Rockwave Festival (Evanescence, Gojira, Flogging Molly, Paradise Lost κ.ά.) @ TerraVibe Park, 02/07/17
Μια χορταστική, καυτή φεστιβαλική μέρα γεμάτη σκληρή μουσική
Μετά τη made in Greece πρώτη και την, με ελληνικά αγαπημένα, δεύτερη ημέρα του Rockwave, η ολοκλήρωση του φετινού φεστιβάλ έγινε σε σκληρό κλίμα. Η θερμοκρασία για τρίτη συνεχόμενη φορά έβαλε δύσκολα σε συγκροτήματα και κοινό, ιδιαίτερα στο πρώτο μισό του προγράμματος. Αυτό το γεγονός σίγουρα στοίχισε στην προσέλευση, η οποία ωστόσο κινήθηκε σε τουλάχιστον ικανοποιητικά επίπεδα. Τα όποια ζητήματα υπήρξαν διατηρήθηκαν σε όσο το δυνατόν χαμηλά επίπεδα και η πολυσυλλεκτικότητα της ημέρας είχε έναν απολύτως φεστιβαλικό χαρακτήρα. Η αλήθεια είναι ότι χρειάστηκε αρκετή σκέψη για να θυμηθώ πριν πόσα χρόνια είδα τόσες πολλές μετακινήσεις από τη μικρή στη μεγάλη σκηνή και πάλι πίσω με τον κόσμο να προσπαθεί να μη χάσει κάποιο κομμάτι από το επόμενο συγκρότημα. Για να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή όμως.
Tardive Dyskinesia
Το άχαρο και δύσκολο έργο του opening ανέλαβαν οι Tardive Dyskinesia, υπό τον πυρωμένο ήλιο που κυριολεκτικά έψηνε γι' ακόμη μια μέρα το Terra Vibe. Δυστυχώς δεν πρόλαβα από την αρχή το σετ τους, ωστόσο με την είσοδο στον χώρο η παρουσία τους ήταν αισθητή, με έναν ογκώδη, ισοπεδωτικό ήχο. Παρά τις τρομερά αντίξοες συνθήκες μερικοί τολμηροί μουσικόφιλοι ήταν μπροστά στη σκηνή κι έδειχναν να το διασκεδάζουν, με τους υπόλοιπους (ακόμη λίγους) να μαζεύονται στα σκιερά σημεία.
Η μπάντα φαίνεται πως είναι τρομερά καλοδουλεμένη και προβαρισμένη, η απόδοσή τους ήταν στιβαρή, άψογη και παθιασμένη, το οποίο τους τιμά και σίγουρα παρά τη δυσκολία του υλικού τους κέρδισαν πολλούς από τους παρευρισκόμενους. Οπωσδήποτε οι ακατάλληλες συνθήκες δεν είναι αυτό που άξιζε η μπάντα, ωστόσο αψηφώντας όλους αυτούς τους παράγοντες έδωσαν ένα δυνατό ξεκίνημα σε μια πολύ γεμάτη μέρα.
Ν.Κ.
Poem
Με το λιοπύρι να μαίνεται και τον κόσμο σιγά-σιγά να πληθαίνει, οι Poem πήραν τη σκυτάλη από τους Tardive Dyskinesia, φέρνοντας μαζί τους και τα καλούδια από την πρόσφατη περιοδεία τους και γεμίζοντας τη σκηνή με τα χρώματα του τελευταίου τους άλμπουμ, "Skein Syndrome". Ξεκίνημα με "Passive Observer", αψεγάδιαστη απόδοση και ήχο, ωστόσο ήταν από την αρχή προφανές πως δεν θα είχαμε την καλύτερη δυνατή εμφάνιση από την μπάντα καθαρά λόγω της αφόρητης ζέστης και του ήλιου που τους έψηνε στη σκηνή.
Εν τέλει το σετ γέμισε με άλλα τρία κομμάτια από το άλμπουμ, και η εμφάνιση των Poem ολοκληρώθηκε μάλλον συντομότερα από το αναμενόμενο, αφού προς το τέλος του "Remission Of Breath" φάνηκε πως τα παιδιά δεν μπορούσαν να παλέψουν με τις ακραίες θερμοκρασίες. Αξιοπρεπέστατη εμφάνιση, ωστόσο θεωρώ πως αδικήθηκαν λόγω ώρας και θα μπορούσαν να μας έχουν προσφέρει ένα πολύ πιο πλήρες και άνετο για όλους μας σετ.
Ν.Κ.
Epica
Ακριβείς στην ώρα τους, οι Epica ανέβηκαν στη μεγάλη σκηνή υπό τους ήχους του "Eidola" και ξεκίνησαν με τα "Edge Of The Blade" και "A Phantasmic Parade". Κάποια ζητήματα με τον ήχο διορθώθηκαν πριν ακόμα ολοκληρωθούν τα δύο πρώτα κομμάτια του πρόσφατου "The Holographic Principle", ενώ το μούδιασμα από τη ζέστη και τον διασκορπισμένο κόσμο χρειάστηκε λίγο περισσότερο χρόνο για να μειωθεί. Έργο καθόλου εύκολο, αν συνυπολογιστεί και το μέγεθος του χώρου. Καταλυτικό ρόλο στη νίκη αυτή έπαιξε η σκηνική παρουσία της μπάντας, που φαίνεται να έχει δουλέψει πολύ πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα και όχι μόνο για εμφανίσεις σε κλειστούς χώρους.
Οι ευχαριστίες στους «ήρωες» που είχαν στηθεί από νωρίς, εναλλάσσονταν με πετάγματα μπουκαλιών νερού, το δίδυμο Jansen/Delahaye ανάμεσα στα riff και τα solo δεν σταμάτησε να ανταλλάζει χαιρετισμούς με το κοινό, ενώ ο αεικίνητος Coen Janssen μέχρι που βρέθηκε με φορητό keyboard ανάμεσα στο κοινό. Ο πρωταγωνιστικός ρόλος, βέβαια, ανήκε δικαιωματικά στη Simone Simons, που παρά τα όποια μικρά λάθη γέμισε τη σκηνή με χαρακτηριστική άνεση. Στα "Unchain Utopia" και "Cry For The Moon" ακούστηκαν τα πρώτα δειλά sing along της ημέρας, προφανώς καμία σχέση με τις πρόσφατες headline εμφανίσεις τους, στο "Beyond The Matrix" υπήρξε αρκετή κινητικότητα τηρουμένων των αναλογιών και το "Consign To Oblivion" έκλεισε επιτυχώς τη μία ώρα του σετ.
Α.Μ.
Anathema
Με τον ήλιο να είναι ακόμα δυνατός και μια μεγάλη μερίδα του κόσμου να αναζητά τη σκιά, εξαρχής φαινόταν ότι αυτή δεν θα ήταν μια τυπική συναυλία των Anathema. Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιότροπη λογική με την οποία τον τελευταίο καιρό η εξάδα από το Liverpool κάνει τις επιλογές κομματιών για τις ζωντανές εμφανίσεις της, η παραπάνω πιθανότητα, πλησίαζε περισσότερο προς τη βεβαιότητα. Το σκηνικό στήσιμο με τα πρόσθετα κρουστά, τα πλήκτρα και τα κάθε λογής πετάλια δεν παραξένεψαν κανέναν. Ούτε και η επιλογή για έναρξη του σετ με το πρώτο μέρος του "Untouchable" και αυστηρά πρόσφατο υλικό.
Τα, μοιρασμένα ανάμεσα στον Vincent Cavanagh και τη Lee Douglas, φωνητικά βρέθηκαν αναμενόμενα στο επίκεντρο της προσοχής, με τα ρυθμικά και την κιθάρα να ακολουθούν παραπίσω και τα πλήκτρα να γεμίζουν το σύνολο. Η ηλεκτρονική ατμόσφαιρα του "Leaving It Behind" αποδόθηκε με όσο το δυνατόν περισσότερη πιστότητα στην εκδοχή του δίσκου, ενώ στο "Endless Ways" η ερμηνεία της Douglas ήταν αψεγάδιαστη. Παρά την όρεξη της μπάντας και την ομολογουμένως καλή απόδοση, ωστόσο, κάτι έλειπε. Δεν είμαι από εκείνους που θα αποταχθούν το "The Optimist" ή οτιδήποτε πρόσφατο, αλλά στο συγκεκριμένο πλαίσιο η επανάληψη των build-up μοτίβων έδειχνε να χάνει το στόχο της όσο συχνά τον πετύχαινε.
Αυτό άλλαξε περίπου στη μέση του σετ, με τα πιο άμεσα (εισαγωγικά βάζετε ελεύθερα) "Thin Air" και "Springfield". Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με τις μελωδίες, με τα πιο έντονα ρυθμικά ή με το ότι ο Danny σταμάτησε τις γκρίνιες, αλλά από αυτό το σημείο και μετά τα πάντα πήγαν στη θέση τους. Η έκπληξη με το "Closer" ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη κι απολύτως ταιριαστή στο εναλλακτικό κλίμα και το απρόβλεπτο κλείσιμο με το "A Simple Mistake" ήταν το κερασάκι στη μισή τούρτα. Αν ρωτάτε εμένα, με ένα-δύο κομμάτια από την προ-2003 περίοδο, θα μιλούσαμε με πολύ διαφορετικούς όρους. Όπως και να 'χει, η απάντηση του Vincent στην κραυγή "Sleepless!" κάλυψε οποιοδήποτε ενδεχόμενο σχετικής συζήτησης.
Α.Μ.
Flogging Molly
Πριν καλά-καλά προλάβει να ολοκληρωθεί ο απαραίτητος ανεφοδιασμός με μπύρες, οι Flogging Molly είχαν ξεκινήσει να παίζουν στη μικρή σκηνή και το μεγαλύτερο πάρτυ της ημέρας είχε αρχίσει. Ήδη από τα πρώτα λεπτά οι χοροί έδιναν κι έπαιρναν, ενώ το πρώτο μεγάλο κύμα χώματος σηκώθηκε στο "Drunken Lullabies". Η μουσική της επτάδας από την Καλιφόρνια με την Ιρλανδική ψυχή είναι από μόνη της αρκετή για να φτιάξει την ατμόσφαιρα και να κάνει τους πάντες, σχετικούς ή μη, να περάσουν καλά· σε ζωντανό πλαίσιο, δε, ανεβαίνει σε άλλο επίπεδο.
Οποιοσδήποτε έστω κι ελάχιστα υποψιασμένος, βέβαια, δεν θα περίμενε κάτι διαφορετικό. Ήταν στην ίδια σκηνή πριν από έξι χρόνια που είχε επικρατήσει το αδιαχώρητο και σχεδόν μια δεκαετία από την πρώτη τους εμφάνιση στη χώρα μας. Μιλάμε για μια μπάντα που είναι φτιαγμένη για να βρίσκεται στο σανίδι. Ο Dave King δεν χρειάζεται να κάνει την παραμικρή προσπάθεια για να φανεί cool ή για να κερδίσει τον κόσμο. Η απλότητα στον τρόπο που επικοινωνεί με το κοινό είναι αρκετός για να δημιουργήσει μια ειλικρινή αμεσότητα, που δεν συναντάται συχνά σε συγκροτήματα τόσο μεγάλου βεληνεκούς.
Τα πνεύματα ηρέμισαν στο "The Worst Day Since Yesterday", για να επανέλθουν με το ακορντεόν και τα πνευστά στο "Requiem For A Dying Song". Το "Speed Of Darkness" εκπροσωπήθηκε από το "Saints & Sinners", όπου το moshpit μεγάλωσε, ενώ στα "Float" και "Tobacco Island" οι φωνές και τα σπρωξίματα συνεχίστηκαν χωρίς διακοπή. Διατηρώντας τις παύσεις μόνο για συστάσεις των μελών, το ολοκαίνουργιο "Crushed" σε ζωντανό πλαίσιο έμοιαζε πλήρως εναρμονισμένο με τα παλιότερα κομμάτια κι ένα μικρό σερί από το "Swagger" γύρισε τον χρόνο πίσω στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, επαναφέροντας το χώμα στην ατμόσφαιρα.
Ο King, που δεν έχανε ευκαιρία για χαβαλέ με το κοινό (με ιδιαίτερη προτίμηση σ' εκείνους του μπαλκονιού) κι ανέφερε συχνά-πυκνά τη στήριξή του σχετικά με τα όσα συμβαίνουν, δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη· το "If I Ever Leave This World Alive" αφιερώθηκε σε όλους τους παρευρισκόμενους και ήταν η αιτία για έναν υπέροχο χορευτικό κύκλο. Συνέχεια από το τεράστιο "Drunken Lullabies" με το "What's Left Of The Flag" να επαναφέρει το moshing και κάποια από τα δυνατότερα sing along της ημέρας, κατάσταση που διατηρήθηκε και στο κλείσιμο με το "Seven Deadly Sins". Αναμφισβήτητα τα πιο κεφάτα εβδομήντα πέντε λεπτά της ημέρας.
Α.Μ.
The Hand Of John L. Sullivan
Swagger
Selfish Man
Drunken Lullabies
The Worst Day Since Yesterday
Requiem For A Dying Song
Saints & Sinners
Life In A Tenement Square
Float
Tobacco Island
Crushed (Hostile Nations)
Salty Dog
Devil's Dance Floor
If I Ever Leave This World Alive
What's Left Of The Flag
The Seven Deadly Sins
Paradise Lost
Με το φως του ήλιου να έχει αρχίσει να πέφτει πλέον, οι πολυαγαπημένοι του ελληνικού κοινού Paradise Lost ανέβηκαν στη μεγάλη σκηνή, εκκινώντας το μονόωρο set τους με το "No Hope In Sight". Αν και αρχικά ελαφρώς μουδιασμένοι, με τον Nick Holmes αρκετά χαλαρό στα τρία πρώτα τραγούδια που μας παρουσίασαν, οι Βρετανοί metallers αποτελούν σταθερή συναυλιακή αξία κι αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από τις πρώτες νότες του "The Enemy" κι έπειτα.
Έχοντας επιτέλους μια θέση στο συνολικό billing που μπορούσε να ευεργετήσει τις ατμοσφαιρικές δυναμικές της μουσικής τους, δίχως το δυνατό λιοπύρι να αποτελεί τροχοπέδη, τα κατάφεραν περίφημα στο να μας κάνουν να ταρακουνηθούμε αγνοώντας την όποια ζέστη. Βέβαια, έπειτα από τόσες επισκέψεις στη χώρα μας, οι Βρετανοί φαίνεται να νιώθουν μια απίστευτη οικειότητα με το ελληνικό κοινό, καθώς η άνεση τους επί σκηνής φτάνει σε σχεδόν παρεξηγήσιμα επίπεδα ώρες-ώρες.
Άλλωστε, χάρη στο coolness και την εμπειρία του, ο Holmes φαντάζει ο πλέον αβίαστος και ακομπλεξάριστος frontman, δίχως να έχει πρόβλημα να χρησιμοποιήσει τη βρετανική του φλεγματικότητα στην επικοινωνία του με το κοινό, γεγονός που του συγχωρεί πολλά στις συνειδήσεις μας. Σε ό,τι αφορά τους υπόλοιπους, ο στυλιστικά ανανεωμένος Greg Mackintosh υπήρξε σχεδόν άψογος στη ζωντανή απόδοση των κιθαριστικών ελεγειών του, ενώ ο Aaron Aedy με τον νεοφερμένο Walteri Vayrynen ήταν οι περισσότερο κινητικοί επί σκηνής, με τον τελευταίο να μην έχει κανένα θέμα στην απόδοση των θεμάτων των προκατόχων του.
Βέβαια, ιδιαίτερη μνεία αξίζει στον (θεούλη) Stephen Edmondson, ο οποίος δεν αποχωρίστηκε σε καμία στιγμή της εμφάνισης τους τα γυαλιά ηλίου του, ούτε όταν είχε νυχτώσει πια για τα καλά, ρυθμίζοντας πάντως με περίσσεια στιβαρότητα τις χαμηλές συχνότητες των όσων ύμνων τους ακούστηκαν. Έτσι, με τα κολλητά "As I Die" κι "Embers Fire" να αποτελούν τους σταθερούς πυλώνες της εμφάνισης τους, τα "Hallowed Land" και "Say Just Words" να μας ξεσηκώνουν καίρια και το "Beneath Broken Earth" να μας υπενθυμίζει πως ο Holmes μπορεί ακόμη να βγάλει πειστικά brutal φωνητικά (έστω κι αν στο εναρκτήριο "No Hope In Sight" προσπάθησε να μας πείσει για το αντίθετο), το "The Last Time" έκλεισε ιδανικά (αν και κάπως απότομα) μια ακόμη εν Ελλάδι παρουσία τους, αφήνοντας μας να μετράμε μέρες μέχρι την κυκλοφορία του επερχόμενου δισκογραφικού τους βήματος.
Σ.Κ.
No Hope In Sight
Pity The Sadness
One Second
The Enemy
Faith Divides Us - Death Unites Us
Hallowed Land
Return To The Sun
As I Die
Embers Fire
Say Just Words
Beneath Broken Earth
The Last Time
Gojira
Το ότι οι Gojira είναι πλέον μια πολύ μεγάλη μπάντα το ξέραμε. Το ότι στα live είναι αψεγάδιαστοι, επίσης το ακούγαμε αν και είχαν καιρό να περάσουν από τη χώρα μας. Το ότι θα βλέπαμε ένα θεαματικό show που θα ξεχείλιζε από τόση ενέργεια, δεν ξέρω κατά πόσο το περιμέναμε.
Με τον κόσμο να δείχνει ήδη ενθουσιασμένος, οι Gojira δεν μας λυπήθηκαν από την αρχή κιόλας, με το "Only Pain" να ξεκινά το σφυροκόπημα και να μη μας αφήνει περιθώρια για ανάσες, παρά μόνο για κοπάνημα και συνάμα θαυμασμό για αυτό που βλέπουμε. Αρχικά ο ήχος είχε κάποια μικρά θεματάκια που όμως σύντομα ξεπεράστηκαν. Το οπτικό κομμάτι έδενε απόλυτα με τους σφιχτούς ρυθμούς, με εντυπωσιακό light show (και τα φωτιζόμενα τύμπανα του Mario) αλλά και περιστασιακή χρήση pyrotechnics.
Το setlist αναμενόμενα βασίστηκε κυρίως στο "Magma", που έδειξε να κερδίζει και το κοινό με τις ιδιαίτερα θερμές αντιδράσεις τόσο στο "Silvera" όσο και στο "Stranded", ενώ δεν έλειψαν ισοπεδωτικές κομματάρες σαν το "The Heaviest Matter Of The Universe". Σημαντική στιγμή και το "Flying Whales" με την ατμοσφαιρική εισαγωγή όπου με το ξεκίνημα του riff στήθηκε ένα πάρτυ στο κοινό, τόσο με moshing όσο και με το άναμμα φωτοβολίδας, ενώ οι ρόλοι άλλαξαν για λίγο στο "Ouroborus" με τον Mario να παίρνει θέση στην κιθάρα και τον Joe να βρίσκει ευκαιρία να μας δείξει τις ικανότητές του στα τύμπανα.
To encore έκλεψε την παράσταση, καθώς οι Gojira αντί να επιλέξουν κάποιο δικό τους κομμάτι μας αποχαιρέτισαν με το "Territory" των Sepultura. Αναμενόμενα αποθεώθηκαν από το κοινό, και υποσχέθηκαν πως θα επιστρέψουν σύντομα. Φάνηκε από τις αντιδράσεις τόσο του κοινού όσο και της μπάντας πως είναι μια υπόσχεση που θα εκπληρωθεί και για τον γράφοντα αυτή η εμφάνιση θα μπορούσε και να κλείσει τη βραδιά. Απλά ισοπεδωτικοί και καθηλωτικοί, ξεπέρασαν κάθε προσδοκία που είχα και με έκαναν απλά να μετράω αντίστροφα μέχρι την επόμενη φορά.
Ν.Κ.
Only Pain
The Heaviest Matter of the Universe
Silvera
Stranded
Flying Whales
The Cell
The Shooting Star
Toxic Garbage Island
Backbone
L'Enfant Sauvage
Oroborus
Vacuity
Encore:
Territory (διασκευή Sepultura)
Evanescence
Μετά την ισοπεδωτική εμφάνιση των Gojira, η κάθοδος προς τη μεγάλη σκηνή δεν ήταν εύκολη, παρά την κατηφορική κλίση. Ακολουθώντας πιστά το πρόγραμμα, η εισαγωγή και τα πρώτα μέτρα του "Everybody's Fool" βρήκαν ένα μεγάλο μέρος του κόσμου εν μέσω μετακίνησης. Πλησιάζοντας, ωστόσο, δεν ξαφνιάστηκα καθόλου από το γεγονός ότι ένας εξίσου μεγάλος αριθμός από το κοινό έδειχνε να είχε περάσει τα τελευταία ογδόντα λεπτά (ή και αρκετά περισσότερα) μπροστά στη μεγάλη σκηνή, περιμένοντας την εμφάνιση της Amy Lee και των Evanescence.
Αισίως έχουν περάσει πέντε χρόνια από εκείνη τη βραδιά στον ανοιχτό χώρο του Ολυμπιακού Κέντρου Ξιφασκίας και, παρά τις αναμενόμενες ανακατατάξεις και την απουσία νέου υλικού σε αυτό το διάστημα, τα πράγματα δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει ιδιαίτερα ως προς το status του σχήματος. Αντίθετα, η πεντάδα δείχνει να έχει δέσει με τον καιρό επί σκηνής και η απόδοσή της βγάζει έναν αβίαστο επαγγελματισμό, με την καλή έννοια. Στο "What You Want" για παράδειγμα, δεν χρειάστηκε κάτι παραπάνω από ένα κουπλέ για να ξεκινήσουν από μόνα τους τα ρυθμικά χειροκροτήματα και οι φωνές.
Αν υπάρχει κάτι που κάποιος θα μπορούσε να καταλογίσει δισκογραφικά στην μπάντα, αυτό θα είχε να κάνει με τις ταχύτητες που επιλέγει να ακολουθεί στις δισκογραφικές κυκλοφορίες της· κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο κατάλογος με τα hit είναι αρκετά μεγάλος, σε βαθμό που επισκιάζει οτιδήποτε άλλο. Ενδεικτικά, στο δια χειρός της νέας Jen Majura riff του "Going Under" οι φωνές επανήλθαν δυνατότερες από ποτέ και στην καθιερωμένη πάσα του μικροφώνου ο ήχος του συγκροτήματος σχεδόν υπερκαλύφθηκε. Η επιστροφή στα μετά-"Fallen" κομμάτια έγινε με το "The Other Side" και το "Lithium", όπου τα sing along συνέχισαν ακάθεκτα και φωτισμένες οθόνες πλημμύρισαν το χώρο μπροστά στη σκηνή.
Ανάμεσα στα δύο τραγούδια, καθισμένη στο πιάνο της η Amy Lee εξέφρασε την αγάπη της για την Ελλάδα για πολλοστή φορά, χωρίς να παραλείψει να αναφέρει τα δεκατρία ολόκληρα χρόνια που έχουν περάσει από την πρώτη επίσκεψη του σχήματος στον Λυκαβηττό. Η σχετική αφιέρωση ήρθε λίγο αργότερα, με τη μορφή ενός εκ των πιο ξεχωριστών κομματιών του "The Open Door" και της δισκογραφίας του συγκροτήματος συνολικά. Τα «μηχανικά φώτα της Αθήνας» ακούστηκαν για τρίτη φορά, και μπορεί οι αντιδράσεις να ήταν πιο μαζεμένες σε σχέση με τις δύο προηγούμενες, αλλά αυτό δεν αναιρεί σε τίποτα από την ομορφιά της κατάστασης.
Το groove επανήλθε στα "Made Of Stone" και "Haunted", στο "Weight Of The World" η Lee απέδειξε στους πλέον δύσπιστους ότι εκτός από τη σκηνική παρουσία έχει διατηρήσει και τη φωνή της σε πολύ ψηλά επίπεδα, ενώ τα outtake του ομώνυμου άλμπουμ εκπροσωπήθηκαν από το "Say You Will", όπου ο Tim McCord άφησε για λίγο το μπάσο κι ανέλαβε την κιθάρα. Πλησιάζοντας προς το τέλος του σετ, το ένα μεγάλο κομμάτι διαδεχόταν το άλλο· το "Whisper" ροκάρει σαν να είναι ακόμα 2003, το "Call Me When You're Sober" παραμένει ένα υπερβολικά πιασάρικο single, το "Imaginary" είναι αναπόσπαστο κομμάτι των live των Αμερικανών και στο "Bring Me To Life", πέρα από τα προφανή, ακούστηκαν και αρκετά "wake me up".
Η επάνοδος έγινε με το πιο πετυχημένο single της μπάντας (αν αμφιβάλλετε, ρίξτε μια ματιά στις προβολές του youtube) και σύσσωμη η Μαλακάσα δεν έχασε στίχο. Χωρίς δεύτερη σκέψη, από τα highlight της βραδιάς και του συναυλιακού καλοκαιριού γενικότερα. Το κλείσιμο με το "Disappear" ανέβασε τις ταχύτητες, αν και ομολογώ πως θα προτιμούσα κάτι πιο «κλασικό» για καληνύχτα. Από την άλλη, δεν θα είχα κανένα ζήτημα να θυσιαστεί ένα χιτάκι για να ακουστεί η πανέμορφη ακουστική εκδοχή του "Even In Death", που καμιά φορά ξεπετάγεται επί σκηνής. Όπως και να έχει, μιλάμε για μια ακόμα όμορφη εμφάνιση των Evanescence στη χώρα μας. Δεν ξέρω κατά πόσο ήταν η καλύτερή τους, αλλά σίγουρα ήταν η ιδανική ολοκλήρωση μιας γεμάτης, καυτής (κυριολεκτικά) φεστιβαλικής μέρας.
Α.Μ.
Φωτογραφίες: Μαρίζα Καψαμπέλη
Everybody's Fool
What You Want
Going Under
The Other Side
Lithium
My Heart Is Broken
Your Star
Made of Stone
Haunted
Weight Of The World
Say You Will
Whisper
Call Me When You're Sober
Imaginary
Bring Me to Life
Encore:
My Immortal
Disappear