Υπαρξιακά δεμένος με την λογοτεχνία και τη μουσική, χαρτογραφεί και τις δύο με την υπενθύμιση ότι οι χάρτες δεν είναι ποτέ ο τόπος ο ίδιος. Του αρέσει ό,τι μπορεί να περιγράψει ως πολύχρωμο, παραμυθικό,...

Wet Leg
Moisturizer
2/2 για τις νέες λατρείες του indie/alt rock
Λένε πως το πρώτο σου άλμπουμ το φτιάχνεις μία ολόκληρη ζωή και το δεύτερο σε λίγα χρόνια. Ζόρικη αλλαγή ταχύτητας, ειδικά όταν με το πρώτο χτύπημα της αξίνας έχεις χτυπήσει χρυσάφι. Διότι μόνο ως τέτοιο δέχομαι (και «δεχόμαστε») να αναγνωρίσω το ομώνυμο ντεμπούτο των Rhian Teasdale (φωνή, κιθάρα) και Hester Chambers (κιθάρα). Το αποθεώσαμε, το αναδείξαμε, και μας έβγαλαν ασπροπρόσωπους, οπότε περιμέναμε το δεύτερο χτύπημα σαν το ρόδο στο μαντίλι.
Χωρίς το στοιχείο της έκπληξης, βέβαια, ήταν αναμενόμενο να υπάρξει μία μικρή κάμψη στον ενθουσιασμό μου, πράγμα για το οποίο ευθύνονται αποκλειστικά οι προσδοκίες μου. Ταυτόχρονα αποτέλεσε ευκαιρία να προσηλωθώ στις συνθετικές ικανότητες του σχήματος, και να ξεφύγω από εκείνα τα στοιχεία που μπορεί να τραβάνε εύκολα το βλέμμα, αλλά να έχουν παρωδική επίδραση: το μπλαζέ ύφος, τη dead-pan στιχουργική προσέγγιση, το gen-z χιούμορ, κοκ., τα οποία ακόμη ως gimmick είναι ευπρόσδεκτα, τα θεωρώ απολαυστικότατα, αλλά δεν αρκούν όταν μιλάμε για τραγούδια.
Στο "Moisturizer", το σχήμα ανανεώνεται, με τα μέλη που έπαιζαν στην περιοδεία να συμβάλλουν στο γράψιμο των κομματιών ως ολοκληρωμένο συγκρότημα, και να πούμε ότι είναι ένα ακόμη παράδειγμα επιτυχημένης ενσωμάτωσης που έχουμε φέτος. Ας καλωσορίσουμε, λοιπόν, στην παρέα τον Ellis Durand (μπάσο), και τον Joshua Mobaraki (κιθάρα), ο οποίος είχε και χρέη παραγωγού/μηχανικού και συνθέτη στο προηγούμενο άλμπουμ. Ο μόνος παλιός γνώριμος είναι ο Henry Holmes, στα ντραμς.
Μία ματιά στα credits δείχνει ότι η πεντάδα λειτούργησε αρκετά συνεργατικά, κι αυτό αποτυπώνεται στην ηχητική ταυτότητα του δίσκου. Η μερίδα του λέοντος, όμως, αναλογεί στην Teasdale και τον Durand. Το "Pillow Talk" είναι τρανό παράδειγμα, μιας κι η βασική συνταγή των Wet Leg εναλλάσσεται με ένα νευρωτικό γκαραζοriff, και την ίδια πυγμή έχει και το "Jennifer's Body" με το μπάσο να παίρνει τα ινία και να καθοδηγεί με στιβαρό βηματισμό. Αντίθετα, το "11:21" είναι το καλύτερο κομμάτι που δεν έγραψε ποτέ η Weyes Blood, στην πιο γλυκιά και ονειρική στιγμή του άλμπουμ.
Φυσικά, πρόκειται για συνέχεια του ντεμπούτου, και αυτό υπογραμμίζεται με το καλημέρα από το "CPR", ένα απ' τα πιο δυνατά τραγούδια που έχουν γράψει, ενώ και το έτερο single "Davina McCall" κερδίζει μία θέση στην καρδιά μου, λόγω της ανέμελης και απέριττης φύσης του, με μία φωνητική μελωδία που ακούγεται αυτονόητη. Αντίστοιχα, το "Mangetout" λέει πολύ πιο άμεσα και ολοκληρωμένα όσα θέλει να πει το "Catch These Fists", που παρά τον τσαμπουκά και το ear-worm leadάκι, νομίζω ότι είναι από τα τραγούδια που γράφουν στον ύπνο τους, μαζί με το "Pond Song", και σε καμία περίπτωση δεν θα ήταν ο λόγος που θα επέστρεφα στο δίσκο. Μαζί με αυτά, θα πω πως και το "U and Me At Home" αποτελεί μία χαμένη ευκαιρία για το κλείσιμο. Ριζώνει μετά από κάθε ακρόαση, και το χορωδιακό ρεφραίν θα αποτελέσει συναυλιακό highlight, όμως δεν υπερθεματίζει τον δίσκο με τρόπο που το κατάφερνε το "Too Late Now" στο ντεμπούτο. Ξέρω ξέρω, ανούσια σύγκριση, όμως αξιολογείται όχι τόσο βάσει του προκατόχου του, αλλά βάσει της θέσης του στο tracklist: αποτελεί μία ελλειμματική κατακλείδα, η οποία χίλιες φορές να γινόταν με την αλλαγή τόνου ένα τραγούδι πριν.
Θεματικά, υπάρχει μία περιστροφή γύρω απ' το αστέρι του έρωτα και της καψούρας, όταν ακόμη η λαμαρίνα είναι καυτή και δαγκώνεται εύκολα. Η νέα σχέση της Teasdale έπαιξε μεγάλο ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση, ριγμένη στο στιχουργικό τσουκάλι μαζί με ζητήματα σεξουαλικού προσανατολισμού και queerness (το ταίρι της είναι non-binary άτομο, δηλαδή δεν αναγνωρίζει τον εαυτό του μεταξύ του παραδοσιακού έμφυλου διπόλου «άνδρας-γυναίκα»). Αυτό το σχεδόν μονοθεματικό πλάνο, όμως, διανθίζεται με διαρκείς αναφορές στην pop κουλτούρα, απ' την πάλαι ποτέ παρουσιάστρια του αγγλικού Big Brother, Davina McCall, τα pokemon στο (τρομερό) ομώνυμο, την ταινία "Jennifer's Body" και την θρυλική Calamity Jane, γειώνοντας τόσο τα τραγούδια, όσο και το ίδιο το κόνσεπτ του έρωτα, που τόσο πολύ έχει βαρύνει απ' τα βαρύγδουπα και τα μελιστάλαχτα. Ένας έρωτας είναι ένας έρωτας, είναι ένας έρωτας, που να πάρει ο διάολος.
Με τα χαμηλά να μην είναι τόσο χαμηλά όσο αδιάφορα, και τα ψηλά να είναι θεόρατα, οι Wet Leg δείχνουν ακόμη και στο πιο δύσπιστο ακροατήριο ότι πέρα απ' τα κολπάκια και την αύρα, έχουν και αρκετό ψαχνό για να γράφουν πραγματικά κομμάτια που θα μείνουν και θα σιγοτραγουδιούνται, είτε καθώς θα περνάς απέναντι στο πεζοδρόμιο, είτε ενώ θα κρατάς το ταίρι σου αγκαλιά μία καλοκαιρινή νύχτα. Σε κάθε περίπτωση, το ντουέτο-που έγινε-κουιντέτο πετυχαίνει ένα αβίαστο 2/2, με ένα alt rock ασόβαρο, σύγχρονο, παθιασμένο, και φρέσκο, με δική του ταυτότητα και ιδιοσυγκρασία. Και το αγαπάμε για όλα αυτά.