Ο Χρήστος Καραδημήτρης είναι υπέρμαχος της φράσης του Νίτσε πως «χωρίς μουσική, η ζωή θα ήταν ένα λάθος». Μέσα από το Rocking.gr διοχετεύει την ανάγκη επικοινωνίας για θέματα γύρω από τη μουσική, μιλώντας...
Flying Colors
Third Degree
Τα στάνταρ ποιότητας και αισθητικής των Flying Colors είναι αδιαπραγμάτευτα, αλλά η τρίτη δισκογραφική τους δουλειά δεν εντυπωσιάζει όσο οι δυο προηγούμενες
Μερικές φορές τα πράγματα είναι προφανή. Βλέπεις το εξώφυλλο του "Third Degree", του τρίτου άλμπουμ των Flying Colors και είσαι σίγουρος για την αισθητική και την ποιότητα που θα το διακατέχει. Βεβαίως, υπάρχουν τα εχέγγυα των δυο προηγούμενων - υπέροχων - δίσκων και των μουσικών που απαρτίζουν το εν λόγω συγκρότημα που ήδη δημιουργούν αυτή τη σιγουριά, αλλά όπως και να το κάνουμε το supergroup αυτό μοιάζει συνυφασμένο με τους δυο παραπάνω όρους. Την ίδια στιγμή, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά όσο φαίνονται, διότι, το μαξιλαράκι ασφαλείας που παρέχουν οι δυο παραπάνω όροι δεν είναι από μόνο του αρκετό.
Στο "Second Nature" έκαναν ένα σημαντικό βήμα μπροστά, αλλά στο "Third Degree" αλλάζουν προσέγγιση εν μέρει
Με το "Second Nature" οι Flying Colors έκαναν ένα σημαντικό βήμα μπροστά, αφήνοντας το prog ένστικτο να πάρει τα συνθετικά ηνία, χωρίς αυτό να σημαίνει πως περιόρισαν τις pop μελωδίες ή τα πιασάρικα σημεία που χαρακτηρίζουν τη μουσική τους. Στην πραγματικότητα πέτυχαν μια ιδανική ισορροπία που τους απέφερε μερικές εξαίσιες συνθέσεις και έναν πιο διακριτό ηχητικό χαρακτήρα, κάτι που εν μέρει αλλάζει στο "Third Degree".
Παρόλο που ο χαρακτήρας της μπάντας παραμένει άμεσα αναγνωρίσιμος, η τρίτη δισκογραφική δουλειά της μοιάζει περισσότερο δομημένη γύρω από τη φωνή και τις ερμηνευτικές αρετές του Casey McPherson, σε αντίθεση με το προηγούμενο άλμπουμ, όπου ο McPherson φαινόταν να προσαρμόζεται - με μεγάλη επιτυχία - στον συνθετικό οίστρο του Neal, αλλά και του Steve Morse. Το θετικό νέο είναι ότι ο McPherson ανταπεξέρχεται εξαιρετικά στο ρόλο του, όμως το συνθετικό αποτέλεσμα δεν τους δικαιώνει και τόσο.
Η συγκριτική διαφορά μεταξύ του "Second Nature" και του "Third Degree" νομίζω ότι αποτυπώνεται στη διαφορά μεταξύ των πρώτων single από κάθε άλμπουμ, του "Mask Machine" και του "More". Εκεί που το πρώτο ήταν «κάτι πραγματικά εμπνευσμένο και ξεχωριστό», το δεύτερο είναι ένα «απλά καλό τραγούδι για τα δεδομένα της μπάντας». Κάτι ανάλογο ισχύει και για τα άλμπουμ συνολικά.
Το "More" ακολουθεί το εναρκτήριο "The Loss Inside", με τις δυο εν λόγω συνθέσεις να αποτελούν τις πιο up tempo/rocking στιγμές του άλμπουμ, κάτι που δημιουργεί μια μικρή ανισορροπία στη ροή του. Αμφότερες είναι καλές συνθέσεις, αλλά τίποτα το πραγματικά ιδιαίτερο, σε αντίθεση με το "Cadence", το οποίο αποτελεί την πιο αγαπημένη μου σύνθεση στο άλμπουμ, έχοντας ρεφρέν που ξεχωρίζει, πανέμορφα lead μέρη και εξαιρετική ενορχήστρωση.
Ο Dave LaRue παίρνει με ευκολία το βραβείο του MVP του άλμπουμ συνολικά
Στο "Guardian" ξεχωρίζει το μπάσο του Dave LaRue - ο οποίος παίρνει με ευκολία το βραβείο του MVP του άλμπουμ συνολικά - , όμως το ρεφρέν είναι αρκετά αδύναμο, ενώ το "Last Train Home" που αποτελεί την πρώτη μακροσκελή (10λεπτη) σύνθεση του άλμπουμ έχω την αίσθηση πως διαρκεί περισσότερο από όσο θα χρειαζόταν. Παρά τα ωραία lead μέρη και το μεταβατικό σημείο του Neal με την ακουστική κιθάρα, εν τέλει πρόκειται για μια απλά συμπαθητική σύνθεση που δεν στέκεται στα στάνταρ ανάλογων τραγουδιών που έχουν γράψει στο παρελθόν.
Αντιθέτως, το "Geronimo" αναδεικνύει τη funky πλευρά της μπάντας, έχοντας πάλι τον LaRue με το slapping μπάσο του να κάνει τη διαφορά και συγκαταλέγεται στις πιο θετικές στιγμές του άλμπουμ, μαζί με την μπαλάντα "You Are Not Alone", η οποία στηρίζεται πολύ στους στίχους και στη συναισθηματική φόρτιση που της προσδίδει ο McPherson. Για το poppy, Beatlικό "Love Letter" κάτι μου λέει πως άντλησαν λίγη έμπνευση από το υπέρτατο "The Ways Of A Fool" της Neal Morse Band (ακόμα και για το lyric video), σε ένα τραγούδι που ο McPherson μοιράζεται τα φωνητικά με τον McPherson και τον Portnoy και λειτουργεί ευχάριστα στη ροή του άλμπουμ.
Στο τελείωμα βρίσκεται το δεύτερο μεγάλο σε διάρκεια τραγούδι του άλμπουμ, με το "Crawl" να δικαιολογεί την 11λεπτη διάρκειά του, έχοντας μελωδίες και ροή που αναμένει κάποιος από ένα τέτοιο τραγούδι των Flying Colors. Κλείνει τον δίσκο με ιδανικό τρόπο, έχοντας αρκετά αξιοσημείωτα σημεία τόσο από τον Steve Morse, όσο κι από τον πιο σχετικά απελευθερωμένο Portnoy.
Ο Neal Morse κι ο Mike Portnoy μοιάζουν να έχουν ακόμα λιγότερο πρωταγωνιστικό ρόλο
Αν και γνωστό πως σε αυτό το project ο Neal Morse κι ο Mike Portnoy έχουν λιγότερο πρωταγωνιστικό ρόλο σε σχέση με τα υπόλοιπα σχήματα που διατηρούν παρέα (Neal Morse Band, Transatlantic), έχω την αίσθηση πως στο "Third Degree" περιορίστηκαν ακόμα περισσότερο από το αναμενόμενο. Περίμενα τον Portnoy να βγαίνει λίγο πιο μπροστά με το παίξιμό του και τον Neal Morse να το παίρνει περισσότερα ερμηνευτικά μέρη πάνω του για να απογειώσει τις συνθέσεις εκεί που το χρειάζονταν, αλλά όπως ανέφερα και προηγουμένως το άλμπουμ μοιάζει περισσότερο χτισμένο γύρω από τις ερμηνείες του McPherson και την ομοιογένεια των συνθέσεων, παρά στο prog ένστικτο που αποτελεί το φυσικό, συνθετικό περιβάλλον του Mike και του Neal. Ευτυχώς ο McPherson ανταπεξέρχεται πολύ καλά στον ρόλο του, ο Steve Morse έχει τον τρόπο να σαγηνεύει κι όπως προαναφέρθηκε ο LaRue πραγματικά ξεχωρίζει με το παίξιμο και τον ήχο του.
Το "Third Degree" διαθέτει ποιότητα και ομοιογένεια αλλά το συνθετικό επίπεδο είναι ένα κλικ κατώτερο σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές τους
Συνολικά, το "Third Degree" θα έλεγα πως είναι η λιγότερο καλή δουλειά της ως τώρα πορείας των Flying Colors. Προφανώς φέρει το ISO ποιότητας των εξαίρετων μουσικών της μπάντας, διαθέτει συνθετική και ηχητική ομοιογένεια και έχει κάποιος πραγματικά όμορφες στιγμές, όμως το συνθετικό επίπεδο συνολικά είναι ένα κλικ κατώτερο σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές τους και δεν καλύπτει πλήρως τις προσδοκίες που οι ίδιοι έχουν δημιουργήσει.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, παραμένουν ένα από τα καλύτερα και πιο ουσιώδη supergroup εκεί έξω και το μόνο που χρειάζονται είναι η (δισκογραφική και συναυλιακή) συνέπεια που τόσο τους λείπει, για προφανείς λόγους.