Night Verses

Every Sound Has A Color In The Valley Of Night: Part Two

Equal Vision Records (2024)
Με το δεύτερο μέρος, οι Night Verses καταρρίπτουν κι άλλα σύνορα, και ξαμολούν σ’ αυτή τη διαολεμένη κοιλάδα της νύχτας ήχους που εκρήγνυνται απ’ την ασυγκράτητη πολυχρωμία τους
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Δεν πάει πολύς καιρός που συζητούσαμε για το πρώτο μέρος αυτού του πρότζεκτ, που καθ’ ολοκληρίαν αποτελεί τον τέταρτο δίσκο των Καλιφορνέζων. Η εντυπωσιακή τους ορχηστρική προσέγγιση μας (με) έκανε, όχι μόνο να αναθεωρήσουμε τη στάση μας απέναντι στην instru-prog μουσική, αλλά και να τον επιλέξουμε ανάμεσα στα καλύτερα άλμπουμ του Σεπτεμβρίου. Αυτό κυρίως επειδή έδειχναν να μπορούν να γράψουν κομμάτια με σαφείς δομές και μελωδίες, παραμένοντας ουσιώδεις και επικεντρωμένοι στην αφηγηματικότητα της μουσικής, δίνοντας έμφαση στις ιδέες που θα εξυπηρετούν το κομμάτι αντί να χρησιμεύουν ως χαλί για να περπατήσει πάνω η επιδειξιομανία τους. Η σκέψη να χωρίσουν το δίσκο σε δύο μέρη παραπέμπει σε αντίστοιχες κινήσεις συγκροτημάτων, όπως οι Between the Buried and Me με το "Automata", κι είναι απολύτως κατανοητή όταν η μουσική διέπεται από αυξημένη περιπλοκότητα κι η συνολική διάρκεια ξεπερνάει τη μία ώρα (με έναν μικρό αστερίσκο, ωστόσο, βλ. υστερόγραφο).

Το δεύτερο μέρος του "Every Sound…" είναι αρκετά διαφορετικό απ’ το πρώτο. Παρ’ όλο που έχει πάλι επτά κομμάτια και την ίδια διάρκεια, έχει τη συντομότερη και τη μακροσκελέστερη σύνθεση, ενώ έχει και φωνητικά σε δύο τραγούδια. Ταυτόχρονα, αισθάνομαι σαν να πιάνει ένα μεγαλύτερο ηχητικό εύρος, που ναι μεν χάνει από την επικεντρωμένη συνέπεια του προκατόχου του, όμως κερδίζει εν τέλει σε πλήθος διαθέσεων και διαφορετικών υφών. Παρ’ όλο που είναι πιο βραδυφλεγής, κερδίζει την εμπιστοσύνη σου και γνωρίζεις ότι θα επιστρέψεις ξανά και ξανά, με νέες λεπτομέρειες να αναδύονται σε κάθε επίσκεψη.

Η αρχή γίνεται με το "Plague Dancer", ένα καταιγιστικό κομμάτι που πιάνει το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει με ηρεμία το "Séance" στο τέλος του πρώτου μέρους, και του βάζει φωτιά με τρομερά ρυθμικά, κι ένα ξανά αδιανόητο παίξιμο από τον Aric Importa. Ταυτόχρονα, τα χαμηλά κουρδίσματα και τα εφέ το μετατρέπουν σε ένα ογκόλιθο από djenty riffs, που εναλλάσσονται με πιο mathy παιξίματα, εκεί που το λαβυρινθώδες συναντά το έκρυθμο. Ωστόσο, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, ο δεύτερος δίσκος έπειτα χαμηλώνει τις ταχύτητες, και εισάγει μία απ’ τις ομορφότερες μελωδίες του πρότζεκτ στο σύντομο και ατμοσφαιρικό "Åska", στο οποίο συναντούμε και τον πρώτο καλεσμένο, τον ηλεκτρονικό/πειραματικό καλλιτέχνη Author & Punisher. Με τον παράδοξο εξοπλισμό του, ο μουσικός από το San Diego ντύνει το κομμάτι με ωμούς, industrial ήχους, που προσφέρουν μία ιδιαίτερη αντίθεση με την λεπτεπίλεπτη και χορευτική γραμμή της κιθάρας, σε μία σύνθεση που βασίζεται ξεκάθαρα στη μελωδική της επανάληψη παρά στο χτίσιμό της.

Αντίστοιχα σύντομο, κι ωστόσο κολλητικό, είναι και το "Glitching Prisms", στο οποίο τραγουδάει ο Brandon Boyde των alternative μύθων Incubus, σε μία ωδή στην αβεβαιότητα, την οποία εκφέρει με έναν ιδιαίτερο καθησυχασμό στην φωνή του. Το σκοτεινό "Desire to Feel Nothing" και το χορευτικό "Crystal X" είναι ίσως και τα μόνα κομμάτι που αποτελούν γνώριμο έδαφος, καθώς εισάγουν θέματα, μετακυλίονται δυναμικά στις διάφορες φάσεις τους, μουγκρίζουν με ιδιαίτερα εφέ, ενώ τόσο ο προαναφερθείς Importa, όσο και ο Reilly Herrera στο μπάσο, αλλά και ο Nick DePirro στην κιθάρα, βρίσκουν το χρόνο να δείξουν τη μαεστρία τους και την παικτική τους δεινότητα, χωρίς να κλέβουν δράμι από την ατμόσφαιρα.

Τα πράγματα θα αλλάξουν ξανά στο "Slow Dose", όπου ο διαρκώς ανήσυχος Anthony Green των φανταστικών Circa Survive (κι ενός σκασμού ακόμη άλλων συγκροτημάτων) ακούγεται ακόμη πιο αιθέριος απ’ όσο συνήθως, στην πιο αργόσυρτη και trip hop στιγμή του δίσκου. Δεν είναι, όμως, παρά η ηρεμία πριν την καταιγίδα, κι επειδή δίσκος Night Verses χωρίς ένα έπος που να ακούει στο όνομα "Phoenix" δεν νοείται, εδώ έχουμε το οκτάλεπτο πέμπτο μέρος, με τον υπότιτλο "Invocation". Δεν ξέρω τι επίκληση ακριβώς επισυμβαίνει, όταν όμως η υπόκωφη αντίστροφη μέτρηση φτάσει στο ένα, ξεκινάει ένα σφυροκόπημα, γεμάτο breakdowns, στριγκλίσματα, και παραμορφώσεις, που μπλέκονται ιδιοφυώς με ρυθμικά μοτίβα, solos, και επικά leads, σε έναν ογκόλιθο που συμπυκνώνει την ηχητική παράνοια των Night Verses. Η τεχνική κατάρτιση είναι παρούσα, δεν είναι εκείνη που σε παρασέρνει όμως, αλλά οι ξέφρενοι ρυθμοί, η περιέλιξη των νοτών στις χορδές, η απρόσμενη μετάβαση σε ξέφωτα ηρεμίας, τα ατμοσφαιρικά samples που χρησιμοποιούνται.

Ας αποδεχτούμε ότι οι Night Verses είναι μία μοναδική μουσική οντότητα, που συγκεράζει τον πειραματισμό με την οικειότητα, την ωμότητα με την τρυφεράδα, και την μελωδία με τον θόρυβο. Αυτή τη στιγμή αποτελούν μία από τις ελάχιστες instrumental μπάντες με τέτοιο εύρος οράματος, και δείχνουν ασταμάτητοι ως προς τα ηχητικά τοπία που δύνανται να εξερευνήσουν επιτυχώς. Με τη δεύτερη προσθήκη στο "Every Sound Has A Color In The Valley Of Night", καταρρίπτουν κι άλλα σύνορα, και φτάνουν ακόμη πιο ψηλά απ’ όσο τους το είχαμε, ξαμολώντας σ’ αυτή τη διαολεμένη κοιλάδα της νύχτας ήχους που εκρήγνυνται απ’ την ασυγκράτητη πολυχρωμία τους.

Υ.Γ. Το εξώφυλλο είναι εναλλακτικό cover, μιας και το δεύτερο μέρος δεν αποτελεί ακριβώς διακριτή κυκλοφορία, αλλά είναι σαν να πρόκειται για δύο πλευρές ενός βινυλίου. Για να ξεχωρίζουν, όμως, ευκολότερα οι στιγμές του σχολιασμού, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να αξιοποιηθεί.

Bandcamp
Spotify

  • SHARE
  • TWEET