Supertramp

Breakfast In America

A&M (1979)
23/05/2006
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Το "Breakfast in America" είναι ένα album γεμάτο αντιθέσεις. Αντιθέσεις που μπορεί να διακρίνει κανείς στη μουσική, στους στίχους αλλά και στην αποδοχή που είχε το album από κοινό και κριτικούς. Ακόμη και η κυκλοφορία του το Μάρτιο του 1979, όταν μεσουρανούσε η punk, έμοιαζε εκτός χρόνου για ένα μελωδικό δίσκο όπως αυτός. Όμως η στροφή του βρετανικού συγκροτήματος προς πιο pop συνθέσεις (σε αντίθεση με τους προηγούμενους πειραματισμούς τους που τους είχαν καθιερώσει ως μια progressive μπάντα) φαίνεται πως έγινε την κατάλληλη στιγμή και το "Breakfast" έφτασε τις 20 εκατομμύρια πωλήσεις σε όλο τον κόσμο, ενώ σκαρφάλωσε για 4 συνεχόμενες εβδομάδες στην κορυφή των αμερικανικών charts. Υπήρξε η μεγαλύτερη ραδιοφωνική επιτυχία στο τέλος της δεκαετία του '70, αλλά η συνεχής μετάδοση του (και κυρίως του "The Logical Song") κάποια στιγμή κούρασε τους ακροατές, εγκαινιάζοντας έτσι μια περίοδο αμφισβήτησης και κριτικής των "Tramps".

Μουσικά το "Breakfast" είναι μια συλλογή καλογραμμένων τραγουδιών με χαρακτηριστικές μελωδίες. Ωστόσο, πίσω από τις pop φόρμες των τραγουδιών η διάθεση των προηγούμενων ετών για πειραματισμό υπάρχει ακόμα. Οι Supertramp εσκεμμένα υπερβάλλουν σε πολλούς τομείς του άλμπουμ, καθιστώντας το μια ιδιάζουσα περίπτωση, ένα ασυνήθιστο πάντρεμα διαφορετικών ιδεών και μουσικών τάσεων. Το αποτέλεσμα του συνδυασμού αυτού είχε ως αποτέλεσμα να προσελκύσει το ενδιαφέρον των φίλων της pop και της εναλλακτικής μουσικής, άλλα και να κατακριθεί από αμφότερες τις πλευρές! Είναι μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις δίσκου που μπορεί να τον αγαπάς και να τον μισείς την ίδια στιγμή.

Τα μέλη του συγκροτήματος την περίοδο του "Breakfast" ήταν: Rodger Hodgson (φωνητικά, κιθάρα, πλήκτρα), Rick Davies (φωνητικά, πλήκτρα, φυσαρμόνικα), John Helliwell (σαξόφωνο, backing vocals), Dougie Thomson (μπάσο) και Bob Siebenberg (κρουστά, drums), με ηγετικές μορφές τους δύο πρώτους, οι οποίοι έγραφαν και τα τραγούδια. Οι αντιθέσεις που σημάδεψαν το άλμπουμ οφείλονται σε μεγαλό βαθμό στις τεταμένες σχέσεις των δυο τους. Η σύγκρουση τους όμως υπήρξε καταλύτης για την παραγωγή πολύ δεμένων συνθέσεων, συνδυασμένων με εξαιρετικούς στίχους.

Καθ' όλη τη διάρκεια του δίσκου κυριαρχούν τα keyboards του Davies, τα οποία πλέον έχουν ταυτιστεί με τον ήχο των Supertramp. Τα φωνητικά είναι μερικές φορές ψηλά και τραβηγμένα, ειδικά στα σημεία που τραγουδά ο Hodgson, δίνοντας έτσι ιδιαίτερο χρώμα στο "Breakfast", αν και αυτό μπορεί να ξενίσει κάποιους, ακόμα και να τους εκνευρίσει. Η κιθάρα είναι στα περισσότερα τραγούδια συνοδευτική, στην ουσία πρόκειται για ένα άλμπουμ χωρίς lead κιθάρα, ενώ το μπάσο και τα drums βοηθούν άμεσα στην ολοκλήρωση του ήχου. Οι γλυκές νότες από το σαξόφωνο του John Helliwell είναι παρούσες στα περισσότερα τραγούδια και ο δίσκος θα ήταν λιγότερο γεμάτος και όμορφος χωρίς αυτές.

Το "Breakfast" ξεκινά με το "Gone Hollywood", ένα είδος διαμαρτυρίας της μπάντας για τον τρόπο ζωής στο Los Angeles όπου είχε πρόσφατα μετακομίσει. Ακολουθεί το "The Logical Song", η μεγαλύτερη επιτυχία που έκαναν ποτέ οι Supertramp (έφτασε στη θέση no6 στο Billboard). Πατώντας πάνω στο ρυθμό που δίνουν πιάνο, κιθάρα και καστανέτες είναι ένα υπέροχο pop τραγούδι στα χνάρια μεγάλων δημιουργών του είδους, όπως οι Beatles. Οι στίχοι του, φαινομενικά απλοί, εκφράζουν όπως λίγα τραγούδια τη διαχρονική αγωνία του ανθρώπου για την κοινωνία και τη θέση του μέσα σ' αυτή. Το "Goodbye Stranger" είναι από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου και σίγουρα από τις πιο ανάλαφρες στιχουργικά. Το φερώνυμο τον τίτλο του άλμπουμ "Breakfast In America" ξεκινά λέγοντας "take a look at my girlfriend" και καταλήγει "don't you look at my girlfriend", δείγμα των αντίρροπων δυνάμεων που κυριαρχούσαν στη φιλοσοφία των Supertramp. Αν και είναι μικρότερο από 3 λεπτά, είναι ένα μικρό διαμάντι. Ακολουθεί το "Oh Darling", ένα όμορφο love song και κατόπιν το "Take The Long Way Home" που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη επιτυχία του δίσκου, ένα τραγούδι πνευματικής εξέγερσης, μια προτροπή να πάρει κανείς τη ζωή στα χέρια του πριν να είναι πλέον αργά. Έβδομο κατα σειρά είναι το "Oh Lord is Ιt Mine", το οποίο υπήρξε αιτία συγκρούσεων ανάμεσα στα ηγετικά μέλη της μπάντας. Ο Davies πίστευε πως θα μπορούσε να παρερμηνευτεί ως θρησκευτικό και υποστήριζε με θέρμη πως θρησκευτικές απόψεις έπρεπε να μείνουν έξω από το άλμπουμ. Το "Just Another Nervous Wreck" κινείται στιχουργικά στο πλαίσιο του "Take Τhe Long Way Home" (αν και είναι σαφώς πιο δεικτικό και κυνικό σε μερικά σημεία του) και περιέχει το καλύτερο guitar solo του δίσκου, ενώ η πιο ήπια στιγμή είναι το "Casual Conversations". Το "Breakfast In America" κλείνει ιδανικά με το διάρκειας 7:25 λεπτών "Child Of Vision", την πιο progressive σύνθεση του δίσκου, αλλά συνάμα και την πιο επιθετική.

Η τεράστια επιτυχία δεν έκανε τους Supertramp ούτε για μια στιγμή superstars. Χαρακτηριστικά λέγεται πως παρά την επιτυχία τους, τα μέλη του συγκροτήματος μπορούσαν να περπατούν στο δρόμο χωρίς να αναγνωριστούν, ακόμα και όταν οι πωλήσεις βρίσκονταν στην κορυφή. Ίσως κάτι τέτοιο να ήταν απόλυτα φυσιολογικό και συμβατό με τη νοοτροπία τους. Ακολούθησαν δύο albums με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, το "Paris" και το "Famous Last Words", όμως ήδη η μπάντα είχε αρχίσει να παρακμάζει και σύντομα ο Hodgson αποχώρησε για να ακολουθήσει solo καρίερα. Με το "Breakfast In America" οι Supertramp μελοποίησαν την αγωνία αλλά συνάμα και την αγάπη του ανθρώπου για τη ζωή. Παραμένει ένα πολύτιμο εγχειρίδιο στα χέρια όσων δεν έπαψαν στιγμή να αναρωτιούνται, εκτιμώντας όμως και απολαμβάνοντας την κάθε στιγμή της αναζήτησης τους. Μπορεί να το αγαπήσετε και ενδεχομένως να το μισήσετε, δύσκολα όμως θα σας αφήσει αδιάφορους.

  • SHARE
  • TWEET