Οι Φόβοι Του Πρίγκηπα: «Καλά έπαθε η μουσική βιομηχανία που έφαγε στραπάτσο»

Το ελληνικό rock συγκρότημα μας μιλά για την επιστροφή του μετά από αρκετά χρόνια και το επερχόμενο live τους

Από την Ναϊρί Πελτεγιάν, 03/01/2019 @ 13:18

Έχοντας ξεκινήσει την πορεία τους το 1995 στο Ρέθυμνο, με τέσσερις δίσκους στο ενεργητικό τους μέχρι το 2001 και έχοντας υπάρξει support στο ΡΟΔΟΝ στους John Spencer Blues Explosion, οι Φόβοι Του Πρίγκηπα επιστρέφουν μετά από 17 χρόνια για ένα live στην Αθήνα, το οποίο περιμένουν πολλοί φίλοι της ελληνικής ροκ σκηνής. Μας μίλησαν για την επιστροφή τους, το ξεκίνημά τους αλλά και τα επόμενα σχέδιά τους.

Οι Φόβοι Του Πριγκηπα

Ποιος είναι ο «πρίγκηπας» στον οποίο αναφέρεται το όνομα του συγκροτήματος, αλλά και το ομώνυμο κομμάτι;

Ο «πρίγκηπας» είναι κάθε πρόσωπο, ιδέα ή θεσμός που εκπροσωπεί την εξουσία και αδιαφορεί για τις συνέπειες που έχουν οι πράξεις του στις ζωές των υπόλοιπων ανθρώπων. Στο ομώνυμο τραγούδι εμφανίζεται αλαζονικός και τόσο σίγουρος για την ανωτερότητα που αισθάνεται έναντι των άλλων που στο τέλος ανταμείβεται με αυτό που του αξίζει. Μοναξιά και απομόνωση. Μια ζωή δηλαδή ανάξια να τη ζει κανείς. Σε αυτή τη ζωή αναφέρονται και οι φόβοι του.

Βρεθήκαμε κάποια στιγμή και οι τέσσερις μαζί και αρχίσαμε να παίζουμε με ό,τι είχαμε διαθέσιμο. Δυο κιθάρες, ένα μπάσο, χαρτόκουτα και μεταλλικά τάπερ για τύμπανα

Πείτε μας λίγα λόγια για όποιον τυχόν δεν γνωρίζει πώς ξεκινήσατε πίσω στο '95.

Το 1995 συναντηθήκαμε στο Ρέθυμνο ως φοιτητές του Πανεπιστημίου Κρήτης. Όλοι μας είχαμε παρελθόν σε μπάντες στις πόλεις από τις οποίες ήρθαμε. Ο Αντώνης μάλιστα είχε προλάβει να κυκλοφορήσει δίσκο στην Κύπρο με την μπάντα του, τους Rebel Youth. Ο Ανδρέας και ο Αντώνης είχαν γνωριστεί στο Metropolis, ένα ροκ κλαμπ σταθμό για όλους τους φοιτητές στο Ρέθυμνο, και έκαναν παρέα. Είχαν ξεκινήσει να μοιράζονται την ιδέα δημιουργίας ενός μουσικού σχήματος, κυρίως ακουστικού. Ο Ανδρέας είχε μια ηλεκτρική κιθάρα και έβαλε αγγελία πώλησης προκειμένου να πάρει μια ακουστική γι’ αυτό το σχήμα. Τότε εμφανίστηκε ο Πάρις, ως υποψήφιος αγοραστής, και ξεκινήσανε να τζαμάρουνε μαζί. Μετά από αυτή τη συνάντηση, η ιδέα του ακουστικού σχήματος άλλαξε. Ο Πάρις είχε γνωρίσει το Σωτήρη, έναν μπασίστα που είχε ξεκινήσει να παίζει σε μια μπάντα στο Ρέθυμνο αλλά δεν ήταν πολύ ευχαριστημένος γιατί δεν βρίσκονταν όσο συχνά θα ήθελε. Έτσι έγινε και βρεθήκαμε κάποια στιγμή και οι τέσσερις μαζί στο σπίτι της Χορτάτζη και αρχίσαμε να παίζουμε με ό,τι είχαμε διαθέσιμο. Δυο κιθάρες, ένα μπάσο, χαρτόκουτα και μεταλλικά τάπερ για τύμπανα.

Μετά από μερικές εβδομάδες είχαμε ήδη γράψει πέντε τραγούδια και αποφασίσαμε να αναβαθμίσουμε το συγκρότημα. Αγοράσαμε μεταχειρισμένα τύμπανα και ενισχυτές και τα στήσαμε μέσα στο σπίτι. Η πρώτη μας πρόβα κράτησε μερικά λεπτά μόνο καθώς οι γείτονες ήρθαν και μας ζήτησαν να μην ξαναπαίξουμε τόσο δυνατά. Αναζητήσαμε έναν χώρο στο Ρέθυμνο και τελικά βρήκαμε ένα σχετικά απομονωμένο γκαράζ μπροστά στη θάλασσα που το ονόμασαμε «Υδροχώρο» λόγω της απίστευτης υγρασίας. Το γκαράζ είχε από δίπλα ένα μικρό δωματιάκι όπου έμενε ένας εργάτης που είχε μεταναστεύσει από την Αλβανία. Εμείς το πρωί πηγαίναμε στο πανεπιστήμιο και τα μεσημέρια γυρνούσαμε στον «Υδροχώρο» όπου παίζαμε μέχρι αργά το βράδυ. Ο καημένος ο γείτονας επέστρεφε την ίδια ώρα με εμάς για να ξεκουραστεί από τη δουλειά και είχε χάσει τον ύπνο του. Αλλά ήταν τόσο καλός μαζί μας που μας βοηθούσε ακόμα και με μερεμέτια στο χώρο και μας έλεγε και την άποψή του για τα κομμάτια μας. Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς ηχογραφήσαμε στο Ρέθυμνο το πρώτο μας demo με δυο τραγούδια (Οι Φόβοι του Πρίγκηπα, Ο Υποκριτής), ενώ το φθινόπωρο το δεύτερο με πέντε κομμάτια ("Κολασμένη Ανδρεία", "Ειρωνικόν", "Όξινη Βροχή", "Άει Στην Ευχή", "Τι Να Ζητήσω"). Οι κασέτες αυτές έφτασαν σχεδόν σε όλα τα μέρη της Ελλάδας μέσα σε δυο-τρεις μήνες και αρχίσαμε να λαμβάνουμε πολλά γράμματα με το ταχυδρομείο. Μετά αρχίσαμε τα live. Σε ένα από τα πρώτα μας live, στο Έκκεντρον στη Θεσσαλονίκη, μας άκουσε ο Πάνος Τόλιος από τα Ξύλινα Σπαθιά και μας πρότεινε να απευθυνθύμε στη Virgin. Έξι μήνες περίπου μετά είχαμε υπογράψει συμβόλαιο και ετοιμαστήκαμε για την ηχογράφηση του πρώτου μας δίσκου. Τα υπόλοιπα είναι πάνω-κάτω γνωστά. 

Το παλεύαμε εδώ και δύο χρόνια να φτάσουμε τη μπάντα σε επίπεδο live και τώρα που τα καταφέραμε, το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι είναι απερίγραπτο

Πώς νιώθετε για το γεγονός ότι 17 χρόνια μετά θα βρεθείτε πάλι στην αθηναϊκή σκηνή με το συγκεκριμένο σχήμα;

Το παλεύαμε εδώ και δύο χρόνια να φτάσουμε την μπάντα σε επίπεδο live και τώρα που τα καταφέραμε, το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι είναι απερίγραπτο. Είναι πρωτόγνωρο και οικείο μαζί, σαν να δοκιμάζουμε μετά από χρόνια ένα αγαπημένο κρασί που έγινε όπως έπρεπε. Η αγάπη για τη μπάντα και τη μουσική της ήταν εκεί ούτως ή άλλως, όπως και το ισχυρό προσωπικό δέσιμο μεταξύ μας. Αυτό που ήρθε τώρα είναι η αφοσίωση και η συνέπεια στο να βρισκόμαστε και να παίζουμε με τα παλιά μας τραγούδια και να δοκιμάζουμε νέα. 

Τον περασμένο Αύγουστο παίξαμε στο Φεστιβάλ Βρύσης Τυρνάβου. Το αισθανθήκαμε ως ένα από τα καλύτερά μας live και συναντήσαμε πολύ συγκινητική ανταπόκριση από τον κόσμο, τόσο τους παλιόφιλους από τα '90s όσο και νέα παιδιά που μας ακούνε συστηματικά σήμερα. Επίσης κάτι πρωτόγνωρο για εμάς. Το να ερχόμαστε δηλαδή σε επαφή με ανθρώπους που μας άκουσαν όσο είμασταν ανενεργοί, εδώ και 17 χρόνια.

Μετά τη Βρύση δεχτήκαμε ένα μπαράζ αιτημάτων από φίλους της μπάντας να κάνουμε ένα live στην Αθήνα. Στις 12 Ιανουαρίου στο six dogs θα γίνει αυτή η συνάντηση και εμείς είμαστε σε δημιουργική εγρήγορση καθώς προετοιμαζόμαστε για ένα δυνατό, χορταστικό live.

Οι Φόβοι Του Πριγκηπα

Τέσσερις δίσκοι από το '97 μέχρι το 2001. Τί εκφράζει ο καθένας από αυτούς;

Ο πρώτος δίσκος, με τα γουρουνάκια στο εξώφυλλο, που κυκλοφόρησε το Φεβουάριο του 1997, δημιουργήθηκε μέσα σε έξι μήνες. Όλα τα κομμάτια γράφτηκαν από την άνοιξη μέχρι το χειμώνα του 1995. Θα τον παρομοιάζαμε με μια έκρηξη. Έχει ταυτόχρονα την ενέργεια αλλά και τον αυθορμητισμό κάποιου πράγματος που σκάει ξαφνικά από το πουθενά. 

Τον ηχογραφήσαμε το φθινόπωρο του 1996 στο studio Magnanimus στη Θεσσαλονίκη με παραγωγό τον Γιώργο Πεντζίκη. Μέχρι εκείνη την περίοδο είχαμε ήδη συνθέσει το μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου άλμπουμ μας, που το ονομάσαμε Φάρσα με Χρυσή Συνοχή και κυκλοφόρησε το χειμώνα του 1998. Στο δεύτερο άλμπουμ μας πολλά πράγματα έγιναν περισσότερο συνειδητά. Επιλέξαμε την ομάδα παραγωγής Brotherhood Of The Dog που αποτελούνταν από τον Alex K και τον Jimmy Spliff και ηχογραφήσαμε με τεχνικό ήχου τον Άρη Χρήστου στο Action Studio, εκεί που έγραφαν τότε οι Closer, οι Deus Ex Machina και οι Nightstalker. Ήδη τότε είχαμε αρχίσει να προσεγγίζουμε το παλιότερο υλικό μας διαφορετικά και επίσης είχαμε συνθέσει κομμάτια που θα έμπαιναν στην επόμενη κυκλοφορία μας και διέφεραν αρκετά ηχητικά. Αυτή η φάση αποτυπώθηκε σε μια κυκλοφορία μας το καλοκαίρι του 98, ένα cd με 4 κομμάτια με τίτλο πάλι το όνομάς μας: "Οι Φόβοι του Πρίγκηπα", ΕP, 1998. Περιλαμβάνει μια swing jazz διασκευή της "Χωμάτινης Κούκλας" (Black&White), ένα χαοτικό remix του "Κοίτα" και δύο καινούρια κομμάτια, την "Απορία" σε σκληρότερη μίξη από τη μίξη της "Φάρσας" και το "Μαύρο Κουτί", που πήγαινε περισσότερο προς το ύφος του επόμενου άλμπουμ μας και υπάρχει μόνο σε αυτή την κυκλοφορία. Η "Φάρσα Με Χρυσή Συνοχή" συνδύαζε τα γκάζια της πρώτης περιόδου με μια νέα τεχνογνωσία στον ήχο και στο παίξιμο που προέκυψε και μέσα από τη διαδικασία της ηχογράφησης.

Αμέσως μόλις κυκλοφόρησε το δεύτερο άλμπουμ η μπάντα μεταφέρθηκε στην Αθήνα. Ο Σωτήρης, έφυγε για την Αγγλία και τη θέση του στο μπάσο πήρε ο Αλέξης Καρακώστας. Στην Αθήνα ολοκληρώσαμε το υλικό του τρίτου άλμπουμ μας, του "Τελευταίου Διαστημοταυρομάχου". Στην παραγωγή ήταν πάλι οι Brotherhood Of The Dog, και ηχογραφήθηκε στο Studio Sierra το καλοκαίρι του 2000. Στον δίσκο αυτόν φαίνεται η μετάβαση της μπάντας σε κάτι πιο πολύπλοκο τεχνικά και ηχητικά. Κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2001 και ήταν ο τελευταίος μας δίσκος.

Μετά από χρόνια που προσεγγίζουμε πάλι ολόκληρο το υλικό μας, διαπιστώνουμε ότι παρά τις διαφορές που έχει κάθε δίσκος και κάθε περίοδος μας, υπάρχει μια γραμμή που συνδέει κάποια από τα τραγούδια και των τεσσάρων κυκλοφοριών μας σε ένα σύνολο. Αυτό το συόνολο παίζουμε τώρα στα live μας.

Ο ήχος της μπάντας δεν σταμάτησε ποτέ να αλλάζει, όχι μόνο γιατί άλλαξε ένα μέλος της αλλά και γιατί όλοι αλλάζουμε συνεχώς

Είχαν αλλάξει αρκετά μέλη της μπάντας μέσα στα χρόνια. Επηρεάζουν αυτές οι αλλαγές και τον μετέπειτα ήχο;

Στην ουσία μια αλλαγή έγινε. Τη θέση του Σωτήρη Τομζά που ήταν ιδρυτικό μέλος της μπάντας από το 1995, πήρε ο Αλέξης Καρακώστας το 1999. Μέχρι να έρθει ο Αλέξης στη μπάντα κάναμε μια περιοδεία με τον Ανδρέα Στρατέα στο μπάσο, μέλος των Asphodel από το Ρέθυμνο. Ο ήχος της μπάντας δεν σταμάτησε ποτέ να αλλάζει, όχι μόνο γιατί άλλαξε ένα μέλος της αλλά και γιατί όλοι αλλάζουμε συνεχώς.

Να περιμένουμε και κάτι καινούριο δισκογραφικά;

Παίζουμε καινούρια κομμάτια στις πρόβες, αλλά η απόσταση από το να παίξουμε live ένα καινούριο κομμάτι μας μέχρι το να το ηχογραφήσουμε μαζί με ένα υλικό που συνθέτει έναν  δίσκο, είναι τεράστια. Αν πάντως προκύψει κάτι τέτοιο θα χρειαστεί αρκετό χρόνο.

Αν μια μπάντα προχωράει με το όνειρο να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη οι δυσκολίες είναι ατέλειωτες και δεν γνωρίζουν σύνορα

Ποιες είναι οι πιο σημαντικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένα συγκρότημα στην Ελλάδα;

Εξαρτάται ποιες είναι οι προσδοκίες του συγκροτήματος. Πάντοτε οι δυσκολίες έχουν να κάνουν με τους στόχους που βάζουμε.

Αυτήν τη στιγμή φαίνεται ότι αν μια μπάντα θέλει να αναπτύξει τη μουσική της έχει τα πάντα που χρειάζεται. Εξοπλισμός βρίσκεται σχετικά εύκολα, η έρευνα για όλα τα είδη μουσικής στο διαδίκτυο είναι πανεύκολη, παραγωγή στην Ελλάδα υπάρχει και άνθρωποι και χώροι που ασχολούνται επίσης. Επίσης με το διαδίκτυο μπορεί κάποιος πολύ εύκολα να μοιραστεί τη μουσική του. Βέβαια, κάποια από τα θετικά που είπαμε παραπάνω έχουν και τα αρνητικά τους. Το γεγονός ότι η μουσική μας έρχεται στο πιάτο μέσω διαδικτύου μας κάνει αρκετά πιο μαλθακούς σε σχέση με παλιότερα που έπρεπε να ψάξεις για να βρεις αυτά που σου αρέσουν. Όταν τα έβρισκες τα έλιωνες μέχρι να προχωρήσεις παρακάτω, δηλαδή γινόσουν καλύτερος ακροατής. Επίσης, η μεγάλη μουσική παραγωγή στην Ελλάδα αυτήν τη στιγμή μπορεί να δυσκολεύει λίγο το να ξεχωρίσει κάποια μπάντα και να ακουστεί. 

Αν, από την άλλη, μια μπάντα προχωράει με το όνειρο να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη οι δυσκολίες είναι ατέλειωτες και δεν γνωρίζουν σύνορα.

Οι Φόβοι Του Πριγκηπα

Πότε και πού ήταν το πρώτο live σας και τί θυμάστε πιο έντονα από αυτό;

Το πρώτο μας live οργανώθηκε στο αγαπημένο μας στέκι, στο Metropolis στο Ρέθυμνο, στις 23 Νοεμβρίου του 1995. Επειδή είμασταν καινούρια μπάντα είχαμε καλέσει σε μια πρόβα μας τον Αντώνη Κοκκινόμαρκο, τον ιδιοκτήτη του Metropolis, να μας ακούσει για να δούμε αν θα μας έδινε μια μέρα. Κατά τη διάρκεια ολόκληρης της πρόβας έκανε διάφορους μορφασμούς και νομίσαμε ότι δεν του άρεσε καθόλου αυτό που άκουγε. Μόλις τελειώσαμε τον ρωτήσαμε αν θα μας άφηνε να παίξουμε στο χώρο. Εκείνος μας έδωσε κατευθείαν μια πολύ καλή ημερομηνία. Απορήσαμε και τον ρωτήσαμε γιατί έκανε αυτούς τους μορφασμούς και τότε μας εξήγησε ότι είχε έναν επίμονο πόνο σε όλη τη διάρκεια της πρόβας αλλά δεν ήθελε να μας διακόψει. Ο Αντώνης μας υποστήριξε σαν μπάντα σε όλη τη διάρκεια που είμασταν στο Ρέθυμνο και, πριν μας κάνει πρόταση η Virgin, μας είχε πει ότι θα μας κάλυπτε το κόστος για την ηχογράφηση και την κυκλοφορία ενός single βινυλίου με τον όρο να βρίσκεται στη δεύτερη πλευρά η διασκευή του "Hey Hey My My" του Neil Young που παίζαμε τότε. Από το live θυμόμαστε ότι, όταν φτάσαμε στο Metropolis για να παίξουμε ήταν σχεδόν αδύνατο να περάσουμε από τον πολύ κόσμο που είχε κλείσει ακόμα και το στενό που ήταν το club. Είχε έρθει σχεδόν όλο το πανεπιστήμιο του Ρεθύμνου. Δεν περιμέναμε με τίποτα κάτι τέτοιο. Από τότε, αυτό επαναλήφθηκε σχεδόν σε όλα μας τα live στο Ρέθυμνο. 

Τί συμβουλή θα δίνατε σε μπάντες που ξεκινάνε τώρα;

Για να δώσουμε κάποια συμβουλή θα πρέπει να ξέρουμε κάτι που μπορεί να φανεί χρήσιμο σε κάποιον. Δεν ξέρουμε αν έχουμε κάτι τέτοιο. Αν υπάρχει ένα πράγμα που έμεινε στη δική μας περίπτωση, είναι η αγάπη για το rock’n’roll και η ικανοποίηση από το ανθρώπινο δέσιμο που συμβαίνει όταν παίζεις σε μπάντα. Όλα τα υπόλοιπα είναι δευτερεύοντα.

Η μουσική βιομηχανία έφαγε πολύ μεγάλο στραπάτσο με το downloading και καλά έπαθε

Πώς βλέπετε τη συμβολή του ίντερνετ και του download στη μουσική βιομηχανία;

Η μουσική βιομηχανία έφαγε πολύ μεγάλο στραπάτσο με το downloading και καλά έπαθε. Σαν ακροατές βγήκαμε όλοι κερδισμένοι από τη διανομή της μουσικής μέσω ίντερνετ. Αλλά, θα πρέπει να προσέχουμε γιατί το ίντερνετ δεν εγγυάται από μόνο του ότι η μουσική θα συνεχίσει να μοιράζεται ελεύθερα. Κατά τη γνώμη μας υπάρχει ακόμα αρκετή διαμεσολάβηση στη διανομή της μουσικής και, σε κάποιες περιπτώσεις, ο κόσμος φαίνεται σαν να είναι εκπαιδευμένος να την αγνοεί. Αν ο κόσμος κρατάει επαφή με τη μουσική παραγωγή και μπαίνει στη διαδικασία να φτιάξει μπάντες, φεστιβάλ, χώρους, ενημερωτικά έντυπα και site, και να γίνει κομμάτι της σκηνής, τότε κάθε γειτονιά θα έχει τη μουσική της και η ιδέα ή η ανάγκη της μουσικής βιομηχανίας θα συνεχίσει να δείχνει αφύσικη. 

Αν γυρνούσατε πίσω τον χρόνο θα αλλάζατε κάτι σε σχέση με τη μουσική σας ή την πορεία σας;

Όχι. Δεν θα ήμασταν εμείς αν κάναμε κάτι τέτοιο.

Μέσα σε αυτά τα χρόνια κάνατε δύο live, ένα το '11 και ένα τώρα το καλοκαίρι του '18. Νιώσατε διαφορές σε σχέση με το κοινό του τώρα και του τότε;

Το live του 2011 έγινε πολύ γρήγορα, αυθόρμητα, και ο κόσμος που ήρθε να μας δει ήταν το κοινό που είχαμε στα τέλη της δεκαετίας του '90. Τον φετινό Αύγουστο συνειδητοποιήσαμε ότι υπάρχουν νεότεροι που δεν μας πρόλαβαν όταν ήμασταν ενεργοί, αλλά μας ακούν και μας γνωρίζουν σαν μπάντα. Δηλαδή, υπήρχαν στο κοινό οι φίλοι μας από τα παλιά, αλλά υπήρχαν και πολλοί εικοσάρηδες που τραγουδούσαν μαζί μας. Αυτή είναι μια πολύ μεγάλη διαφορά, τόσο σε σχέση με το live του 11 όσο και με τα live της παλιότερης περιόδου μας.

Αν θα μπορούσατε να γράψετε ένα κομμάτι ως soundtrack οποιασδήποτε ταινίας, ποια θα διαλέγατε;

Δεν έχει προκύψει να το σκεφτούμε αυτό ποτέ, μας πιάνεις απροετοίμαστους. Ένα soundtrack πάντως που ακούσαμε πάρα πολύ σαν μπάντα όταν μέναμε στο Ρέθυμνο ήταν το "Dead Man" του Neil Young. Μας είχε γοητεύσει πολύ τόσο η μουσική του όσο και η διαδικασία με την οποία δημιουργήθηκε και χαθήκαμε μέσα στους ήχους του για εβδομάδες. Αν τύχαινε ποτέ να κάνουμε κάτι, κάπως έτσι θα το φανταζόμασταν. 

Θέλετε να πείτε κάτι σε όλους αυτούς που ανυπομονούν να σας ξαναδούν ζωντανά το Σάββατο 12 Ιανουαρίου στο six d.o.g.s;

Πάρα πολλά πράγματα καθώς έγιναν πολλά από την τελευταία φορά μέχρι τώρα.  Θα προσπαθήσουμε να τα συμπυκνώσουμε από σκηνής και να τα εκφράσουμε με τον ήχο μας, το μεταξύ μας δέσιμο και τα κομμάτια που έχουμε επιλέξει. Ανυπομονούμε κι εμείς για αυτό το live και νιώθουμε την ενέργεια της μπάντας όπως τον πρώτο καιρό που είμασταν στο Ρέθυμνο.

  • SHARE
  • TWEET