Rock Culture #6: Ποιος είσαι, Αντώνη Πανούτσο;

Από τους Αντώνη Μουστάκα, Γιάννη Κοτζιά, Λουκιανό Κοροβέση, 08/12/2011 @ 14:32
To rock δεν είναι μόνο μουσική. Στις αμέτρητες εκφράσεις του, άγγιξε άλλες μορφές τέχνης, μεταμόρφωσε επαγγέλματα, γέννησε τεχνοτροπίες, έδωσε ρυθμό στην ιστορία, εμπνεύστηκε και ενέπνευσε: δημιούργησε μια ολόκληρη κουλτούρα με ποικιλία και δυναμική. Το Rocking.gr, στη νέα στήλη του που βαφτίσαμε «Rock Culture», θα παρουσιάσει μια σειρά από άρθρα, αφιερώματα και συνεντεύξεις, με κεντρικό άξονα αυτή τη rock κουλτούρα, σαν τμήμα της πολιτιστικής δημοκρατίας της λεγόμενης «pop culture». Θέλουμε να αφηγηθούμε τη μυθολογία της μουσικής που αγαπάμε, να αναζητήσουμε την αλληλεπίδρασή της με άλλες τέχνες, με την ιστορία, με την καθημερινότητα. Θέλουμε να μετρήσουμε τα πολιτιστικά της τέκνα και να μοιραστούμε τις απίστευτες εξιστορήσεις που έκαναν το rock ένα πολιτιστικό φαινόμενο.

Τον προηγούμενο μήνα το Rocking.gr συνάντησε σε στέκι του Ψυχικού τον διάσημο αθλητικογράφο και παρουσιαστή Αντώνη Πανούτσο. Στη συνέντευξη που εξελίχθηκε σε χαλαρή κουβέντα ο πάντα αιρετικός δημοσιογράφος μίλησε για τη μουσική, το ραδιόφωνο και την αλληλεπίδραση τους με τη δική του καθημερινότητα.

Λουκιανός Κοροβέσης: Δυσκολευτήκαμε πολύ να βρούμε συνεντεύξεις σας. Βρήκαμε μια μόνο του 2007 σε ένα blog.
Τρεις-τέσσερις πρέπει να έχω δώσει.

Λ.K.: Υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος που δίνετε τόσο επιλεγμένες συνεντεύξεις;
Καταρχήν δεν αλλάζουν τα στοιχεία, δηλαδή αν σε ρωτήσει κάποιος πότε γεννήθηκες, πάντα θα λες πότε γεννήθηκες. Δεν έχει κάτι ενδιαφέρον το να μιλάς για τον εαυτό σου, είναι ναρκισσιστικό. Λες πράγματα τα οποία εσύ ο ίδιος τα ξέρεις.

Λ.K.: Και όμως, η αλήθεια είναι πως ήρθαμε εδώ να σας ρωτήσουμε μερικά πράγματα για τα οποία δεν ξέρουμε ούτε εμείς και ο κόσμος θα ήθελε να ακούσει.
Εγώ όμως τα ξέρω και είναι βαρετά, για αυτούς δε θα είναι βαρετά; (γελάει)

Γιάννης Κοτζιάς: Ε, να τα μάθουν και άλλοι!
Αφού δεν είναι ενδιαφέροντα! (γελάει) Αυτό λέγεται αλτρουισμός. Πες μου λοιπόν τι θες να μάθεις. Υπάρχουν μερικά κάποια κομμάτια της ζωής μου στα οποία αποφεύγω να αναφέρομαι για τον Α, Β λόγο. Για λόγους αρχής δε λέω ψέματα και μου λένε καμιά φορά «γράψε τη βιογραφία σου» και τους απαντώ «δε γίνεται να τη γράψω γιατί ή θα έχει ψέματα ή θα έχει κάτι κενά, τόσα».

Λ.K.: Σε κάποια φάση είχατε εκδώσει ένα μουσικό περιοδικό...
...Το «ΟΖ». Ήταν αποκλειστικά μουσικό. Το είχαμε εκδώσει το 1991, αν θυμάμαι καλά, μαζί με τους Άλκη Στεφάνου και Ανδρεά Γιαννακουλόπουλο. Ο Γιαννακουλόπουλος δούλευε στο περιοδικό «Μουσική» διευθυντής σύνταξης, ενώ με τον Στεφάνου δουλεύαμε μαζί και κάναμε εκπομπές στο «Ηχώ FM» και στο «Κανάλι 1» του Πειραιά, στο ραδιόφωνο. Είπαμε να βγάλουμε ένα μουσικό περιοδικό, το οποίο ήταν συμπαθητική έκδοση, αλλά πήγε άπατο. Όλοι λένε «α, τι ωραίο περιοδικό, το διάβαζα», κανένας δεν το αγόραζε όμως.

Λ.K.: Πόσο καιρό κυκλοφορούσε;
Τρία-τέσσερα χρόνια. Για εμένα ήταν καταστροφή αυτό το περιοδικό, γιατί είχα ρίξει λεφτά από το «ΜΟΤΟ» που έβγαζα με το Χατζάρα. Το «ΜΟΤΟ» υπάρχει και σήμερα. Μπήκαμε μέσα με το «ΟΖ». Η rock, υπό την έννοια της ενημέρωσης, είχε αρχίσει να φθίνει. Οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να πληροφορούνται από την τηλεόραση. Το ίντερνετ δεν υπήρχε ακόμη, μάλιστα θυμάμαι προς τα τέλη του περιοδικού δοκιμάσαμε πρώτη φορά ίντερνετ στο γραφείο με browser τoν Mosaic, το 1994 πρέπει να ήταν. Ήμασταν ενωμένοι με το σύστημα «Αριάδνη» του Δημόκριτου. Τότε, υπήρχε ένα κοινό το οποίο διάβαζε για heavy metal, το οποίο είναι το κλασικό κοινό «ήρωες της rock, θα μπούμε με τα σπαθιά να τους βγάλουμε τα μάτια», όλο αυτό το σχετικό που υπάρχει, «μαχητές» κτλ, οι μαχητές δηλαδή με ποιόν πολεμάνε, ο ένας τον άλλον; Αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ! (γελάει)

Λ.K.: Η ύλη του περιοδικού ποιά ήταν; Είχε metal χαρακτήρα;
Όχι, καμία σχέση με metal, ήταν rock. Είχαμε για παράδειγμα εξώφυλλο Red Hot Chili Peppers. Εμένα, ειλικρινά, μ' αρέσει το metal, αλλά όταν ακούς αυτούς του death metal που κάνουν «αααουγκκκκ» λες «τι έχει αυτός;» (γελάει)

Γ.Κ.: Όχι απαραιτήτως παλαιό rock δηλαδή.
Όχι, καθόλου παλαιό. Ήταν στο στυλ του «New Musical Express» (NME), σαν εφημερίδα. Στο τέλος, όταν επιχειρήσαμε να βγάλουμε κάνα φράγκο, κάναμε συνέντευξη με τον Πανούση, το βγάλαμε και σε στυλ περιοδικού για ένα χρόνο, αλλά έκλεισε μετά πολλών επαίνων... Πάει αυτό. Ούτε ένα φύλλο δεν έχω κρατήσει με τέτοιο μπατίρισμα που φάγαμε να έχω να το θυμάμαι... Δεν πάει στο διάολο... Ένα συμπαθητικό ελληνικό έντυπο που έμοιαζε με το NME, αυτός ήταν ο χαρακτήρας του.

Λ.K.: Εν γένει δίνετε την εντύπωση πως είστε rock ακροατής. Ισχύει αυτό;
Ότι ακούω rock;

Λ.K.: Ναι.
Tώρα; Στα 63; (γέλια) Μου είχε πει μια φορά ο Μανίκας «δεν αντέχω να βγω άλλη μια χρονιά στο ραδιόφωνο και να φωνάζω για νέο άλμπουμ Red Hot Chili Peppers, είναι ξεφτίλα, έχω πάει 50τόσο!». Δεν έχω αντίρρηση κάπου-κάπου όταν είμαι στο τσακίρ κέφι να παίξω μουσική, μέχρι τόσο.

Λ.Κ.: Πώς βλέπετε τις μουσικές που βάζει η Γεωργία Κοντούλη την ώρα της εκπομπής σας;
Δε μπορώ να καταλάβω πώς ακούει τέτοια πράγματα μέρα μεσημέρι.

Λ.Κ.: Δεν υπάρχει κάτι που να σας αρέσει από τις επιλογές της, π.χ. οι Pantera;
Οι Pantera είναι light μπροστά σε αυτά που βάζει. (γελάει)

Λ.Κ.: Οι ακροατές τι λένε;
Μερικοί στέλνουν μηνύματα και γουστάρουν. Πώς μπορούν αυτούς που βογγάνε και ουρλιάζουν μέσα στα μεσημέρια δε μπορώ να το εξηγήσω.

Λ.K.: Έχετε κάνει πολλές αναφορές ότι παίζατε χρόνια ως DJ.
Ναι, έχω παίξει στην «Οκτάνα», στο «Jazz Tune», στις «Συχνότητες», στον «Μάγο Του ΟΖ» που είχαμε φτιάξει εμείς λόγω του «ΟΖ».

Αντώνης Μουστάκας: «Μάγο του ΟΖ»... για ποιό μιλάτε, για αυτό στην Κυψέλη;
Ναι μπράβο, στην Αγαθουπόλεως. Μέρα παρά μέρα πλακωνόμασταν. Δεν κάναμε άλλη δουλειά. Και στην «Οκτάνα» έπεφτε πολύ ξύλο.

Α.M.: Για ποιές χρονιές μιλάμε περίπου;
Δεκαετία '90. Το μαγαζί έκλεισε το 1996. Υπήρχε και το «Αγκάθι» τότε.

Α.M.: Ήμουν θαμώνας.
Πρέπει να ήσουν μικρός, πιτσιρίκι. Ναι, έπαιζα εκεί πέρα. Ο καραφλός που έπαιζε εγώ ήμουν. Πάντα καραφλός ήμουν. (γέλια)

Α.M.: Εγώ θυμάμαι πιο πολύ τον κατσαρομάλλη.
Ο κατσαρομάλλης το πήρε από εμένα το μαγαζί, τον έριξα εγώ στη λούπα μπας και βγάλω κάνα φράγκο. Πώς τον έλεγαν να δεις, ήταν δάσκαλος...

Α.M.: Ήταν φυσικός νομίζω στο επάγγελμα;
Μπράβο, ή φυσικός ή μαθηματικός ήταν. Έμοιαζε πολύ με έναν ηθοποιό, τον Dick Shawn. Φούντα μαλλί. Αυτό τον βρήκα να δουλεύει ή ψώνιζε δίσκους σε ένα υπόγειο Σόλωνος και Μασσαλίας και τον έπεισα να το πάρει το μαγαζί. Είχαμε μπει και 7 εκατομμύρια δραχμές μέσα, έδωσε δυόμισι. Ε, πήγε αυτός μετά, το έκλεισε και ησυχάσαμε όλοι.

Α.M.: Κάπου εκεί στο '90 νομίζω έγινε μια στροφή στη διασκέδαση και τα rock μαγαζιά πέθαναν, όπως και τα περιοδικά. Αυτό είδα εγώ ως πελάτης. Πώς το ζήσατε αυτό εσείς μέσα από τη δουλειά;
Όταν ξέμενα από λεφτά, έπαιζα σε κάνα μαγαζί που είχε κανονικά μεροκάματο. Έπαιζα στο «Jazz Tune» στην Κηφισιά π.χ. κάνα Jackson Brown, Fine Young Cannibals. Μετά μου είπε ο Κώστας ο Παυλίδης να κάνουμε την «Οκτάνα». Ο Κώστας Παυλίδης ήταν μια ενδιαφέρουσα μορφή από το Πανεπιστήμιο της Πάτρας, αυτός που σήμερα θα ήταν «Συριζαίος veritable». Κάποτε είχε βάλει υποψηφιότητα με το όνομα αντί για «Κώστας Παυλίδης», «Κώστας Καυλίδης». Μορφή. Μου λέει να πάμε να κάνουμε ένα μαγαζί στη Μεθώνης στα Εξάρχεια, το οποίο το ονομάζει «Οκτάνα» από το ποίημα του Εμπειρίκου. Τρώμε ένα καλοκαίρι με τον Κώστα εκεί, έπαιζαν διάφοροι DJs. Toν ρωτάμε, «τι παίζουμε εδώ ρε αφεντικό, τώρα που έγινες και αφεντικό;». Μας απαντάει: «Παίζουμε Αρβανιτάκη, καμιά Άλκηστις Πρωτοψάλτη». Βγάλαμε ένα καλοκαίρι με μια χοντρή και την κόρη της. Ήταν οι μόνοι πελάτες που είχαμε ως βασικούς, δυο-τρεις που πέρναγαν τυχαία και κάνας άλλος που έλεγε «έχεις κάνα τάλιρο, κάνα κατοστάρικο;»...

Α.M.: Την έχω ζήσει αυτή την εποχή, αλλά εγώ πήγαινα περισσότερο στο «Stand».
Ωραίο, το «Stand» ήταν πιο american rock καταστάσεις. Λοιπόν, κάποια στιγμή παίζουμε Παυλάκη (σ.σ.: Σιδηρόπουλο), παίζουμε και Τρύπες και τιγκάρει το μαγαζί, αλλά ξύλο από το πρωί μέχρι το βράδυ. «Μπαφιάζει» ο Κώστας, κάνουμε το «Radio» το μαγαζί, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ένα μαγαζί στο οποίο ερχόντουσαν λεσβίες κατά βάση και έπαιζε τραγούδια της «δενξεχνιάς» και της εμμηνόπαυσης. Ευτυχισμένος ο Παυλίδης, άφησε την «Οκτάνα», η οποία πήγε στα χέρια του Βασιλάκη. Καλός DJ o Βασιλάκης, το γύρισε στο μαύρο «ντουμπα, ντουμπα, ντουμπα, ντουμπα». Κάποια στιγμή βαρέθηκα κι εγώ τα ντιτζεϊλίκια, το καλύψαμε πιστεύω το θέμα.

Λ.K.: Η σχέση σας με το rock πότε και πώς αρχίζει;
1961-1962 περίπου... Ακούγαμε με φίλους «Radio Monaco». Εγώ είμαι από λαϊκή περιοχή, κάργα λαϊκή περιοχή. Είμαι Χατζηκυριάκειο από τη μεριά που βγαίνει προς τους λαϊκούς, Καλλίπολη που πηγαίνει προς Χατζηκυριάκειο. Εκεί άκουγαν Περπινιάδη, Γαβαλά, jukebox. Εμείς ρε γαμώτο θέλαμε να ξεφύγουμε λιγάκι, να βρούμε και καμιά γκόμενα στη ζωή μας, από το να πηδήξουμε την περιπτερού. Όλο το νόημα ήταν να πηδήξουμε την περιπτερού. Εντάξει, μια περιπτερού υπήρχε, θα είχε ξεπατωθεί. (γέλια) Είπαμε λιγάκι να ξεφύγουμε και ακούγαμε το "Nature Boy" του Nat King Cole, Paul Anka και γενικά τα ξένα που είχε το jukebox. Τα γουστάραμε, λέγαμε να χορέψουμε και κάνα blues με καμιά κοπέλα κτλ. Όπως είναι σύμπτωση τι ομάδα θα γίνεις, έτσι και εμείς από σύμπτωση είχαμε θεωρήσει πως ήμασταν πιο μοντέρνα παιδιά, πιο τεντιμπόηδες, χωρίς να κάνουμε τίποτα, απλώς επειδή ακούγαμε ξένα. Κόλλησα και με κάτι φίλους που μερικοί από αυτούς έγιναν και μουσικοί μετά, και ακούγαμε μαζί διάφορα.

Α.M.: Από πού προερχόταν η ξένη μουσική;
Στο ραδιόφωνο από το «Radio Monaco» στα βραχέα. Είχε κάτι καλές εκπομπές τα βράδια. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε η ξένη μουσική και στο ελληνικό ραδιόφωνο. Εκείνη την εποχή υπήρχε με την έννοια της ελαφριάς μουσικής, οι crooners που λέμε, αφότου μάθαμε και τις ορολογίες. Είχε μια εκπομπή η Τόνια Κάραλη το βράδυ που λεγόταν «Μουσική Μέσα Στη Νύχτα», όπου έπαιζε jazz και crooners. Το αγαπημένο της κομμάτι, έχω κτηνώδη μνήμη, ήταν το "Three Coins In The Fountain" αν το ξέρεις... "Three Coins In The Fountain"... (σιγοτραγουδάει). Τέτοια πράγματα. Ακούγαμε τραγούδια από ταινίες. Έβλεπες π.χ. καμιά ταινία του Elvis Presley, του Cliff Richard και άκουγες τα τραγούδια. Οι Beatles δεν υπήρχαν ακόμα και γενικά ακούγαμε ό,τι καταλαβαίναμε και μας φώτιζε ο Θεός. Η πρώτη ελληνική εκπομπή που πραγματικά έπαιζε rock ήταν του Νίκου Μαστοράκη, το «Λεωφορείο Η Μελωδία», στην οποία είχα πάρει μέρος στο διαγωνισμό που έπρεπε να απαντήσεις ποιο κομμάτι έπαιζε. Εκείνη την εποχή μαθαίναμε ξεκάρφωτα πράγματα για το rock, δεν είχαμε ιδέα για τα είδη του, καθώς δεν υπήρχε κάποια ενημέρωση, κάποια περιοδικά. Κυκλοφορούσαν κάποιοι ξένοι δίσκοι, οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από την αμερικάνικη βάση και πουλιόντουσαν στο Μοναστηράκι. Ένας κουρέας και ένα υπόγειο τους πουλούσαν. Όμως από αυτούς τους δίσκους δεν έβγαζες άκρη για την ξένη μουσική, καθώς οι Αμερικάνοι φαντάροι δεν ήταν τίποτα κουλτουριάρηδες ακροατές. Φαντάροι κληρωτοί ήταν, οπότε και έβρισκες όλα τα μουσικά γούστα σε αυτούς τους δίσκους. Οι περισσότεροι άκουγαν ό,τι ακούει και ένας Έλληνας φαντάρος αντίστοιχα, Βέρτη π.χ. Άρα η εντύπωση που έπαιρνες από δίσκους των Αμερικάνων φαντάρων είναι ότι άκουγαν country και ελαφριά μουσική. Όλο αυτό το σύνολο, τα λεγόμενα «ξένα», κατηγοριοποιήθηκε πολύ αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του '60. Μέχρι τότε, τα «ξένα» περιελάμβαναν π.χ. Elvis Presley, Doris Day. Και μαζί και Cliff Richard, τον θεωρούσαμε rock. Χάος, το οποίο κατηγοριοποιήθηκε όταν έγινε δημοφιλές το LP στην Ελλάδα. Πριν είχαμε τα σινγκλάκια και ο καθένας ψώνιζε το κομμάτι που ήθελε να ακούει.

Α.M.: Σαν το YouTube τώρα περίπου, έτσι δεν είναι;
Ασχολούμαι με τα computers, αλλά όχι ιδιαιτέρως με το YouTube.

Α.M.: Όχι, εννοώ πως πλέον γρήγορα κι εύκολα ένα τραγούδι που αρέσει σε κάποιον πάει και το ακούει στο YouTube, το στέλνει και σε γνωστούς του, ωραία και γρήγορα. Απλώς δεν αγοράζει τραγούδια κανείς πια.
Ναι, ακριβώς έτσι.

Α.M.: Σχετικά με την κατηγοριοποίηση: Επειδή δε ζήσαμε αυτή την εποχή, λέγεται πως η κατηγοριοποίηση σκότωσε κατά κάποιον τρόπο τη μουσική από το 1970 και μετά. Από εκεί και πέρα οι καλλιτέχνες έβγαζαν συγκεκριμένη μουσική, την οποία ζητούσαν το κοινό και οι εταιρείες. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '60 έβγαινε γενικά μουσική. Στα φεστιβάλ έπαιζαν μαζί π.χ. ο Otis Redding, o Ravi Shankar και ο Jimi Hendrix. Εδώ στην Ελλάδα πότε περίπου άρχισε να κατηγοριοποιείται η ξένη μουσική;
Για ποιά εποχή μιλάς περίπου, γιατί ορισμένα κομμάτια μου λείπουν από Ελλάδα, επειδή έμενα στο εξωτερικό. Μέχρι τέλη '60 ξέρω, αρχές '70 το χάνω.

Α.M.: Επίσης λέγεται πως λόγω χούντας χάσαμε πολλά τα οποία δεν κυκλοφορούσαν εδώ και τα μάθαμε αργότερα.
Η χούντα, κατά την οποία υπηρέτησα τη θητεία μου κιόλας, ως προς τη μουσική είχε τα καλά και τα κακά της. Έκανε militant τους οπαδούς του rock. Επειδή οι στρατιωτικοί ήταν του κλαρίνου, η αντίδραση ήταν να σε κάνει να ψάχνεσαι ακόμα περισσότερο σε σχέση με την ξένη μουσική. Το πρώτο σημαντικό rock μαγαζί που εμφανίστηκε ήταν το «Trip». Ήταν στην Πλάκα και έπαιζε με διπλό μπομπινόφωνο. Έπαιζε ψυχεδέλεια και πρέπει να ήταν και το πρώτο μαγαζί στο οποίο οι θαμώνες έπαιρναν ναρκωτικά, φημιζόταν για αυτό. Όταν ξεκινάνε όλα αυτά από τη δεκαετία του '60, στις αρχές, το πρώτο μαγαζί το οποίο θυμάμαι, αν και δεν είχα μπει μέσα γιατί ήμουν μικρός, ήταν ένα «Μεσιέ» στην Κηφισίας. Υπήρχε ένα «Μπιπί», έπαιζαν και αυτοκινητάκια μέσα, και βρισκόταν στην παραλιακή. Υπήρχε ένα άλλο που λεγόταν «Ντουραν Σκοτς Κλαμπ» κτλ. Όλα αυτά άνηκαν στην κατηγορία των μαγαζιών που «έπαιζαν ξένα». Το «ABC» έπαιζε ψιλοξένη μουσική χορευτική, το οποίο είναι το σινεμά που βρίσκεται στην πλατεία Αμερικής. Τα πρωινά στα σινεμά έπαιζαν και διάφορα συγκροτήματα. Εάν το πάρεις τμηματικά είναι πολύ μεγάλη ιστορία, γιατί πηγαίνει πλέον σε εξάμηνα, που άλλαζαν τα πράγματα, θα μπορούσα να μιλάω για μέρες δηλαδή. Το σημείο που ξεκινά να κατηγοριοποιείται η μουσική στην Ελλάδα είναι κάπου κοντά στο '70 και κυρίως με το διαχωρισμό μεταξύ «γκιράπα» και rock. «Γκιράπες» (σ.σ.: από το στίχο προτροπή στο "Sex Machine" του James Brown «get up, get on up») ήταν αυτοί που έλεγαν πως τους αρέσει η μαύρη μουσική. Βέβαια, στην Ελλάδα αυτό που λένε μερικοί πως τους αρέσει, δε σημαίνει πως απαραιτήτως τους αρέσει. Είναι περισσότερο ότι τους αρέσουν αυτοί που τους αρέσει.  Όταν λες π.χ. ότι εγώ είμαι rockabilly, δε σημαίνει πως θα ακούσεις rockabilly, απλώς σ' αρέσουν αυτοί που τους αρέσει το rockabilly.

Α.M.: Ή τα μέρη που πηγαίνουν αυτοί...
Έτσι, ακριβώς. Δεν είναι ότι ακούς rockabilly απαραιτήτως. Καζάνι θα γίνει το κεφάλι σου αν ακούς όλη μέρα rockabilly.

Λ.K.: Σε μια συνέντευξή που μας είχε δώσει ο Δημήτρης Πουλικάκος είχε πει πως η Χούντα ίσως βοήθησε το rock στην Ελλάδα.
Ακριβώς! Το έκανε militant, τους μάζεψε τους fans, το έκανε underground. Όλο αυτό το πράγμα δημιούργησε το «clandestine», το οποίο βοηθάει πάντοτε τα πράγματα. Για να καταλάβεις πως όλο αυτό το πράγμα δεν είναι μπετό. Εκείνη την εποχή εμφανιζόντουσαν οι μεγάλοι ροκάδες, αυτό που νομίζω είχε πει ο Πανούσης «σας θυμάμαι άγριους, υπέροχους, να ακούτε Barry White». Είχε δίκιο, όποιος το είχε πει. Ο Πουλικάκος για παράδειγμα, τον οποίο εγώ τον θυμάμαι από μικρό να παίζει μουσική, κάποια στιγμή κάθεται «κάγκελο» σε μια πόρτα, την ώρα της ηχογράφησης, και λέει «1500 μέτρα, 3.29.46». Το χόμπι του ήταν να ξέρει τα ρεκόρ του στίβου. Κουφαίνεσαι, ροκάδες που να ξέρουν τα ρεκόρ του στίβου μόνο στην Ελλάδα υπάρχουν. Μετά άρχισε να δημιουργείται η εικόνα του rocker. Ακόμα και από τον Παύλο τον Σιδηρόπουλο αφαιρούμε το γεγονός ότι ήταν από μεγαλοαστική οικογένεια. Μέσα στην προσπάθεια να κόψεις τα πράγματα για να τα ταιριάξεις στο μύθο, όλα αυτά δείχνουν πως οι άνθρωποι είναι πολύπλευροι.

Λ.K.: Δεδομένης της επιτυχίας της μπαλάντας ευρύτερα στο ελληνικό rock ακροατήριο, τρανταχτό παράδειγμα οι Scorpions, πιστεύετε ότι ο Έλληνας ακροατής, ανεξαρτήτως ακουσμάτων, έχει μέσα του τον «σκυλά», το ντέρτι, τον καημό;
Πρώτον, ο Έλληνας ακροατής, κατά μέσο όρο, είναι πρώτα στο «να πηδήξω» και μετά στο «να ακούσω». Άρα με Scorpions έχει μεγαλύτερες ελπίδες ας πούμε. Δεύτερον, σαν λαός μας αρέσει η λυρική μουσική, δεν είμαστε του «ντάπα ντούπα» στην πραγματικότητα. Για αυτό δεν ήταν τόσο πολλή η μαύρη μουσική στον Έλληνα ακροατή, όσο το rock. Όταν εκλεπτιζόντουσαν οι Έλληνες ροκάδες πήγαιναν προς Scorpions, εάν είχαν κάποιο επίπεδο παραπάνω πήγαιναν προς Genesis και εάν ήταν εντελώς «ξεφεύγα» πήγαιναν προς Gentle Giant. Ξέρεις και καλά μυστήριο, «πω πω το ακούς ρε φίλε;», το ακούω εντάξει... Η μαύρη μουσική ήταν περισσότερο πολιτική τοποθέτηση παρά ότι άκουγαν αυτή τη μουσική. Ελάχιστους ξέρω που να άκουγαν μαύρη μουσική και να τη γουστάρουν πραγματικά. Άλλο οι εγκυκλοπαιδιστές που λένε ένα σινγκλάκι κτλ. Μας αρέσει το λυρικό, το τραβάει η ψυχούλα μας, τι να κάνουμε; Γουστάρουμε Scorpions, νταλκά.

Α.M.: Απλώς είναι πάντα περίεργο πως κάποια πράγματα από τις δυτικές φόρμες τα παίρνουμε και τα κάνουμε τεράστια, ενώ άλλα πράγματα δεν τα πιάσαμε ποτέ.
Δε μας πάει ρε παιδί μου. Δεν ξέρω για ποιο λόγο. Δεν ξέρω εάν έχουν κάποια σχέση με κάποιο ελληνικό μουσικό είδος... Με το Βοσκόπουλο μπορεί να έχουν σχέση! Ένας από τους καλύτερους φίλους μου, ο οποίος είναι μουσικάρα, δε θα πω το όνομά του, του αρέσει η μελωδία, με το που ακούει «ντάπα ντούπα» το κλείνει. Θέλει τέρμα τα πρίμα, τέρμα τα μπάσα, να κουμπώνει ο ήχος και να κάνει μια «αααα...» (τραγουδά ψηλά). Η κόρη του Jean Michel Jarre μπορεί να το κάνει. Procol Harum μπορούσες να του βάλεις; Πέθαινε. Procol Harum; Συγκροτηματάρα. Uriah Heep; Συγκροτηματάρα.

Α.M.: Δεν ξέρω αν υπάρχει σχέση στιχουργική, αν και στην Ελλάδα πιστεύω πως οι περισσότεροι δε δίνουν βάση στο στίχο (στην ξένη μουσική).
Συμφωνώ απολύτως.

Λ.Κ.: Είναι τα blues η πιο βαρετή μουσική; Είχατε γράψει ένα κείμενο για αυτό...
Εάν δεν υπήρχε ο Archie Shepp να παίζει jazz, θα ήταν τα blues. Σε καλή μέρα σε be bop όταν αρχίζουν οι ήχοι της ζούγκλας σε μισή ώρα χτυπάνε και τα blues. Για τα blues έχω γράψει το εξής: Καταλαβαίνω τον νταλκά του καλλιτέχνη, αλλά ή είναι κάποιος που φεύγει από το Mississippi για να πάει στο Chicago, ή από το Chicago για να πάει στο Mississippi και μπορεί να είναι μετανοιωμένος. Λέει «I want to go to Chicago» και μετά «I want to go home». Μόνιμα, οι μισοί ανάμεσα Alabama - Chicago ερχόντουσαν και οι μισοί πήγαιναν, το έχω πει αυτό. Είναι φοβερό, ποτέ δεν ήταν ικανοποιημένοι... Γιατί δεν έμενες ρε στην Alabama; Πήγαινε στο Chicago, «I want to go to Alabama»... Υπήρχε μια συνεχής μετακίνηση πληθυσμών. Τα blues σα φόρμα είναι σαν τα ρεμπέτικα. Προφανώς, εάν ασχολείσαι από το πρωί μέχρι το βράδυ με τα ρεμπέτικα καταλαβαίνεις τη διαφορά ανάμεσα στα κομμάτια. Σε έναν άνθρωπο ο οποίος θέλει να ακούσει απλώς μουσική, και δε θέλει να πάει στο Chicago, τα πράγματα ακούγονται το ίδιο. Eμένα μου αρέσει η μουσική calypso για διάφορους λόγους, δε θα πω όμως σε κάποιον: «calypso, φοβερή μουσική». Εγώ για τον α, β λόγο γουστάρω calypso. Γιατί τους βρίσκω ότι είναι φοβεροί καραγκιόζηδες οι μουσικοί calypso, ο βασικότερός λόγος όλων. Για να βγάλουν κάνα φράγκο είναι έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε μουσικά και στιχουργικά, ότι θες, αδίστακτοι!

Λ.Κ.: Αναφέρατε πριν πως έχετε κάποιους φίλους μουσικούς. Έχετε κάποια ενδιαφέρουσα ιστορία να μας πείτε;
Άλλων ιστορία;

Α.M.: Μια ιστορία που να μην είναι τόσο προσωπική, ώστε να μπορείτε να τη μοιραστείτε.
Από μουσικούς ήξερα όσους έχουν παίξει στους Πελόμα Μποκιού.

Γ.Κ.: Τις προάλλες το site μας πήρε συνέντευξη από τον Κιουρκτσόγλου.
Ο Κιουρκτσόγλου είναι ένας εξαιρετικός μουσικός, εντελώς διαφορετικός και πιο στρωτός από τους υπόλοιπους, ο οποίος έκανε μετέπειτα μια σοβαρή καριέρα. Τώρα τι κάνει;

Λ.Κ.: Διδάσκει στο Deree.
Τώρα πήγαμε στη μια άκρη των Πελόμα Μποκιού. Πολύ καλός ο Κιουρκτσόγλου, και έχει και τον ξάδερφο ή ανιψιό που παίζει το διπλό μπάσο, τον Γιώτη. Για να θυμηθώ καμία ιστορία από μουσικούς τώρα...

Α.M.: Άμα δε θυμάστε καμία με μουσικούς, τότε πείτε μας καμία ιστορία ως DJ. Παραγγελιές κτλ.
Το μόνο που μου έρχεται πρόχειρα στο μυαλό τώρα που είπες για παραγγελιές είναι το ανέκδοτο «η μαϊμού έχει τα αρχίδια της στο ουίσκι μου». Παίζει ένας πιάνο και έχει και μαζί και μια μαϊμού για τη χαριτωμενιά και δίπλα είναι ένας πελάτης που πίνει το ουίσκι του. Την ώρα που παίζει, έχει ζέστη στο μαγαζί και η μαϊμού έχει βάλει τα αρχίδια της στο ουίσκι του πελάτη. Ο πελάτης δε θέλει να διακόψει τον καλλιτέχνη την ώρα που παίζει και μόλις αυτός τελειώνει, και αφού πέσει το χειροκρότημα, του λέει «η μαϊμού έχει τα αρχίδια της στο ουίσκι μου» και του λέει ο μουσικός: «Δε το θυμάμαι, αλλά άμα μου το σφυρίξεις, θα μπορέσω να το παίξω!». Αυτό το ανέκδοτο μου θυμίζει πάντα το ντιτζεϊλίκι. Έρχεται κάποιος και σου λέει «ρε συ ένα κομμάτι που πάει "τραλαλά, τραλαλά", όχι αυτό που πάει "λαλί, λαλά" μετά, αλλά το άλλο». To ντιτζεϊλίκι εγώ το αντιλαμβάνομαι ως παροχή υπηρεσιών - πας και παίζεις για να περάσουν καλά οι άνθρωποι, όχι για να διδάξεις μουσική και να πει ο κόσμος «κοίτα το γίγαντα τι ξέρει». Ο βασικός κανόνας για εμένα είναι ένα ξεφτιλισμένο, δύο γνωστά, ένα άγνωστο. Να τον έχουμε ήρεμο τον κόσμο. Το ένα το γνωστό, Scorpions π.χ. ώστε να πει «ναι ρε, το ξέρω, για θύμισε μου» και ένα άλλο που να πει «τι μαλακία είναι αυτή;». Εάν περνάει και τους δεις να μην κοιμούνται ή κάνα νεκρό το ξαναπαίζεις κάποια στιγμή στη ζωή σου. Επίσης βασικό είναι να έχεις ένα αφεντικό το οποίο να καταλαβαίνει και να σου λέει «αδειάζει το μαγαζί», άμα φεύγει ο κόσμος έντρομος.

Α.M.: Οι μαγαζάτορες επίσης έχουν γέλιο. Ειδικά αυτοί που ξέρουν και από μουσική...
Ναιμ αυτοί που έχουν ένα ανιψούδι που «παίζει καλά». Κάθε μαγαζάτορας έχει έναν ανιψιό που ξέρει καλή μουσική. Στάνταρ. Αλλά η μεγαλύτερη κατάρα είναι οι δάσκαλοι DJ, οι οποίοι μπαίνουν μέσα για να διδάξουν, ξέρεις ότι θα έχει πρόχειρο διαγώνισμα.

Α.M.: Δεν ξέρω εάν αυτά τις προηγούμενες δεκαετίες λειτουργούσαν, τώρα δεν πιάνουν καθόλου πάντως. Κανείς δε βγαίνει από το σπίτι του να πάει να ακούσει κάποιον να τον διδάξει κάτι. Υποθέτω πως τη δεκαετία του '70, που δεν υπήρχε το διαδίκτυο, θα ήταν και καλό να μάθεις κάτι, να πας να το αγοράσεις μετά. Τώρα μπορείς να το ψάξεις μόνος σου εύκολα, δε χρειάζεσαι κανέναν να στο κάνει αυτό.
Ναι, μπράβο. Θα σου πω μια ωραία ραδιοφωνική ιστορία που θυμήθηκα με τον Κονταρίδη. Ο Κονταρίδης είχε μια γκόμενα, τη Βάσω, την οποία και παντρεύτηκε. Ο Γιάννης έκανε metal εκπομπή και για να τον παντρευτεί η Βάσω θα έκανε τα πάντα. Ήταν μια τύπισσα που την έβλεπες και έλεγες «αυτή θέλω να πάρω, να μου χτίσει σπίτι, να μου μαγειρεύει, να μου κάνει τα ντολμαδάκια σωστά». Για να σώσει λοιπόν το γάμο, την έβγαζε στην εκπομπή ως «η Βάσω η Metallica». Ένα βράδυ έφυγε «η Βάσω η Metallica» και τον είχε αφήσει τον Κονταρίδη να παίζει άγρια κομμάτια του metal. Τον πήρε λοιπόν ο ύπνος και ο δίσκος έπαιξε μέχρι που τελείωσε και ακουγόταν ο χαρακτηριστικός ήχος. Τον παίρνει ένας τηλέφωνο, το σηκώνει τρομαγμένος ο Κονταρίδης και λέει «τι τραγούδι θες;» και του απαντάει αυτός «δε θέλω τραγούδι, απλά σε πήρε ο ύπνος και πρέπει να αλλάξεις πλευρά στο δίσκο». Στο metal γενικά βλέπεις όλα τα μυστήρια.

Γ.K.: Ο μύθος που λέει πως σταματήσατε να παίζετε ως DJ όταν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσετε τα γυαλιά της πρεσβυωπίας για να βρείτε ένα κομμάτι, ισχύει;
Ναι, ισχύει, βεβαίως. Έτσι έλαβε τέλος το επαγγελματικό μου ντιτζεϊλίκι. Ήρθε ένα βράδυ κάποιος και μου ζήτησε ένα κομμάτι (με μάγκικο «πρεζονέ» στυλ). Κάνω έτσι να δω, δεν έβλεπα όμως και χρειάστηκα τελικά τα γυαλιά της πρεσβυωπίας. Ε, ξεφτίλα. Είναι σα να παριστάνεις την γκόμενα και να είσαι η Ζωζώ Σαπουντζάκη. Είσαι τόσο χρονών, ok έχει την πλάκα του, αλλά ας διασκεδάσουμε με κάτι άλλο.

Γ.Κ.: Σε live πηγαίνετε;
Στην ηλικία μου; Να πάω να στηθώ όρθιος τρεις ώρες στο Ολυμπιακό Στάδιο π.χ.; Άμα ο συναυλιακός χώρος είναι πάνω από 20x10 τετραγωνικά μέτρα δύσκολα θα πάω σε μια συναυλία.
 
Γ.Κ.: Ποιό είναι το πιο πρόσφατο live που πήγατε;
Δε θυμάμαι ακριβώς να σου πω. Τις προάλλες είχα πάει σε μια εκδήλωση που είχε το Αστεροσκοπείο Αθηνών και εκεί είχε μια καλή μπάντα. Πλέον, το μόνο που θέλω είναι να πάω να ακούσω καμία jazz μπάντα σε κάποιο μικρό μαγαζί. Οι μεγάλες συναυλίες δε με εξιτάρουν.
 
Γ.Κ.: Κάποια χαρακτηριστική συναυλία στην οποία είχατε πάει στο παρελθόν;
Είχα δει τους Rolling Stones στο Hyde Park του Λονδίνου, τέλη δεκαετίας του '60.
 
Γ.Κ.: Ήταν εκείνη η περίφημη συναυλία μετά το θάνατο του Brian Jones, στην οποία ο Mick Jagger είχε απαγγείλει ένα ποίημα στη μνήμη του;
Θα σε γελάσω, ήμουν τόσο μακριά από τη σκηνή και έχουν περάσει και τόσα χρόνια που και να είχε γίνει αυτό που λες, δύσκολα θα το θυμόμουν.
 
Γ.Κ.: Αναμνήσεις από κάποια συναυλία στην Ελλάδα έχετε; Π.χ. είχατε πάει στο θρυλικό live του Rory Gallagher, όπου είχε πέσει και πολύ ξύλο;
Δεν είχα πάει, γιατί πραγματικά δεν αντέχω τη μουσική του Rory Gallagher.

Α.Μ.: Μιλήσαμε πριν για το πιο «εκλεπτυσμένο» rock των Genesis και των Gentle Giant. Μετά ήρθε το punk, το οποίο επανέφερε το rock στην αρχική του απλή διάσταση...
Ναι, μπράβο. Βέβαια to punk σαν μουσική έκλεισε για εμένα πολύ σύντομα σα φόρμα. Ξεκίνησε και άντε γυρίσαμε στο αρχικό rockabilly, στο «γκράτζα γκρούτζα».

Α.Μ.: Σαν αντίδραση στα πολύ τεχνικά ακούσματα.
A μπράβο, φτάσαμε να παίζουμε μουσική «Moody Blues And London Philharmonic» κλπ. επικά, έκαναν και Emerson, Lake & Palmer το techno rock της εποχής και έκλεισε αυτό το παραμύθι. Μετά προστέθηκαν οι Άγγλοι κτλ. Άλλα όχι κάτι εντελώς καινούριο, μια φόρμα ρε παιδί μου. Πάρε για παράδειγμα τη γλυπτική, έχει ψοφήσει από τις αρχές του 20ου αιώνα. Κινηματογράφος... Ο κινηματογράφος επειδή είναι πιο πολύπλοκη τέχνη, εμφανίζει και κάτι καινούριο κάπου-κάπου. Επειδή είναι πάρα πολλοί συντελεστές, δεν είναι ότι παίρνεις ένα κομμάτι και το κοπανάς.

Α.Μ.: Χρειάζεται ομαδική δουλειά.
Μπράβο, αλλά και πάλι σεναριακά σπάνια εμφανίζεται κάτι καινούριο. Ένας άγνωστος είναι σε μια πόλη ή μια γκόμενα ψάχνει για κάνα γκόμενο, τελείωσαν τα σενάρια.

Α.Μ.: Τι άλλο σας τραβάει στον κινηματογράφο, εκτός από το σενάριο;
Η ατμόσφαιρα κυρίως. Το "Pulp Fiction", για παράδειγμα, είναι τεράστια ταινία, το "Godfather".

Α.Μ.: Το "Godfather" πάντα μου φαινόταν σαν ένας πίνακας ζωγραφικής και, ενώ δεν έχει το ιδιαίτερο σενάριο, είναι ένα εικαστικό αριστούργημα.
Ναι, ακριβώς. Είναι οι άνθρωποι που έχει γνωρίσει ο Mario Puzo στη ζωή του. Όταν επί δικτατορίας δούλευα στην εφημερίδα «Τα Σημερινά», μεταφράζαμε την ιστορία του "Godfather" και τη βάζαμε σε συνέχειες. Το μεγάλο ερώτημα ήταν πώς γράφεις τον Mario Puzo (σ.σ.: προφέρεται «Πούτσο»). Toν γράφαμε «Μάριο Πούζο», «Πούτζο», όπως νόμιζε ο καθένας... Σαν τον Μαυρομάτη στα αθλητικά που όταν ήθελε να πει κάτι και να μην τον ακούσει κανείς, το έλεγε πολύ γρήγορα, «Munitis» για παράδειγμα. Έτσι και με τον Puzo. O κινηματογράφος, που λέγαμε πριν, δεν είναι τόσο κουραστικός όσο η μουσική. Για αυτό το λόγο δεν αντέχω πια να κάθομαι στητός σε μια συναυλία να κοιτάω πάνω τρεις ώρες, για αυτό το λόγο δεν πάω και ποτέ στα μπουζούκια. Το θεωρώ σαν ποινή αυτό το πράγμα. Αν επιχειρήσουν να με βάλουν μπροστινό τραπέζι θα τους παρακαλάω να με βάλουν πίσω, «ναι, το ξέρω, είμαι celebrity, βάλε με πίσω όμως». Δε θέλω να καθίσω μπροστά και την ώρα που φεύγω να με κοιτάει η Μαρινέλλα και να σκέφτεται «γιατί φεύγει αυτός;». Έχω και μια συμπάθεια στη Μαρινέλλα, αλήθεια. Τραγούδαγε από πάνω μου, τι να κάνω, δε μπορούσα να φύγω και κάθισα μέχρι τις 5. Τους άκουσα όλους, να χορέψουν και οι χοντρές. Βασανιστήριο, δεν υπάρχει πουθενά αυτό. Το έχετε σκεφτεί; Πας 22:30, γιατί σου λένε πριν βγούνε οι καλλιτέχνες να είναι γεμάτα τα μπροστινά τραπέζια, και δε μπορείς να φύγεις πριν τις 03:30 ό,τι και να γίνει... 5 ώρες.

Λ.Κ.: Σχολιάζετε συχνά τη γνώμη των ακροατών, των αναγνωστών. Τα κείμενά σας, που αφορούν τους ακροατές που βγαίνουν στα τηλέφωνα τα βράδια, μου αρέσουν πάρα πολύ. Επειδή το αντιμετωπίζουμε και εμείς στο Rocking.gr αυτό, ότι δηλαδή ο καθένας μπορεί να δημοσιεύσει και να σχολιάσει μια γνώμη στο internet, κρυμμένος σε μια ανωνυμία, έχετε να μας πείτε κάτι επιπλέον;
Αν είναι δυνατόν, θα γίνουμε ρεζίλι... (γελάει). Τι να πω ακριβώς; Αν εκτιμάω βαθύτατα τους αναγνώστες; Έχετε τέτοια αίσθηση;

Α.Μ.: Όχι, απλώς για την αναγνωσιμότητα του κειμένου. (γέλια)
Δέχομαι ότι τα αισθήματά σου για αυτούς που διαβάζουν το Rocking.gr πιθανώς να εκφράζουν μια σιχαμάρα (γέλια). Κοίτα, υπάρχει ένα μίσος, το οποίο βρίσκεται πάντοτε σε αυτά τα πράγματα. Είναι το «εσύ πληρώνεσαι, αυτό το οποίο πληρώνω εγώ για την πλάκα μου».

Α.Μ.: Μιλάμε και για κάτι που όλοι νομίζουν πως θα μπορούσαν να κάνουν και οι ίδιοι.
Προφανώς, και το χειρότερο είναι πως όλοι μπορούσαν να το κάνουν στις περισσότερες των περιπτώσεων. Εννέα στις δέκα περιπτώσεις θα μπορούσαν να το κάνουν. Η μοίρα η οποία έβαλε στον «Τιτανικό» αυτά τα άτομα και όχι στο «Λουζιτάνια», το οποίο τους έσωσε, θα μπορούσε να είναι αντίστοιχα. Σου λέει ο άλλος «ρε κερατά εσύ παίρνεις λεφτά, για ένα πράγμα το οποίο εγώ το πληρώνω».

Λ.Κ.: Σας διαβάζει όμως, παρ' όλα αυτά.
Αυτή τη στιγμή η μεγαλύτερη αναγνωσιμότητα στο internet είναι το «βρίστε μας». Βάζεις από κάτω μια φόρμα σχολίων, η οποία στην πραγματικότητα είναι «βρίστε μας». «Τι λέγατε όμως, πριν από όταν λέγατε για τον τέτοιον...». Με την ελπίδα πάντα ότι θα απαντήσεις, ότι θα σε «πιάσει». Υπάρχει μια φράση που είχα βάλει μια φορά στο «Βήμα». Είχα βρει ένα τσιτάτο από τον Ρισελιέ, το οποίο έλεγε «εάν κάποιος έχει γράψει στη ζωή του δέκα γραμμές, θα βρω μια να τον κρεμάσω», το οποίο ισχύει πάντοτε. Προφανώς, εάν έχεις γράψει 50.000 γραμμές, οι αφορμές είναι περισσότερες. Έχω υπολογίσει ότι γράφω το «Πόλεμος Και Ειρήνη» του Τολστόι, τρεις φορές το χρόνο. Λίγο χειρότερα από τον Τολστόι όμως. Υπάρχει μια αντίδραση, μια εκλαΐκευση. Πρώτον, επειδή τα γράμματα έχουν το ίδιο μέγεθος δε σημαίνει πως έχουν το ίδιο βάρος οι γνώμες μας. Δεύτερον, αυτός ο οποίος σου γράφει, γιατί το γράφει ακριβώς; Για να σε βιδώσει, το λεγόμενο «trolling». Ορισμένα σχόλια πράγματι είναι ενδιαφέροντα, αλλά οι άνθρωποι οι οποίοι πραγματικά προσπαθούν να «επικοινωνήσουν» μαζί σου είναι μικρός αριθμός. Το μεγαλύτερο ποσοστό ακούει / διαβάζει και το κρατάει για τον εαυτό του. Αυτός που βγαίνει στο ραδιόφωνο και λέει π.χ. «Γιάννη, είμαι ο Γιώργος για τον Παναθηναϊκό», προσωπικά, αν δεν βγει να πει ότι ο Μαρινάκης πρέπει να πάει φυλακή τώρα, εγώ δε θεωρώ πως είναι Κυριακή. Και ας μην έχει παίξει ο Ολυμπιακός. Υπάρχει και ο Αχιλλέας για την παλιά Α.Ε.Κ.. Αυτοί δεν είναι ακροατές, είναι συντελεστές εκπομπών. Το φάντασμα του Γκότζου στο studio περιφέρεται με τους δικούς του. Ο casual ακροατής θα ακούσει ένα μισάωρο και θα πει «βαρέθηκα» και ίσως το αλλάξει, αν και το ραδιόφωνο το αλλάζεις πιο δύσκολα απ' ό,τι την τηλεόραση, καθώς δε δίνεις και τόσο προσοχή όταν ακούς και κάνεις και κάτι άλλο. Δεν είναι ο χαρακτήρας μου «διάλογος με τον Αντώνη Πανούτσο». Ποτέ δε με μάγεψε αυτό το πράγμα, ποτέ δεν επιδίωξα απλώς να μιλάω με κάποιον ακροατή για να βγει ένα μισάωρο εκπομπής. Μια χαρά τα λέω με τον Καρπετόπουλο.

Γ.Κ.: Θεωρείτε δηλαδή πως όλη αυτή η ιστορία με τα τηλεφωνήματα και τα SMS έχει ρίξει το επίπεδο των ραδιοφωνικών σταθμών.
Βεβαίως. Δεν αντέχω να ακούω τη φράση που μιλάει ένας και πετάγεται ο άλλος «Περίμενε, εγώ δεν είχα πει...». Αυτό είναι το φαινόμενο «Μιαούλη». Το κεφάλι του Μιαούλη έχει «διαλυθεί». Όλη τη ώρα διαβάζει SMS... «Περίμενε φίλε, εσύ που γράφεις με το 962, εγώ δεν είχα πει ότι ο Τσιάρτας πρέπει να αναλάβει τα Γιαννιτσά». Κάποιος έχει στείλει άκυρο μήνυμα για τον Τσιάρτα, αφού δεν το έχει πει αυτό, γιατί απαντάει;

A.M.: Ακούει μερικές φορές τυχαία η γυναίκα μου Novasport FM και με ρωτάει «τι λέει τώρα;», επειδή o παρουσιαστής δεν έχει αναγγείλει ότι θα διαβάσει SMS.
Εγώ έχω ξηγηθεί στο κοινό και στο σταθμό και όταν μπαίνω στο studio του Novasport FM, δεν ανοίγω καθόλου την οθόνη και δε βλέπω SMS. Ο Καρπετόπουλος δείχνει ένα ενδιαφέρον και μερικές φορές τον ρωτάω «τι λέει ρε ο λαός; Μας βρίζουν καθόλου; Θέλουν τον Μαρινάκη φυλακή;». «Όταν έρθει ο πρίγκιπας θα δείτε τι πάθατε»... Ωραία, πάει καλά η εκπομπή δηλαδή!

Α.M.: Παλαιότερα έχω την εντύπωση πως όταν κάποιος έλεγε κάτι στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο ήταν θέσφατο. Τώρα έχουμε περάσει στην αντίθετη πλευρά του «εγώ ξέρω καλύτερα».
Τα μέσα έφτασαν πλέον στο σημείο να λένε «ρε φίλε, που να ξέρω εγώ, μια εκπομπή στο ραδιόφωνο κάνω». Δε σε πήραμε όμως για αυτό στο ραδιόφωνο. Ο Καραγιαννίδης έλεγε, και είχε απόλυτο δίκιο, ότι δε μπορείς να λες στον κόσμο «Θα πάρει ο πρίγκιπας τον Παναθηναϊκό;» και να βάζεις ερωτηματικό. Ο κόσμος πλήρωσε ένα κατοστάρικο για του πεις αν θα τον πάρει ή όχι.

Α.M.: Ποιά πιστεύετε ότι θα πρέπει να είναι η διαφορά μεταξύ δημοσιογράφου και ακροατή;
Η διαφορά πρέπει να είναι στο εξής: o δημοσιογράφος να έχει κάνει τον κόπο να μάθει πέντε πράγματα παραπάνω, ο ακροατής να καθίσει να τα ακούσει και να πει «ok, δε με πείθει» και αν πέσεις σε καμιά μονομανία μπορεί και ο ακροατής να είναι καλύτερος από εσένα. Αν π.χ. εγώ μιλήσω για οικονομικά, που γενικά το αποφεύγω, σίγουρα κάποιοι που με ακούνε θα έχουν καλύτερη γνώση του θέματος. Όμως αν το πάμε στα αθλητικά, ε, έχω μιλήσει με τον κάθε κερατά που έχει σχέση με ομάδα.

Λ.K.: Ο δημοσιογράφος διαμορφώνει το κοινό του; Πιστεύετε πως έχετε το ίδιο κοινό με τον Γκότζο, για παράδειγμα;
Ναι, δεν είναι ωραίο; Ευχαριστώ, ήθελα να μου κάνεις αυτή την ερώτηση. Ήταν ωραία ερώτηση... πάμε παρακάτω. (γελάει)

Λ.K.: Πείτε μας για την τηλεοπτική εκπομπή που κάνατε με τον Καρπετόπουλο, το «Όσα Λένε Οι Άντρες Μεταξύ Τους».
Πλάκα είχε, μας ήρθε η ιδέα εκείνη την στιγμή, μας έδιναν φράγκα, την κάναμε την εκπομπή. Δε νομίζω από εκεί και πέρα πως στον τάφο μου θα γραφτεί «ο άνθρωπος που έκανε την τάδε εκπομπή».

Γ.K.: Δε σας ενδιαφέρει δηλαδή το ενδεχόμενο να κάνετε κάτι παρόμοιο;
Όχι μωρέ. Εντάξει, πλακίτσα είχε όλη η ιστορία, αλλά δε με ενδιαφέρει να ξαναγίνει τίποτα. Δε με ενδιαφέρει να ξανακάνω τίποτα από αυτά που έκανα στο παρελθόν, σου μιλάω ειλικρινά. Έκανα κάποτε μια εξαιρετική εκπομπή στο ραδιόφωνο, η οποία λεγόταν «Σιδερένια Άλογα». Τώρα, ο Χρήστος ο Χατζάρας αποφάσισε να την ξανακάνει, μπορεί να βγει καλή, μπορεί άσχημη. Αν ξεμείνω κάποια στιγμή από λεφτά, δεν έχω πρόβλημα να ξαναγράψω όλα τα κείμενά μου από την αρχή και να ξανακάνω εκπομπή. Δε θέλω να επαναλάβω κάτι από το παρελθόν, για αυτό δε βλέπω και παλιούς φίλους που λέγαμε πριν, για μουσικούς που γνωρίζω κτλ. Θα σου πω μια ιστορία. Μας είχαν φωνάξει σε αυτή την εκπομπή «νεκροταφείο ελεφάντων» του Σπύρου Παπαδόπουλου, που τρώνε παλιά κεφτεδάκια και μερακλώνουν με τη «Φραγκοσυριανή».

Γ.K.: Η εκπομπή που βλέπουμε από το σαλόνι μας και «περνάμε καλά» με τους καλεσμένους της.
Έτσι ακριβώς. Είμαστε με το Λογαρίδη, γνωριζόμαστε κάπως και τα λέμε και κάποια στιγμή του λέω για έναν κοινό μας φίλο και πριν προλάβω να τελειώσω τη φράση μου κάνει «πέθανε;». «Όχι ρε, δεν πέθανε, γιατί να πεθάνει;». «Ε, όποτε μου λένε για κάποιον γνωστό πλέον, συνήθως μου συμπληρώνουν ότι πέθανε». Έτσι είναι μετά από κάποια ηλικία. Δε μπορώ άλλο τους παλιούς μου φίλους, ειλικρινά. Συναντιόμαστε και πρέπει να λέμε ποιος πέθανε. Το έχω βαρεθεί να λέμε τις ίδιες και τις ίδιες ιστορίες. Αυτό, το να μαζευτούμε δέκα φίλοι δε μου λέει πια κάτι. Είχαμε συναντηθεί τις προάλλες να παίξουμε πόκα και λέω του ενός «αυτοεξυπηρετήσαι εσύ;». Δε μπορώ άλλο. Ας κάνουμε και κάτι καινούριο. Αυτό ισχύει και με τις δουλειές.

Γ.K.: Υπάρχει κάτι καινούριο που θα θέλατε να κάνατε ως προς τη δουλειά;
Σκέφτομαι να κάνω ένα site, όπως το οραματίζομαι εγώ. Όχι κάποια πρωτότυπη ιδέα. Θα το κάνω κάποια στιγμή, θα καθίσω με υπομονή να το φτιάξω εγώ ο ίδιος. Έτσι για την εμπειρία, όχι για να παίξει κάνα φράγκο, μπορεί να προκύψει και αυτό βέβαια.

Α.M.: Έχετε fanpage στο Facebook...
Όχι, σιχαίνομαι την κοινωνική δικτύωση.

Λ.K.: Όχι, δε σας ρωτάμε εάν έχετε, σας λέμε ότι έχετε! Και υπάρχει και ειδικό topic στο forum μας όπου σχολιάζονται κείμενά σας κτλ.
Α, έχω! Μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, μπορούν να γράψουν ότι είμαι η μεγαλύτερη λούγκρα, δε με ενδιαφέρει. Δεν τη μπορώ καθόλου την κοινωνική δικτύωση. Είμαι εξοικειωμένος με τους υπολογιστές, αλλά όχι με τις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης. Μπορεί να είμαι επικοινωνιακός τύπος, λόγω δουλειάς, αλλά ζήτημα είναι εάν έχω τρεις καλούς φίλους στη ζωή μου. Δε θα μπορούσα με τίποτα π.χ. να έχω Twitter και να γράψω τώρα «Είμαι σε ένα μαγαζί με τρία παιδιά» και να μου γράφουν «πώς τα περνάτε;» και «σας βλέπω απέναντι!»... τρομερή σκέψη...

Λ.K.: Κάποτε είχατε έρθει στο Πολυτεχνείο με τον Καρπετόπουλο για μια ομιλία. Να υποθέσω πως αυτά σας κουράζουν.
Τραγικά με κουράζουν.

Γ.K.: Εκτός από τη σημερινή μας κουβέντα φυσικά!
E, αυτό είναι μεγάλη εμπειρία. (γελάει) Όταν ξεκινάω να μιλάω, θα μιλήσω. Αλλά είμαι ένας άνθρωπος που δε θέλω να χαλάει η όποια ρουτίνα που έχει η ζωή μου. «I don't like surprises, I love rumors»... Από ποιά ταινία είναι αυτό; (σιωπή)... "Inglourious Basterds". Είμαι Tarantino fan. Προτιμάω π.χ. να λιώσω παίζοντας "Call Of Duty: Black Ops", παρά να μιλάω συνέχεια. Τις προάλλες έπαιζα "Guitar Hero" στο Playstation. Μου φάνηκε αστείο να έχεις μια πλαστική κιθάρα και να την «κοπανάς».

Γ.K.: Την ίδια άποψη έχω και εγώ για το "Guitar Hero". Αν είναι να παίζεις με την πλαστική, γιατί να μην πιάσεις μια κανονική σε τελική ανάλυση;
Ε ναι, ξεκινάς με την πλαστική μόνο για να έχεις ενθουσιασμό, γιατί αν πιάσεις την κανονική και βγεις να παίξεις, θα πρέπει να παίξεις καλά, ενώ στο "Guitar Hero" απλώς ξαναπαίζεις το κομμάτι. Για να παίξω σε συναυλία δεν είμαι καλός, αλλά στο "Guitar Hero" τα καταφέρνω πάντως. Είναι ωραίο να σου κινεί κάτι το ενδιαφέρον και να προσπαθείς να το μάθεις. Οι Ιάπωνες έπαιρναν ένα φύλλο και προσπαθούσαν να το μάθουν από όλες τις πλευρές για να το ζωγραφίσουν. Τους θαυμάζω για αυτό το πράγμα.

Α.M.: Έξω όταν βγαίνετε τι συμβαίνει; Σας πλησιάζει ο κόσμος για αθλητική κουβεντούλα;
Αυτό το θεωρώ τιμητικό. Γενικά δεν έχω κοινό που να με σιχαίνεται, που θα με δει και θα με κράξει. Εκτός εάν πάει στο οπαδικό και είμαι σε κάνα γήπεδο. Τελευταία φορά που τσαμπουκαλεύτηκα ήταν με «Αγανακτισμένους».

Λ.K.: Δηλαδή;
Είχα πάει να παίξω tennis και είμαι στη μέρα μου. Έχω καλό backhand και δεν έχω καλό forehand γενικά, αλλά εκείνη τη μέρα είχα και forehand. Έπαιζα στη Φιλοθέη και είχα λιώσει από τη ζέστη, γιατί ήταν Ιούνιος. Ήταν ημέρα δημοσιογραφικής απεργίας και την είχα εκμεταλλευτεί. Χτυπάει το κινητό και με πληροφορούν πως η απεργία θα έληγε και στις 12 θα έπρεπε να είμαι στο σταθμό. Κάνω ένα γρήγορο ντους και φεύγω με τα ρούχα του tennis να κατέβω για εκπομπή στην Καλλιθέα. Φτάνοντας στο άγαλμα του Truman, βλέπω πως οι αστυνομικοί έχουν κλείσει τα πάντα για να μην πλησιάσει κανείς τη Βουλή. Λέω σε έναν αστυνόμο «άσε με σε παρακαλώ να περάσω, σεμνά και ήσυχα, δε θα επιτεθώ στον Πρωθυπουργό» κτλ. Ε, στην κουβέντα με αφήνει και μου λέει και πώς να περάσω. Με βλέπουν κάποιοι από το απέναντι πεζοδρόμιο και μου φωνάζουν «Ρε καριόληδες ξέρετε να τα παίρνετε αλλά όχι να τα λέτε, τραβάτε στη δουλειά σας» και διάφορα άλλα. Όπως είμαι στραβωμένος από όλο το σκηνικό και το τρέξιμο να φτάσω στη δουλειά, γυρνάω και φωνάζω «όποια καριόλα μίλησε, να έρθει να μου το πει από κοντά». Μιλάμε για ηρωικά πράγματα. Αποδείχθηκε τελικά πως ήταν χορωδία από καριόλες και ξεκινάνε να έρχονται προς το μέρος μου πάνω από δέκα άτομα και αρχίζουν να με κυνηγάνε σαν σε ταινία. Γκαζώνω και προλαβαίνω να φύγω. Μετά από λίγο ήρθε ένα «tweet» στον Καρπετόπουλο «ο δικός σου, εκτός από προκλητικός, είναι και λιπόψυχος» (γέλια).

Λ.K.: Έχετε σταθερή πολιτική θέση πάντως σε όσα κείμενα έχετε θίξει συγκεκριμένα θέματα.
Όλοι περιμένουν να πω διάφορα, επειδή σου λέει «ο Πανούτσος είναι τυπάς, θα κάνει και κάνα μπαφο ο γέροντας, ακούει και rock, καβαλάει και μηχανή». Ε, ο άνθρωπος όμως δεν είναι έτσι. Αυτά είναι τα μεν χαρακτηριστικά του, υπάρχουν και τα δε χαρακτηριστικά του. Πιστεύει, π.χ., στην ευνομούμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία, θα ήταν ευτυχισμένος να ήταν με τη Μέρκελ στη Γερμανία. Θα έγραφα τραγούδια, μπαλάντες (γέλια). Θα έφτιαχνα ομοιοκαταληξίες για πάρτη της. «Κάνει γκελ, η Μέρ-κελ». Δεν έχω καμία υποχρέωση να λέω σε κανέναν αυτό που θέλει να ακούσει. Στη δικτατορία έπρεπε να μιλούσαμε με συγκεκριμένο τρόπο και τώρα αντίστοιχα πρέπει να μιλάμε δηλαδή;

Α.M.: Κλείνοντας, ας γυρίσουμε στα μουσικά. Ποιός είναι ο μεγαλύτερος μουσικός κατά την άποψή σας;
Ποιός είναι ο μεγαλύτερος μουσικός. O Wilmoth Houdini που παίζει calypso. Oι μουσικοί calypso έχουν μεγάλη πλάκα, οι στίχοι τους ξεπερνάνε τη γελοιότητα, αλλά είναι βγαλμένοι από τη ζωή. Για να παίρνουν άδεια, έγραφαν φοβερά ξεφτιλοτράγουδα υπέρ της Αμερικής, τα οποία τα λατρεύω. Ο Houdini έχει γράψει τραγούδι "Oh General McArthur, Brave Son Of America" - ο τόνος στο ca. Το calypso ήταν μια μικρή μουσική φόρμα που εξαντλήθηκε γρήγορα. Έγινε της μόδας το 1950 και το 1955 δεν είχε να προσφέρει τίποτα παραπάνω, μόνο στο Trinidad and Tobago.

Α.Μ.: Στιχουργικά, ποιόν θεωρείτε κορυφή στην Ελλάδα;
Ο Σαββόπουλος είναι με διαφορά ο μεγαλύτερος έλληνας στιχουργός και οι δουλειές του από το "Φορτηγό" μέχρι τα "Δέκα Χρόνια Κομμάτια" είναι κορυφαίες.  Ο Γκάτσος είναι επίσης καταπληκτικός, αλλά με διαφορά δεύτερος.

Γ.Κ.: «Μαύρο» βιβλίο της μουσικής, αντίστοιχο με αυτό του ποδοσφαίρου, υπάρχει;
Τα καλύτερα βιβλία για rock τα έχει βγάλει το «Rolling Stone» τη δεκαετία του '70, το μπλε και το κόκκινο. Εκπληκτική δουλειά. Κάτι παρόμοιο για τον κινηματογράφο υπάρχει από ένα ζευγάρι που έγραφε στους «Sunday Times» κοντά, περιεκτικά κείμενα. Επίσης, καταπληκτικό βιβλίο και τηλεοπτική σειρά για το rock είναι το "All You Need Is Love". Ξεκινάει από το rag, ένα είδος μουσικής φόρμας που εξαντλήθηκε αμέσως. Μετά την ξεφτίλισαν, βάφτιζαν το οτιδήποτε ως rag. Ξεκινάει δηλαδή από τον Scott Joplin και καταλήγει στις παρυφές του punk. Φοβερές περιγραφές μέσα. Για την επίσκεψη του Gene Vincent στην Αγγλία π.χ.. Ο Vincent ήταν γνωστός από το "Be-Bop-A-Lula". Ο τύπος πήγε στην Αγγλία να παίξει στο «Top Of The Pops» και κατεβαίνει από το αεροπλάνο με ένα πέτσινο σακάκι, κουτσαίνοντας από ένα ατύχημα, και δηλώνει «είμαι ευτυχισμένος που ήρθα να παίξω στο όμορφο νησί, στην Αγγλία». Ενώ είχε διαφημιστεί ως αγριάνθρωπος, δήλωνε πόσο ευγενικοί άνθρωποι είναι οι Αμερικάνοι του νότου. «Γαμώ το κερατό μας, τι κάνουμε με αυτόν» δηλαδή. Σκέφτηκαν να τον παρουσιάσουν να κατεβαίνει μαυροφορεμένος μια σκάλα, ώστε με τον τρόπο που κουτσαίνει να φαίνεται πιο άγριος. Περιγραφές δηλαδή τρομερές, που αξίζει να διαβάσεις.

Σας ευχαριστούμε πολύ.
Να είστε καλά.



Αντώνης Μουστάκας, Λουκιανός Κοροβέσης, Γιάννης Κοτζιάς
  • SHARE
  • TWEET