Hawkwind - Ένα αφιέρωμα στους πατέρες του space rock

21/02/2005 @ 20:42
Συνεχείς αλλαγές μελών, ουσίες, παράνοια και ατελείωτα ταξίδια στο διάστημα από τον Captain Brock και τους παράξενους συνταξιδιώτες του. Η ιστορία των Hawkwind ξεκινά το 1969 από την ταραγμένη σκηνή του Ladbroke Grove του Λονδίνου. Αρχικός πυρήνας των Hawkwind ήταν δύο νεαροί, ο κιθαρίστας Dave Brock και ο μπασίστας John Harrison. Μουσικοί του δρόμου και οι δύο παίζαν σε ουρές θεάτρων και στον υπόγειο για να ζήσουν. Ο Brock είχε ήδη δουλέψει σοβαρά με κάποιες μπάντες. Η πρώτη του μπάντα έγινε το 1966 όπου μαζί με τους Luke Francis (φωνή, φυσαρμόνικα) και Mike Kein (πιάνο) δημιουργούν τους Doma Blues Band και ηχογραφούν τέσσερα τραγούδια ("Come Οn", "Dealing With The Deavil", "Roll 'em Pete", "Bring It On Home") για την Media Records. Αμέσως μετά τη διάλυση τους, δημιουργεί τους Famous Cure οι οποίοι φεύγουν για την Ολλανδια όπου και περιοδεύουν.

Οι συναυλίες λαμβάνουν χώρα σε μια τέντα από τσίρκο, στης οποίας το στήσιμο εργάζεται ένας νεαρός σαξοφωνίστας με το όνομα Nik Turner. Οι Turner και Brock γνωρίζονται, όμως τίποτα δεν προμηνύει την μελλοντική τους συνεργασία. Ο ήχος των Famous Cure έχει σα βάση τα ηλεκτρικά blues με πολλά ψυχεδελικά στοιχεία. Σημαντικό είναι να αναφέρουμε οτί στην περιοδεία συμμετείχαν και οι άσημοι τότε Golden Earring.


Μετά τη διάλυση των Famous Cure o Brock επιστρέφει στο Λονδίνο και συνεχίζει να παίζει μουσική στους δρόμους. Στον υπόγειο γίνεται η γνωριμία του με τον John Harrison o οποίος είχε παίξει και αυτός με τη σειρά του σε διάφορες jazz μπάντες. Οι δύο φίλοι ξεκινούν να παίζουν μαζί στο σπίτι του Brock και βάζουν αγγελία για drummer στο Melody Maker. Στην αγγελία τους απαντά ο Terry Ollis τον οποίο δέχονται στο συγκρότημα και ξεκινούν να κάνουν πρόβες στο υπόγειο ενός καταστήματος μουσικών οργάνων.

Την ίδια εποχή επιστρέφει από την Ολλανδία ο Nik Turner και συμμετέχει αρχικά ως roadie μεταφέροντας με το βανάκι του το συγκρότημα στις ανοίχτες συναυλίες που έδινε με τη βοήθεια μιας μικρής γεννήτριας. Μέσω του Turner έρχεται σε επαφή με το συγκρότημα ο Dik Mik. O Dik Mik ήταν ο άνθρωπος ο οποίος με τα audio generators, που χρησιμοποιούσε για να δημιουργήσει ηχητικά εφέ στα κομμάτια, έδωσε ταυτότητα στον ήχο τον πρώιμων Hawkwind. Τέλος με την προσθήκη των Nik Turner στο σαξόφωνο και Huw-Lloyd langton στην κιθάρα και κάτω από το όνομα Group X αρχίζουν τις εντατικές πρόβες με κίνητρο την αγάπη τους για τη μουσική και κινητήριο δύναμη το LSD. Η φιλοσοφία του συγκροτήματος φαίνεται από τα παρακάτω λόγια που ανήκουν στον Nik Turner: "Δεν μας ένοιαζε τι όνομα θα είχαμε ή αν είμασταν άρτιοι τεχνικά μουσικοί ή αν θα γινόμασταν η επόμενοι Beatles και θα κάναμε πολλά λεφτά. Το μόνο που μας ένοιαζε ήταν να ταρακουνήσουμε τα μυαλά των ανθρώπων περιλαμβανομένων και των δικών μας".

Το συγκρότημα θα πάρει το όνομα Hawkwind Zoo αρχικά, ύστερα από πρόταση του Turner, αλλά τελικά καταλήγει στο όνομα Hawkwind. Σύμφωνα με δηλώσεις του Brock στο Melody Maker το 1972 υπάρχουν δύο εκδοχές για τη προέλευση του ονόματος. Η πρώτη έχει σαν βάση της την παγανιστική μυθολογία και έχει να κάνει με το ότι το γεράκι είναι σύμβολο δύναμης, ένα δυνατο πνεύμα που ταξιδεύει πάνω στον άνεμο. Η δεύτερη εκδοχή είναι πιο χιουμοριστική και έχει να κάνει με τον ίδιο τον Nik Turner ο οποίος συνέχεια μάζευε φλέματα για να φτύσει (hawking) και επίσης άφηνε συνεχώς αέρια (wind).

Οι Hawkwind συνεχίζουν τη σκληρή δουλειά μέχρι που τους ανακαλύπτει ο Douglas Smith της Clearwater Productions, τους κλείνει και ξεκινά να τους μανατζάρει. Έτσι το σχήμα βρέθηκε από το υπόγειο του καταστήματος μουσικών οργάνων να συστεγάζεται στην Clearwater με συγκροτήματα όπως οι High Tide και οι Skin Alley και να δίνει συνεχώς συναυλίες πάνω στις οποίες άρχισε να χτίζεται η φήμη των Hawkwind.

Οι πρώτες συναυλίες είναι ουσιαστικά τζαμαρίσματα πάνω στα οποία διάβαζαν κείμενα επιστημονικής φαντασίας. Σε αυτό συνέβαλε και ο Michael Moorcock, συγγραφέας φανταστικής λογοτεχνίας, ο οποίος όντας γνωστός του Turner ζήτησε από το σχήμα να διαβάζει κείμενα του στις συναυλίες του. Φανατικοί αναγνώστες του Moorcock, οι Hawkwind θεώρησαν τιμή τους να τον έχουν στις τάξεις τους και έτσι ξεκίνησε μια συνεργασία που είχε να προσφέρει σημαντικές στιγμές στα χρόνια που έρχονταν. Παράλληλα έχει αρχίσει να σχηματίζεται ένας πυρήνας φανατικών οπαδών γύρω από το συγκρότημα οι οποίοι το ακολουθούν σε κάθε του συναυλία.


Το 1970 υπογράφουν δισκογραφικό συμβόλαιο με την United Artists και μεταξυ Μαρτιού και Απριλίου ηχογραφούν στα Trident Studios του Λονδινου το ομώνυμο ντεμπούτο άλμπουμ τους σε παραγωγή του Dick Taylor των Pretty Things. O ήχος τους είναι σαφώς επηρεασμένος από την Floyd-ικη ψυχεδέλεια και δίνει την αίσθηση του τζαμαρίσματος. Ο δίσκος κάνει εντύπωση τόσο στο κοινό όσο και στο μουσικό τύπο της εποχής. Παράλληλα η φήμη του σχήματος ως ένα από τα καλύτερα συναυλιακά group μεγαλώνει με αποτέλεσμα να αποκτά όλο και μεγαλύτερο κοινό. Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι το 1970 οι Hawkwind παίξαν σε μια τέντα που έστησαν έξω από το Isle of Wight Festival για έξι ολοκληρές ώρες. Βεβαια λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου του ο John Harrison αποχωρεί από το σχήμα και τους βοηθά περιστασιακά ο Dave Anderson, μπασίστας των Γερμανών kraut-rockers Amon Duul.

Γύρω από τους Hawkwind αρχίζει να χτίζεται ένας πυρήνας καλλιτεχνών οι οποίοι πιστοί και αυτοί στα ιδανικά των Hippies για ελεύθερη έκφραση βοηθούν τα συγκρότημα με διάφορους τρόπους. Έτσι στο προσκήνιο μπαίνει ο Robert Calvert, ποιητής - συγγραφέας, γεννημένος στη Νότιο Αφρική ο οποίος έπασχε από μανιοκατάθλιψη. Ο Calvert έδωσε νέα πνοή στους Hawkwind και σε αυτόν οφείλεται κατά πολύ η sci-fi αισθητική που ανέπτυξε το σχήμα. Το όραμα του Calvert για τους Hawkwind ήταν "να αποτελέσουν την συνάντηση της σοφιστικέ αισθητικής και των κόμιξ της Marvel". Αρχίζει και αυτός να συμμετέχει μετα το '72 στις συναυλίες, είτε διαβάζοντας κείμενα, είτε τραγουδώντας.

Το 1971 μπαίνει στο σχήμα και η Stacia, η εξωτική χορεύτρια και για πολλά χρόνια κεντρική περσόνα των συναυλιών των Hawkwind. H Stacia δούλευε σε βενζινάδικο. Όταν οι Hawkwind καθ’ οδόν προς μια συναυλία σταμάτησαν με το βανάκι τους για να βάλουν βενζίνη ο Turner κάλεσε την Stacia στο show. Το ίδιο βράδυ στο show η Stacia ρώτησε τον Brock αν θα μπορούσε να χορεύει στη σκηνή ενώ αυτοί παίζουν μουσική. Αφού πήρε την άδεια άρχισε να χορεύει πάνω στη σκηνή πετώντας τα ρούχα της. Μετά από εκείνη τη βραδιά και για τα επόμενα πέντε χρόνια η Stacia αποτέλουσε την κεντρική χορεύτρια στα show των Hawkwind που με τα χρόνια εμπλουτίστηκαν και με άλλους καλλιτέχνες όπως μίμους, ακροβάτες και χορευτές.

Το 1971 κυκλοφορεί η δεύτερη δουλειά του συγκροτήματος με τίτλο "In Search Of Space". Ο δίσκος αυτός ουσιαστικά οριοθετεί την αρχή του Space-rock. Στην παρέα έχει προστεθεί στα πλήκτρα και ο Del Dettmar. To album ξεφεύγει από το Floyd-ικό ήχο του προηγουμένου. Ο ήχος σκληραίνει και πλέον οι Hawkwind προσανατολίζονται προς μία ψυχεδέλεια που παίρνει μηνύματα από το σκοτεινό μέλλον. Δονήσεις από το διάστημα, στίχοι που εκπέμπουν ανυσηχητικά μηνύματα απ' το μέλλον (άλλωστε το καλοκαίρι της αγάπης έχει περάσει εδώ και τρία χρόνια), πρωτόλειος ηλεκτρονικός ήχος από το δίδυμο Dik Mik - Del Dettmar και αναμεσά τους ο απόλυτος space-rock ύμνος, το απίστευτο "Master Of The Universe", ένα κομμάτι που θα γίνει κλασσικό συναυλιακό άσμα του σχήματος. Ο δίσκος συνοδεύεται από το ένα μικρό ένθετο βιβλίο του Calvert, το "Hawkwind Log" που ουσιαστικά είναι ένα ημερολόγιο καταστρώματος από το μέλλον. Με αυτό το δίσκο το σχήμα κάνει ξεκάθαρο ότι δεν πατάει στη γη αλλά πετάει πολλά πόδια πάνω από αυτή.

Τέλη του '71 την κενή θέση του μπασίστα καλύπτει ο Ian Kilmister, γνωστότερος και ως Lemmy. Το πρωσονύμιο Lemmy το πήρε από την έκφραση "Le' me a quid till Friday" αφού ο μόνιμα αφράγκοs Lemmy ζητούσε συνεχώς δανεικά. Η φράση αυτή έγινε και σλόγκαν για το συγκρότημα βγάζοντας το και σε μπλουζάκια το οποία φόραγαν οι roadie του συγκροτήματος. Η φιλοσοφία του Lemmy ήταν τελείως διαφορετική από αυτή του υπολοίπου συγκροτήματος. Ο Lemmy ήταν το απόλυτο speed freak όπου σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Hawkwind έννοιες όπως αγάπη και ειρήνη δεν ήταν στις προτεραιότητες του. Ο Brock το χαρακτήρισε σαν "κλασσική φιγούρα του Rock n' Roll" και "σαν το μπασίστα που έπαιζε μπάσσο σαν κιθάρα", "δε θυμάμαι πώς βρεθήκαμε αλλά θυμάμαι πως δεν είχε μπάσο και του δώσαμε εμείς ένα" συνεχίζει ο Brock. Επίσης την ίδια χρονιά αποχωρεί από το συγκρότημα ο drummer Terry Ollis και τη θέση του παίρνει ο Simon King. Το '72 κυκλοφορεί το single "Silver Μachine" το οποίο φτάνει στο Νο. 2 του καταλόγου των βρετανικών charts. Οι στίχοι είναι γραμμένοι από τον Robert Calvert και τραγουδάει ο "τεράστιος" Lemmy. Ηχογραφημένο ζωντανά στο Roundhouse στις 13 Φεβρουαρίου του '72 και επεξεργασμένο έπειτα στα Morgan Studios είναι η πρώτη μεγάλη επιτυχία του σχήματος. Αρνούμενοι να φιλμάρουν το κομμάτι στην εκπομπή Top Of The Pops, το ΒΒC αναγκάζεται να τους κινηματογραφήσει ζωντανά. Την ίδια χρονιά κυκλοφορεί και ο τρίτος δίσκος του συγκροτήματος με τίτλο "Doremi Fasol Latido". O δίσκος αυτός περιέχει την εκπληκτική σύνθεση του Nik Turner "Brainstorm", άλλο ένα live classic της μπάντας.

Το 1973 κυκλοφορεί το single "Urban Guerilla" των Calvert/Brock του οποίου απαγορεύτηκε η αναμετάδοση από το ΒΒC λόγω των στίχων "I'm an urban guerilla / I make bombs in my cellar" οι οποίοι το συνέδεαν με τις βομβιστικές επιθέσεις του IRA την ίδια χρονιά στο Λονδίνο.

Από την άλλη μεριά, τα live των Hawkwind έχουν γίνει ένα πραγματικό υπερθέαμα. Χορευτές, μίμοι, υπερψυχεδελικά lightshows και διακοσμημένοι με παγανιστικά και αστρολογικά σύμβολα ενισχυτές, απαγγελίες και space-rock τζαμαρίσματα οδηγούν ολό και περισσότερο κόσμο στο να ακολουθεί τους Hawkwind στις συνεχείς περιοδείες τους.

Αυτή η αίσθηση των συναυλιών μεταφέρεται σε βινύλιο με το τριπλό "Space Ritual" του 1973. Ένα από τα καλύτερα live όλων των εποχών, με μια καταπληκτική έκδοση της οποίας το εξώφυλλο ανοίγει πρoς όλες τiς κατεύθυνσεις και φτιάχνει μια αφίσα. Και τι δεν υπάρχει σε αυτό το δίσκο. Το διαστημικό blues του Calvert στο "Orgone Accumulator", το αγχωτικό "Sonic Attack", ο φρενήρης ρυθμός του "Master Of The Universe" ή το μεγαλειώδες κλείσιμο του "Welcome To The Future". Για την ιστορία οι ηχογραφήσεις έγιναν στο Liverpool Stadium και στο Brixton Sundown και είναι ο τελευταίος δίσκος που συμμετέχει ο Dik Mik στο συγκρότημα.


Το 1974 στη μπάντα μπαίνει ο βιολιστής Simon House, πρώην μέλος των High Tide. Με νέο μέλος στη σύνθεση τους οι Hawkwind κυκλοφορούν το "Hall Of The Mountain Grill" το οποίο πήρε το όνομα του από μία pub όπου σύχναζε το συγκρότημα.

Ενώ το συγκρότημα βρίσκεται στην ακμή του από καλλιτεχνική άποψη, τα μέλη του χώνονται όλο και πιο βαθιά στα ναρκωτικά, κάτι που αρχίζει να αποξενώνει τα μελή μεταξύ τους. "Ήμασταν πάντα ενωμένοι, μια γροθιά, μα ξαφνικά αρχίσαμε να απομακρυνόμαστε ο ένας από τον άλλον. Άρχισαν να υπάρχουν κόντρες και τα μικρά πράγματα να γίνονται μεγάλα" λέει ο David Brock. Μεγάλες κόντρες άρχισαν να αναπτύσσονται μεταξύ των Lemmy και Τurner, ενώ το υπερ-εγώ του δεύτερου άρχισε να αναπτύσσεται υπερβολικά όσο οι Hawkwind γινόντουσαν γνωστότεροι. Αυτό φαινόταν και από το ότι ο Turner άρχισε να μην υπολογίζει κανένα και να σολάρει ακατάπαυστα στα κομμάτια ακόμα και εκεί που έπρεπε να μπει η φωνή. Όλη αυτή η κατάσταση κορυφώθηκε το 1975, μία χρονιά σημαντικών αλλαγών για το συγκρότημα.

1975 και με την προσθήκη και δεύτερου drummer, του Alan Powell, οι Hawkwind κυκλοφορούν το "Warrior Αt Τhe Edge Οf Time". Δίσκος φανερά επηρεασμένος από την μυθοπλασία του Michael Moorcock, καταπληκτικές στιγμές όπως τα "Assault Αnd Battery Part 1", "Magnu" και "Spiral Galaxy 28948" και φυσικά το τελευταίο κομμάτι που έγραψε ο Lemmy για την μπάντα και που θα έδινε το όνομα και στο μελλοντικό του σχήμα, το "Motorhead". Για την ιστορία να πούμε ότι μπάσο στο "Opa-Loka" παίζει ο Dave Brock αφού ο Lemmy κοιμόταν στο στούντιο κατά την ηχογράφηση του συγκεκριμένου κομματιού.

Με τις κόντρες στο εσωτερικό του συγκροτήματος να μεγαλώνουν η μπάντα φεύγει για περιοδεία στις Η.Π.Α. Το Μάιο του 1975 μετά από μία συναυλία στο Detroit και πηγαίνοντας προς το Τορόντο του Καναδα, έπειτα από έλεγχο στα Αμερικανοκαναδικά σύνορα ο Lemmy συλλαμβάνεται για κατόχη κοκαίνης. Οι υπόλοιποι αποφασίζουν να τον διώξουν από τη μπάντα αφού βέβαια πληρώσουν για να τον βγάλουν έξω ώστε να γίνει η συναυλία. "Ήταν από τις πιο δυσάρεστες στιγμές, έπρεπε εγώ να του ανακοινώσω ότι έπρεπε να φύγει" λέει ο Brock ο οποίος ήταν ο μόνος από το συγκρότημα όπου ήθελε να παραμείνει ο Lemmy.

O Lemmy επιστρέφει στην Αγγλία οπού δημιουργεί τους Bastard, οι οποίοι θα μετονομαστούν σε Motorhead. Το πιο βρώμικο Rock n' Roll συγκρότημα του πλανήτη αρχίζει να πιάνει δουλειά. "Σίγουρα στεναχωρήθηκα όταν με διώξαν απ'τους Hawkwind, δεν είναι και λίγο να σε διώξουν από μια τόσο επιτυχημένη μπάντα. Αν δεν με είχαν διώξει όμως δε θα είχα κάνει ποτέ τους Motorhead" λεεί σε μια συνέντευξη του ο Lemmy. Αντικαταστάτης του Lemmy είναι ο Paul Rudolf, κιθαρίστας των Pink Fairies και φίλος του Nik Turner.

Χρονιά αλλαγών για το συγκρότημα. Η Stacia και Del Dettmar αποχωρούν από τη μπάντα και τη θέση του τραγουδιστή αναλαμβάνει ο Robert Calvert.

Το 1976 κυκλοφορούν το "Astounding Sounds Amazing Music". Ένας μέτριος δίσκος που βρίσκει τους Hawkwind να αποκλύνουν από το ήχο τους και να φλερτάρουν με πιο παραδοσιακούς rock και funky ρυθμούς. Μαγική στιγμή του δίσκου είναι το κομμάτι "Steppenwolf" το οποίο αντικατοπτρίζει τέλεια την τσακισμένη ψυχολογία του Calvert. Αμέσως μετά την περιοδεία για την προώθηση του album ο Nik Turner αποχωρεί και αυτός με τη σειρά του απ' το συγκρότημα.

Το 1977 είναι η χρονιά που οι Hawkwind θα βγάλουν έναν από τους πλέον κλασσικούς τους δίσκους, το "Quark, Strangeness & Charm". Το ομώνυμο single κατάφερε να μπει στο top 20 ενώ ο δίσκος είναι ίσως ο πιο σκοτεινός που έβγαλαν οι Hawkwind ποτέ. Αναμνήσεις από τις παλιές μέρες στο "Days Of The Underground", ο φόβος ατομικής βόμβας και της οικολογικής καταστροφής στο "Damnation Alley", η κλωνοποίηση στο "Spirit Οf The Age" και φυσικά το υπέροχο μα περεξηγημένο "Ηashan I Shaba", ένα καθαρά πολιτικό τραγούδι με αναφορές στο Μαύρο Σεπτέμβρη και στους θανάτους για τα πετρέλαια της Μ. Ανατολής. Ο δίσκος έκανε σχετική επιτυχία και οι Hawkwind έκαναν μια εμφάνιση στην τηλεόραση στο show του Marc Bolan. Όμως η τύχη είχε άλλα σχέδια για την πορεία του συγκροτήματος.

Στις αρχές του 1978 ο Simon House αφήνει το συγκρότημα για να ακολουθήσει τον David Bowie στην αμερικανική περιοδεία του. Παράλληλα η ψυχολογική κατάσταση του Robert Calvert όλο και χειροτερεύει με αποτέλεσμα να παρατήσει το συγκρότημα μετά από μία συναυλία στο San Francisco και να επιστρέψει στην Αγγλία όπου και μπαίνει σε ψυχιατρική κλινική. Σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και το ότι το συγκρότημα χάνει τα δικαιώματα του ονόματος του λόγω νομικών προβλημάτων.

Επιστρέφοντας απογοητευεμένος και μη μπορώντας να χρησιμοποιήσει το όνομα Hawkwind, o Brock δημιουργεί στα τέλη του 1978 μαζί με τους Calvert, Harvey Bainbridge, Martin Griffith (και οι δύο πρώην μέλη των Ark) και Steve Swindells τους Hawklords, οι οποίοι κυκλοφορούν ένα δίσκο με τίτλο "25 Years" και φλερτάρουν με τον new wave ήχο της εποχής.

Το 1979 ο Calvert εγκαταλείπει οριστικά το συγκρότημα ενώ η μπάντα μπορεί να χρησιμοποιεί ελεύθερα το ονομά της ξανά. Κυκλοφορεί το album "Pxr 5" που περιλαμβάνει studio και live ηχογραφήσεις και επίσης το καταπληκτικό live "'79" στο οποίο στα πλήκτρα συμμετέχει ο Tim Blake των Gong. Η μπάντα μπαίνει στο studio για την ηχογράφηση του album "Levitation". Ο drummer Simon King εγκαταλείπει τη μπάντα λόγω του προβλήματος που αντιμετωπίζει με τα ναρκωτικά και τη θέση του καλύπτει ο "πολύς" Ginger Baker, παλιό μέλος των Cream και των Blind Faith. Ο δίσκος είναι πολύ καλός, όμως το συγκρότημα απομακρύνεται όλο και πιο πολύ από τον αρχικό του ήχο. Λίγο μετά την κυκλοφορία του δίσκου ο Ginger Baker εγκαταλείπει τη μπάντα, ενώ o Nik Turner επιστρέφει για τις ηχογραφήσεις του επόμενου album των Hawkwind με τιτλό "Sonic Attack".

H πρώτη πενταετία των 80's βρίσκει τους Hawkwind να κυκλοφορούν μερικούς μέτριους δίσκους οι οποίοι έχουν μερικές καλές στιγμές αλλά τίποτα δε θυμίζει την αίγλη του παρελθόντος.

Η αναγέννηση του group έρχεται το 1985 με την κυκλοφορία του "Chronicles Of The Black Sword" το οποίο ειναι βασισμένο στην ιστορία του αλμπίνου βασιλιά Ελρικ, την οποία έχει γράψει ο Michael Moorcock. Το συγκρότημα κάνει μία μεγαλειώδη περιοδεία κατά την οποία χορευτές, μίμοι και ηθοποιοί μεταφέρουν στη σκηνή την ιστορία του Έλρικ. Η περιοδεία είνα τόσο πετυχημένη που το συγκρότημα κυκλοφορεί μια βίντεοκασσέτα με την παράσταση και ένα live με τον τιτλο "Live Chronicles". Σημαντικό είναι να πούμε ότι το 1988 οι Brock και Calvert δουλεύαν μαζί κάποια κομμάτια κάτω από το γενικό τίτλο "Earth Ritual" και τα οποία έμειναν ανέκδοτα λόγω του θανάτου του Calvert την ίδια χρονιά. Μάλιστα φημολογείται ότι συμμετείχε και ο Lemmy στο project.

Μετα το "Live Chronicles" το κοινό ξαναανακαλύπτει τους Hawkwind και η πορεία του group είναι ανοδική. Έτσι με την είσοδο της δεκαετίας του '90, με κεντρικό πυρήνα τους David Brock, Richard Chadwick (drums) και Allan Davey (μπάσο) και με παλιά και νέα μέλη να μπαινοβγαίνουν στο σχήμα, το group μπαίνει σε νέα δημιουργική φάση. Με καταπληκτικούς δίσκους όπως τα "It Is Business Of The Future To Be Dangerous", "Electric Tepee", "In Your Area", "Alien 4", "Distant Horizons" και το πραγματικά μαγευτικό live "Love In Space" το group στέκεται εμπνευσμένα ανάμεσα στην ψυχεδέλεια, την ambient και το κλασσικό rock κερδίζοντας όλο και περισσότερους οπάδους. Οι Hawkwind συνεχίζουν ως σήμερα με τελευταία τους δουλειά το "Take Me To Your Leader" στο οποίο συμμετέχουν ο πατέρας του βρετανικού underground, Arthur Brown, και η ιέρεια του new wave, Lene Lovich.

Το αστρόπλοιο των Hawkwind μας ταξιδεύει εδώ και τριαντατέσσερα χρόνια στον αλόκοτο κόσμο του Captain Brock και απ' ότι φαίνεται το ταξίδι θα κρατήσει για πολλά χρόνια. Άλλωστε οι Hawkwind έχουν αφήσει την αστρόσκονη τους σε πολλά νεότερα συγκροτήματα, από τους Monster Magnet ως τους Ozric Tentacles και από τους Farflung ως τους Omnia Opera.

Προτεινόμενη δισκογραφία:

In Search Of Space (1971), Doremi Fasol Latido (1972), Space Ritual (1973), Hall Of The Mountain Grill (1974), Warrior At The Edge Of Time (1975), Quark, Strangeness And Charm (1977), Pxr5 (1979), Live '79, Levitation (1980), Chronicles Of The Black Sword (1985), Live Chronicles (1986), Palace Springs (1990), It Is The Business Of The Future Of The Future To Be Dangerous (1993), Alien 4 (1996), Love In Space (1996), Epocheclipse 30 Year Anthology (1999).

Γεράσιμος Ασπρομάλλης

  • SHARE
  • TWEET