Αν και διατηρεί μια αδυναμία στα progressive και doom ιδιώματα, εξακολουθεί να ακούει κάθε γνωστό και άγνωστο είδος αναζητώντας την περιπέτεια στη μουσική και πιστεύει ότι οι δυνάμεις του χάους και...

Squid
Cowards
Το τρίτο βήμα των Squid προς την σύγχρονη experimental rock ελίτ είναι και το, έως τώρα, πιο αποφασιστικό
Είναι εντυπωσιακό πως η σκηνή του Windmill πήρε το όνομα της από την ομώνυμη pub του Λονδίνου και χαρακτήρισε τα «ανήσυχα» rock σχήματα που ζυμώθηκαν εκεί τα τελευταία χρόνια. Ενώ μπάντες όπως οι Maruja κι οι Dry Cleaning είναι ακόμα στα ξεκινήματα τους, οι black midi, οι Black Country, New Road κι οι Squid θεωρούνται οι κύριοι εκπρόσωποι αυτού του κινήματος. Οι πρώτοι δυστυχώς μας τελείωσαν κι οι δεύτεροι μεταλλάσσονται σε ένα baroque pop γκρουπ, τι κάνει όμως η πεντάδα από το Brighton στο τρίτο της άλμπουμ;
Ενώ είχε την πλάκα του να βλέπεις τον Τύπο να αποκαλεί όλους τους παραπάνω post-punk (απλώς και μόνο επειδή τα φωνητικά έχουν μια τυπική για το είδος κυνικότητα), η περίπτωση των Squid είναι ακόμη πιο σύνθετη, αφού η προσπάθεια χαρακτηρισμού τους εμπλέκει και λέξεις όπως prog ή jazz. Η πραγματικότητα είναι πως αυτό το γκρουπ λατρεύει τον πειραματισμό και κάθε προσπάθεια ειδολογικής περιχαράκωσης τους είναι μάλλον περιττή, θεωρώ μάλιστα πως η μόνη μπάντα-αναφορά μπορούν να είναι οι Radiohead των ‘00s. Το "Cowards" είναι για τους Squid ένα ακόμα βήμα προς την σύγχρονη ελίτ του experimental rock, κι αυτή την φορά φαίνεται ακόμα πιο αποφασιστικό.
Ενώ λοιπόν στο "O Monolith" έβαλαν σε μια τάξη το συνθετικό χάος που χαρακτήριζε το "Bright Green Field", το "Cowards" επιχειρεί ένα περαιτέρω ραφινάρισμα του ήχου τους. Η μουσική των Squid βρίσκεται αυτή την στιγμή σε ένα ιδανικό σημείο μεταξύ υψηλής ενέργειας και μελωδικότητας, δανειζόμενη ισορροπημένα και από τους δύο κόσμους. Φυσικά, εξακολουθεί να είναι μουσική δύσκολη - ειδικά στις παράξενες αρμονίες της - και συχνά σκέφτομαι πως δεν θα πείραζε και πολύ αν ήταν λίγο πιο ευκολοάκουστη. Στον αντίποδα όμως, προκαλεί απόλαυση το πόσο μουσικό έδαφος καλύπτουν (και) στο "Cowards". Η πληροφορία που έχουν ακόμα και μεμονωμένα tracks όπως το funk-meets-avant-meets-kraut "Showtime!" είναι, τουλάχιστον, πληθωρική.
Όπως έδειξαν και τα "Crispy Skin", ‘’Building 650’’ και "Cro-Magnon Man" ως προπομποί του άλμπουμ, η γκρούβα των Squid κατάγεται από τις βερολινέζικες υπόγες των early ‘70s και καταλαμβάνει μεγάλο μερίδιο του άλμπουμ. Στο άλλο άκρο, βρίσκονται μελωδικά ηχοτοπία που φλερτάρουν με μια οργανική πειραματική ambient, όπως μπορεί να τα εντοπίσει κανείς στα δύο "Fieldworks" αλλά και στο φωτεινό ομώνυμο - στο οποίο γίνεται έντονα αισθητή κι η Radiohead επιρροή που αναφέρθηκε νωρίτερα. Το άλμπουμ αλλάζει συνεχώς στυλ και διαθέσεις, διατηρώντας πολύ ψηλά την φαντασία στις ενορχηστρώσεις: έγχορδα, πιάνα, τρομπέτες, περίτεχνες κιθάρες, έξυπνα synths και samples εμπλουτίζουν συνεχώς τα κομμάτια, ανακαλύπτοντας μια μπάντα που - εμφανώς - αντιμετωπίζει το κάθε της τραγούδι δημιουργικά και χωρίς ατζέντα.
Οι Squid δεν δίνουν την εντύπωση πως είναι «δύσκολοι» και «παράξενοι» απλώς για την φιγούρα. Ηχούν γνήσια εξερευνητικοί, σαν το παιδί που δοκιμάζει πράγματα για να δει ποια είναι τα όρια του. Οι δυνατότητες μοιάζουν άπειρες: η αλά Velvet Underground noir ατμόσφαιρα του "Blood On The Boulders" θα μετατραπεί σε ένα noisy εφιάλτη και πάλι πίσω, ενώ το καταπληκτικό "Well Met (Fingers Through The Fence)" που κλείνει τον δίσκο διανύει όλη την διαδρομή από μια crooning μπαλάντα με jazzy διάθεση ως τις παρυφές του post-minimalism. Άνετα το καλύτερο τους τραγούδι ως σήμερα.
"I resist the urge of a quiet life" λέει ο στίχος στο "Showtime!" και αντηχεί στα αυτιά μου ως μανιφέστο. Οι Squid δεν έχουν βγάλει ακόμα κάποιο απόλυτο αριστούργημα - ίσως δεν βγάλουν και ποτέ - ούτε έχουν καταλήξει στιλιστικά. Εκεί όμως κείτεται και η γοητεία τους, στο γεγονός πως ταξιδεύουν ακόμα ανάμεσα σε μουσικάρες λαθραία, χωρίς χαρτιά, χωρίς υποσχέσεις και προσδοκίες. Σαρκαστικοί, εσωστρεφείς και ανεπαίσθητα σκοτεινοί - σαν τα φωνητικά του Ollie Judge - συνεχίζουν μια εξερεύνηση που, βήμα με το βήμα, βγάζει όλο και περισσότερο νόημα ακριβώς γι αυτό που είναι. Και κάπως έτσι, σταθερά και αθόρυβα, οι Squid δείχνουν να αποκτούν την στόφα του μεγάλου.