Holy Monitor

II

Blackspin (2018)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 31/10/2018
Επόμενη στάση, Levitation Festival
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Αν θέλαμε με μία φράση να περιγράψουμε την πορεία των Holy Monitor μέχρι τώρα, θα λέγαμε ότι αν ο πρώτος δίσκος ήταν σε πολλές στιγμές του μία σπουδή πάνω στην ουσία της (νέο) ψυχεδελικής σύνθεσης, ο δεύτερος είναι μία σπουδή πάνω στον ήχο της. Δεδομένου του πόσο επιτυχημένα έκαναν και τα δύο, αν στον τρίτο καταφέρουν να τα συνδυάσουν θα φτάσουν το ζενίθ τους.

Φέτος η επανάληψη και οι ηχητικές στρώσεις κυριαρχούν σε βάρος των ευδιάκριτων riff και των μελωδιών. Χωρίς να αλλάξει ο χαρακτήρας που έχουν διαμορφώσει από το ντεμπούτο τους (ακόμα και ένας περιστασιακός ακροατής θα καταλάβαινε ότι μιλάμε για το ίδιο συγκρότημα) υπάρχει μία εμφανής διαφοροποίηση. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τα πλήκτρα που λειτουργούν περισσότερο ως βάση-παντεσπάνι για να στρώσουν τη σαντιγί τους οι κιθάρες, παρά σαν κερασάκι στην τούρτα τους. Κρατάνε το «θόρυβο» ως τα θεμέλια του ήχου πάνω στον οποίο θα πατήσουν τα υπόλοιπα όργανα. Υποχώρησαν όμως σε μελωδίες και φράσεις, στις βασικές δομές ενός τραγουδιού, όπως συστήθηκαν στα μισά τουλάχιστον τραγούδια του "I". Απέχουν από τη '60s garage παρουσία που έδινε στο αποτέλεσμα κάτι το τόσο αξιαγάπητα ρετρό. Αντίστοιχα τα φωνητικά παρά τα δύο κανάλια που τους δίνουν βάθος, είναι πιο φτωχά σε μελωδικές γραμμές και συμβάλλουν στο πιο μονολιθικό αποτέλεσμα. Είναι μάλλον επιλογή του συγκροτήματος να ενισχύσουν τον έτσι κι αλλιώς κιθαριστικό χαρακτήρα τους, επενδύοντας σε μία πιο space/kraut rock διάσταση στη μουσική τους.

Παρότι ήδη από το ξεκίνημά τους ως συγκρότημα, ηχητικά μπήκαν απευθείας με πολύ υψηλά επίπεδα ποιότητας, όχι μόνο από άποψη παραγωγής αλλά και καθαρά μουσικά, εδώ και τολμάνε ακόμα πιο πολύ στον τομέα αυτό, και καλύτερη ισορροπία βρίσκουν, αλλά και επιτυγχάνουν περισσότερα, πολλές φορές με απλές, απλούστατες ιδέες, ευφυείς όμως στην εκτέλεσή τους. Όπως το κόψιμο στα 4.30 λεπτά του "Soothing Water" που από μόνο του είναι ικανό να ανεβάσει το τραγούδι σε ένα από τα καλύτερα του δίσκου. Όμως στον βαθμό που η επιλογή τους αυτή μπορεί να εμπίπτει στην υποκειμενική κρίση του γράφοντα, έχει έρθει με ένα κόστος. Ο δίσκος αυτός δύσκολα θα σε πιάσει χωρίς προσεκτική ακρόαση και, όπως είπαμε, συνθετικά είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το τραγούδι με το οποίο θα τον συστήνεις σε επίδοξους ακροατές. Να θυμίσω ότι το "I" είχε τουλάχιστον 2-3 τέτοια.

Σταματώντας, λοιπόν, (επιτέλους) τις συγκρίσεις με το ντεμπούτο, στο ερώτημα αν φτάνουν τα υπόλοιπα στοιχεία τους ώστε να είναι το αποτέλεσμα και πάλι ελκυστικό, η απάντηση είναι «και περισσεύουν». Η χαρακτηριστική άνεση με την οποία βρίσκουν την ουσία στο groove κάθε τραγουδιού (ή μήπως το groove στην ουσία;) τους επιτρέπει να γίνεται κάθε ακρόαση (και) σωματική εμπειρία ενώ δε θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι οι δύο κιθάρες δείχνουν να έχουν ακόμα καλύτερη χημεία σε σχέση με το ντεμπούτο τους. Σε ό,τι αφορά στο vibe δε, έχουν εκτοξευτεί, και για το μικρό αλλά αφοσιωμένο κοινό που η ευρύτερη ψυχεδελική σκηνή είναι κάτι περισσότερο από μία αντι-μόδα (sic), τσεκάρουν όλα τα απαραίτητα κουτάκια.

Γενικότερα, η συνολική δουλειά τους μέχρι τώρα είναι αρκετά καλή ώστε σε έναν ιδανικό κόσμο η επόμενη στάση τους θα έπρεπε να είναι το Levitation Festival. Επόμενος στόχος όμως; Μακριά από το να θεωρηθεί κάποιου είδους παράπονο ή ψεγάδι του άλμπουμ, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να κάνουμε μία σοβαρή συζήτηση στην «ψυχεδελική Ελλάδα» και για τα τραγούδια που μπορεί να αναδείξει η σκηνή σε πιο πιασάρικη ή pop κατεύθυνση, ας μην ντραπούμε να το πούμε, έχουμε πλέον την ωριμότητα να καταλάβουμε τι σημαίνει αυτό στα πλαίσια του είδους. Μέσα από τα μονοδιάστατα και επαναληπτικά μοτίβα του συγκεκριμένου ήχου, τα ελληνικά συγκροτήματα έχουν την ικανότητα πλέον να βγάλουν ένα "When Jokers Attack" ή ένα "Young Men Dead". Με το "II" όχι μόνο δεν κάνουν βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση αλλά απομακρύνονται κιόλας σε σχέση με το ντεμπούτο τους  με το οποίο είχαν πλησιάσει πολύ. Κι αν όχι οι Holy Monitor ποιοι; (αν όχι τώρα πότε;)

  • SHARE
  • TWEET