Το περιβόητο «άρθρο 8» και ο ρόλος του καλλιτεχνικού μέσου

Μερικές σκέψεις αναφορικά με το μέλλον της καλλιτεχνικής δημοσιογραφίας

Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 15/02/2021 @ 13:05

Όπως είναι γνωστό θαρρώ, το περιβόητο «άρθρο 8» του νομοσχεδίου για τα ΜΜΕ, υπέστη τροποποίηση, με το νομοσχέδιο συνολικά να ψηφίζεται από την ελληνική Βουλή. Εξαρχής, η συντριπτική πλειοψηφία καλλιτεχνικών μέσων, διέδωσε την είδηση που ήρθε στη δημοσιότητα τα τελευταία 24ωρα, αντιτασσόμενη, προφανώς, του πνεύματός της. Καλλιτέχνες από όλο το φάσμα του πολιτισμού αντιτάχθηκαν, ανακοινώσεις εκδόθηκαν, το κάλεσμα σε πορεία την Πέμπτη ήταν πετυχημένο, και η γενικότερη πίεση, όσο και αν ο κ. υφυπουργός θεωρεί πως ήταν ανυπόστατη, οδήγησε σε κατάργηση της σύνδεσης με τον περιβόητο «τρομονόμο».

Υπάρχουν δύο τρόποι για να προσεγγίσει κανείς/καμία το νομοσχέδιο. Πρώτον, οφείλει να αναφερθεί πως είναι εναρμονισμένο με αντίστοιχα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, καθώς και πως δεν αποτελεί εξ ολοκλήρου έργο της παρούσας κυβέρνησης, ειδικά όσον αφορά την αρχική σύνδεση με τον «τρομονόμο». Κατά δεύτερον, οφείλουμε να αναζητήσουμε τις αιτίες που οδηγούν την Ευρωπαϊκή Ένωση στο να επιχειρεί μια ασαφή και γενικόλογη νομοθέτηση εντός διαφόρων εκφάνσεων της επικοινωνίας και του δημοσίου λόγου, καθώς και τους σκοπούς της. Με κίνδυνο να επεκταθώ και σε χωράφια πέραν του αντικειμένου και του σκοπού του άρθρου, θα αναφέρω επιγραμματικά τα συμπεράσματά μου πάνω σε αυτά τα ερωτήματα.

Πίσω από το, δυστυχές, σύνηθες αποτέλεσμα του περιορισμού της ελευθερίας του λόγου, κρύβεται μια προσπάθεια για περιορισμό εκφράσεων «μίσους, μισαλλοδοξίας ή ρατσισμού» στη δημόσια σφαίρα. Τα τελευταία χρόνια, η ανθρωποφαγία, το δημόσιο bullying και κυρίως, η φονική, εθνικιστική και ρατσιστική τρομοκρατία έχουν αισθητή παρουσία και στις δύο όχθες του Ατλαντικού. Σε αυτό το σημείο, να υπογραμμίσω ρητά πως δεν πρόκειται να δικαιολογήσω κανέναν «τρομονόμο», ούτε να μπλεχθώ σε κάποια αφοριστική αποτίμηση της ανθρώπινης φύσης. Προφανώς λοιπόν, η απόπειρα ελέγχου του διαδικτύου επεκτείνεται σταδιακά και σε άλλες πτυχές της κοινωνίας, φτάνοντας, τελεολογικά, στην καλλιτεχνική έκφραση.

Είναι αυτονόητο κατά την ταπεινή μου άποψη πως η τέχνη δεν μπορεί να περιοριστεί. Είναι επίσης, σαφές, πως οι μαζικές αντιδράσεις πέτυχαν μια νίκη μεν, μικρή δε. To άρθρο, οφείλει να αποσυρθεί στο σύνολό του. Είναι αναπόφευκτο, όμως, και να συνδεθούν οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών με τη γενικότερη συζήτηση περί περιορισμού των κοινωνικών ελευθεριών σε διάφορους χώρους, ειδικά κατά την περίοδο της πανδημίας, πόσο μάλλον δε, όταν μια κυβέρνηση έχει νομοθετήσει εις βάρος τους, τους τελευταίους μήνες. Θα ήθελα, όμως, να ασχοληθώ με την επόμενη μέρα. Χωρίς καμία απολύτως διάθεση, όντας ακατάλληλος, να υποδείξω ένα ολιστικό και πολύπλευρο σχέδιο δράσης, θα προχωρήσω σε μια (αυτό)κριτική αποτίμηση κάποιων πτυχών της λειτουργίας ενός καλλιτεχνικού μέσου.

Είμαι βαθιά πεπεισμένος πως η καλλιτεχνική ελευθερία έπεται της κοινωνικής. Η τελευταία, μεταξύ πολλών, ουτοπικών και μη, προϋποθέσεων της, απαιτεί και μια αυτογνωσία και αυτοπεριορισμό των πολιτών. Αυτή η αυτονομία, επιτρέπει σε κάθε είδους καλλιτεχνική έκφραση να μετουσιώνεται σε ένα σημαίνον γεγονός, για όλους τους εμπλεκόμενους. Η ανάδειξη νέων έργων τέχνης, η παρουσίαση και η κριτική τους, η ενημέρωση και η πληροφόρηση, καθώς και η έμπρακτη και ουσιώδης στήριξη των δημιουργών, οφείλουν να μην είναι απλώς αιτήματα ή ιδανικά, αλλά πτυχές της λειτουργίας ενός καλλιτεχνικού μέσου. Ο ρόλος του, θεωρώ πως δεν μπορεί να λογίζεται απλώς ως του διαμεσολαβητή μεταξύ δημιουργού και κοινού. Κάτι τέτοιο εντείνει την απομόνωση και δημιουργεί μια αποξένωση, η οποία είναι πιθανό να επιτρέψει την άνθιση, προς ικανοποίηση μιας αόριστης «ασφάλειας», κατασταλτικών μηχανισμών. Όχι, δεν κατηγορώ τα καλλιτεχνικά μέσα (portals και έντυπα) ως υπαίτια της άφιξης τέτοιων νομοσχεδίων. Αντιθέτως, μπορούν να έχουν έναν ενεργό ρόλο ώστε να μην εμφανιστούν στο μέλλον, αντίστοιχες περιπτώσεις.

Ο πρώτος λόγος αναφορικά με τους σκοπούς της τέχνης και τον ρόλο της, πέφτει ταυτόχρονα σε δημιουργούς και δέκτες. Το σύμβολο και το μήνυμα, είχαν ανέκαθεν διττό ρόλο. Η προδιάθεση όμως του κόσμου να ασχοληθεί, να εμβαθύνει, να στηρίξει και ίσως και να δημιουργήσει, εξαρτάται από το κοινωνικό πλαίσιο. Εδώ εντάσσεται και ο ρόλος του μέσου. Πέρα από τα νέα ή την ανάδειξη σημαντικών καλλιτεχνικών έργων ή ρευμάτων, οφείλει να υπάρχει, ως στόχευση αλλά και ως διαδικασία, η «εκπαίδευση» και η ζύμωση των αναγνωστών. Προφανώς, δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, ούτε ευθείες απαντήσεις σε κάθε ερώτημα που εγείρεται εντός του concept που ονομάζεται τέχνη. Σαφώς, δεν υφίστανται αυθεντίες. Η αντίληψη όμως της όποιας ευθύνης μπορεί να βαραίνει μια δημόσια άποψη, καθώς και της προοπτικής που μπορεί να έχει στον γενικότερο διάλογο, έως και την πορεία και καταγραφή μερικών τάσεων, οφείλει να μην παραμερίζεται προς χάρη του εφήμερου, όσο αυτό είναι δυνατό.

Σε μια εποχή όπου οι έννοιες της ελευθερίας και του ανεξέλεγκτου (και δη ακαταλόγιστου) συχνά μπλέκονται, ο υγιής διαχωρισμός τους ειδικά στη βάση της καλλιτεχνικής έκφρασης είναι ζωτικός. Η υποστήριξη της προσπάθειας ενός δημιουργού να ορίσει το δημιούργημά του όπως επιθυμεί, αλλά και η παράδοσή του, υπό μια κριτική παρουσίαση, στον δέκτη για να το επεξεργαστεί και να το νοηματοδοτήσει εκ νέου, είναι ικανή να διορθώσει τα κακώς κείμενα εκ των έσω. Από αυτές τις σελίδες, έχουμε αναφερθεί συχνά στον ρόλο του ακροατή σε περιπτώσεις όπου τα νερά θολώνουν. Μάλιστα, ένα ενεργό και συνειδητοποιημένο ακροατήριο, για να περιοριστώ μόνο στη μουσική, είναι ικανό να περιορίσει φασιστικές ρητορείες και σκιώδεις συνδέσεις με δημιουργήματα, συχνά από μόνο του.

Η προηγούμενη πρόταση προφανώς, για να έχει νόημα, οφείλει να συνδεθεί με τα εκάστοτε κοινωνικά αντανακλαστικά. Ένα μέσο λοιπόν, μπορεί με τις παρεμβάσεις και τις επιλογές του να ενισχύσει συγκεκριμένες ροπές. Εδώ δεν μιλάω για κάποια ταγμένη ή στρατευμένη «δημοσιογραφία», αλλά για μια εντελώς οργανική διαδικασία επιλογών. Αυτό το πολύπλευρο ρεύμα, από το βήμα των καλλιτεχνών μέχρι τους προβληματισμούς του κοινού και όλων των ενδιάμεσων, είναι ικανό να καταστήσει σαφές, ειδικά όταν είναι εκτεταμένο, και όχι απαραίτητα συντονισμένο, πως η καλλιτεχνική ελευθερία, και γενικότερα η ελευθερία έκφρασης, μπορούν χωρίς να περιοριστούν (πόσο μάλλον να κατασταλούν), να αποτάσσονται «ασθενειών» και χτικιών που, αν τις λυγίσουν, θα τις ρίξουν στα τάρταρα του κοινωνικού κανιβαλισμού, χωρίς να υπάγονται σε κρατικά νομοθετήματα που περιέχουν επικίνδυνους συμψηφισμούς.

Ο ρόλος της πολιτείας όμως, δεν γίνεται να αγνοηθεί. Αν οι κοινωνοί της τέχνης έχουν τον πρώτο λόγο, καλώς ή κακώς, το κράτος (θα) έχει τον τελευταίο. Αν δεχθούμε πως η πολιτεία δεν (θα έπρεπε να) εξουσιάζει, αλλά κυβερνά μια χώρα, τότε οφείλει να αντικατοπτρίζει στις αποφάσεις της, σε μικροσκοπική αλλά και ευρεία κλίμακα, της ανάγκες της κοινωνίας. Όσο και αν η σκέψη πως δεν χωρά κρατική καταστολή στην τέχνη είναι αυτονόητη, το πρώτο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση, ίσως να είναι πως το κράτος οφείλει πριν αποφασίσει, να αφουγκραστεί. Σκοπός όμως αυτού του κειμένου δεν είναι να υπερασπιστεί «κρατικές μεταρρυθμίσεις». Η συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα, δύναται να αυτονομηθεί, και επιθυμώ το βάρος να πέσει στο κομμάτι που «αφορά εμάς».

Ο δημόσιος διάλογος γύρω από την προστασία της καλλιτεχνικής έκφρασης, οφείλει να συνεχιστεί και ανάμεσα σε κάθε ανάχωμα που θα εμφανίζεται για να τη δαμάσει. Το πλήθος των άλλων μετώπων που καλείται ένας πολίτης να αντιμετωπίσει είναι κατανοητό. Θα ήταν επιθυμητό όμως, ανεξαρτήτως του γούστου ή της οπτικής καθενός και καθεμιάς στην τέχνη, να μην αγνοούνται οι κοινωνικές της προεκτάσεις. Αν το πρόβλημα είναι η τρομοκρατία, τότε η απάντηση μπορεί να είναι η ψυχαγωγία. Εάν η ζωή δεν είναι μόνο επιβίωση, οφείλεται να προστατεύεται κάθε αγαθό που της δίνει νόημα, ειδικά σε εποχές όπου η τέχνη μπορεί να αποβεί ζωτική, όπως αυτήν της πανδημίας. Αναλόγως τη θέση του καθενός, έχουμε χρέος προς τους εαυτούς μας πρώτα, να προστατεύσουμε μια αξία που δεν παίρνει την προβολή άλλων στην εποχή που ζούμε, και να στρέψουμε τον διάλογο εκεί όπου αναδεικνύει την ουσιώδη φύση της τέχνης: τη μοναδικότητά της.

Ο Lewis Mumford θεωρούσε πως έχει δημιουργηθεί ένα νέο είδος ανθρώπων, οι καταναλωτές τέχνης. Αν η δημιουργία αντιμετωπίζεται ως προϊόν αντί για επιλογή, όπως και τη φανταζόταν ο Νίτσε στον Ζαρατούστρα του, τότε θα εκπίπτει σε έναν ρόλο μηχανιστικό, ποσοτικοποιημένο, υπάκουο στους νόμους της αγοράς και του εκάστοτε κυριάρχου. Δεν αυταπατώμαι πως και τα ΜΜΕ πέφτουν σε αυτόν τον ρόλο, αποτελώντας συχνά μέρος ενός εξουσιαστικού μηχανισμού. Αν θέλουμε να μην βρεθούμε και στο μέλλον προ εκπλήξεως και να διαφυλάξουμε ένα γνήσιο έργο τέχνης, οφείλουμε να το αναδείξουμε σε υπέρτατο αγαθό και ας χρειαστεί στην πορεία να διεκδικούνται διαρκώς τα αυτονόητα, με το διάλογο και την αντιπαράθεση να συνεχίζονται. Οι Discharge άλλωστε, το είχαν πει σε τρεις λέξεις. "Protest And Survive".

  • SHARE
  • TWEET