με κάθε σημασία της λέξης) συνθέσεις που, ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, θεωρείται δικαίως ένα από τα άλμπουμ που ξεχωρίζουν στην τεράστια δισκογραφία του. "Never Die", "I Don't Know", "Crush And Burn" και το ανεπανάληπτο ομότιτλο κομμάτι είναι απλά οι κορυφές ενός δίσκου που δεν κάνει κοιλιά πουθενά και πρωτοπαρουσίασε το - κατά την άποψη του γράφοντα - πιο ιδεατό πάντρεμα τραγουδιστή με τις συνθετικές ιδέες κι εκτελεστικές μανιέρες του Yngwie, συνολικά στην πορεία του με Steeler, Alcatrazz και Rising Force.
Facing The Animal
(Pony Canyon, 1997)
Mats Leven, Mats Olausson και Cozy Powell, και μόνο από την παράθεση ονομάτων που συμμετείχαν ενεργά στο "Facing The Animal" καταλαβαίνει κανείς ότι εδώ υπάρχει μεγάλο θέμα. Το "Facing The Animal" στέκεται ως ένα εξαιρετικό άλμπουμ neoclassical heavy metal, με αμέτρητα βιρτουζιτέ σολαρίσματα, έναν εξαίσιο τραγουδιστή να έχει το Β' πρωταγωνιστικό ρόλο στην μπάντα θέλοντας και μη, ένα rhythm section σεμιναριακού επιπέδου και τον Olausson να ζωγραφίζει όπου μπορεί και του επιτρέπεται από άποψης μουσικού χώρου και χρόνου. Στα επί μέρους, «εξωσχολικά» ζητήματα του άλμπουμ δεν θα αναφερθούμε καν, με τον Yngwie να επιβεβαιώνει τη φήμη του δύσκολου συνεργάτη με κάθε σχεδόν μουσικό που έχει περάσει από την προσωπική του μπάντα, οπότε να φαντάζει άσκοπο να αναλωθούμε σε φήμες και γεγονότα για το δύτροπο του χαρακτήρα του.
Eclipse
(Polygram, 1990)
Το "Eclipse" είχε κατηγορηθεί ως ένας άνευρος διάδοχος του "Odyssey", κυκλοφορώντας, μάλιστα, σε μια εποχή που το μουσικό ύφος που αντιπροσώπευε έβγαινε ταχέως «εκτός μόδας». Έτσι, πέρασε εν πολλοίς απρατήρητο, μένοντας στη συλλογική συνείδηση ως ένα μάλλον άνισο άλμπουμ, την ίδια στιγμή που μονάχα τέτοιο δεν είναι, με τον Goran Edman να παραδίδει ερμηνείες καριέρας, ντύνοντας με την υπέροχη φωνή του το νεοκλασικό καταιγισμό που λαμβάνει χώρα - αυτήν τη φορά, όμως, με το hard & melodic rock στοιχείο να κυριαρχεί. Από τα πιο διαφορετικά άλμπουμ στην καριέρα του Σουηδού, το "Eclipse" θέλει το χρόνο του και ανταμείβει όποιον του τον διαθέσει, όντας ένα πόνημα για συγκεκριμένες στιγμές, αλλά τελικά αδικημένο από το πως του φέρθηκε το κοινό και ο χρόνος.
Perpetual Flame
(Rising Force, 2008)
Σαφώς, η δισκογραφία του Malmsteen έχει να επιδείξει χειρότερα άλμπουμ από το "Perpetual Flame", με το γράφοντα να κάνει «ντρίμπλα μεγάλου παίκτου» και στην ουσία να παρουσιάζει εδώ ακόμη ένα "nerd alert" άλμπουμ, το χρονικά τελευταίο αξιόλογο της δισκογραφίας του. Ο μέγας γυρολόγος - αλλά και μεγάλη φωνή - Tim "Ripper" Owens προστίθεται στους κουρυφαίους ερμηνευτές που έχουν συνεργαστεί με τον Σουηδό μάγο της εξάχορδης, προσδίδοντας ένα επιπλέον νεύρο και αναβαθμίζοντας τις ‘00s εμπνεύσεις του Yngwie, συγκριτικά πάντα και με τον καλό - αλλά μάλλον «λίγο» - Doogie White. Πράγματι σοβαρό και επί μέρους εμπνευσμένο, το "Perpetual Flame" αδικήθηκε από τον ίδιο το δημιουργό του, ο οποίος αποδόμησε πλήρως την εξαιρετική μπάντα που είχε για άλλη μια φορά γύρω του, καταλήγοντας αντί να μας προσφέρει τη δισκάρα που περιμέναμε μετά από αυτήν την καλή, αναγνωριστική «προθέρμανση», να βυθίσει το πλοίο και να αναλώνεται σε άσκοπα βιρτουοζιτέ και συνεργάτες/μισθοφόρους δευτέρας διαλογής. Με έκπτωση ή χωρίς, λοιπόν, το "Perpetual Flame" προτείνεται ανεπιφύλακτα, με το κρίμα να είναι μεγάλο που η ιστορία το θέλει το τελευταίο αξιόλογο άλμπουμ που φέρει την υπογραφή του Σουηδού κιθαρίστα.
Concerto Suite For Electric Guitar And Orchestra In E Flat Minor Live With The New Japan Philharmonic
(Canyon International, 2002)
Ήταν αδιανόητο να μην προβεί σε μια ανάλογη των Deep Purple κίνηση ο Σουηδός μουσικός, βρίσκοντας στην Ιαπωνία τη Γη της Επαγγελίας όπου θα μπορούσε να πραγματοποιήσει απρόσκοπτα το όνειρο του. Εκεί που ο Blackmore και ο Paganini συναντιόνται, εκεί που η κλασική ορχήστρα και η νεοκλασική κιθάρα γίνονται ένα, το "Concerto Suite For Electric Guitar And Orchestra... Live" φαντάζει το επιστέγασμα των μουσικών προσπαθειών του Μαέστρου από την αρχή της πορείας του, αλλά κι ένα οπτικοακουστικό ντοκουμέντο με τη δική του ιστορική αξία.
A Compilation
1. "Black Star" ("Rising Force")
2. "Far Beyond The Sun" ("Rising Force")
3. "Icarus' Dream Suite Op.4" ("Rising Force")
4. "Don't Let It End" ("Marching Out")
5. "I Am A Viking" ("Marching Out")
6. "Anguish And Fear" ("Marching Out")
7. "You Don't Remember, I'll Never Forget" ("Trilogy")
8. "Liar" ("Trilogy")
9. "Trilogy Suite Op.5" ("Trilogy")
10. "Rising Force" ("Odyssey")
11. "Dreaming (Tell Me)" ("Odyssey")
12. "Riot In The Dungeons" ("Odyssey")
13. "Making Love" ("Eclipse")
14. "Demon Driver" ("Eclipse")
15. "How Many Miles To Babylon" ("Fire & Ice")
16. "Never Die" ("The Seventh Sign")
17. "Seventh Sign" ("The Seventh Sign")
18. "Tomorrow's Gone" ("Magnum Opus")
19. "No Love Lost" ("Magnum Opus")
20. "Vengeance" ("Magnum Opus")
21. "Braveheart" ("Facing The Animal")
22. "Facing The Animal" ("Facing The Animal")
23. "Leonardo" ("Alchemy")
24. "Red Devil" ("Perpetual Flame")