Uriah Heep

The Magician's Birthday

Bronze/Island/Mercury (1972)
Από τον Σπύρο Κούκα, 12/07/2019
Μια μαγευτική ανατολή μουσικότητας και συναισθημάτων
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η δεκαετία του 1970 αποτέλεσε τη χρονική περίοδο που η φαντασία μετατρεπόταν αφειδώς σε μουσικό λόγο, προσφέροντας έργα άφθαρτα με το πέρασμα των καιρών. Αναντίρρητα, ο χώρος της σκληρής μουσικής εκείνη την περίοδο δεν έβαλε απλώς τα θεμέλια της ύπαρξης του, μα δημιούργησε αριστουργήματα που, σχεδόν μισό αιώνα μετά, μοιάζουν γλυκόπιοτα σαν το παλιό καλό κρασί.

Η επιστροφή των flashback παρουσιάσεων, φιλοξενεί μια μπάντα που μοιάζει αδίκως παραγνωρισμένη σε σχέση με την πραγματική της αξία, μα που ακόμη και σήμερα προσφέρει απλόχερα, με τις δουλειές της, ένα παράθυρο προς τον κόσμο του φανταστικού. Ο λόγος, φυσικά, για τους Uriah Heep και το πέμπτο τους άλμπουμ, "The Magician's Birthday".

Έχοντας ηχογραφήσει και κυκλοφορήσει νωρίτερα μέσα στο έτος το ίσως δημοφιλέστερο άλμπουμ τους, "Demons And Wizards", η μπάντα ξεκινά ηχογραφήσεις το Σεπτέμβρη του 1972 για την πλέον κομβικής σημασίας δουλειά της, βασιζόμενη σε ένα αφηρημένο στιχουργικό θέμα που έγραψε ο Ken Hensley μεταξύ του Ιουνίου και του Ιουλίου του ίδιου έτους. Με τέσσερα άλμπουμ να έχουν προηγηθεί, όπου το πρωτόλειο, λυρικό hard rock βρίσκεται σε πλήρη αποθέωση, η νέα τότε μουσική τους πρόταση όφειλε να είναι εξίσου συναρπαστική, καθώς Τύπος και κοινό περίμεναν ανυπόμονα.

Η προσμονή βέβαια είχε τους δικούς της λόγους για την κάθε πλευρά. Το κοινό, έχοντας αγκαλιάσει την μπάντα από τα πρώτα της κιόλας βήματα, ήλπιζε σε συνέχεια του σερί ποιοτικών δίσκων, που είχαν δημιουργήσει ένα μεγάλο fan base αλλά και οδηγήσει σε αδόκιμες συγκρίσεις με τους Deep Purple. Ο μουσικός τύπος από την άλλη, που μόλις στους δύο προηγούμενους δίσκους είχε προσφέρει κάποιες θετικές κριτικές, περίμενε στη γωνία για τυχόν στραβοπάτημα που θα «επιβεβαίωνε» την κρίση περί υπερεκτιμημένης μπάντας στη σκιά των προαναφερθέντων γιγάντων. Παρ' όλα αυτά, η μπάντα μοιάζει ανεπηρέαστη, και ακολουθώντας παρόμοια συνταγή με το προηγούμενο άλμπουμ, παρουσιάζει έναν δίσκο που ικανοποίησε, διατηρώντας την στην αφρόκρεμα της εποχής.

Uriah Heep

Έτσι, ξεκινώντας από το υπέροχο artwork του εξωφύλλου, που φιλοτέχνησε όπως και στο "Demons And Wizards" ο Roger Dean (γνωστός ευρέως για τα έργα του που κοσμούν δουλειές των Yes, Asia, Budgie μεταξύ άλλων) και καταλήγοντας στο περιεχόμενο του, το άλμπουμ μοιάζει σαν μια περισσότερο ενδοσκοπική και γλυκά μελαγχολική συνέχεια του προηγούμενου, στην οποία παρεμβάλλονται σε τακτά χρονικά διαστήματα κομμάτια περισσότερο up tempo, χαρακτηριστικά του τρόπου σύνθεσης της μπάντας. Μεταξύ, λοιπόν, των συγκλονιστικών "Sunrise", "Echoes In The Dark", "Tales" και της ευαίσθητης piano ballad "Rain", βρίσκονται γρήγορα rock 'n' roll κομμάτια όπως το "Spider Woman" και το "Sweet Loraine", που βοηθούν στην ποικιλία του δίσκου, ενώ στο δεκάλεπτο ομότιτλο τραγούδι που κλείνει τη δεύτερη πλευρά, παρουσιάζεται η πεμπτουσία του ταλέντου της μπάντας, οδηγώντας τον ακροατή σε ένα υπερβατικό ταξίδι σε κόσμους φανταστικούς (άλλωστε, η μπάντα πήρε το όνομα της από χαρακτήρα της γνωστής νουβέλας του C. Dickens, "David Copperfield").

Σαφές χαρακτηριστικό της μπάντας η δημιουργία ατμόσφαιρας, καθώς το μουσικό υπόβαθρο που προσέφεραν τα υπέροχα πλήκτρα του Ken Hensley, έρχονταν σε πλήρη αρμονία με τις κιθαριστικές ξυραφιές του, μοναδικού σταθερού μέλους σε όλη την πορεία τους, Mick Box και των ευγενών, αλαβάστρινων φωνητικών του υψίφωνου David Byron, ναι μεν όχι πολύ μακριά από τις διδαχές των (όχι και τόσο) προγενέστερών τους Deep Purple και Yes, μα σίγουρα δοσμένα υπό διαφορετικό συνθετικό πρίσμα, που εξυπηρετούσε πρωτίστως τις ανάγκες της εκάστοτε σύνθεσης (όντας πιο κοντά στο πνεύμα της πλέον αγαπημένης του μπάντας, των Vanilla Fudge). Ιδιαίτερης μνείας, βεβαίως, χρίζουν και τα δαντελωτά μπασο-θέματα που κεντούσε μαεστρικά ο αδικοχαμένος Gary Thain, τα οποία είναι σεμιναριακού επιπέδου και διαδραματίζουν πολύ πιο σημαντικό ρόλο από αυτόν απλώς της ραχοκοκαλιάς των συνθέσεων. Μαζί, άλλωστε, με τον Lee Kerslake, συνέθεταν ένα rhythm section αδιανόητης κλάσης, που μονάχα ως υποστηρικτικό δεν λογιζόταν στη συνολική υπόσταση της μπάντας, έχοντας ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση των συνθέσεων και χρωματίζοντας με το παίξιμο τους ακόμη και τις λιγότερο σύνθετες δημιουργικές στιγμές του δίσκου.

Έτσι, χάρη στον αναγνωρίσιμο ήχο τους και με τη βοήθεια των αξέχαστων ζωντανών τους εμφανίσεων κατάφεραν να ξεχωρίσουν σε ένα μουσικό είδος που την εποχή εκείνη έβριθε δημιουργικότητας και πρωτοπορίας, επηρεάζοντας πολλούς κατοπινούς καλλιτέχνες του σκληρού ήχου (βλέπε King Diamond κι ευρωπαϊκό power metal μεταξύ άλλων) και που, ακόμη και σήμερα, παρά τις αρκετές αλλαγές βασικών μελών μέσα στα χρόνια για λόγους που ποικίλουν από μουσικές διαφορές μέχρι και προβλήματα υγείας και εθισμού, θεωρούνται ένα θρυλικό και καθόλα ενεργό μουσικό σχήμα, που με τις δουλειές και το συνολικό τους attitude έχουν καταφέρει να κερδίσουν τον απόλυτο σεβασμό μας.

YouTube

  • SHARE
  • TWEET