History in the making

Οι αφελείς σκέψεις μετά από μια βραδιά στο Θέατρο Badminton και καναδυό βαρύγδουπες δηλώσεις ακόμα

Από τον Μάνο Πατεράκη, 06/05/2016 @ 22:19

Σε όλους τους τομείς όπου πορεύεται η υπόστασή μας, θα βρεις πως είναι χρήσιμο να κάνουμε ένα βήμα πίσω. Να επιχειρούμε να δούμε χτίσουμε την ευρεία εικόνα, αυτήν που τοποθετεί το πλαίσιο και δίνει την ψευδαίσθηση του (ανύπαρκτου) νοήματος σε αυτά που κάνουμε, σε αυτά που θα κάνουμε.

Η αυθεντία, το larger than life, οι ιστορίες που ακούγαμε με δέος μικροί, οι σταθερές που έχουν πια απωλεθεί φαντάζουν πως θα μπορούσαν να δράσουν σαν τη σβούρα του Inception αν βρίσκονταν ακόμα στη ζωή μας. Τότε, υπήρχαν συγκροτήματα που ήταν αδιαμφισβήτητα κορυφαία –οι «μεγάλοι». Συναυλίες που ήταν αναμφίβολα οι καλύτερες όλων των εποχών. Άλμπουμ που έπλαθαν τα σύννεφα. Ή τουλάχιστον έτσι μας έλεγαν. Και έτσι πιστεύαμε. Υπήρχε η αντικειμενική αλήθεια να διαφεντεύει τα πάντα, βλέπετε.

Μου είχαν δώσει δώρο το "Made In Japan". Με στόμφο η διδαχή πως «αυτό είναι από τα κορυφαία live όλων των εποχών, μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού». Ακολούθησαν οι ιστορίες περί μουσικών διαμαχών-ξεχειλωμάτων επί της γιαπωνέζικης σκηνής και άλλες ιστορίες, ακόμα πιο περίεργες από τα παρασκήνια. Είχε τυλιγμένο γύρω του ένα πέπλο σαν φωτοστέφανο. Δεν υπήρχε κάποια αμφιβολία επ’ αυτού και ως τέτοιο έπαιζε στο στερεοφωνικό μου. Για χρόνια… Είναι θαυμάσιο το πόσο μπορείς να απολαύσεις κάτι όταν δεν σε τριβελίζουν οι αμφιβολίες.

«Κάποιες από τις αλληλουχίες στιγμών που βιώνουμε σε κεκτημένη ταχύτητα ενδεχομένως να αποτελέσουν σταθερές, σημεία αναφοράς κάποιων, κάποτε»

Εν τέλει, μεγαλώνοντας, άλλοι διατήρησαν τον ρομαντισμό της εφηβείας (είτε με συνειδητή πραότητα, είτε επειδή μέχρι εκεί έφταναν) και, μαζί του, σταθερές και αντικειμενικές αξίες του παρελθόντος. Άλλοι, αφέθηκαν στην ορμή της δημιουργικής άρνησης και επαναπροσδιόρισαν τους θεμέλιους λίθους τους, ενδεχομένως αναιρώντας εαυτούς. Και, ενώ οι αντικειμενικές αλήθειες του παρελθόντος είναι συζητήσιμες, οι αντικειμενικές αλήθειες του παρόντος είναι πρακτικά ανύπαρκτες για όλους μας, καθότι κάθε στιγμή της ζωής μας την ζούμε μια φορά. Και εφόσον την ζούμε ταυτόχρονα με κάθε άλλον που θα μπορούσε να μας την φιλτράρει, πλέουμε σε αχαρτογράφητα νερά.

Βήμα πίσω, λοιπόν. Όση έξαψη κι αν δημιουργεί η αίσθηση του Μαγγελάνου μέσα μας, δεν είναι εντελώς αφελές να το δούμε υπό την εξής οπτική γωνιά: ας μας μοιάζουν άγαρμπες, κάποιες από τις αλληλουχίες στιγμών που βιώνουμε σε κεκτημένη ταχύτητα… Πιθανόν να αποτελέσουν σταθερές, σημεία αναφοράς κάποιων, κάποτε.

Τα όσα είδαμε χθες στο θέατρο Badminton τα εξιστόρησε με επαρκέστατη πληρότητα ο Χρήστος Καραδημήτρης. Και ενώ το δεύτερο και το τρίτο μέρος αρκούσαν για μια απίστευτη συναυλία σε κάθε της πτυχή, εγώ θέλω να σταθώ στο πρώτο. Όπως το καλύτερο mix tape του κόσμου ωχριά πλάι σε έναν σαφώς δομημένο μεγάλο δίσκο, έτσι και το καλύτερο ποτ πουρί σε συναυλία δεν θα φτάσει ποτέ τα επίπεδα της ολοκληρωμένης ζωντανής εκτέλεσης ολόκληρου άλμπουμ –και δη concept.

«Εκείνες οι πρώτες νότες του “3 Years Older” είναι πιθανότατα ό,τι πιο κοντά σε Rush θα δούμε ποτέ στη χώρα μας»

Το “Hand.Cannot.Erase.” το είχα αγαπήσει μα με είχε ξεγελάσει στην αρχή, στον απόηχο του απίστευτου “The Raven That Refused To Sing”. Μόλις τον περασμένο Φλεβάρη κατέληξα πως αυτός είναι ο μεγαλύτερος δίσκος που έχει βγάλει ο Steven Wilson από το “In Absentia” μέχρι σήμερα. Η ανάλυση και επιχειρηματολογία επ’ αυτού είναι πολύ –πάρα πολύ- μεγάλη για να κρατήσει το ενδιαφέρον αμείωτο μπροστά σε μια εκνευριστικώς φωτεινή οθόνη. Όσοι βρέθηκαν στο θέατρο Badminton με πιάνουν. Υπήρξαν κοινωνοί αυτού.

Ο Steven Wilson εξήγησε σε ένα λογύδριό του ότι εκτιμάς κάτι με το οποίο συμπάσχεις –δηλαδή όταν αναγνωρίζεις μέσα του κάτι δικό σου. Στη λογοτεχνία είναι σκέψεις. Στη μουσική είναι ανείπωτα συναισθήματα που δεν μπορεί να εκφέρει κανείς σε καμία γλώσσα. Έτσι δημιουργείται μια σύνδεση που γεννά το δέος. Έτσι, όσοι βρεθήκαμε στη συναυλία του Steven Wilson, είμαστε τη στιγμή που διαβάζετε αυτές τις αράδες συνδεδεμένοι –και όσοι δεν πήγατε, πιθανότατα να μην μπορείτε να καταλάβετε για τι ακριβώς μιλάω.

Εντούτοις, σε εκείνο το σκηνικό, εκείνες οι πρώτες νότες του “3 Years Older” είναι πιθανότατα ό,τι πιο κοντά σε Rush θα δούμε ποτέ στη χώρα μας. Και παρ’ όλα τα ιπτάμενα γουρούνια και τους τοίχους που γκρεμίζονται τούβλο-τούβλο επιχειρώντας να αναβιώσουν θύμησες του μακρινού ένδοξου παρελθόντος –που ορισμένες φορές μπορεί να μην συνέβησε ποτέ τόσο αψεγάδιαστα όσο μας εξιστορήθηκε- εδώ είδαμε κάτι μεγάλο στην ώρα του. Ακόμα και αν δεν είναι τόσο μεγάλο. Ακόμα και αν είναι.

Βαθιά μέσα μου πιστεύω πως σε δεκαετίες από τώρα αρκετοί θα μεταφέρουμε την ιστορία του πώς μετά την κόλαση του “Ancestral” με καταιγισμό μουσικών που παίχτηκαν από χέρια εξωγήινα καταλήξαμε με βαναυσότητα να βιώσουμε απότομα την αντίθεση της γλυκύτητας του “Happy Returns” και να λυγίσουμε όταν ακούστηκε το “the years just pass like trains, I wave but they don’t slow down”. Και πώς να μην συμπάσχει κάποιος με μια τέτοια διαπίστωση ε; Θα λέμε για τις εποχές που ένας concept δίσκος που δεν μιλούσε για αυτοκαταστροφικούς rock star, καλοσχηματισμένους έφηβους, χολιγουντιανές κοσμοϊστορικές/κοσμογονικές καταστάσεις, μα για το κλειστοφοβικό κελί που δημιουργεί η ρουτίνα στην οικογένεια μας μεσήλικης γυναίκας, κατέκτησε ένα ολόκληρο κοινό.

Πιστεύω ότι σε πολλά χρόνια από τώρα θα συνεχίσουμε να μιλάμε για τον Steven Wilson ακόμα περισσότεροι απ’ ό,τι τώρα. Ακριβώς όπως παλιότερα ήμασταν ακόμα λιγότεροι όσοι μιλούσαμε για τα υπερβατικά γυναικεία φωνητικά κάπου στη μέση του “The Sky Moves Sideways (Phase Two)”. Τότε, αυτά που ζήσαμε χθες θα είναι φιλτραρισμένα υπό ένα πρίσμα μεγαλείου. Χθες, λοιπόν, μήπως ήταν history in the making; Νομίζω πως ήταν διάχυτο αυτό ακριβώς το συναίσθημα σε κάθε γωνιά του αμφιθεάτρου…

Footnotes

♠  Μιας και είμαστε σε Wilson/Porcupine Tree mode, να μοιραστώ μαζί σας (χωρίς να πω ουδεμία συνολική άποψη) το μυστικό ότι το καινούργιο Fates Warning έχει μια κολλητική κομματάρα με riff που θα φέρει στο νου το “Blackest Eyes”. Τον ακούει άραγε ο Matheos; Ας μας διαφωτίσει κάποιος.

♠  Η τελευταία μου μεγάλη αντεγκράου πρόταση ακούει στο όνομα Ulaan Passerine. Πρόκειται για τον κύριο Steven R. Smith που είχε κυκλοφορήσει με τους Hala Strana κάποιες εξαιρετικές avant-folk κυκλοφορίες μπολιασμένες με σλαβική μουσική (ακούστε το “Fielding” του 2003). Σαν Ulaan Passerine έβγαλε φέτος ένα συγκλονιστικό άλμπουμ, με εξώφυλλο επιβλητικό σαν τη μουσική του. Το “The Great Unwinding” αποτελείται από τέσσερις συνθέσεις άνω των 15 λεπτών οι οποίες ρέουν μεταξύ ambient και avant-folk, αφήνοντας κάποια αίσθηση Godspeed You! Black Emperor σε εμάς τους αμύητους. Ακούγεται αυστηρά με ακουστικά.

♠  Τώρα που πήρα μπρος με την κριτική, αναμείνατε για περισσότερα από τους Heron Oblivion στην κεντρική μας, στο προσεχές μέλλον. Ελπίζω να μιλήσουν αρκετοί για αυτό το άλμπουμ στο τέλος της χρονιάς…

  • SHARE
  • TWEET