Steve Lee: Through fire and ice...

Από τον Χρυσόστομο Μπάρμπα, 19/10/2010 @ 12:48
Ένα από τα χειρότερα και πιο επώδυνα συναισθήματα στη σύντομη ζωή μας είναι αναμφίβολα αυτό το «τσίμπημα» στην καρδιά που νιώθουμε, συνοδευόμενο στην πορεία από ένα αναπάντεχο μούδιασμα στην καθημερινότητα, όταν φτάνει στα αυτιά μας η είδηση του χαμού ενός κοντινού μας προσώπου. Κοντινό πρόσωπο... Στενή έννοια. Θα έλεγα καλύτερα ένα άτομο που άγγιξε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κάποιες πτυχές αυτού που κάποιοι αισιόδοξοι λένε «ψυχή». Ένα τέτοιο άτομο ήταν για εμένα και για πάρα πολλούς άλλους ο αδικοχαμένος Steve Lee.



Αυτή είναι και η μαγεία της μουσικής. Έχει την απόκοσμη ικανότητα να εκμηδενίζει τα όποια φυσικά εμπόδια και να σε κάνει να αισθάνεσαι τόσο κοντά σε ένα άτομο, που όταν φτάσει η αποφράδα στιγμή να φύγει τελικά από τη ζωή, τότε να είναι σα να ξεριζώνεται κάποιο αναπόσπαστο κομμάτι από τη δική σου ζωή.

Πώς βρέθηκε όμως ένας «απλός» (ίσως όχι και τόσο...) τραγουδιστής από την Ελβετία στο σημείο να αποτελεί ένα τόσο σημαντικό μέρος στη ζωή τόσων πολλών ανθρώπων (έστω και μέσω της δισκοθήκης τους);

Το ξεκίνημα

Ανήσυχο πνέυμα από μικρός, ο Steve δε θα μπορούσε να μείνει άπραγος κατά την πολυτάραχη για τη rock σκηνή δεκαετία των '80s. Με είδωλά του τους Led Zeppelin, Deep Purple, Aerosmith και κύρια επιρροή του τον David Coverdale, το 1988, στα 25 του, εμπλέκεται για πρώτη φορά σε επαγγελματικό επίπεδο με αυτό που τόσο πολύ αγαπούσε, τη μουσική. Παίρνει τη φυσική του θέση πίσω από το μικρόφωνο, σε μια μπάντα ονόματι Forsale.



Ευτυχώς, αυτό το εγχείρημα δεν ευδοκίμησε ποτέ. Γιατί ευτυχώς; Μα φυσικά διότι η επιμονή του Lee και η όρεξή του για δημιουργία τον οδήγησαν τέσσερα χρόνια αργότερα στην ίδρυση του συγκροτήματος που έμελλε να ταυτιστεί με το όνομά του μια για πάντα. Παρέα με τους Leo Leoni (κιθάρα), Marc Lynn (μπάσο), Hena Habegger (drums) και υπό την εποπτεία του ιδρυτικού μέλους των -επίσης Ελβετών- Krokus, Chris von Rohr, δημιουργούνται οι Gotthard.

Ο δρόμος προς την καταξίωση

Σαν καλοκουρδισμένο ελβετικό ρολόι, οι νεοσύστατοι Gotthard δε σπατάλησαν στιγμή, ηχογραφώντας το πρώτο και ομώνυμο album τους το 1992. Κορυφαία του στιγμή αναμφίβολα η άκρως επιτυχημένη διασκευή του "Hush". Σε αυτό το συγκεκριμένο κομμάτι, αλλά και στο σύνολο του δίσκου, φανερώνονται απλόχερα οι hard rock αρετές του συγκροτήματος, όπως και η πιο «ευαίσθητη» πλευρά του, που έμελλε να τονιστεί κατάτι περισσότερο στο μέλλον. Όλα αυτά βέβαια μέσω της ζεστασιάς αλλά ταυτόχρονα και της «θρασύτητας» των φωνητικών του Steve Lee.



"Dial Hard" και "G." έρχονται όχι μόνο να κρατήσουν τη μπάντα στο ίδιο επίπεδο, αλλά ανεβάζοντας την αρκετά στα μάτια των «ροκάδων» της εποχής. Με την κυκλοφορία του "G." η καταξίωση έρχεται για τους Gotthard, τουλάχιστον στην πατρίδα τους. Τραγούδια όπως το "Sister Moon" και η διασκευή του "Mighty Quinn", που μετατρέπεται σε έναν ανεβαστικότατο hard rock ύμνο, εκτοξεύουν τους Gotthard στην κορυφή των ελβετικών βουνών. Οι πιο ήρεμες και συναισθηματικές στιγμές δε λείπουν φυσικά και από εδώ, με τα "Father Is That Enough?", "He Ain't Heavy, He's My Brother" και φυσικά το μοναδικά όμορφο "One Life, One Soul" να χαρίζουν στον ακροατή εξαιρετικές ερμηνείες.

Την επόμενη χρονιά, το 1997, στο "D Frosted" γινόμαστε μάρτυρες μιας διαφορετικής live εμφάνισης των Ελβετών. Αυτό διότι τολμούν να αποδείξουν την αξία των τραγουδιών τους, «απογυμνώνοντας» τα από τις ηλεκτρικές κιθάρες και παίζοντας τα σε ακουστική μορφή.

Νέα δεκαετία, νέοι στόχοι

Τα '00s είναι εδώ και οι Gotthard επιμένουν. Το 2001 έρχεται να αποδείξει πως το συγκρότημα προχωρεί ακάθεκτο στη νέα χιλιετία, με την κυκλοφορία του "Homerun", το οποίο φανερώνει την πιο ευαίσθητη πλευρά των Ελβετών. Κομμάτια όπως η εκπληκτική μπαλάντα "Heaven", ο ύμνος "Eagle" και το εξαιρετικό "Homerun" δείχνουν πως το συγκρότημα είναι κάτι παραπάνω από ικανό να δημιουργεί μελωδικότατες στιγμές.



Δυο χρόνια αργότερα, το "Human Zoo" έρχεται να τονίσει και πάλι το hard rock στοιχείο στη μουσική της μπάντας, με τo ξεσηκωτικό ομώνυμο κομμάτι και φυσικά το "Top Of The World". Το 2005, όμως, ήταν η χρονιά που σηματοδότησε τη δημιουργία του σημαντικότερου δίσκου για τους Gotthard μετά το 2000. Αυτός δεν είναι άλλος από το "Lipservice". Η επιτομή του hard rock, ιδωμένη μέσα από ένα σύγχρονο πρίσμα ("All We Are", "Dream On", "Lift U Up", "Anytime, Anywhere"), με τις απαραίτητες, φυσικά, μπαλάντες, πιο «αποτελεσματικές» από ποτέ ("Everything I Want", "Nothing Left At All", "I've Seen An Angel Cry"). Ένα album πραγματικό διαμάντι απ' την αρχή μέχρι το τέλος, ειδικά αν λάβουμε υπόψιν τους δύσκολους για τη μουσική βιομηχανία καιρούς κατά τους οποίους κυκλοφόρησε.

Το live cd/dvd της περιοδείας του δίσκου ήρθε να ενδυναμώσει αυτό τον ισχυρισμό αλλά και να «μεταδώσει» σε μια νέα γενιά το γεγονός πως οι Gotthard είναι οδοστρωτήρες επί σκηνής, με τη χαρισματική προσωπικότητα του frontman τους να κλέβει την παράσταση. Το "Domino Effect" του 2007 είχε το δύσκολο έργο να κρατήσει το επίπεδο το ίδιο ψηλά με τις δύο αυτές προηγούμενες κυκλοφορίες της μπάντας, κάτι που εν μέρει κατάφερε. Την επόμενη χρονιά, ο Lee συμμετέχει στο έβδομο album της metal όπερας του Arjen Anthony Lucassen, Ayreon, με τίτλο "01011001".

Και έτσι φτάνουμε στην τελευταία δουλειά των Gotthard. Το "Need To Believe". Άσχετα με τις γνώμες μερικών, πρόκειται για ένα επιτυχημένο εγχείρημα. Ένα album που γράφτηκε για τις δύσκολες στιγμές που περνάει όλος πλανήτης στις μέρες μας και για την αδιαφιλονίκητη ανάγκη μας για πίστη. Κάθε είδους. Κορυφαίες στιγμές αποτελούν το ομώνυμο, με τους εκπληκτικούς του στίχους και το μοναδικό refrain, το αριστούργημα "I Know, You Know" και η εκπληκτική μπαλάντα "Tears To Cry". Ο συγκεριμένος δίσκος έμελλε να είναι και το τελευταίο καλλιτεχνικό μνημείο που άφησε πίσω του η θρυλική φωνή του Steve Lee. Μάλιστα, το τραγούδι που κλείνει το album ως bonus track φέρει τον τίτλο "Ain't Enough". Τυχαίο; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι...

Κάπως έτσι, οι Gotthard αποτέλεσαν το όχημα του Steve Lee, που του επέτρεψε να ξεδιπλώσει τις αμέτρητες αρετές της φωνής του. Μια εκ των πιο αυθεντικών hard rock φωνών που είχαμε την τύχη να χαϊδέψουν τα αυτιά μας. Ο εκρηκτικός συνδυασμός της πιο «ευαίσθητης» προσέγγισης του Lee με την πιο «επιθετική» οπτική γωνία του Leo Leoni πάνω στη μουσική οδήγησε τους Ελβετούς εκεί που κατάφεραν να φτάσουν μέχρι σήμερα. Τί κι αν δεν πέτυχαν ποτέ τις κατάλληλες συγκυρίες για την επίτευξη του μεγάλου «μπαμ» που θα τους άνοιγε το δρόμο για την άλλη μεριά του Ατλαντικού και την παγκόσμια δόξα; Μηδαμινή σημασία έχει. Αυτό που είναι πραγματικά σημαντικό εν τέλει είναι πως κατάφεραν μέσα από τα τραγούδια τους να αγγίξουν τον κόσμο, είτε παρακινώντας τον να κουνήσει το σβέρκο του στο ρυθμό του "Lift U Up", είτε φέρνοντας δάκρυα στα μάτια, με το γεμάτο συναίσθημα "One Life, One Soul". Και, όπως είναι φυσικό, μεγάλο ρόλο σε αυτό έπαιξε η προσωπικότητα του Steve Lee. Γι' αυτό και η φωνή του σίγουρα θα λείψει παρά πολύ σε όλους όσους κάπου, κάπως, κάποτε τους άγγιξε, έστω και για λίγο. Όπως έγραψε και ο ίδιος ο Steve, λοιπόν, «fly eagle fly, on your way back to the sky...».

Χρυσόστομος Μπάρμπας
  • SHARE
  • TWEET