Συνέντευξη: The Cult

Από τον Παναγιώτη Λουκά, 31/05/2011 @ 13:00
Για κάποιο περίεργο λόγο είχα την εντύπωση ότι ο Ian Astbury ήταν μια «ντίβα». Πίστευα ότι η συνέντευξη θα ήταν μια ακόμη «τυπική» συνέντευξη, ειδικότερα όταν τον ρώτησα πόσο διαθέσιμο χρόνο έχουμε, για να πάρω την απάντηση «15-20 λεπτά». Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη, μετά από μία ώρα και σαράντα λεπτά, διαπίστωσα ότι ο Ian είναι ένας πολύ προσγειωμένος καλλιτέχνης, μιλώντας με ειλικρίνεια για θέματα που αφορούν στους The Cult, τους Doors, τους U.N.K.L.E., τους Sunn O))) και τους Velvet Revolver, ενώ δεν παρέλειψε και ένα καυστικό σχόλιο για γνωστό σκηνοθέτη. Τα ουσιαστικότερα σημεία της μακροσκελούς συζήτησης μας μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω...

Ian καλησπέρα από την Ελλάδα. Πού σε βρίσκουμε τώρα;
Αυτή τη στιγμή είμαι στο L.A. Έχουμε ένα διάλειμμα από την περιοδεία μας και σε λίγο έχω πρόβα με τα υπόλοιπα μέλη του group.

Το 2009 είχες δηλώσει ότι θεωρείς απίθανο να κυκλοφορήσουν οι The Cult νέο άλμπουμ. Μπορείς να μας εξηγήσεις τους λόγους;
Είχα την άποψη, και ακόμα την υποστηρίζω εν μέρει, ότι «the albums are dead». Το iTunes είναι ευτυχία άλλα συνάμα και κατάρα. Η ιδέα του να είμαστε κλεισμένοι στο studio για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα να συνθέσουμε 15-20 τραγούδια, να διαλέξουμε τα 12 καλύτερα από αυτά, να τα κυκλοφορήσουμε και οι οπαδοί να αγοράζουν από το  iTunes 1-2 τραγούδια με βρίσκει αντίθετο. Από την άλλη, είμαστε αναγκασμένοι να προσαρμοστούμε και στην εποχή μας. Για αυτό το λόγο αποφάσισα να δημιουργήσω την ιδέα του «Capsule». Στις προηγούμενες δεκαετίες είχαμε τα ΕP. Τα "Capsule" είναι τα ΕP της εποχής μας. Ο σκοπός μας είναι, και το πετύχαμε, με την "Capsule" 1 & 2 να έχουμε ηχογραφήσει καινούρια τραγούδια, όπως τα "Every Man And Woman Is A Star", "Siberia", "Embers", "Until Τhe Light Takes Us", μερικές από τις επιτυχίες μας, ηχογραφημένες από τις πρόσφατες περιοδείες, και μια σειρά από σύντομα films που είναι σκηνοθετημένα από έμενα. Τα παραπάνω είναι διαθέσιμα με όλους τους δυνατούς τρόπους: MP3, CD/DVD (DualDisc), 12-inch vinyl και με αυτό τον τρόπο μπορούμε να ικανοποιήσουμε και τους  μεγαλύτερους ηλικιακά οπαδούς, καθώς και τους νεότερους.

Φαντάζομαι ότι είσαι ικανοποιημένος με την ιδέα του "Capsule". Να υποθέσω ότι θα αργήσουμε να δούμε καινούριο άλμπουμ;
Κάντε υπομονή μέχρι τον Οκτώβριο / Νοέμβριο και οι The Cult θα κυκλοφορήσουν νέο άλμπουμ!

Αυτό ήταν έκπληξη για εμένα. Μπορείς να μας δώσεις περισσότερες πληροφορίες για το όνομα, τη μουσική κατεύθυνση και τον παραγωγό;
Το μόνο σίγουρο της υπόθεσης είναι ότι ο παραγωγός μας θα είναι ο Chris Goss (Masters Of Reality, Queens Of The Stone Age, Kyuss, U.N.K.L.E.), που έχει δουλέψει μαζί μας και στο "Capsule". Αν και ακόμα είναι νωρίς, δε νομίζω ότι θα διαφέρουμε από το ύφος του "Every Man And Woman Is A Star". Κάντε λίγη υπομονή και σύντομα θα το ακούσετε.

Πώς και άλλαξες γνώμη και αποφασίσατε λοιπόν να κυκλοφορήσετε νέο άλμπουμ;
Για να είμαι ειλικρινής, το 2008-2009 ήταν μια περίεργη χρονιά για εμάς. Με τη Roadrunner Records λύσαμε το συμβόλαιο μας και ήμασταν κάπως «ξεκρέμαστοι». Τότε ή θα το κλείναμε το μαγαζί ή θα έπρεπε να προχωρήσουμε μπροστά και σε αυτό μας βοήθησε η ιδέα του "Capsule". Πολύ πρόσφατα υπογράψαμε με την Cooking Vinyl, την εταιρεία των The Prodigy, Art Brut, Dropkick Murphys, Killing Joke, που μας έδωσε όλα τα εχέγγυα για την ηχογράφηση νέου δίσκου. Ελπίζω ότι αυτή η συνεργασία θα αφήσει ευχαριστημένες και τις δύο πλευρές και θα συνεχιστεί και στο μέλλον.

Μιλώντας με αρκετούς καλλιτέχνες της γενιάς σου μού έχει κάνει εντύπωση ότι περισσότερο μιλάτε για το business side της μπάντας και όχι για το μουσικό. Αναφέρεστε συνήθως στα προβλήματα με τις εκάστοτε εταιρείες, για συμφωνίες που δεν τηρήθηκαν αλλά και για τη συνεχή επένδυση που κάνετε για την ίδια τη μπάντα. Μπορείς να μας πεις τις απόψεις σου για αυτό;
Εάν μιλούσαμε στην αρχή της καριέρας μας, το μόνο που με ένοιαζε θα ήταν να κυκλοφορούσα ένα άλμπουμ, να κάνω περιοδείες και να δω τον εαυτό μου εξώφυλλο σε κάποιο περιοδικό. Τώρα όμως για έμενα η μπάντα δεν είναι απλά ένας τραγουδιστής, ένας κιθαρίστας, ένας μπασίστας κι ένας drummer. Ο ρόλος του καθενός πρέπει να είναι διαφορετικός. Στα μάτια μου, μια μπάντα πρέπει να έχει έναν filmmaker, έναν ειδικό στις νέες τεχνολογίες, ένα δικηγόρο και έναν οικονομικό αναλυτή. Μια από τις μπάντες που έχει πετύχει τα παραπάνω είναι οι U.N.K.L.E. και πραγματικά θαυμάζω τη δουλειά που κάνει ο James Lavelle πάνω σε αυτούς του τομείς. Και από την πλευρά μου, εγώ είμαι ο filmmaker της μπάντας και έχω και βασικό ρόλο σε όλα τα παραπάνω. Από μικρό παιδί μου άρεσαν τα film και αυτή τη στιγμή είμαι παραγωγός σε δύο, με το ένα να είναι documentary σχετικό με το παιδικό trafficking. Θα αποτελεί ένα συνδυασμό των "City Of God" και "Slumdog Millionaire" και είναι κάτι στο οποίο δουλεύω εδώ και πολύ καιρό και είμαι πραγματικά υπερήφανος για αυτό.

Μας ανέφερες τους U.N.K.L.E., με τους οποίους έχεις συνεργαστεί και στο "War Stories" άλμπουμ τους, τραγουδώντας σε δύο τραγούδια. Μπορείς να μας αναφέρεις τις μουσικές σου επιρροές και τι ακούς σήμερα;
Μεγάλωσα κοντά στο Λίβερπουλ. Όπως είναι φυσικό, η πρώτη μου επιρροή ήταν οι Beatles. H πρώτη μου όμως μουσική αγάπη ήταν ο David Bowie και συγκροτήματα όπως οι Roxy Music, T. Rex. Στη συνέχεια μετακόμισα στον Καναδά και εκεί άρχισα να ακούω και New York Dolls. Μετά ήρθε και το κίνημα του punk και ιδιαίτερα οι Crass, των οποίων είχα γίνει φανατικός οπαδός. Το 1979 είδα την ταινία "Apocalypse Now" και ανακάλυψα μέσω του "The End" τους The Doors.

Για τους The Doors θα μιλήσουμε λίγο αργότερα. Σημερινά ακούσματα;
Το αγαπημένο μου group είναι οι Sunn O))). Το να παρακολουθείς ένα live τους είναι μια εμπειρία που δύσκολα περιγράφεται με λόγια. Δεν είναι metal, είναι μια κατηγορία μονοί τους και έχουν τον αμέριστο θαυμασμό μου. Μου αρέσουν επίσης καλλιτέχνες του hip-hop, είδα πρόσφατα τον Jay Z, ενώ μου άρεσε πάρα πολύ το άλμπουμ "My Beautiful Dark Twisted Fantasy" του Kanye West. Όπως βλέπεις, δεν έχω κολλήματα και εάν κάτι μου αρέσει, θα το ακούσω.

Εκτός από τους U.N.K.L.E. έχεις πάρει μέρος σε άλμπουμ του Iommi και του Slash. Με τον Slash είχα την εντύπωση πως είχατε «ψυχραθεί» κάπως για τους Velvet Revolver.
Καταρχήν όσον αφορά τον Iommi ήταν μεγάλη μου τιμή να πάρω μέρος στο ομώνυμο άλμπουμ. Όσο για τον Slash, εγώ είμαι αυτός που πήρε σε περιοδεία τους Guns N' Roses όταν ακόμα ήταν στο ξεκίνημα τους. Είχαν κάτι το ξεχωριστό που τους έκανε να ξεχωρίζουν από άλλες μπάντες της γενιάς τους. Στη συνέχεια οι Guns N' Roses μάς πήραν τον Matt Sorum για drummer, προσφέροντας του ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, που ήταν αδύνατο για τον Matt να αρνηθεί. Όλα αυτά τα χρόνια είχα καλές σχέσεις, τόσο με τον Axl, όσο και με τον Slash, και πάντα βρισκόμασταν σε κοινούς χώρους και περνάγαμε καλά. Τώρα με τους Velvet Revolver η ιστορία είναι κάπως έτσι: Ήμουν μέσα στους υποψήφιους για τη θέση του τραγουδιστή. Μάλιστα τα λεφτά που έπαιζαν εκείνη την περίοδο ήταν υπερβολικά πολλά, καθώς είχε γίνει πρόταση στους Velvet Revolver να πάρουν μέρος στα soundtrack των "Hulk" και "Italian Job". Είχα ακούσει κάποια demo και ένιωθα ότι δεν ταίριαζε το μουσικό τους ύφος με το δικό μου. Και πολύ απλά απέρριψα την πρόταση. Ούτε διαφωνίες, ούτε τίποτα. Όταν ο Slash μου πρότεινε να τραγουδήσω στο προσωπικό του άλμπουμ δέχτηκα αμέσως και ηχογραφήσαμε το "Ghost" σε ένα take.

Το "Ghost" είναι από τα τραγούδια που ξεχώρισα από το άλμπουμ του Slash. Είναι ταιριαστό στη φωνή σου και είναι μια ιδανική μίξη The Cult - Slash.
Είναι ευχάριστο που το λες αυτό, καθώς σε αρκετούς κριτικούς δεν άρεσε το τραγούδι. Όταν έγραφα το τραγούδι προσπαθούσα να αποφύγω να ακούγεται μονοδιάστατο, θυμίζοντας The Cult ή Velvet Revolver, αλλά επεδίωξα να πάρω τα καλύτερα κομμάτια από έμενα και του Slash και να προκύψει κάτι καλό.

Μιλώντας για τον Slash, μου ήρθαν στο μυαλό τα δίδυμα Axl-Slash και Astbury-Duffy. Ένας εξαιρετικός τραγουδιστής, ένας χαρισματικός κιθαρίστας. Πάντα πίστευα ότι η μπάντα πρέπει να έχει τουλάχιστον δύο προσωπικότητες και η μία να συμπληρώνει την άλλη. Βέβαια οι έντονες προσωπικότητες φέρνουν και μεγάλες εντάσεις. Στην περίπτωση των The Cult εσύ και ο Duffy φαντάζομαι ότι θα είχατε και τις κακές σας στιγμές
Θα σου φανεί τετριμμένο και θα στο έχουν πει και άλλοι, αλλά το να είσαι σε μια μπάντα είναι σα να είσαι παντρεμένος. Θα υπάρχουν καλές στιγμές, θα υπάρχουν διαφωνίες, τσακωμοί, εντάσεις και όλο αυτό θα έχει επίπτωση και στην οικογένεια, δηλαδή στη μπάντα. Οι The Cult πάντα θα είναι Astbury-Duffy και οι υπόλοιποι. Υπήρχαν περίοδοι που ο ένας δεν ήθελε να βλέπει τον άλλο και κάπου το 1995 είχαμε σταματήσει τους The Cult για τον απλό λόγο ότι είχαμε φτάσει στα όρια μας. Ο «χωρισμός» μας κράτησε για τέσσερα χρόνια, ώσπου το 1999 αποφασίσαμε να ξαναφτιάξουμε τους The Cult.

Το διάστημα 1995-1999 ήταν μια περίοδος πειραματισμού για εσένα με τους Holy Barbarians, κυκλοφορώντας και ένα solo άλμπουμ. Τι θυμάσαι από εκείνες τις ημέρες;
Όντως ήταν μια περίοδος που ήθελα να δοκιμάσω διαφορετικά πράγματα. Με τους The Cult είχα φτάσει στο ανώτερο σημείο που θα μπορούσα να φτάσω και ήθελα να ξεκινήσω από την αρχή. To "Cream" (1996) με τους Holy Barbarians ήταν μια προσπάθεια να ενσωματώσω στοιχεία ψυχεδελικής μουσικής των '60 στη μουσική μου, ενώ το προσωπικό μου άλμπουμ, "Spirit/Light/Speed", (2000) ήταν μια προσπάθεια να βάλω alternative στοιχεία στον ήχο μου. Φυσικά (γελώντας) και οι δύο προσπάθειες ξεχάστηκαν πολύ γρήγορα και το αντιμετωπίζω ως ένα ευχάριστο διάλειμμα της καριέρας μου.

Πριν από λίγο μου ανέφερες το "The End" από τους The Doors, ενώ μια σειρά από γεγονότα σε κρατούσε πάντα συνδεδεμένο με τους The Doors. Ξεκινώντας με την ταινία, είναι αλήθεια ότι ήσουν από τις πρώτες επιλογές για το ρόλο του Jim Morrison;
Το έχω ξαναπεί και το πιστεύω. Όταν άκουσα το τραγούδι "The End" στην ταινία ένιωσα κάτι σα «religious experience». Και δε μιλάω για κάτι που έχει σχέση με καμιά θρησκεία, άλλα με κάτι έξω από αυτό. Βαθιά μέσα μου ήξερα ότι έχω δεθεί «καρμικά» με τους The Doors και σε κάποιο σημείο της ζωής μου θα τους συναντούσα με κάποιον τρόπο. Το 1989 ο Danny Sugarman (manager των The Doors) με πλησίασε εκ' μέρος του Oliver Stone για το ρόλο. Συναντηθήκαμε με τον Oliver, ήπιαμε μερικά ποτά και είχαμε μια γενική συζήτηση για θέματα εκτός του film. Εκτός από εμένα, από τραγουδιστές είχαν σκεφτεί και τον Michael Hutchence (INXS), για να καταλήξουν στον Van Kilmer.

Έμεινες ευχαριστημένος από το τελικό αποτέλεσμα του έργου;
Σε καμία περίπτωση! Επικεντρώθηκε σε μια μονοδιάστατη πτυχή του Jim Morrison, εμμένοντας στα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τα ναρκωτικά και τον αυτοκαταστροφικό του χαρακτήρα. Φυσικά ο Morrison ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που παρουσίασε η ταινία και όσοι έχουν ασχοληθεί λίγο παραπάνω με τους The Doors μπορούν να το καταλάβουν. Ο Ray Manzarek ήταν και αυτός αντίθετος με το όραμα του Stone και το αποτέλεσμα ήταν αυτό που είδατε. Είμαι βέβαιος ότι ένας άλλος σκηνοθέτης, όπως ο Copolla, θα έκανε μια εκπληκτική ταινία.

Με βρίσκεις απόλυτα σύμφωνο. Και στη συνέχεια είχαμε τους Doors Of The 21st Century. Πώς έγινε αυτή η προσέγγιση;
Για μια ακόμη φορά ο Sugarman με τον Manzarek με προσέγγισαν, μου ανέφεραν το όραμα τους και ότι ήμουν η μοναδική τους επιλογή για τη θέση του τραγουδιστή. Δεν ήθελα πολύ για να το δεχτώ και κατέληξα να παίζω μαζί τους για 150 εμφανίσεις, περισσότερες από όσες είχαν παίξει μαζί με τον Morrison.

Για να είμαι ειλικρινής μαζί σου Ian, σε γενικές γραμμές είμαι αντίθετος με τέτοιου είδους reunion. Φαντάζομαι ότι αρκετοί θα έχουν την ίδια άποψη.
Καταλαβαίνω την άποψη σου και είναι γεγονός ότι στην αρχή οι κριτικές που είχαμε λάβει ήταν επί το πλείστον αρνητικές, σε σημείο να λαμβάνω και απειλητικά e-mails. Βέβαια, θα πρέπει να σημειώσω ότι οι The Doors δεν ήταν ο Morrison και οι άλλοι, καθώς ο Manzarek ήταν o μουσικός εγκέφαλος των The Doors. Εφόσον ο Manzarek ήθελε να τους φέρει πάλι στην επιφάνεια, δε μπορούσαν να του πουν τίποτα. Από την πλευρά μου έδωσα τον καλύτερο μου εαυτό. Δεν προσπάθησα να μιμηθώ τον Morrison, καθώς το στυλ του ήταν κάτι το μοναδικό, αλλά προσπάθησα να σεβαστώ τους οπαδούς που ήθελαν να ακούσουν τα τραγούδια όπως τα θυμούνταν. Όπως σου είπα, τα 15 πρώτα shows ήταν αναγνωριστικά και οι κριτικές οι χειρότερες. Στη συνέχεια, όμως, καταφέραμε και κερδίσαμε τόσο τους κριτικούς, όσο, πολύ περισσότερο, και το κοινό.

Κάτι χαρακτηριστικό που σου έμεινε από αυτή την περιοδεία;
Παίζαμε στο Παρίσι και θέλαμε να πάμε να επισκεφτούμε τον τάφο του Morrison. Για τη μπάντα ο Morrison ήταν ο καλύτερος τους φίλος και με αυτό το σκεπτικό ήθελαν να πάμε στο τάφο του. Θέλαμε να γίνει ιδιωτικά, άλλα με κάποιο τρόπο διέρρευσε, με αποτέλεσμα να μαζευτεί πλήθος κόσμου στο νεκροταφείο. Το άλλο που θυμάμαι έντονα, και δεν είναι κομπλιμέντο για την Ελλάδα, ήταν η συναυλία (2004) που δώσαμε σε ένα θέατρο (σ.σ.: Λυκαβηττός) με τους Doors Of The 21st Century. Μέτα το τέλος της συναυλίας ήρθαν οπαδοί με δάκρυα στα μάτια και μου εξέφρασαν το θαυμασμό τους για αυτό που είδαν. Ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή συναυλία για αυτούς. Θα χρησιμοποιήσω και πάλι την έκφραση «a religious experience». Είμαι σίγουρος ότι όσοι ήταν εκεί παρόντες θα συμφωνήσουν μαζί μου. Η εμπειρία που είχα τότε με τους Doors Of The 21st Century ήταν από τις καλύτερες εμπειρίες που είχα ποτέ και είναι κάτι που δε θα ξεχάσω ποτέ.

Ian, δεν ήμουν παρών στη συγκεκριμένη εμφάνιση, αλλά άτομα που εμπιστεύομαι την κατατάσσουν στις καλύτερες συναυλίες που έχουν παρακολουθήσει ποτέ. Το 2010 είχα την ευκαιρία να δω τους The Cult στο Sonisphere στην Αγγλία και έμεινα ικανοποιημένος από την εμφάνιση σας, ιδιαίτερα από τα φωνητικά σου.
Ένα από τα πράγματα που έμαθα όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι εάν θέλεις να τραγουδήσεις σωστά, δεν πρέπει να πηγαίνεις πέρα δώθε σαν το κατσίκι, γιατί έτσι χάνεις τις αναπνοές σου. Όταν ήμουν νεότερος έδινα μεγαλύτερη σημασία στη σκηνική παρουσία, παρά στη φωνή, αλλά τώρα για να τραγουδήσω σωστά πρέπει να στέκομαι μπροστά στο μικρόφωνο, χωρίς περιττές κινήσεις.

Είναι αλήθεια ότι ήσουν πηγή έμπνευσης για το Lollapalooza Festival;
Το 1990 οργάνωσα το A Gathering Of The Tribes, το οποίο ήταν ένα φεστιβάλ που έγινε σε δύο διαφορετικές τοποθεσίες, με συγκροτήματα όπως οι Soundgarden, Ice T, Public Enemy, Joan Baez. O σκοπός του φεστιβάλ ήταν να δημιουργήσω μια αφύπνιση για τα δικαιώματα των Native Americans (Ινδιάνων). Ήταν μια πολύ καλή ευκαιρία, καθώς υπήρχε κάλυψη από το MTV και με αυτό τον τρόπο κάναμε γνωστά μέσω του φεστιβάλ διάφορα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Ινδιάνοι. Την επόμενη χρόνια το Lollapalooza ξεκίνησε και μπορώ να πω ότι κατά κάποιο τρόπο βοήθησα να δημιουργηθεί το φεστιβάλ.

Πριν λίγο καιρό κάνατε περιοδεία επικεντρωμένοι στο άλμπουμ "Love". Υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος; Από την εμφάνιση σας στην Ελλάδα τι να περιμένουμε;
Πολλά group λένε για παράδειγμα ότι είναι τα 25 χρόνια του τάδε δίσκου και για αυτό θα τον παίξουνε όλο. Εμείς απλά θέλαμε να παίξουμε το συγκεκριμένο δίσκο. Στην τωρινή μας περιοδεία θα παίξουμε λίγο από όλα. Έχουμε ετοιμάσει ένα set list από 16-18 τραγούδια και πιστεύω ότι οι οπαδοί μας θα το ευχαριστηθούν.

Θα είναι υπερβολή εάν σου ζητήσω το "Painted Οn My Heart";
Με τίποτα!

Γιατί;
Δεν είναι δικό μας τραγούδι. Το "Painted Οn My Heart" έχει γραφτεί από την Diane Eve Warren και είναι αποκλειστικά για την ταινία "Gone In 60 Seconds". Οι Aerosmith είχαν ηχογραφήσει ένα version του τραγουδιού, αλλά δε χρησιμοποιήθηκε ποτέ. Είναι ένα τραγούδι που είχε γίνει μπαλάκι σε πολλά group, όπως τους Velvet Revelvor εάν θυμάμαι καλά. Με κάποιο τρόπο, και με λίγη πίεση από την εταιρεία μας, το ηχογραφήσαμε, γυρίσαμε και ένα video και αυτό ήταν.

Κλείνοντας τη συνέντευξη, θα ήθελα να μου πεις επιγραμματικά μερικές σκέψεις για τα άλμπουμ σας.
"Dreamtime" (1984): Άγουρο, ερασιτεχνικό, άλλα μεγάλος ενθουσιασμός, καθώς ήταν η πρώτη μας δουλειά.
"Love" (1985): Ακόμα ήμασταν στην gothic rock περίοδο μας. Αγαπημένο άλμπουμ.
"Electric" (1987): Με τον Rick Rubin στην παραγωγή ήταν μια δήλωση ότι τα παιδιά μεταμορφώθηκαν σε άνδρες.
"Sonic Temple" (1989): Με τον Bob Rock στην παραγωγή ήταν η πρώτη μας «μεγάλη» κυκλοφορία.
"Ceremony" (1991): Πολλά προσωπικά προβλήματα που φάνηκαν και στο άλμπουμ. Λάθος μας τότε που δεν κάναμε ένα διάλειμμα από τις συνεχείς κυκλοφορίες.
"The Cult" (1994). Το εξώφυλλο αποτυπώνει το πώς νιώθαμε τότε. Πραγματικά δεν ξέραμε που ανήκουμε. Πολύ metal για τους οπαδούς του grunge, πολύ grunge για τους οπαδούς του metal.
"Beyond Good And Evil" (2001): Δε μου αρέσει το εξώφυλλο. Για αυτό το άλμπουμ ξοδέψαμε τα περισσότερα χρήματα που είχαμε ξοδέψει ποτέ. Δεν είμαι ευχαριστημένος από το τελικό αποτέλεσμα.
"Born Into This" (2007): Βιαστικό άλμπουμ. Ηχογραφήσαμε τα πάντα σε λιγότερο από ένα μήνα. Είμαι σίγουρος ότι εάν είχαμε στη διάθεση μας τρεις μήνες θα ήταν όλα καλύτερα.

Ian, πραγματικά σε ευχαριστώ για τη συνέντευξη. Ελπίζω να μη σε καθυστέρησα πάρα πολύ.
Τώρα που το λες τους έστησα λίγο στην πρόβα, αλλά δεν πειράζει! Θα τα πούμε στην Αθήνα.

Παναγιώτης Λουκάς
  • SHARE
  • TWEET