The Cure

Songs Of A Lost World

Polydor (2024)
Από τον Αντώνη Αντωνιάδη, 13/11/2024
Ένα θριαμβευτικό ρέκβιεμ που διαπερνά την ιστορία ενός εκ των σημαντικότερων σχημάτων της rock μουσικής αλλά, ευτυχώς για εμάς, δεν σηματοδοτεί το τέλος του
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Δεν συναντά κανείς συχνά το φαινόμενο κατά το οποίο συγκροτήματα που είναι από κάθε άποψη ενεργά, σταματούν να δισκογραφούν. Από την άλλη βέβαια, οι The Cure δεν υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερα συμβατικοί. Από τις πρώτες μέρες του post-punk μέχρι το βαθύ σκοτάδι που ακολούθησε και από εκεί στην κορυφή του εναλλακτικού ήχου, το σχήμα του Robert Smith ποτέ δεν ακολούθησε μια πεπατημένη οδό. Αντιθέτως, κάθε φορά που έδειχνε πως έπιανε ταβάνι, είτε τελικά το ξεπερνούσε, είτε άλλαζε οροφή.

Βέβαια, ο 21ος αιώνας δεν θα μπορούσαμε να πούμε πως ήταν ιδιαίτερα καλός συνθετικά για το συγκρότημα. Μπορεί δηλαδή να μας παρέδωσαν ένα "Bloodflowers" στο οποίο έδειχναν ότι μπορούν να προσαρμόζονται και να παραμένουν στην εμπροσθοφυλακή των μουσικών εξελίξεων, αλλά τα δύο άλμπουμ που ακολούθησαν ήταν αδύναμα, κάνοντας φανερή μία σχετική κόπωση.

Έτσι, χωρίς ποτέ να σταματήσουν να περιοδεύουν, τουναντίον οι συναυλίες τους έγιναν, δικαίως, σημείο αναφοράς και λόγος να χυθούν τόνοι μελάνης εκεί έξω, οι The Cure πέρασαν σε μια φάση όπου σταμάτησαν να παράγουν νέα μουσική. Κι εδώ που τα λέμε, δεδομένης της πλούσιας και ποιοτικής δισκογραφίας τους, αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό. Ίσα- ίσα που μάλλον πρόκειται για μια πολύ αξιοπρεπή στάση που δείχνει και τον σεβασμό με τον οποίο προσεγγίζουν την Τέχνη τους.

Η βασική όμως παγίδα μιας τέτοιας στάσης, ειδικά για ένα συγκρότημα που μετρά περισσότερα από 45 χρόνια ζωής, είναι το πως επιστρέφεις μετά από 16 έτη δισκογραφικής απουσίας αφού το "4:13 Dream" κυκλοφόρησε το μακρινό πια 2008. Βλέπετε, παρά την απεριόριστη αγάπη που τρέφω για το συγκρότημα, θα ήταν ψέμα να υποστηρίξω πως οι The Cure σήμερα απείχαν πολύ από αυτό που ονομάζουμε legacy act. Όμως, τα περισσότερα legacy acts κυκλοφορούν δίσκους προκειμένου να δικαιολογήσουν την ύπαρξη τους και να ικανοποιήσουν το fanbase τους. Συνεπώς, αν αυτοί είναι κακοί, στην τελική, κανείς δεν πολυενδιαφέρεται αφού ο επόμενος μπορεί να είναι λίγο καλύτερος. Στην περίπτωση όμως των The Cure, η δισκογραφική παύση, χρόνο με το χρόνο, πήρε διαστάσεις δυναμικής δήλωσης ενώ οι συνεχείς και χρόνιες διαβεβαιώσεις του Robert Smith ότι το επόμενο άλμπουμ τους είναι σχεδόν έτοιμο, δημιουργούσαν όλο και περισσότερη ανησυχία για το εγχείρημα. Εξάλλου, στις περισσότερες αντίστοιχες περιπτώσεις τα αποτελέσματα είναι στην - καλύτερη - απογοητευτικά. Όμως, όταν τα νέα τραγούδια άρχισαν να εμφανίζονται στο setlist του συγκροτήματος έγινε σαφές πως αυτό που ετοίμαζαν ήταν κάτι το οποίο άξιζε την αναμονή.

Κι ευτυχώς δεν πέσαμε καθόλου έξω αφού το "Songs of a Lost World", δεν αποτελεί απλώς μία από τις κορυφαίες στιγμές της δισκογραφίας των The Cure (πράγμα που έτσι κι αλλιώς μοιάζει δυσθεώρητο κατόρθωμα), αλλά έναν από τους καλύτερους δίσκους που θα ακούσει κανείς φέτος. Κι όσο και αν αυτά τα βαρύγδουπα καμιά φορά ακούγονται ως υπερβολές που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, στη συγκεκριμένη περίπτωση τα πράγματα είναι ακριβώς έτσι καθώς το συγκρότημα κυκλοφόρησε μια δουλειά για την οποία θα μιλάμε για χρόνια.

Κι αυτό γιατί στο νέο του άλμπουμ, το συγκρότημα εξερευνά την κληρονομιά του κι επισκέπτεται ξανά τους πιο σημαντικούς σταθμούς της καριέρας του, όχι με την συμβιβαστική νοσταλγία που συχνά κρύβεται σε αυτές τις συναντήσεις μας με το παρελθόν, αλλά με τον αέρα που έχει ένας μεγάλος καλλιτέχνης όταν αναμετράται με το ίδιο του το έργο τη στιγμή που η ωριμότητα έρχεται πετυχημένα να υπερκαλύψει τη νεανική ορμή και να μας θυμίσει πως δεν υπάρχει καλύτερος χρόνος από το ίδιο μας το παρόν.

Καλώς ή κακώς λοιπόν, οι καλύτερες δουλειές του Robert Smith προέκυψαν είτε από την ανασφάλειά του για την κατεύθυνση του συγκροτήματος, είτε από την ανάγκη του να αποδείξει πως έχει κάτι σημαντικό να πει. Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι και στο "Pornography" και στο "Disintegration", ο καλλιτέχνης βρισκόταν σε μια δύσκολη φάση της ζωής του και είχε αφεθεί στο σκοτάδι και στο LSD, κάτι που, στα αυτιά μου τουλάχιστον, δικαιολογεί και αυτή την κάπως ρευστή, απολύτως ονειρική, αίσθηση που έχουν αυτοί οι δίσκοι. Έτσι λοιπόν, και στη νέα τους κυκλοφορία, μπορεί η χρήση ναρκωτικών να έχει περιοριστεί, όμως το σκοτάδι είναι και πάλι εδώ.

Η βεβαιότητα πως το συγκρότημα θα διαλυόταν το 2018, η απώλεια των γονιών του και του αδερφού του, ο χρόνος που αμείλικτα μετράει αντίστροφα, και, γενικότερα, η "σκοτεινή πλευρά της ζωής", όπως την ονόμασε σε μια συνέντευξή του ο Smith, με την οποία βρέθηκε αντιμέτωπος τα χρόνια που μεσολάβησαν από το προηγούμενο άλμπουμ τους, άφησαν σημαντικό στίγμα στο δίσκο. Όμως, το "Songs of a Lost World" δεν είναι μια καταθλιπτική, μίζερη δουλειά γιατί, όπως αρκετές κυκλοφορίες των The Cure, αυτό που τελικά σου αφήνει είναι μια γλυκόπικρη αίσθηση. Σε αυτό βέβαια έβαλε το χεράκι της και η Mary Poole Smith, σύζυγος του Robert, που του υπενθύμισε πως οι καλύτερες δουλειές του συγκροτήματος ήταν πάντα αυτές που το άσπρο έσπαγε λίγο το μαύρο, όπως εξάλλου συμβαίνει και στο εξώφυλλο του δίσκου. Μάλιστα, όπως αποκάλυψε ο Smith, επέλεξε τη φωτογραφία από ένα βιβλίο του Janez Pirnat που του χάρισαν, όμως όταν μπήκε στο internet ώστε να έρθει σε επικοινωνία με τον Σλοβένο γλύπτη και να του ζητήσει την άδεια να τη χρησιμοποιήσει, ανακάλυψε πως αυτός είχε πεθάνει εκείνη τη μέρα, κάτι που τον έπεισε πλήρως πως αυτή είναι η εικόνα που πρέπει να χρησιμοποιήσει.

Όπως βέβαια ήταν αναμενόμενο, με δεδομένο πως ο δίσκος ήταν σχεδόν έτοιμος από το 2019, αν υπάρχει κάτι αρνητικό στο άλμπουμ, αυτό είναι πως είναι αρκετά overproduced. Όμως, είναι τόσες δυνατές οι συνθέσεις, οι ενορχηστρώσεις, και οι ήχοι που κατοικούν στο κεφάλι του Smith, που τελικά αυτό δεν επηρεάζει την συνολική ποιότητα, κάτι που γίνεται σαφές από το πρώτο κομμάτι που μιλάει για το τέλος όλων των τραγουδιών που τραγουδάμε μόνοι μας.

Το "Alone", εμπνευσμένο από το ποίημα "Dregs" του Ernest Dowson, καταφέρνει να μας βάλει κατευθείαν στην ατμόσφαιρα του δίσκου. Εξάλλου, αυτό ήταν και το πρώτο νέο κομμάτι που έγραψαν οι Cure, χτίζοντας τον υπόλοιπο δίσκο γύρω από αυτό. Με το χαρακτηριστικό μπάσο του Simon Gallup και τα πλήκτρα του Roger O'Donnell να κυριαρχούν (εξάλλου και οι δύο έχουν παίξει στο παρελθόν σημαντικό ρόλο στον ήχο του συγκροτήματος), οι Cure μας παραδίδουν ένα κομμάτι που συνδυάζει το ενορχηστρωμένο σκοτάδι του "Burn" με την μεγαλειώδη μελαγχολία του "Plainsong". Η σύνθεση χτίζεται σιγά- σιγά με τον πρώτο στίχο να ακούγεται μετά από τρεισήμισι λεπτά και, παρόλο που το βασικό θέμα είναι το ίδιο, οι Cure πετυχαίνουν να μας απορροφήσουν και να μας μεταφέρουν για εφτά λεπτά στον κόσμο τους, όχι απλώς χωρίς να βαρεθούμε αλλά επιζητώντας να μείνουμε για λίγο ακόμη εκεί. Κι ευτυχώς είμαστε στην αρχή καθώς η αφοπλιστική ομορφιά του "And Nothing is Forever" δίνει έμφαση στην αρμονία και παραλύει τον ακροατή καθώς οι στίχοι για το πως τίποτα δεν κρατάει για πάντα αλλά αν είμαστε μαζί στο τέλος, αυτό δεν έχει ιδιαίτερη σημασία χτυπάνε κατευθείαν στο συναίσθημα. Συγχρόνως, η σύνδεση με το "Lovesong" καθώς ο Smith τραγουδάει "however far away, you will remember me tonight" ολοκληρώνουν ένα ψηφιδωτό που τσακίζει καρδιές. Κι ακόμη έχουμε άλλα 6 κομμάτια.

Το "A Fragile Thing" αποτελεί ένα τραγούδι για την αγάπη, το "πιο διαρκές και δυνατό συναίσθημα αλλά, παράλληλα, το πιο εύθραυστο" όπως πετυχημένο το περιέγραψε ο Smith. Το συγκρότημα θυμίζει εποχές "Kiss Me, Kiss Me, Kiss Me" αλλά ο φόβος για το επικείμενο τέλος κυριαρχεί κι εδώ καθώς το πιάνο με το μπάσο εναλλάσσουν νότες σαν ένα ρολόι που μετράει αντίστροφα προς το φινάλε που ακόμη όμως είναι μακριά. Πρώτα θα πρέπει να περάσουμε από το "Warsong", ένα κομμάτι που μπορεί να περιγράφει τέλεια την εποχή μας και, παράλληλα, απλώς να αναφέρεται σε έναν χωρισμό. Και αυτό είναι που το κάνει τόσο σπουδαίο καθώς, μέσα από αυτή τη δημιουργική του ασάφεια, πετυχαίνει να μιλήσει για πολλά περισσότερα πράγματα από αυτά που συνήθως χωράνε σε ένα τραγούδι. Παράλληλα, η Pink Floyd-ικη ατμόσφαιρα, ο ελεγχόμενος θόρυβος, και η εξαιρετική κιθαριστική δουλειά δημιουργούν μια σχεδόν αποπνιχτική ατμόσφαιρά που δένει τέλεια με τους στίχους. Αξίζει να αναφερθεί πως αυτή είναι η πρώτη φορά που ο ο Reeves Gabrels, κιθαρίστας του σχήματος από το 2012 και παλιός συνεργάτης του David Bowie, ηχογραφεί με το συγκρότημα και η δουλειά του εδώ αποδεικνύει γιατί βρίσκεται σταθερά μαζί τους τα τελευταία 12 χρόνια.

Κάπου εκεί όμως έρχεται το "Drone:Nodrone" για να μας βγάλει από το σκοτάδι και να μας θυμίσει πως το συγκρότημα διαπρέπει εξίσου και όταν κρατάει αποστάσεις από την μελαγχολία και αφήνεται να γκρουβάρει. Καταλαβαίνω γιατί μπορεί να κακοφανεί σε αρκετούς καθώς πρόκειται για ένα κομμάτι που δεν δένει απολύτως με τον υπόλοιπο δίσκο όμως, στη μεγάλη εικόνα, έχω την αίσθηση πως σοφά επιλέχθηκε να μπει εκεί ώστε να λειτουργήσει ως διάλειμμα προτού το "I Can Never Say Goodbye", ένα τραγούδι για την απώλεια του αδερφού του όπως φανερώνει και ο στίχος "something wicked this way comes to steal away my brothers life" μας θυμίζει πως αυτό δεν είναι ένα από αυτά τα άλμπουμ των Cure που ακούμε στα bar και στα πάρτι, αλλά κάτι άλλο, πιο ουσιαστικό, πιο βαθύ, πιο ειλικρινές, και, σίγουρα, πιο συναισθηματικά φορτισμένο. Ακόμη όμως δεν έχει έρθει η ώρα να αποχαιρετήσουμε το συγκρότημα.

Λίγο πριν το τέλος θα κάνουμε άλλο ένα πέρασμα από την πιο ανάλαφρη πλευρά του συγκροτήματος, με το "All I Ever Am" που, από τη μία προσεγγίζει με τον καλύτερα τρόπο την late 80s εκδοχή του σχήματος που λατρέψαμε σε κομμάτια όπως το "Just Like Heaven", και, από την άλλη, ξεδιπλώνει έναν πιο ώριμο Robert Smith που μπορεί να δημιουργεί pop χιτάρες με ταυτότητα και ουσία. Και κάπως έτσι, φτάνουμε στο τελευταίο κομμάτι ενός δίσκου που δεν ξεπερνά τα 50 λεπτά, κάτι που ενισχύει και το πόσο δεμένος ακούγεται. Για να είμαι ειλικρινής βέβαια, δεν θα έλεγα όχι σε δύο ακόμη τραγούδια. Ειδικά αν αυτά ήταν το εκπληκτικό "It Can Never Be the Same" ή το "Another Happy Birthday", τα οποία έχουν παρουσιάσει οι Cure σε ζωντανές τους εμφανίσεις και, στο βαθμό που καταλαβαίνω, "κόπηκαν" για να δώσουν χώρο σε κάποια λιγότερο "βαριά" κομμάτια.

Όπως και να έχει, φτάνοντας στο τέλος ενός δίσκου όπου η έννοια του τέλους είναι ο βασικός πρωταγωνιστής, το συγκρότημα μας παραδίδει το "Endsong" και, πλέον, μιλάμε για το τραγούδι που "τελειώνει" όλα τα τραγούδια. Κι αυτό είναι δεδομένο από τα πρώτα δευτερόλεπτα καθώς η πένθιμη εισαγωγή (ειδική μνεία οφείλει να γίνει στη σπουδαία δουλειά που έχει κάνει ο Jason Cooper πίσω από τα drums) σταδιακά εμπλουτίζεται ενορχηστρωτικά, μετατρέποντάς μας σε μάρτυρες ενός έπους που χτίζεται αριστουργηματικά για σχεδόν εφτά λεπτά στα ηχεία μας, προτού η φωνή του Smith να έρθει και να μας αποτελειώσει. Παίρνοντας μια ανάμνηση, και συγκεκριμένα το βράδυ της 20ης Ιουλίου του 1969 καθώς ο Robert με τον πατέρα του κοιτούσαν τον έναστρο ουρανό ενώ το Apollo 11 προσεδαφιζόταν στη σελήνη, ο καλλιτέχνης αναπολεί το παρελθόν ενώ, παράλληλα, αναρωτιέται πότε πέρασαν τα χρόνια. Στην πιο σπαραχτική στιγμή του δίσκου, ο Smith μας αποχαιρετά τραγουδώντας: "Its all gone, no hopes, no dreams, no worldleft alone with nothing at the end of every song" και κλείνει ένα σπουδαίο έργο με ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια που έχουν γράψει ποτέ οι Cure.

Χωρίς πειραματικές υπερβάσεις αλλά επενδύοντας στα στοιχεία που τους κάνουν πραγματικά ξεχωριστούς, το "Songs of a Lost World" αποτελεί ένα σπουδαίο επόμενο βήμα ενός εμβληματικού συγκροτήματος που πολλές φορές στην καριέρα του επαναπροσδιόρισε τον εαυτό του δραστικά και κατάφερε να επηρεάσει όλη τη σύγχρονη μουσική. Για αυτό εξάλλου αν ρωτήσεις 10 οπαδούς των Cure να σου πουν τον αγαπημένο τους δίσκο, το πιο πιθανό είναι πως θα καταλήξεις με τουλάχιστον 5 (αν όχι παραπάνω) διαφορετικές απαντήσεις.

Η νέα τους δουλειά λοιπόν προστίθεται με επιτυχία στην λίστα με τις πιθανές απαντήσεις που μπορεί να δώσει κανείς ενώ φαίνεται να αποτελεί απλώς την αρχή του τέλους αφού, με την κυκλοφορία της, ο Smith επιβεβαίωσε πως έχει σχεδόν έτοιμο τον επόμενο δίσκο τους και ήδη σκέφτεται τον μεθεπόμενο ενώ στόχος του είναι το γκρουπ να συνεχίσει να παίζει έως το 2029, χρονιά που αποτελεί την 50η επέτειο του ντεμπούτου τους και που ο ίδιος θα γίνει 70 ετών. Με ένα παρελθόν που δεν χωράει αμφισβήτηση ως προς την αξία του κι ένα παρόν που φανερώνει το τεράστιο μέγεθος τους, η αλήθεια είναι πως το μέλλον των The Cure προμηνύεται άκρως ευοίωνο.

  • SHARE
  • TWEET