Nite

Voices Of The Kronian Moon

Season Of Mist (2022)
Από τον Πάνο Ζαρκαδούλα, 01/04/2022
Σε αυτόν τον δίσκο μπαίνουν τα θεμέλια για σπουδαία πράγματα από τους Bay Area heavy/dark metallers
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Θυμάμαι αμυδρά το ντεμπούτο τους πριν δύο χρόνια. Κάποιος αλγόριθμος του διαδικτύου τους εμφάνισε μπροστά μου και εν συνεχεία τους έχασα. Μάλλον δεν ευθυγραμμίστηκε η διάθεση με τον χρόνο και με ό,τι άλλο χρειάζεται, ώστε να παραμείνω μαζί τους. Τώρα όμως έλαβα δεύτερη ευκαιρία και σκέφτηκα να μην τη χαραμίσω. Είναι και αυτό το εξώφυλλο, αισθητικής κόμικ, που τραβάει σα μαγνήτης.

Στο πρώτο άκουσμα λαμβάνεις δύο βασικές πληροφορίες: Heavy metal με γερές βάσεις στο NWBHM. Φωνητικά που αρνούνται να μοιάσουν στους μεγάλους του χώρου και στρέφονται στην ακραία του μορφή . Εξ ου και οι αναφορές για blackened heavy metal, τις οποίες δεν υποστηρίζω ιδιαίτερα. Μάλλον ελάχιστα. Η άρθρωση του Van Labrakis (Satan’s Wrath) είναι πεντακάθαρη και δεν ψάχνεις μανιωδώς το booklet για να αποκωδικοποιήσεις φωνήεντα και σύμφωνα. Οι μετρημένες κραυγές έχουν το black metal ως αφετηρία, δεν ορίζουν σε καμία περίπτωση πάντως τη σκοτεινή και σχεδόν απόκοσμη ερμηνεία του.

Οι υπόλοιπες ακροάσεις, αυτές που βγάζουν ετυμηγορία και κάνουν έναν δίσκο μέρος της καθημερινότητάς σου ή τον βάζουν διακριτικά στην άκρη, τάσσονται υπέρ του πρώτου. Η κιθαριστική δουλειά είναι ο έτερος πόλος, στο δίπολο κιθάρες - φωνητικά. Ο Labrakis από τη μία και ο Scott Hoffman (Dawnbringer, High Spirits) από την άλλη, συνθέτουν κολλητικές μελωδίες. Από αυτές στις οποίες ανατρέχεις συχνά γιατί αποτυπώνονται στον νου με μεγάλη ευκολία. Η προσπάθεια να μην ακουστεί retro η μπάντα φαίνεται εξ αρχής. Πώς το κάνουν οι Audrey Horne; Κάπως έτσι. Δεν ήταν λίγες οι φορές, ειδικά στο ξεκίνημα των συνθέσεων, που οι Σκανδιναβοί χτύπησαν με δύναμη το πορτάκι των αναμνήσεων.

Μπορεί τα φωνητικά να κουβαλάνε έως τέλους αυτή τη διάθεση (όσο πιο πολύ ακούω τον δίσκο, τόσο πιο πολύ μου δίνουν την εικόνα του Lemmy να τραγουδάει κάπου από το υπερπέραν), οι συνθέσεις όμως στέκονται σχεδόν απέναντί τους. Όχι όλες, αλλά το σεβαστό ποσοστό του 75%, ή αλλιώς οι 6 από τις 8. Σε αυτές τις πρώτες έξι λοιπόν, εντοπίζονται υμνικά και ξεσηκωτικά σημεία, όπου μπορείς να τα μετουσιώσεις σε "oh oh oh oh", συντροφεύοντας τον ερμηνευτή χωρίς να χρειαστεί καν να πει «δικό σας». Η ροή των συνθέσεων έχει τη δύναμη να δεσμεύει την προσοχή σου και να την κρατά αμείωτη, ενώ εξίσου ισχυρή είναι και η δύναμη των κιθαριστικών solo: αναπόσπαστο μέρος της σύνθεσης, με ουσία και χαρακτήρα.

Η μερική αλλαγή πλεύσης προς το τέλος, δε διαταράσσει την αναφερθείσα ροή, παρά μοιάζει ως φυσικό επακόλουθο η πορεία να καταλήξει εκεί και με αυτόν τον τρόπο. Η ατμόσφαιρα σκοτεινιάζει επικίνδυνα, η μουσική φαντάζει πλέον απειλητική, και δημιουργούνται προσδοκίες για φωνητικές εξάρσεις. Δεν ήρθαν και πραγματικά θα τις επιθυμούσα. Τα τελευταία 2/8 του δίσκου είναι δομημένα έτσι, ώστε να μιλάμε για ένταση, πάθος και ακατάληπτα ακραία φωνητικά. Τούτο καταγράφεται και ως το μοναδικό παράπονο για έναν δίσκο που από τη μία δίνει ξεκάθαρο μουσικό στίγμα και χαρακτήρα στην μπάντα, και από την άλλη δε λέει να εγκαταλείψει τα ακουστικά μου.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET