Nick Cave & The Bad Seeds

Wild God

PIAS / Rockarolla (2024)
Από τον Αντώνη Αντωνιάδη, 29/10/2024
Ένας δίσκος που αποκαθιστά την ισορροπία, επαναφέροντας τους Bad Seeds στο προσκήνιο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η θλίψη του πένθους δεν μοιάζει με καμία άλλη μορφή θλίψης. Και αυτό γιατί η απώλεια γεννά ποικίλα συναισθήματα που εναλλάσσονται μέρα με τη μέρα, έρχονται και σε επισκέπτονται σε ανύποπτους χρόνους, και, με τον καιρό, ναι μεν απαλύνονται αλλά ποτέ δεν εξαφανίζονται εντελώς. Σε ανθρώπινο επίπεδο λοιπόν, ο Nick Cave, την τελευταία δεκαετία, βρέθηκε αντιμέτωπος με όχι μία, αλλά δύο σημαντικές απώλειες που, όπως ήταν φυσικό, άφησαν το στίγμα τους και στην μουσική του.

Το αποτέλεσμα θα τολμήσω να πω πως ήταν αμφιλεγόμενο. Προσωπικά, δεν έχω αλλάξει στο ελάχιστο άποψη για το "Ghosteen". Για την ακρίβεια, σήμερα που έχουν καταλαγιάσει οι διθύραμβοι που γράφτηκαν τότε, εκτιμώ πως μπορούμε, σε μεγάλο τουλάχιστον ποσοστό, να συμφωνήσουμε πως πρόκειται για ένα πολύ προσωπικό έργο που μάλλον κακώς έφερε στο εξώφυλλό του την υπογραφή των Bad Seeds.

Με δεδομένο λοιπόν πως το συγκρότημα του βρέθηκε σε τριτοτέταρτο ρόλο στο τελευταίο άλμπουμ τους, με τη συμμετοχή του να περιορίζεται αισθητά, είναι λογικό όλοι να αναμένουμε το επόμενο βήμα τους για να τους ακούσουμε ξανά να διαπρέπουν. Βοήθησαν βέβαια και οι σχετικές δηλώσεις του Cave, εν όψει της δισκογραφικής του επιστροφής, όπου υποστήριζε πως οι Bad Seeds, στη διάρκεια των ηχογραφήσεων, έμοιαζαν με άγριο ζώο που βγήκε από το κλουβί του.

Αν με ρωτάτε βέβαια, η πραγματικότητα μάλλον απέχει αρκετά από την παραπάνω περιγραφή. Παρόλο που το "White God" δεν αγγίζει τα σημεία αυτοαναφορικότητας του "Ghosteen", θα ήταν μεγάλο ψέμα να υποστηρίξει κανείς ότι απέχει χιλιόμετρα από αυτό. Για την ακρίβεια δηλαδή, η νέα δουλειά του Nick Cave, στα δικά μου αυτιά τουλάχιστον, ακούγεται σαν ένα μείγμα τoυ τελευταίου άλμπουμ τους με το "The Boatman's Call".

Προφανώς λοιπόν, μια τέτοια μίξη σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως μια "δυναμική επιστροφή", πόσο μάλλον ως μια αισιόδοξη, όπως είδα να γράφεται σε διάφορα ηλεκτρονικά και έντυπα Μέσα. Δηλαδή, ναι, ok, μπορεί να μην το ακούς και να σκέφτεσαι οικογενειακές τραγωδίες και άλλες θλιβερές ιστορίες, αλλά ούτε το ακούς και αισθάνεσαι πως κάτι έχει αλλάξει αισθητά. Εξάλλου, ακόμη και το "Ghosteen" θεωρώ πως περισσότερο λειτούργησε ως ένα λυτρωτικό άλμπουμ για τον δημιουργό παρά ως μια απαισιόδοξη ή μαύρη κατάθεση ψυχής. Στην τελική, νομίζω αυτή η αντίληψη περί αισιοδοξίας έχει να κάνει με μια μονοδιάστατη αντίληψη σχετικά με την θλίψη. Όμως, όπως, δυστυχώς, οι περισσότεροι γνωρίζουμε, το πένθος δεν είναι μια κατάσταση που απαραίτητα σε αναγκάζει να τα βλέπεις όλα μαύρα κι άραχνα. Οι άνθρωποι που πενθούν, καλώς ή κακώς, καλούνται να συνεχίσουν τη ζωή τους. Πάνε στις δουλειές τους, βγαίνουν έξω, ερωτεύονται, διασκεδάζουν, κάνουν έρωτα, και, παράλληλα, πενθούν.

Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θα τολμήσω να εκφράσω άποψη για το κατά πόσο ο Nick Cave έχει αρχίσει να ξεπερνά το πένθος του, στην τελική αυτό είναι κάτι που κανείς από εμάς δεν μπορεί να πει για κανέναν. Αυτό όμως που μπορώ να πω είναι ότι το γεγονός πως το "White God" δεν αποτελεί ένα σκοτεινό καλλιτεχνικό άλμπουμ, δεν αποτελεί επαρκή λόγο για να το βρίσκει κανείς αισιόδοξο. Στην πραγματικότητα, τέτοιες κριτικές απομονώνουν τίτλους, όπως π.χ. το "Joy", για να βγάλουν συμπεράσματα που μικρή σχετικότητα έχουν με την ουσία. Και αυτή είναι πως το 18ο άλμπουμ του σπουδαίου αυτού συγκροτήματος συνεχίζει σε μια παρόμοια κατεύθυνση με τα πρόσφατα προηγούμενα αλλά διαφοροποιείται αρκετά ενορχηστρωτικά καθώς η minimal-ια δίνει τη θέση της στον λυρισμό και η μουσική ξαναμπαίνει στο προσκήνιο, όχι ως χαλί ή ως υπόκρουση των ποιητικών αφηγήσεων του Cave, αλλά ως κεντρικό καλλιτεχνικό σημείο του έργου τους.

Εξάλλου, κομμάτια όπως το "Frogs" ή το ομώνυμο φανερώνουν ένα συγκρότημα με έμπνευση σε φοβερή φόρμα που, 40 χρόνια μετά τη δημιουργία του, μπορεί ακόμη να δημιουργεί έντονα φορτισμένα τραγούδια που χωράνε εύκολα δίπλα στις κορυφαίες στιγμές της πλούσιας δισκογραφίας του. Και τώρα τι να λέμε; Στιχουργικά, ο Cave είναι πάντα σπουδαίος. Ακόμη και όταν μιλά για πράγματα που μπορεί να αισθανόμαστε πως μπορεί και να μην μας αφορούν.

Οι όποιες ενστάσεις μου λοιπόν αφορούν το δεύτερο μισό του δίσκου που μοιάζει περισσότερο ως μια πιο πομπώδης και πλούσια ηχητικά προέκταση του "Ghosteen", με τις gospel επιρροές και τα πλήκτρα να κυριαρχούν, παρά σαν συνέχεια των πρώτων κομματιών. Τουλάχιστον βέβαια, σε αυτήν την περίπτωση μιλάμε όντως για συνθέσεις που μπορούν να σταθούν αυτόνομες και δεν ακούγονται σαν ένα συνεχόμενο μοιρολόι σε λούπα.

Στο τέλος της ημέρας λοιπόν, η νέα δουλειά των Nick Cave & The Bad Seeds, ηχητικά, συνοψίζεται ως συνέχεια των άλμπουμ που κυκλοφόρησαν από τα μέσα των ‘90s μέχρι τα μέσα των 00s, με τον Warren Ellis να έχει συνπρωταγωνιστικό ρόλο και τις ενορχηστρώσεις να έχουν ως βάση την προσέγγιση του "Ghosteen". Καταλαβαίνω απολύτως τις ενστάσεις όσων λάτρεψαν το "Dig Lazarus Dig!!!", ή το "Abattoir Blues (εξάλλου είμαι κι εγώ ανάμεσα σε αυτούς) αλλά νομίζω πως είναι ώρα να πάρουμε όλοι απόφαση πως αυτά αποτέλεσαν μια Grinderman-ική παρένθεση στην πορεία που έχει πάρει το γκρουπ εδώ και κάποιες δεκαετίες. Μπορεί αυτό που κάνουν σήμερα να μην ταιριάζει σε όλους, όμως, νομίζω πως μοιάζει με μια απολύτως ταιριαστή συνέχεια μιας σπουδαίας ιστορίας που, όπου και αν τελικά καταλήγει, πάντα κάπως μας αφορά γιατί πάντα κάτι έχει να μας πει. Για τη ζωή, για το θάνατο, για το Θεό, για τον έρωτα, και, ίσως ακόμη, και για τον ίδιο μας τον εαυτό.

  • SHARE
  • TWEET