Μοιραζόμενος τις απόψεις του μέσω του Rocking.gr, προσπαθεί να ισορροπήσει στην λεπτή γραμμή μεταξύ υποκειμενικού οπαδισμού και αντικειμενικής οπτικής περί μουσικής. Καθώς κινείται ηχητικά σε μια περιοχή...
Rory Gallagher
Deuce
Εγκάρδιο συναισθηματικά και ποικιλόμορφο συνθετικά, το δεύτερο άλμπουμ της solo καριέρας του Rory Gallagher καταξίωσε στο ευρύ κοινό έναν αυθεντικό ρεμπέτη της rock μουσικής
Αναπολώντας το παρελθόν, θυμόμαστε πράγματα και καταστάσεις που τη στιγμή που τα βιώναμε έμοιαζαν μάλλον συνηθισμένα, τα οποία με τον καιρό και την υπόλοιπη πορεία μας απέκτησαν τη δική τους συναισθηματική αξία. Άλλωστε, κοιτώντας πίσω όλα μοιάζουν πιο εύκολα, ίσως και πιο αληθινά, είτε βλέπουμε την ιστορία του καθενός από εμάς, είτε αναφερόμαστε στα όσα μουσικά διαδραματίζονταν κάποτε, καθώς ο χρόνος έχει αυτήν την ικανότητα ˙ καθώς περνά να σου αφήνει μια ψευδαίσθηση αναθεώρησης των όσων έμειναν πίσω.
Σε προσωπικό επίπεδο, και σε ό,τι αφορά το καθαρά μουσικό/αρθρογραφικό σκέλος που ενδιαφέρει το εδώ αναγνωστικό κοινό, έχουν υπάρξει στιγμές που έχω αναπολήσει τις πρώτες συντακτικές μου απόπειρες, υπό την έννοια πως αποτέλεσαν ένα πραγματικό άλμα πίστης κι ένα γεγονός που περισσότερο ξεκίνησε από μια φιλική παρότρυνση. Με αρκετό καιρό να έχει περάσει από τότε, και με τα όσα συμβαίνουν τόσο σε παγκόσμια όσο και σε προσωπική κλίμακα να αφήνουν αυτό το αληθινά blues συναίσθημα όσο ποτέ άλλοτε τα τελευταία χρόνια, η αναπόληση σε εκείνο το παρελθόν μου υπενθύμισε το πρώτο κείμενο μουσικού περιεχομένου που είχα επιχειρήσει τότε. Μια προσπάθεια που έχει παραμείνει προς οικεία «κατανάλωση» και αφορούσε έναν συγκεκριμένο καλλιτέχνη, του οποίου οι μουσικές είχαν συνοδεύσει πολλά από εκείνα τα πρώιμα φοιτητικά χρόνια, τα βράδια των οποίων περνούσαν σε κάποιο φιλικό σπίτι ή σε μάγαζια με φθηνό αλκοόλ και ζεστή ατμόσφαιρα.
Χρόνια μετά, αυτός ο συναισθηματικός κύκλος έρχεται να κλείσει, με τους δίσκους του εν λόγω δημιουργού ακόμη να βρίσκουν λόγους να γυρίζουν στο πικάπ και την αφορμή για έναν ακόμη φόρο τιμής στα έργα και τη μνήμη του να σκαρφίζεται από τον γράφοντα δίχως δισταγμό. Ο λόγος, φυσικά, γίνεται για τον αξέχαστο Rory Gallagher και το "Deuce", το δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ, το οποίο κοντεύει πλέον μισό αιώνα από τη στιγμή που ήρθε στο φως, να δίνει ιδανικό «πάτημα» για μια εκτενή αναφορά του.
Το άλμπουμ κυκλοφόρησε στις 28 Νοεμβρίου του 1971, κατόπιν σύντομων ηχογραφήσεων που πραγματοποιήθηκαν στα Tangerine Studios του Λονδίνου, με παραγωγό τον ίδιο τον κιθαρίστα και μηχανικό ήχου τον Robin Sylvester. Ως έργο, αποτελούσε τη φυσική συνέχεια του ντεμπούτου του Ιρλανδού βιρτουόζου, που ως τότε είχε χτίσει το όνομα του στα τέλη των '60s με τους Taste, ενώ η μπάντα που τον συνόδευε εκείνη την εποχή αποτελούνταν από δύο μουσικούς της σκηνής του Belfast, τον Gerry McAvoy (τον πλέον σταθερό συνοδοιπόρο του Rory ανά τα χρόνια) και τον Wilgar Campbell, σε μπάσο και τύμπανα, αντίστοιχα. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Gallagher αποτελούσε ήδη τότε έναν αναγνωρίσιμο και ανερχόμενο μουσικό της σκηνής, έχοντας λάβει αναγνώριση για το έργο και την αδιαπραγμάτευτη τεχνική του κατάρτιση κι από επιφανείς συναδέλφους του όπως ο Jimi Hendrix, ενώ το αποκαλυπτικό του ντεμπούτο είχε ορίσει λίγο νωρίτερα το νέο, πιο μεστό κι ευκολομνημόνευτο μουσικό του πρόσωπο.
Με εξώφυλλο και πάλι μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του ίδιου, τραβηγμένη από τον - ιδιαίτερα δραστήριο εκείνη τη δεκαετία - Mick Rock, ο δίσκος συνέχιζε να διευρύνει τους μουσικούς ορίζοντες για τον Ιρλανδό μουσικό, παρουσιάζοντας ένα πιο ώριμο και συνειδητοποιημένο συνθετικό υπόβαθρο από τις δουλειές του με τους Taste. Ηχητικά, επιχειρείται ένας πιο ακατέργαστος, ωμός ήχος, όχι μακριά από εκείνο των μνημειωδών ζωντανών εμφανίσεων του σχήματος, με τους ίδιους να επιλέγουν να ηχογραφούν αμέσως πριν ή μετά τα live shows τους ώστε να «εγκλωβιστεί» αυτό το συναίσθημα. Συνθετικά, ωστόσο, αποτελεί μια μικρή αποκάλυψη - όσο και αν το ντεμπούτο είχε ελαττώσει ελαφρώς το στοιχείο της έκπληξης. Ουσιαστικά, το "Deuce" αντικατοπτρίζει στον απόλυτο βαθμό τη ραγδαία βελτίωση και το συνθετικό ταλέντο του δημιουργού του, ενώ τα κομμάτια που το αποτελούν φαντάζουν το ένα καλύτερο από το άλλο, ως ένα μέρος ενός αδιάρρηκτου συνόλου.
Θες το boogie εναρκτήριο "Used To Be" - κατ’ αντιστοιχία με το "Laundromat" - με το κολληματικό του riff-άκι ή τα προσωπικά αγαπημένα "I’m Not Awake Yet" και "Should’ve Learnt My Lesson" που γεμίζουν μόνα τους το ποτήρι με ιρλανδέζικο ουίσκι; Θες το δυναμικό "Crest Of A Wave" που κλείνει και την πρώτη έκδοση του δίσκου και κρύβει ένα από τα ομορφότερα slide guitar solo που έχουμε ακούσει, το γλυκόπικρο "Maybe I Will" ή οποιοδήποτε από τα υπόλοιπα τραγούδια˙ όλα τους παρουσιάζουν ένα power trio απίστευτα δεμένo, που έπαιζε με μεράκι, προσωπικότητα και τόνους ψυχής, συνδυάζοντας στο αμιγώς blues rock πλαίσιο που κινούταν στοιχεία τόσο hard rock, rock ‘n roll και progressive rock, όσο και ακουστικής folk κι έχοντας μια working class στιχουργική προσέγγιση με την οποία μπορούσε να ταυτιστεί ο οποιοσδήποτε.
Παραδόξως, το άλμπουμ δεν έτυχε ιδιαίτερα μεγάλης εμπορικής επιτυχίας, ίσως εξαιτίας και των ανάμεικτων κριτικών από τον μουσικό Τύπο της εποχής, με το κοινό, ωστόσο, να μην συμμερίζεται αυτήν την άποψη. Παρ’ όλα αυτά, η βράβευση του Gallagher την ίδια χρονιά από το περιοδικό Melody Maker, λαμβάνοντας το βραβείο του κορυφαίου κιθαρίστα της εποχής, μπροστά από λοιπούς κιθαριστικούς γίγαντες, υπήρξε μια εμφατική αναγνώριση του ταλέντου του που αξίζει να επισημανθεί. Συνολικά, βέβαια, μπορούμε να μιλάμε για μια από τις πιο επιτυχημένες εποχές στο σύνολο της καριέρας του, με δύο δίσκους που κατάφεραν να μπουν εύκολα στο Βρετανικό Top - 40 την ίδια χρονιά και μια φήμη που απλωνόταν ραγδαία στη Γηραιά Αλβιώνα, αλλά και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Είναι αυτονόητο πως κάθε δουλειά αυτού του χαρισματικού μουσικού (που επηρέασε από τον Joe Bonamassa μέχρι τον Slash και τον Brian May) συνιστάται ανεπιφύλακτα, από τα άλμπουμ της κύριας δισκογραφίας του, μέχρι τις αναρίθμητες συλλογές και τα live bootlegs που κυκλοφορούν στην αγορά. Άλλωστε, αυτή ήταν μόνο η αρχή για τον Ιρλανδό βιρτουόζο, που στο μέλλον θα απασχολούσε ακόμη περισσότερο κόσμο με τις δουλειές και το attitude του. Με το επόμενο άλμπουμ του, το υπέροχο "Blueprint", αλλά και όσα ακόμη κυκλοφόρησε κυρίως μέσα στα ‘70s (με το "Calling Card" να ξεχωρίζει λίγο περισσότερο αυτών), συνοδευόμενα πάντα από τις εκρηκτικές ζωντανές του εμφανίσεις, θα εδραίωνε τη φήμη του ως ένας εκ των κορυφαίων hard rocking bluesmen όλων των εποχών, ως ένας αυθεντικός ρεμπέτης της rock μουσικής...