Unprocessed

…And Everything In Between

Self Release (2023)
Στον τελευταίο τους δίσκο, οι Γερμανοί βιώνουν ένα ακόμη extreme makeover, αυτή τη φορά κυριολεκτικά
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Μόλις πέρυσι μας έλεγε ο Πατεράκης για τη σύμφυση Polyphia με Billie Eilish στο τέταρτο άλμπουμ των Γερμανών Unprocessed, υπό τον τίτλο “Gold”. Η μουσική τους πρόταση ανήκε όντως στην αέρινη στροφή του djent/progressive metal ήχου των τελευταίων χρόνων, με μία μουσική δεξιοτεχνία μεν που είναι αποστομωτική και έχει τα δικά της ινδάλματα, αλλά και με μία ευαισθησία στο ευκολομνημόνευτο pop ρεφραίν. Αυτό το άλμα ήταν εντυπωσιακό από ένα συγκρότημα που ως επί το πλείστον αναζητούσε την ταυτότητά της σε πολύ γνώριμα μονοπάτια, και έδειχνε ότι ο ήχος τους δεν μαλάκωσε απλώς, αλλά ενδεχομένως περνούσαν μία φάση αναγέννησης με στόχο τη mainstream αποδοχή.

Οκ, διαγράψτε τα όλα. Σβήστε τα, φάτε τα, κάψτε τα, δεν έχει και πολλή σημασία τι θα τα κάνετε, διότι και στη θέση τους να τ’ αφήσετε, θα έρθει ως οδοστρωτήρας το “…And Everything In Between” να τα λιανίσει. Στον πέμπτο τους δίσκο, οι Unprocessed δείχνουν να βιώνουν άλλο ένα extreme makeover, τόσο ως προς την ριζική στροφή που επιχειρούν, αλλά και ως προς το πόσο πιο ακραίος έχει γίνει – συγκριτικά έστω – ο ήχος τους. Βαριά κουρδίσματα, στακάτα παιξίματα, σφυρίγματα, και χορδές φιλτραρισμένες ώστε να ακούγονται ως κάγκελα. Ρομποτικά riffs, εξωγήινα tappings. Βόρβορος στα φωνητικά. Καθώς παίζει το “Hell”, το πρώτο κομμάτι του δίσκου, πρέπει να μοιάζω σαν τον Σπύρο Παπαδόπουλο από τους Απαράδεκτους να ρωτάει σαστισμένος «Τι έγινε ρε παιδιά;»

Με slaps γράφεται η επιθετική συνέχεια του “Lore”, στο οποίο οι Animals As Leaders παντρεύονται το metalcore και, παρά την καταιγίδα, στα αμέσως επόμενα “Thrash” και “Blackbone” μεταφερόμαστε πάλι στην επικράτεια της pop με Polyphiκά παιξίματα, και μεγάλες φωνητικές μελωδίες που γεμίζουν στάδια – ή στο περίπου, μιας και ακολουθούν ξεσπάσματα σκισμένων φωνητικών (ο Manuel Gardner Fernandes ακούγεται με τρομερή αυτοπεποίθηση πίσω απ’το μικρόφωνο, και δικαίως), αλλά και ρομποτικά κιθαριστικά παιξίματα, που θυμίζουν την κρουστή επεξεργασία στις χορδές που είχαν οι Destrage, και κουρδίσματα τόσο χαμηλά που το πρόσωπο αγγίζει το πλακάκι στο πάτωμα.

Ο δίσκος συνεχίζει σε αυτό το εκτροχιασμένο μοτίβο, με το “Die on the Cross of the Martyr” να σε κάνει να γελάς αμήχανα με την πληροφορία που μπορεί να χωρέσει ένα riff. Πράγματι, ο δίσκος δεν παύει να ταλαντεύεται μεταξύ πανέμορφων και δεξιοτεχνικά αψεγάδιαστων αρπιστικών ακροβασιών απ’ τη μία, και πηχτού, λασπώδους metalcore εντυπωσιασμού από την άλλη. Κι αν είναι μουσική έκφραση της ελλειμματικής προσοχής, ωστόσο είναι τόσο σφιχτοδεμένη και με σαφές δομές, που είναι μάλλον δύσκολο να μην σε παρασύρει.

Οι Unprocessed έχουν ταλέντο στη μουσική, είναι απίστευτοι παιχταράδες, αλλά εκεί που πρέπει να τους βγάλεις το καπέλο, είναι στη διαίσθηση των τάσεων εντός της djent/core μουσικής σκηνής, που τους κάνει να χαμαιλεοντίζουν ενίοτε, και να προσομοιάζουν σε μπάντες που την ίδια χρονιά κυκλοφορούν επίσης αρτιότατες δουλειές. Δεν γίνονται αντιγραφείς, ούτε κλέφτες, αλλά διατηρούν αρκετή προσωπικότητα για να ξέρεις ότι αυτό που ακούς, ως σύνολο, κι όχι ως επιμέρους τεχνικές ή περάσματα, είναι κάτι αυτόφωτο. Διαφορετικό από άλμπουμ σε άλμπουμ, αλλά όχι στα όρια της παρεξήγησης. Χάνεται καμιά φορά η ισορροπία; Ναι, οι Unprocessed μοιάζουν τόσο άφοβοι στην αποχαλίνωσή τους, που δεν ξέρω άλλο συγκρότημα που να κυκλοφορούσε τόσο ανερυθρίαστα κομμάτια όπως το “Abysm”, που ξεκινά ως Sleep Token, και μετά ακούγεται σαν το κομπρεσέρ που θα σε ξυπνήσει τη μέρα που έχεις ρεπό – αφήνοντας χώρο για να ξεκινήσει η κουβέντα περί παραγωγής και μείξης των οργάνων, καθώς ο ήχος συχνά παραμορφώνεται σ’ αυτές τις εξάρσεις. Ένα τέτοιο παιχνίδι με τη ζυγαριά, ωστόσο, είναι κι εκείνο που μπορεί να τους σώζει, αφού εν τέλει τους κάνει να έχουν μία δική τους προσωπικότητα.

Με κάθε δίσκο τους να μοιάζει σαν πείραμα, σπουδές πάνω σε υφές που μπορεί να έχει το metalcore/djent ιδίωμα, οι Unprocessed δεν βιάζονται να κατασταλάξουν σε κάποιο συγκεκριμένο ήχο, αλλά περισσότερο να εξερευνήσουν τα εργαλεία τους. Υπάρχουν πολλά συγκροτήματα τα οποία άργησαν να βρουν την φωνή τους, ακόμη και μετά από αρκετές κυκλοφορίες, κι αυτό σαν μοτίβο από μόνο του δεν μπορεί απαραίτητα να είναι δηλωτικό κάποιου ασταθούς καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Το παιχνίδισμα και η ψυχαγωγική διάσταση της μουσικής τους είναι εμφανή – ίσως όχι μόνο σε άτομα που είναι εξοικειωμένα με το είδος, αλλά και με όσα έχουν την προθυμία να ακούσουν κάτι επιθετικό και συνάμα περιπετειώδες. Στο πέμπτο τους άλμπουμ οι Unprocessed πρέπει να παραδεχτούμε ότι έχουν γράψει κάτι τολμηρό, ενίοτε και χαζοβιόλικο, ενδιαφέρον, κουραστικό, αλλά και αναζωογονητικό, που καλύπτει τον ακραίο ήχο, τις τελευταίες τάσεις των charts, και τα πάντα στο ενδιάμεσο.

Bandcamp | Spotify

  • SHARE
  • TWEET