Motorpsycho

The Crucible

105 / Stickman (2019)
Από τον Παντελή Κουρέλη, 06/03/2019
Ένα ακόμα βήμα μπροστά από μια κυριολεκτικά προοδευτική μπάντα που η ακμή της κρατάει δεκαετίες
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι αγαπημένοι μας Νορβηγοί φτάνουν στο τέλος της τρίτης δεκαετίας τους, η οποία ίσως μάλιστα να είναι και η καλύτερή τους, με σερί τρομερών, προοδευτικών δίσκων από το "Heavy Metal Fruit" και μετά. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η φανταστική τους συνεργασία με τον Stale Storlokken, το "Behind The Sun", και βεβαίως το προηγούμενό τους πόνημα "The Tower".

Το συγκρότημα έχει βγάλει παραπάνω από είκοσι δίσκους μέχρι σήμερα και ο τομέας των tour dates δεν είναι ποτέ άδειος όταν κάποιος επισκευτεί την επίσημη σελίδα τους. Δεδομένου ότι είναι τρίο, η προ διετίας αποχώρηση του drummer Kenneth Kapstad, ο οποίος και τα δέκα χρόνια που έμεινε στη μπάντα έπαιζε σα ντοπαρισμένος, ήταν ένα «χτύπημα». Ο Bent και ο Snah χρειάζονταν έναν καινούργιο drummer για να ταλαιπωρήσουν και να ξεζουμίσουν με αλλεπάλληλους δίσκους και περιοδείες. Τον βρήκανε στο πρόσωπο του Tomas Järmyr των Zu και τον έριξαν αμέσως στα βαθιά: με την άφιξή του κλήθηκε να ηχογραφήσει το έξοχο "The Tower".

Αρκετές δεκάδες live μετά και έχοντας οργώσει πάλι την Ευρώπη, βρίσκεται στα χέρια μας η συνέχεια του "The Tower". Ως πρώτη εντύπωση, η διάρκεια των 41 λεπτών του δίσκου σε συνδυασμό ότι αυτός περιέχει μόλις τρία κομμάτια, με το ένα μάλιστα να ξεπερνά τα είκοσι λεπτά σε διάρκεια, ενδεχομένως να παραξενέψει κάποιον πριν την ακρόαση.

Επιχειρώντας μια σύντομη περιγραφή του κάθε κομματιού, το Psychotzar ξεκινάει με ένα βαρύ riff που θυμίζει λίγο πρώιμους Sabbath ώσπου ένα πονηρό mellotron να ξεφυτρώσει και να δώσει μια prog διάσταση. Διπλά φωνητικά και διπλά σολίδια μας οδηγούν σε ένα πιο ψυχεδελικό σημείο, για να ανέβει σιγά-σιγά η ένταση και να φτάσουμε στο χτίσιμο ενός prog riff μέχρι το τέλος.

Το "Lux Aeterna" ξεκινά με ένα περίπλοκο ακουστικό και ελαφρώς folk μέρος. Εξελισσόμενο το κομμάτι και πηγαίνοντας προς πιο prog μονοπάτια, φέρνει στο μυαλό τους μεγάλους King Crimson ηχητικά. Οι διπλές φωνές συνεργάζονται αρμονικά ενώ, ειδικότερα στη μέση του κομματιού, τα τύμπανα του Järmyr έχουν πάρει φωτιά και οι κιθάρες ανταγωνίζονται με τα πνευστά του Lars Horntvet (των Jaga Jazzist Horns, με τους οποίους είχαν βγάλει ένα EP το 2003). Με ένα φοβερό γύρισμα όλα ισορροπούν σε ένα πιο αργό τέμπο με την κιθάρα να αυτοσχεδιάζει, για να φτάσουμε σ’ ένα κινηματογραφικό τελείωμα.

Η μακροσκελής εισαγωγή του "The Crucible" φέρνει αμυδρά στο μυαλό τους έτερους μεγάλους Rush. Το ηγεμονικό μπάσο του Bent Sæther, μας οδηγεί σε ένα space μέρος ενώ τα τύμπανα ανεβάζουν την ένταση. Τα λόγια βγαίνουν ελαφρώς υπνωτιστικά, σε πλήρη αντίθεση με όσα περιγράφουν: την αγωνία των στρατιωτών ενώ περιμένουν να πεθάνουν στο μέτωπο, αναρωτώμενοι για τη χρησιμότητα ή και για τη ματαιότητα αυτού που ζούνε. Σε περιγραφή της... μάχης, πολλαπλά layers από κιθάρες φορτίζουν την ατμόσφαιρα και ένα σόλο στροβιλίζεται σα φυλακισμένο θηρίο που προσπαθεί να δραπετεύσει. Ξαφνικά, μετά το μέσο του κομματιού και σαν με το γύρισμα ενός κουμπιού, οι παραμορφώσεις σταματούν. Μια γλυκιά φωνή περιγράφει πόσο θα ήθελε κάθε στρατιώτης να βρίσκεται σπίτι του και η μουσική μας βάζει σε αυτό το κλίμα, μιας και ακούμε μέχρι και τα γαυγίσματα των οικόσιτων σκυλιών. Μόνο προσωρινά, όμως. Ο πόλεμος αμείλικτος περιμένει να πάρει και την τελευταία ζωή, γεγονός το οποίο μας δίνει να καταλάβουμε για τα καλά και το επικό, καλπάζον μέρος που ακολουθεί. Μετά την απαραίτητη ηρεμία, το τελείωμα του κομματιού γίνεται σε ύφος φωτεινό. Με δυο λόγια, prog παροξυσμός με όλα του τα λιπαρά.

Ενώ στο "The Tower" το παίξιμό του φαινόταν ελαφρώς συνεσταλμένο, στο "The Crucible" ο Järmyr έχει πλέον ανθίσει εντελώς, παίζει απελευθερωμένα και φαίνεται ότι έχει γίνει ένα σώμα με τη μπάντα. Το μπάσο έχει και πάλι ρόλο πρωταγωνιστή, ειδικά στο ομώνυμο τραγούδι. Η κιθαριστική δουλειά που έχει γίνει από τους Bent Sæther (ναι, ο μπασίστας παίζει και κιθάρα) και Hans Magnus Ryan είναι για μια ακόμη φορά εξαιρετική.

Οι συμβατικές δομές τραγουδιού δεν ήταν ποτέ χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης μπάντας. Ο δίσκος ρέει φυσικά, σα νεράκι, κάνοντας τις διάρκειες των κομματιών απλώς έναν αριθμό χωρίς σημασία. Αντιθέτως, σημασία έχει ότι ο ακροατής έχει μια αίσθηση πληρότητας ακόμα και στα μινιμαλιστικά σημεία. Τα τραγούδια έχουν ό,τι χρειάζεται και όπου χρειάζεται (mellotron, γυναικεία φωνητικά, διπλές κιθάρες κλπ), με το αποτέλεσμα να είναι ένα συναρπαστικό και ισορροπημένο μείγμα progressive και ψυχεδέλειας με δόσεις από stoner. Ή αλλιώς, μοτοψυχεδέλεια.

Σίγουρα ο καλύτερος και δικαιότερος κριτής μιας καλλιτεχνικής δουλειάς είναι ο χρόνος, όμως οι Motorpsycho με το "The Crucible" έχω την αίσθηση ότι έβαλαν στον κατάλογό τους άλλη μια αξιοσημείωτη κυκλοφορία. Όσοι τους έχετε ήδη ανακαλύψει από κάποια από τις προηγούμενες δουλειές τους και τους παρακολουθείτε, μάλλον το ξέρετε ήδη. Όσοι δεν τους έχετε ανακαλύψει, ας είναι η αφορμή ο εικοσιτέτοιος δίσκος τους και μην ανησυχείτε - υπάρχει πολύ υλικό για εξερεύνηση. Επενδύστε άφοβα τον χρόνο σας. Οι Motorpsycho μέχρι σήμερα, δεν έχουν απογοητεύσει ποτέ. Κι αυτό είναι πολύ δύσκολο να το κάνεις για 30 συνεχή χρόνια.

  • SHARE
  • TWEET