Gimme Shelter Film Festival: «Η μουσική είναι εκεί, αιώνια, διαθέσιμη»
Ο συμπαραγωγός του φεστιβάλ Δημήτρης Παπανδρέου μας μιλάει για τον κόπο που έχει η διοργάνωση, αλλά και για την πληρότητα και τη δημιουργικότητα που νιώθει
Το φετινό Gimme Shelter Film Festival παρουσιάζει στο Gagarin τρία events αφιερωμένω σε τρεις εξέχουσες μορφές της μουσικής. Ο Ronnie James Dio, ο Frank Zappa και ο Chuck Schuldiner μπορεί να μην είναι πια μαζί μας, όμως η παρακαταθήκη τους δεν έφυγε ποτέ. Στη συζήτησή μας με τον Δημήτρη Παπανδρέου της Faiplay μάθαμε το σκεπτικό με το οποίο αποφασίστηκε η αναβίωση του οράματος του Νίκου Τριανταφυλλίδη, ρωτήσαμε πληροφορίες για τις προβολές που θα παρακολουθήσουμε φέτος και καταλήξαμε σε ένα καθολικό συμπέρασμα: ότι άσχετα αν οι δημιουργοί έχουν φύγει από κοντά μας, το έργο και η αύρα τους μας συντροφεύει αιώνια.
Καλησπέρα Δημήτρη και σε ευχαριστώ για την ευκαιρία που μας δίνεις γι’ αυτή τη συνέντευξη.
Καλησπέρα και σ’ εσάς, εγώ ευχαριστώ!
Θα ήθελες να μας πεις δυο λόγια για τις δραστηριότητές σας;
Ασχολούμαστε με τις διοργανώσεις αθλητικών και μουσικών events, σε αναλογία 50/50 περίπου. Νομίζω ότι οι δύο αυτές κατηγορίες έχουν μεγάλες ομοιότητες στον τρόπο και στις απαιτήσεις διοργάνωσης.
Ενδιαφέρουσα προσέγγιση. Θα έλεγα ότι έχουν ομοιότητες και ως προς αυτούς που τις παρακολουθούνε.
Μα γι’ αυτούς βασικά λέω! Αν το σκεφτείς, είτε είναι ένα στάδιο που προσφέρεται για αγώνα ποδοσφαίρου, για αθλητικό event, είτε είναι ένας χώροςμεγάλος συναυλιακός, ένα στάδιο ή μεγάλο venue για συναυλία, έχεις κάποιες, πολλές χιλιάδες ανθρώπους που είναι εκεί για αυτό που αγαπάνε.
Ναι ναι σωστά.
Οπότε σε αυτή τη βάση είναι το ίδιο πράγμα. Απευθύνεσαι σε κάποιους ανθρώπους που είναι εκεί γιατί αγαπάνε ένα συγκεκριμένο πράγμα και ασχολούνται και είναι εκεί γι’ αυτό, διαθέτουν τον χρόνο τους γι’ αυτό.
Ένα συγκεκριμένο θέαμα στην ουσία.
Σε κάθε περίπτωση είναι θέαμα, σε κάθε περίπτωση είναι entertainment. Δηλαδή δεν μπορείς να πεις ότι ένας ποδοσφαιρικός αγώνας ανταγωνίζεται ένα άλλο ποδοσφαιρικό, αθλητικό θέαμα. Αλλά, μια συναυλία ανταγωνίζεται το σινεμά, το σινεμά ανταγωνίζεται το ποδόσφαιρο, και ούτω καθ’ εξής, αλλά με την καλή έννοια. Δηλαδή με την έννοια που λέμε, «πού θα διαλέξω να πάαω την άλλη Δευτέρα;» Δεν υπάρχει μεν νικητής, αλλά είναι διασκέδαση, τίποτα άλλο. Πας να δεις κάτι – κατά κανόνα, έτσι (γέλια και από τους δύο) – για να διασκεδάσεις, να κάνεις κάτι που σου αρέσει, ένα πράγμα που γουστάρεις τέλος πάντων.
Από πότε έχεις εμπλακεί με το φεστιβάλ; Ξέρουμε ότι είναι μια παλιά διοργάνωση.
Ναι, ναι. Είναι μια παλιά ιστορία την οποία είχε ξεκινήσει ο Νίκος Τριανταφυλλίδης. Από την πρώτη σαιζόν που δούλεψε το Gagarin, το 2002, ο Νίκος παράλληλα με τις συναυλίες, εχει ξεκινήσει και το Gimme Shelter. Εγώ δεν είχα από τότε επαφες ούτε είχα εμπλακεί στη διοργάνωση. Τότε είχα πάει ως θεατής, η συνεργασία με τον Νίκο και τη Μαρίνα και με το Gagarin ξεκίνησε αργότερα, σταδιακά. Το φεστιβάλ κάποια στιγμή είχε σταματήσει. Ήταν για κάποια χρόνια ετήσιο, μετά γινόταν κάθε 2-3 χρόνια, κάποια στιγμή είχε φθίνει, είχε ξεθυμάνει. Ώσπου κάποια στιγμή το 2016-2017, εγώ έβλεπα ότι η παραγωγή του μουσικού ντοκιμαντέρ διεθνώς είχε αυξηθεί και ποσοτικά και κυρίως ποιοτικά. Δεν ήταν πλέον τα μουσικά ντοκιμαντέρ κάτι που απευθυνόταν σε ένα συγκεκριμένο μικρό κοινό και φανατικούς μουσικόφιλους ή φανατικούς σινεφίλ. Είχε ανοίξει. Όταν έφτασε λοιπόν τότε να πάρει κι ένα μουσικό ντοκιμαντέρ Όσκαρ (σ.σ. προφανώς εννοεί το “Amy”) βλέπεις ότι αυτό το πράγμα την άνοιξε τη βιομηχανία. Άρχισαν να επενδύουν και τα μεγάλα στούντιο σε καλές παραγωγές που αφορούν σε καλλιτέχνες σημαντικούς, άρα και πολύ κόσμο. Οπότε συζητώντας με τη Μαρίνα τη Δανέζη την ιδέα να ξεκινήσουμε πάλι κάτι τέτοιο, ήταν πάρα πολύ θετική. Το concept το είχαμε στήσει, βασιζόταν στο concept του Νίκου, με κάποιες μικρές διαφοροποιήσεις που βλέπουμε τώρα, όπως ότι το κάναμε εβδομαδιαίο και καθιερώσαμε τη Δευτέρα, που είναι κατ’ εξοχήν μια μέρα σινεμά. Όταν ήρθε η ώρα να βρούμε το όνομα, αυτό ήταν μπροστά μας. Δεν ξεκίνησε μεν ως αναβίωση απαραίτητα αυτού που έκανε ο Νίκος, κατέληξε όμως μια εξέλιξή του. Πήραμε την ιδέα και την εξελίξαμε, στήσαμε το φεστιβάλ ώστε να μπορέσει να ενδιαφέρει κάποιους ανθρώπους, να είναι εμπορικό, να έχει ενδιαφέρον, ανταπόκριση. Η ιδέα όπως τη σχηματίσαμε έφτασε σε ένα σημείο που είπαμε ότι ταυτίζεται πάρα πολύ με αυτήν του Νίκου. Αισθανθήκαμε ότι οφείλαμε όλοι μας να συνεχίσουμε και το όραμα και την κληρονομιά του Νίκου και αυτό που είχε ξεκινήσει, οπότε είπαμε ναι, θα το πούμε Gimme Shelter, όπως το είχε πει κι ο Νίκος. Άρα το σημερινό Gimme Shelter είναι μια συνέχεια αυτού που ξεκίνησε να κάνει ο Νίκος από το 2002.
Το στήσιμο είναι τέτοιo ώστε να μην περιλαμβάνει ξερά την προβολή μιας ταινίας, αλλά έχει και κάποια άλλα δρώμενα ταυτόχρονα. Συνήθως μια ζωντανή εμφάνιση ενός συγκροτήματος σχετικού κατά κάποιον τρόπο με την προβολή και ένα πάνελ όπου έχουμε ομιλίες και παρουσιάσεις. Αυτό ιντριγκάρει τον θεατή να παρευρεθεί σε κάτι που δεν είναι απλώς μια προβολή, αλλά έχει και κάτι άλλο σχετικό. Ήταν μια δική σου ιδέα;
Μας αρέσει να λέμε ότι σκεφτόμαστε αρχικά ως θεατές. Ως επαγγελματίες, προσπαθούμε να μπούμε στα παπούτσια του θεατή, όσο μπορείς να μπεις στα παπούτσια του θεατή ως διοργανωτής. Προσπαθούμε να δούμε τι λείπει από τον θεατή, μια πρόταση που είτε δεν υπάρχει, είτε αυτό που υπάρχει μπορείς να το προχωρήσεις ένα-δυο βήματα μπροστά, στο μέτρο του δυνατού. Επειδή θεωρούμε ότι πρέπει να αξιοποιήσεις και τον χώρο και την κληρονομιά του, δε θα κάναμε ποτέ μια ξερή προβολή, να δείξουμε μια ταινία και αυτό είναι, ειδικά στον χώρο αυτόν. Θελήσαμε να το ντύσουμε. Αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν, εφόσον είναι ένα φεστιβάλ μουσικό-κινηματογραφικό ή κινηματογραφικό-μουσικό, ότι θα έπρεπε να έχει πολύ μεγάλο ρόλο και η μουσική μέσα στο πρόγραμμαά του στην κάθε μέρα. Οπότε καταλήξαμε στο ότι έπρεπε να είναι αυτή η μορφή του φεστιβάλ και θεωρούμε ότι ο οπαδός το θεωρεί πολύ ενδιαφέρον.
Μιλώντας από την πλευρά του θεατή, επιβεβαιώνω ότι είναι πολύ ενδιαφέρον. Σε όσες ημέρες του φεστιβάλ έχω πάει παλιότερα, έχω διαπιστώσει ότι είναι καλοστημένο και ότι δεν έχει κάποιο κομμάτι το οποίο να μη θες να παρακολουθήσεις.
Χαίρομαι που το λες γιατί δε θέλουμε κάποιο κομμάτι να είναι κάτι εις βάρος του άλλου. Να μην είναι το μουσικό μέρος εις βάρος της ταινίας, αλλά ούτε και να δείξουμε μια ταινία για να έχουμε δικαιολογία να βάλουμε ένα live.
Έτσι κι αλλιώς το live είναι ειδικό, είναι λίγο πιο περιορισμένο σε χρόνο. Η αλήθεια είναι ότι το βάρος πέφτει περισσότερο στην ταινία και η μουσική είναι πιο συνοδευτική, αλλά συνήθως είναι και ιδιαίτερη.
Είναι συνοδευτική, είναι για να σε βάλει στο mood. Κάποιες φορές έχουμε καταφέρει – και αυτό το προσπαθούσαμε αρκετά όπου βοηθάει και η θεματική της ταινίας – το μουσικό μέρος να είναι και λίγο πιο ανατρεπτικό, να είναι λίγο «πρόταση». Δηλαδή κάποιες φορές έχουμε βάλει ακόμα και κόντρα ονόματα, να μας δώσουν τη δικιά τους άποψη και εκδοχή στη μουσική. Είχαμε κάνει το τόλμημα με τους Nightstalker, τότε με το ακουστικό.
Αυτό ήταν καταπληκτικό!
Κάποια από αυτά θεωρώ ότι μας βγαίνουνε. Κάποια είναι λίγο πιο προφανή αν θέλεις, Όχι mainstream, απλώς είναι πιο προφανής αντιστοίχιση του μουσικού κομματιού με τη θεματική της ταινίας, αλλά θέλουμε πάντα να έχει και ένα twist η βραδιά μέσα από τη μουσική.
Θυμάμαι πριν λίγους μήνες που είχατε κάνει στο πλαίσιο του φεστιβάλ, κάπου τον Μάρτιο ή Απρίλιο, προβολή μιας ταινίας για τον Rory Gallagher, όπου είχε παίξει και μια tribute band από την πατρίδα του. Η αντιστοίχιση του μουσικού και του κινηματογραφικού μέρους ήταν προφανής, αλλά θυμάμαι ότι η μπάντα ήταν πολύ δουλεμένη και είχα ευχαριστηθεί πολύ.
Στο προηγούμενο φεστιβάλ καταφέραμε να πάμε στην Τεχνόπολη και να το κάνουμε σε ανοιχτό χώρο, λόγω των μέτρων. Επειδή εκεί πέρα δε χωρέσανε όλες οι ταινίες που θέλαμε να δείξουμε, κρατήσαμε κάποιες και τις δείξαμε σε εκείνο το εμβόλιμο event που έγινε τότε που λες.Το Gimme Shelter ως κινηματογραφικό φεστιβάλ, με το κινηματογραφικό του καπέλο, έχει το χαρακτηριστικό ότι δεν μπορείς να κουβαλάει ταινίες για πολύ καιρό, θα πρέπει να ανανεώνεται. Αναγκαστήκαμε κάποιες ταινίες να τις αφήσουμε τελείως, αλλά επειδή υπήρχαν κάποιες που θέλαμε και ξέραμε ότι έπρεπε να τις κρατήσουμε και να τις δείξουμε, οδηγηθήκαμε στο να βρούμε το concept των pop-up Mondays, στο πλαίσιο του οποίου έγινε το event που ανέφερες για τον Rory Gallagher. Αυτό σκοπεύουμε να συνεχιστεί γιατί ανεξάρτητα από το αν μας περισσεύουν ταινίες, μας βοηθάει και μας κάνει πιο ευέλικτους να συνεχίσουμε αυτό που κάνουμε μέσα σε ολόκληρο το έτος.
Εννοείς ότι θέλετε να υπάρχει μια διαρκής επαφή και να μην περιμένετε μόνο μια συγκεκριμένη περίοδο για τις προβολές;
Ακριβώς. Όλα τα events, όλοι οι θεσμοί θα πρέπει να εξελίσσονται. Επιθυμούμε το συγκεκριμένο concept να το κρατήσουμε ως εξέλιξη, ως παρακλάδι, ως κάτι συμπληρωματικό του βασικού μας χειμωνιάτικου προγράμματος αν θέλεις. Σχετικά με αυτό που έλεγα πριν, ότι το μουσικό κομμάτι θέλουμε να είναι και λίγο περισσότερο «πρόταση», επειδή δεν υπάρχουν πολλές μπάντες σ’ αυτό που θέλαμε να ταιριάξουμε για τη βραδιά του Rory Gallagher, είχαμε φτιάξει μια μπάντα επί τούτου. Το έχουμε κάνει κι άλλες φορές, όπως όταν είχαμε προγραμματίσει την ταινία των Rush. Υπάρχουν μουσικοί που θέλουν να παίξουν εδώ, τους ιντριγκάρει να παίξουνε Rory ή Rush. Είναι μουσικοί που είναι σε άλλες μπάντες ή σε άλλους χώρους μουσικής, αλλά που θέλουν να δοκιμάσουνε εκεί τις δυνάμεις τους. Οπότε κάποιες φορές έχουμε απλώς δημιουργήσει σχήματα. Η βραδιά για τον Rory ήταν εξ’ αναβολής. Η καθυστέρηση μας έκανε έτσι κι αλλιώς να σκεφτούμε και να ψάξουμε περισσότερο και έτσι προέκυψε όλο αυτό και με τη μπάντα, αλλά και με τον Daniel, τον ανηψιό του Rory. Είχαμε τον χρόνο να ψαχτούμε λίγο παραπάνω, να έρθουμε σε επαφή με κάποιους ανθρώπους και να μπορέσουμε να τους έχουμε και δίπλα μας.
Η παρουσία του Daniel ήταν πολύ ωραία. Ήταν ενδιαφέροντα αυτά που είπε, είχε και άμεσες εικόνες και αναμνήσεις από τον θείο του.
Ήταν εξαιρετικός, γιατί αν το καλοσκεφτείς είναι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε δίπλα με τον Rory και συνεχίζει αυτό το πράγμα, έχει την ευθύνη όλης της κληρονομιάς.Δεν είναι μόνο ότι μπορεί να σου πει ιστορίες από το κυριακάτικο τραπέζι, είναι και ότι κρατάει όλο το έργο ζωντανό. Αυτή είναι η δουλειά του πρακτικά. Η αρχική κουβέντα είχε γίνει με τον αδερφό του Rory, τον Donal. Κάποια στιγμή μας παρέπεμψε στον Daniel, που ρυθμίζει όλα τα πράγματα, ακόμα και τις εμφανίσεις του Donal. Ο Daniel ήρθε από τη Νέα Υόρκη, με δικά του έξοδα, για δύο μέρες. Έμεινε στην Αθήνα μόνο δύο βράδια. Πίστευα ότι θα μου έλεγε «θα πάω να δω τον πατέρα μου στην Ιρλανδία», αλλά ήρθε για λιγότερο από 48 ώρες και γύρισε πίσω. Μέχρι τελευταία στιγμή ο Donal ήθελε να έρθει, αλλά και λόγω ηλικίας, αλλά και επειδή είχε μια ένα θέμα υγείας, δεν τα κατάφερε δυστυχώς. Πιστεύω ότι αν ήταν ο Donal, μπορεί να ήμασταν ακόμα εκεί!
Πραγματικά! Με ποια κριτήρια επιλέγετε τις ταινίες και το πρόγραμμα του φεστιβάλ;
Το φεστιβάλ, όπως και όλες οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, πρώτα απ’ όλα έχουν το εμπορικό κριτήριο. Κάνεις κάτι που πρέπει να στηρίζεται από το κοινό και να βγαίνει οικονομικά. Αλλά για να στηρίξει το κοινό, πρέπει και να το αφορά. Δεν επιλέγουμε δηλαδή με βάση ούτε του τι μας αρέσει εμάς μουσικά, ούτε τι μας αρέσει εμάς κινηματογραφικά. Αυτό είναι κάτι τελείως υποκειμενικό. Θεωρώ ότι έχουμε αναπτύξει ένα κριτήριο που μας βοηθάει να κρίνουμε τελικά τι αφορά το κοινό της Αθήνας για να μπορέσει να έρθει να στηρίξει αυτή την προσπάθεια. Άρα το βασικό μας κριτήριο είναι το τι πιστεύουμε ότι αφορά τον κόσμο, ότι θα τον τραβήξει να έρθει. Αν θες, μπορούμε να το πούμε εμπορικό, με εισαγωγικά ή χωρίς.Σε κάθε περίπτωση, αυτό που προσπαθούμε εμείς είναι να είμαστε επίκαιροι. Κάθε χρονιά προσπαθούμε να βρούμε ό,τι πιο καινούργιο, παραγωγές όσο γίνεται πιο τελευταίες, έτσι ώστε να δώσουμε κάτι καινούργιο στο κοινό. Να είμαστε επίκαιροι, να συμβαδίζουμε με τον καιρό μας και να μένουμε φρέσκιοι. Μερικές φορές έχουμε επιλέξει ταινίες που είναι λίγο παλιότερες. Το πρώτο μας κριτήριο τέτοιες περιπτώσεις είναι να δούμε αν έχουν παιχτεί στην Ελλάδα. Η ταινία του Rory που φέραμε, για παράδειγμα, είναι δεκαετίας. Δεν είχε παιχτεί ποτέ στην Ελλάδα. Η ταινία των Death που δείχνουμε τώρα, είναι του 2016. Δεν έχει παιχτεί ποτέ στην Ελλάδα, πολύς κόσμος δεν ήξερε την ύπαρξή της. Οπότε, πέρα από πρόσφατες παραγωγές, ψαχνόμαστε και ανακαλύπτουμε πράγματα που πολύς κόσμος δεν τα ξέρει. Ψάχνουμε να βρούμε κάτι που θα έχει ενδιαφέρον. Δε θα αξιολογήσουμε μια ταινία μόνο και μόνο από το αν έχει παιχτεί ποτέ ή όχι, θα πρέπει να είναι και καλή, ποιοτική. Αυτό είναι το βασικό μας κριτήριο. Τώρα ας πούμε έχουμε την ταινία των Death που είναι του 2016, αλλά δεν έχει προβληθεί. Έχουμε την ταινία του Ζάππα, που είναι παραγωγής του 2020. Έπεσε ακριβώς πάνω στον κορονοϊό, πρόλαβε να κάνει μια προβολή στο South By Southwest το 2020, από εκεί και πέρα όμως φαντάσου ότι την επίσημη πρεμιέρα της στο Λος Άντζελες την έκανε τον Ιούνιο που μας πέρασε. Άρα είναι φρέσκια. Η ταινία του Dio είναι στο πλαίσιο του event για την παγκόσμια πρεμιέρα.
Από τα χρόνια που εμπλέκεσαι με τη διοργάνωση του φεστιβάλ, θεωρείς ότι έχεις πάρει κάποιο μάθημα; Τι έχεις αποκομίσει;
Μάθημα παίρνεις από κάθε τι που κάνεις, όσα χρόνια και να το κάνεις. Αν το κάνεις ρουτίνα, δε θα το κάνεις καλά. Η δουλειά που κάνουμε ούτως ή άλλως δεν είναι ρουτίνα, καμία μέρα δεν είναι ίδια με την άλλη, κανένα event δεν είναι ίδιο με το άλλο. Αλλά από την άποψη ότι εμείς ξεκινήσαμε ένα φεστιβάλ κινηματογράφου, ουσιαστικά, χωρίς να έχουμε εμπειρία σε αυτό το πράγμα, μας έχει διδάξει πάρα πολλά. Το βασικό που μας έχετε διδάξει, ή μάλλον που έχουμε κερδίσει, είναι οι σχέσεις που αναπτύσσουμε με τους διανομείς. Οι περισσότερες από τις ταινίες που παίρνουμε αυτές, η πλειοψηφία, δεν έχει διανομή στην Ελλάδα. Δεν είναι όπως οι «κανονικές», ας το πούμε, ταινίες που βλέπουμε στα σινεμά, είναι ταινίες που έχουν κάποιο ειδικό ενδιαφέρον. Ούτως ή άλλως και για τα σινεμά πλέον, όχι μόνο στην Ελλάδα, είναι πολύ επιλεκτική η διανομή στις ταινίες που παίρνουν. Εμείς ερχόμαστε σε άμεση επαφή τους ξένους διανομείς. Πολλές φορές ερχόμαστε σε επαφή κατ’ ευθείαν με τους σκηνοθέτες, γιατί πολλές ταινίες δεν έχουν καν διανομή. Η πορεία ενός ντοκιμαντέρ είναι ότι το φτιάχνεις, το πας σε κάποια φεστιβάλ και σε κάποιες αγορές, ώστε να βρεις διανομέα. Δεν βρίσκουν όλα διανομέα. Άρα, πολλές φορές ερχόμαστε σε επαφή απ’ ευθείας με τον δημιουργό για να μπορέσουμε να την εξασφαλίσουμε. Οπότε μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία έχουμε μάθει πάρα πολλά πράγματα και για το πώς λειτουργεί η βιομηχανία αυτή, αλλά και πώς μέσα από αυτές τις σχέσεις μπορείς να εξασφαλίσεις αυτές τις συμφωνίες για να παίρνεις καλές ταινίες στην ώρα τους. Χτίζεις τις σχέσεις και αντιλαμβάνεσαι πώς πρέπει να κινηθείς.
Από όλους αυτούς τους σκηνοθέτες και τους δημιουργούς με τους οποίους έχει έρθει σε επαφή όλα αυτά τα χρόνια, υπάρχει κάποιος που να σου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση; Κάποιος που να σε ιντρίγκαρε λίγο περισσότερο, κάποιος υπερβολικά αφοσιωμένος;
Οι περισσότεροι είναι υπερβολικά αφοσιωμένοι. Ειδικά τα τελευταία χρόνια με τον κορονοϊό, μπορέσαμε να μιλήσουμε πάρα πολύ. Ήμασταν κλεισμένοι μέσα στα σπίτια μας και μιλούσαμε πάρα πολύ. Σε όλους όσους μιλάω, κάνω πάντα αυτή την ερώτηση, γιατί είναι και προσωπική περιέργεια: τελικά, χρειάζεται να είσαι και οπαδός για να κάνεις ένα μουσικό ντοκιμαντέρ; Γιατί βλέπω μπροστά μου οπαδούς, βλέπω μπροστά μου ανθρώπους που ξέρουν αυτό το πράγμα, θαύμαζαν τον καλλιτέχνη, ή ήταν πολύ κοντά στους καλλιτέχνες με κάποια ιδιότητα. Αυτό που μου κάνει εντύπωση σε πολλούς είναι η αφοσίωση που έχουνε σε αυτό που κάνουνε, προσπαθώντας όμως να είναι όσο γίνεται πιο αντικειμενικοί. Όπως μου έχουν πει αρκετοί, με τελευταίο έναν από τους δύο σκηνοθέτες της ταινίας του Dio, είναι ότι αυτή την αφοσίωση κάποια στιγμή τη βρίσκεις μπροστά σου και πρέπει να πάρεις την απόστασή σου.
Τι σου απαντάνε αυτοί; Ότι πρέπει να είσαι οπαδός;
Όχι, ότι δεν πρέπει, γιατί το βρίσκεις μπροστά σου.
Είμαι καλύτερα να μην είσαι δηλαδή;
Είναι καλύτερα να γνωρίζεις, αλλά να μην είσαι οπαδός. Συζητούσαμε με τη σκηνοθέτιδα της ταινίας του Phil Lynott και μου έλεγε για κάποιον άλλον καλλιτέχνη για τον οποίο έκανε ένα ντοκιμαντέρ, ότι δεν τον ήξερε καν, αλλά χωρίς να γίνει οπαδός κατάλαβε μέσα από την έρευνα που έκανε τη μουσική του και τη δημιουργική του διαδικασία. Αυτό συμβαίνει και σε εμένα, προσπαθώντας να βρω τις ταινίες. Αποκτώντας τις ταινίες και κάνοντας την έρευνα, αντιλαμβάνεσαι πάρα πολλά πράγματα. Όχι μόνο για τη ζωή τους, γιατί μιλάμε για ντοκιμαντέρ, αλλά για το πώς λειτουργούν αυτοί οι άνθρωποι. Και ο καλλιτέχνης, ο οποίος είναι το θέμα της ταινίας, αλλά και οι δημιουργοί της ταινίας. Πώς προσεγγίζουνε, πώς μαθαίνουν, πώς κάνουν την έρευνά τους, πώς αντιμετωπίζουνε το θέμα τους. Οπότε σε αυτό το κομμάτι δεν έχω κάποιον που μου έχει κάνει κάποια ξεχωριστή εντύπωση, αλλά έχω παρατηρήσει ένα μοτίβο, μια κοινή προσέγγιση της δουλειάς. Και πώς οι δημιουργοί προσπαθούνε αν είναι οπαδοί να φύγουν, να βγούνε από το σώμα τους, να αποτραβηχτούμε και να μην κάνουνε αποθέωση. Κάποιος που τον έχω ζήσει πιο πολύ και που περάσαμε πολύ ωραία, ήταν ο σκηνοθέτης του Desert Age, ο Jason Georgiadia. Kάναμε μαζί το Q&A πριν από την εμφάνιση των Nightstalker. Μας είχαν καλέσει και στη Θεσσαλονίκη, στο Street Mode Festival εκείνη τη χρονιά. Οι ιστορίες που έλεγε... Όταν έχεις τη δυνατότητα να μιλήσεις με κάποιους ανθρώπους που το αντικείμενό τους είναι ζωντανό, δεν έχει φύγει, σου λένε απίστευτες ιστορίες για ανθρώπους που πίστευες ότι ούτε το τηλέφωνο δεν θα σηκώνανε. Όταν είσαι ένας σκηνοθέτης και παίρνεις τηλέφωνο κάποιον ροκ σταρ, μπορεί να μη στο σηκώσει καν. Τελικά πολλοί ροκ σταρς είναι τελικά άνθρωποι σαν εμάς, αρκετά απλοί και με τη σωστή προσέγγιση θα σου δώσουν αυτό που τους ζητάς κι αυτό έχει πλάκα να το ανακαλύπτουμε. Από όλα αυτά που συζητούσαμε, άντε το 1/5 να μπορέσαμε να πούμε ζωντανά στον κόσμο εκείνη τη μέρα.
Είναι γήινοι δηλαδή κι αυτοί.
Όχι απλώς είναι γήινοι, αλλά υπάρχουν ιστορίες απίστευτες που όχι στο ντοκιμαντέρ δεν μπορούμε να έχουμε, αλλά ούτε καν μεταξύ μας δεν μπορούμε καλά-καλά να πούμε. Θυμάμαι – αυτό το είπαμε και live – ότι μου είπε πόσο ψηλός του φάνηκε ο Josh Homme όταν τον συνάντησε πρώτη φορά από κοντά. Μου είπε ότι είδε έναν γίγαντα. Έχουμε και μια φωτογραφία από τη σκηνή του Gagarin, όπου τον έχω ρωτήσει να μας πει για τον Josh Homme, και μας είπε «ήτανε πολύ ψηλός», δείχνοντας και με τα χέρια του.
Κι εγώ θα είχα στον νου μου ότι ο συγκεκριμένος θα ήταν κάπως δυσπρόσιτος, για να το θέσω ευγενικά, παρ’ όλα αυτά ανταποκρίθηκε.
Ναι, ναι, παρ’ όλα αυτά ανταποκρίθηκε. Ο Jason Georgiadis μου είπε επίσης μια ιστορία για τον Dave Grohl και το πόσο φιλικός και προσιτός είναι.
Αυτός φαίνεται πιο προσιτός! Ποια εκλαμβάνεις ως μεγαλύτερη ανταμοιβή σε αυτό που κάνεις; Τι εισπράττεις πίσω και σε ευχαριστεί περισσότερο;
Σε ό, τι κάνουμε σε αυτό το επίπεδο, μεγαλύτερη ανταμοιβή είναι το το vibe που παίρνεις εκείνη την ώρα.Ειδικά το Gimme Shelter, έχει ένα πολύ έντονο vibe. Δηλαδή πρέπει να ζήσεις, να έρθεις στο Gimme Shelter για να καταλάβεις αυτό που σου λέω. Θες γιατί πολλές ταινίες έχουνε πολύ έντονες στιγμές, θες γιατί είναι ένα πράγμα που, όπως είπες και εσύ πριν, ξεκινάει με μουσική και καταλήγει στη μουσική μέσα από την ταινία, πολλές φορές έχει ένα πάρα πολύ έντονο vibe. Για μένα αυτή είναι η πρώτη και πιο σημαντική ανταμοιβή που παίρνεις, ειδικά τις βραδιές του Gimme Shelter.
Έτσι όπως είναι σήμερα το format του φεστιβάλ σας ικανποιεί, ή έχετε κι άλλες ιδέες που θέλετε να ενσωματώσετε;
Έχουμε ιδέες και θέλουμε να εξελίσσεται το brand. Το Gimme Shelter είναι μια οντότητα αυτόνομη και αν θέλεις μας οδηγεί στο να το εξελίσσουμε, μας γεννάει ιδέες. Έχουμε διάφορα πράγματα, κάθε πράγμα πρέπει να γίνεται όμως στον καιρό του, δεν μπορείς να τα κάνεις όλα μαζί. Και δεν μπορείς να τα κάνεις όλα μαζί και λόγω των συνθηκών, υγειονομικών, οικονομικών κλπ. Σου είπα και στην αρχή, δεν μπορείς να λες «θα κάνω αυτό γιατί έτσι γουστάρω.» Πρέπει να δεις, να φιλτράρεις, να καταλήξεις αν αυτό που σκέφτεσαι μπορεί να βοηθήσει το brand. Για παράδειγμα, από την πρώτη μέρα εμείς θέλουμε να εντάξουμε ένα κομμάτι διαγωνιστικό. Αυτό κάποια στιγμή, είτε σύντομα είτε αργότερα, θα ωριμάσει. Αυτό που θα θέλαμε εμείς είναι να μεγαλώσουμε τόσο πολύ, που να έχουμε να κάνουμε και τέτοια πράγματα που θα μας οδηγήσουν ενδεχομένως και εκτός Gagarin. Το Gagarin είναι το σπίτι μας, εκεί γεννήθηκε κι εκεί θα είναι το Gimme Shelter, αλλά και στην Τεχνόπολη που αναγκαστήκαμε να πάμε, δε μας χάλασε και θέλουμε να γυρίσουμε. Στην Τεχνόπολη, επειδή μας έδωσε τη δυνατότητα και ήταν και το timing σωστό, κάναμε μια έκθεση φωτογραφίας. Όταν θα έχουμε τη δυνατότητα, θέλουμε να το ξανακάνουμε αυτό. Μπορεί να κάνουμε κι άλλα πράγματα, αλλά αυτό που θέλουμε είναι να κρατάμε πάντα την ισορροπία μεταξύ μουσικής και σινεμά. Το Gimme Shelter είναι μουσική, είναι και κινηματογράφος. Είναι ήχος, είναι και εικόνα. Αυτά τα δύο θέλουμε να τα κρατάμε σε ισορροπία. Αυτό που είναι το Gimme Shelter είναι ιστορίες, είναι μυρωδιές είναι αναμνήσεις. Μέσα από τις αναμνήσεις αυτές που γεννιούνται εκεί θέλουμε να δημιουργήσουμε κι άλλες αναμνήσεις, να μη μένουμε μόνο στο τι έκανε κάποιος κάποτε. Αυτό που έχω δει εγώ και προσωπικά, αλλά και από τους ανθρώπους που έρχονται και μιλάμε, τους ανθρώπους που έρχονται να δούναι τις ταινίες, είναι ότι μέσα από όλο αυτό θυμούνται, ξαναζούνε. Αυτό λοιπόν εμείς λοιπόν θέλουμε κάποια στιγμή αργά ή γρήγορα να το λένε και για το Gimme Shelter.
Να δημιουργήσει τις δικές του αναμνήσεις δηλαδή.
Να δημιουργήσει τις δικές του αναμνήσεις, να δημιουργήσει τη δικιά του γενιά ανθρώπων. Όπως είπες κι εσύ ότι θυμάσαι τι ωραίοι που ήταν οι ακουστικοί Nightstalker. Αν γινόταν, όχι κάτι βραδιά, γιατί έχουμε κάνει και πολλές, αλλά αν γινόταν κάθε διοργάνωση, κάθε φεστιβάλ, να αφήνει κάτι σε αυτούς που έρχονται να το παρακολουθήσουν. Είτε αυτό είναι «είδα μια φοβερή ταινία» ή «θυμάμαι από την τάδε ταινία αυτό», είτε συνολικά αυτό που παίρνεις φεύγοντας. Εμείς θέλουμε πάντα από κάθε βραδιά στο Gimme Shelter, από κάθε βραδιά στο Gagarin, να φεύγεις και να τκουβαλάς κάτι μαζί σου, να παίρνεις κάτι μαζί σου από εκεί.
Θα σε ρωτούσα τι θεωρείς ότι έχει προσφέρει το φεστιβάλ στη νυχτερινή ζωή και στη διασκέδαση, αλλά νομίζω ότι με αυτό που μόλις περιέγραψες, με κάλυψες.
Δεν ξέρω να σου πω. Δεν είμαι εγώ αρμόδιος, δηλαδή, πρέπει να ρωτήσεις αυτούς που έρχονται. Εγώ δεν είμαι αντικειμενικός, δεν μπορώ να σου πω. Εμένα μου αφήσει πολλά, από κάθε μέρα κάτι μου μένει. Αλλά σημασία έχει τι παίρνουν μαζί τους οι άνθρωποι που έρχονται να δούνε τις βραδιές.
Υπάρχει κάποιο ευτράπελο που θα ήθελες να διηγηθείς από κάποια παλαιότερη διοργάνωση; Κάτι της τελευταίας στιγμής ας πούμε, που να τρέχατε να μπαλώσετε.
Πολλά, κάθε φορά! Δεν έχει συμβεί κάτι τρομερό ή απίστευτο, αλλά το ότι περάσαμε δύο χρόνια ανακοινώνοντας, ματαιώνοντας, ξανανακοινώνοντας, από 5 ημέρες πήγαμε στις 8, από τις 8 πήγαμε στις 3, πήγαμε από το Gagarin στην Τεχνόπολη, ξαναγυρίσαμε στο Gagarin... Λέγοντας τώρα αυτό ας πούμε, μπορώ να σου πω ότι την πρώτη μέρα στην Τεχνόπολη, Παρασκευή, άνοιξαν οι ουρανοί. Και δεν είναι ότι άνοιξαν οι ουρανοί και δεν μπορούσε να κάνει soundcheck η μπάντα, είναι ότι μπροστά στη σκηνή είχε ενάμισι μέτρο νερό. Ετοιμάζαμε την έκθεση φωτογραφίας και παραλίγο να μην έχουμε φωτογραφίες από το νερό. Μέσα σε μισή ώρα αντλήθηκαν τα νερά και μπορέσαμε να ανοίξουμε, αλλά για ένα τριήμερο εκεί κάθε μεσημέρι για δύο ώρες άνοιγαν οι ουρανοί. Τη δεύτερη ημέρα, το Σάββατο, εγώ ήμουν εδώ στα γραφεία μας και την ώρα που έπρεπε να ξεκινήσω να πάω στην Τεχνόπολη, δεν μπορούσα να δω έξω από τη βροχή, μέσα Ιουνίου. Σκέψου ότι για εκείνη μέρα, που δείχναμε την ταινία των Idles, είχαμε κανονίσει να είναι μαζί μας ο drummer των Idles, ο σκηνοθέτης της ταινίας και οι δύο συμπαραγωγοί της ταινίας. Τελικά δεν μπορέσανε να έρθουνε γιατί, αν θυμάσαι τότε, ο drummer της μπάντας θα έπρεπε στην επιστοφή να κάτσει δέκα μέρες σε καραντίνα. Εδώ μπορούσε να έρθει, αλλά θα έπρεπε να κάτσει στην απομόνωση στην πατρίδα του κι αυτό δε γινόταν επειδή εκείνη την περίδο ήταν στο studio και ηχογραφούσαν. Χαλάλι γιατί βγάλανε δισκάρα μετά!
Είναι όλα έτοιμα για το ξεκίνημα;
Όλα έτοιμα είναι και τίποτα δεν είναι έτοιμο. Είναι όλα έτοιμα για την ώρα. Ποτέ δεν είναι όλα έτοιμα, αν πεις μια βδομάδα πριν ότι είσαι έτοιμος, την πάτησες, δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει τίποτα. Ταινίες έχουμε, μπάντες έχουμε, πάμε καλά, καλύτερα από άλλες χρονιές.
Θα μας πεις δυο κουβέντες για το τι θα δούμε;
Φέτος καταφέραμε αυτό που θέλαμε από την αρχή. Έχουμε ένα κεντρικό concept που αφορά τρεις μεγάλες προσωπικότητες που καμία δεν είναι πια μαζί μας. Ο Dio, ο Frank Zappa και ο Chuck Schuldiner είναι από διαφορετικά μεταξύ τους μουσικά είδη, αλλά ο καθένας από αυτούς είναι πολύ σημαντικός και απόλυτα επιδραστικός για είδος του. Ειδικά ο Zappa και ο Chuck, μπορούμε να πούμε ότι δημιούργησαν το είδος τους από την αρχή. Προσπαθούμε να μην ανακυκλώνουμε ούτε σχήματα, ούτε καλεσμένους. Στις τρεις ταινίες που θα προβληθούν, θα υπάρχουν Q&A μέσω βίντεο με ανθρώπους που εμπλέκονται άμεσα. Θα κάνουμε κάποιες πολύ μικρές εισαγωγικές συζητήσεις και θα αφήσουμε τον λόγο σε αυτούς που πρέπει. Την πρώτη μέρα θα έχουμε τη Wendy Dio, τη δεύτερη θα έχουμε τον σκηνοθέτη Alex Winter και την τρίτη τον σκηνοθέτη Felipe Belalcazar. Την τρίτη μέρα θα υπάρχει και το review των Nightfall, που είναι ένα επιπλέον πείραμα για εμάς και είναι στο πλαίσιο της ερώτησης που μου έκανες για το τι νέα πράγματα φέρνουμε. Η ταινία για τους Nightfall είναι στην παραγωγή και θα γίνουν κάποια γυρίσματα και στο Gagarin εκείνη τη μέρα. Θα προβάλουμε ένα work in progress, θα μιλήσουμε με τον σκηνοθέτη, θα μιλήσουμε με τον Ευθύμη Καραδήμα και με τον Άκη Καπράνο. Το live πάντα πρώτο, ενδιάμεσα θα λέμε τα δικά μας, η ταινία πάντα στο τέλος. Μέχρι μάλλον πριν τον κορονοϊό, προσπαθούσαμε πάντα να τελειώνουμε νωρίς. Φέτος το πρόγραμμα είναι πιο γεμάτο, θα φεύγουμε αργά από το Gagarin.
Από ότι διάβασα, θα έχετε κάποια extended version της ταινίας του Dio;
Η κόπια που παίζεται σε αυτό το πλαίσιο, στο πλαίσιο του event για την παγκόσμια πρεμιέρα σε περίπου 500 σινεμά σε όλον τον κόσμο, έχει μέσα και extras. Είναι extended version. Έχει στο τέλος της πρόσθετα κάποια πλάνα, αν θυμάμαι καλά κάπου 10 με 15 λεπτά, που δεν έχουν συμπεριληφθεί στην τελική κόπια της ταινίας, δηλαδή που κόπηκαν στο μοντάζ. Συζητώντας με πολλούς σκηνοθέτες, έχουμε μάθεί ότι φτιάχνοντας μια τέτοια ταινία, φτάνεις σε ένα σημείο που αναγκάζεσαι να αφήσεις πράγματα έξω που θα ήθελες να βάλεις, μόνο και μόνο γιατί το πράγμα αρχίζει και ξεφεύγει. Αυτά δε σημαίνει ότι είναι πεταμένα ή ότι δεν έχουνε νόημα, είναι κάποια πράγματα τα οποία θα έμπαιναν, αλλά απλώς ευδοκίμησε το να μπούνε.
Για τον οπαδό είναι ό,τι πρέπει αυτό.
Για τον οπαδό, όλη η ταινία είναι ό,τι πρέπει. Την έχω δει 2 φορές και σου λέω ναι, είναι ό,τι πρέπει. Τη δεύτερη φορά μάλιστα – και το συζητούσα αυτό και με τους σκηνοθέτες με τη Wendy Dio, όταν κάναμε το Q&A που θα δείξουμε στην προβολή – εμένα η ταινία με άγγιξε ακόμα περισσότεραο. Και είναι λογικό, πολλές φορές τη δεύτερη φορά τη βλέπεις την ταινία λίγο πιο χαλαρά. Είναι από τις ταινίες που ανακαλύπτεις πράγματα και με αυτή τη λογική κι εμείς δε θα μπορούσαμε να μην την έχουμε, μια τέτοια ταινία ταιριάζει πολύ σε ένα τέτοιο φεστιβάλ. Αλλά είναι πρώτη φορά που και εμείς κάναμε την παραδοχή ότι δε θα δείξουμε μια ταινία για πρώτη φορά, αλλά είναι μια ταινία που αξίζει να δεις και δύο και τρεις φορές για αυτούς τους λόγους. Ανακαλύπτεις πράγματα, σε αγγίζει αλλιώς, παρατηρείς πράγματα. Ειδικά για τον Dio, από τη μέρα που διάβασα ότι μπαίνει σε παραγωγή, είχα τη βραδιά της Δευτέρας στο μυαλό μου έτοιμη. Ήξερα ότι θα παίξουν οι Rock And Roll Children, ήξερα ποιους θα είχαμε καλεσμένους, την είχα εδώ (δείχει το κεφάλι του). Φέτος στις ταινίες, έχεις να μάθεις πράγματα. Ίσως λίγο λιγότερο στον Dio, αλλά ακόμα κι εγώ που μεγάλωσα μαζί του, έμαθα πράγματα από την ταινία. Για τον Chuck που δεν τον ξέρουμε και τόσο γιατί έφυγε μικρός, δεν πρόλαβε, δεν υπήρχε τότε όλη αυτή η κάλυψη, η σκηνή του death metal δεν είναι τόσο mainstream, μαθαίνεις πάρα πολλά πράγματα. Εγώ δεν ήμουν ποτέ στον χώρο αυτό, αλλά η ταινία με βοήθησε πάρα πολύ να καταλάβω τον Chuck και μουσικά. Ο σκηνοθέτης, ο Felipe, μου είπε ότι ήθελε να μιλήσει για ένα νέο άνθρωπο και να δείξει πόσο επιδραστικός ήτανε. Τελικά η μουσική είναι μία και η μουσική μένει, ένα καλλιτεχνικό έργο είναι εκεί, δεν έχει ημερομηνία λήξης, η ταινία είναι εκεί, ένας δίσκος είναι εκεί. Δεν έχει σημασία δηλαδή που ο Chuck Schuldiner πέθανε. Η μουσική του είναι εκεί, αιώνια. Διαθέσιμη. Δεν σταματάει η ιστορία των Death επειδή πέθανε ο Chuck.
Στη βραδιά του Zappa ποιοι θα παίξουνε;
Στη βραδιά του Zappa θα παίξει η Ειρήνη Κετικίδη. Εμείς στις μπάντες δε λέμε ποτέ τι να παίξουνε. Ψάχνουμε μπάντες που θα παίξουν κάτι που εσένα που θα έρθεις να μη σε ξενίσει, ακόμα κι αν είναι κόντρα. Αν δεν έχεις ένα tribute band που να είναι τόσο προφανές ότι θα παίξει, όπως είναι οι Rock And Roll Children, που άλλωστε είναι μια κατηγορία μόνοι τους, ψάχνεις να βρεις κάτι που θα σου δώσει καλλιτεχνικά την προσέγγιση που θέλεις στη βραδιά, που θα την υπηρετήσει. Η Ειρήνη έχει υπάρξει μαθήτρια του Vai, οπότε κατ’ επέκταση είναι και μαθήτρια του Zappa. Θα μπορούσε να παίξει σε οποιαδήποτε από τις βραδιές, αλλά την ενδιαφέρει να παίξει στη βραδιά του Zappa. Γενικώς προτιμούμε να προβάλουμε ελληνικά σχήματα και Έλληνες καλλιτέχνες που θεωρούμε ότι μπορούν να υπηρετήσουν αυτό το κομμάτι της βραδιάς.
Σίγουρα είναι ωραίο να δεις κάτι ελληνικό που αν σου κεντρίσει το ενδιαφέρον, θα μπορείς να το ξαναδείς σχετικά εύκολα.
Μια από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις, ήταν όταν ανέβηκαν οι Whereswilder στην Τεχνόπολη, την τρίτη μέρα. Είχαμε μείνει με ανοιχτό το στόμα. Σπάνια ανεβαίνω στη σκηνή να κάτσω να δω, αλλά εκείνη τη μέρα το έκανα. Μία ώρα παίξανε και ήμασταν εκεί, καθόμασταν και τους βλέπαμε. Πάρα πολύ καλή μπάντα.
Μια τελευταία ερώτηση. Μπορείς να περιγράψεις με τρεις λέξεις τα συναισθήματά σου από το φεστιβάλ;
Τρεις λέξεις; Αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση. Ας πούμε λοιπόν πληρότητα, δημιουργικότητα, αγάπη. Είναι αυτό που λένε οι Άγγλοι, το labour of love, που στην κυριολεξία του σημαίνει ότι κάνω κάτι που με ευχαριστεί τόσο που δε με ταλαιπωρεί. Τρώει πάρα πολύ χρόνο, για να κάνεις ένα τριήμερο-τετραήμερο δουλεύεις μήνες. Είναι τρομερά ενδιαφέρον, είναι από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα που κάνουμε και θέλουμε να το κρατήσουμε όσο γίνεται πιο ζωντανά.