Fake Names

Fake Names

Epitaph (2020)
Από τον Ιάσονα Τσιμπλάκο, 12/05/2020
...όταν κάτι είναι καλό πέρα από τα χαρτιά
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Μεγάλη κουβέντα μπορεί να ανοίξει κανείς σαν πιάσει την έννοια των "supergroup". Ένας όρος καλοήθης όσο είναι κακοήθης. Από τη μία αναγνωρίζεται η αξία σου σαν καλλιτέχνης ελέω της συμμετοχής σου σε κάποια επιτυχημένη μπάντα, από την άλλη σου κοτσάρετε στην πλάτη το βάρος της προσδοκιάς που πολλές φορές είναι και η αρχή του τέλους της δημιουργικής έμπνευσης.

Αρκετές τέτοιες μπάντες εμφανίζονται, αλλά ελάχιστες καταφέρνουν να σημαίνουν τίποτα παραπάνω από υποσημειώσεις στα βιογραφικά των κυρίως τους εγχειρημάτων.Και κανονικά, τίποτα από αυτά δεν θα έπρεπε να λαμβάνει κανείς υπόψη σαν κάνει μία κριτική δίσκου, αλλά όσο δύσκολο είναι να ξεχωρίσεις τον καλλιτέχνη από την τέχνη του, άλλο τόσο είναι και να κριτικάρεις ένα supergroup χωρίς να εξετάσεις τους επι μέρους συντελεστές.

Τελοσπάντων, οι Fake Names πρωτοϋπήρξαν σαν ιδέα από το 2016 όταν οι θρυλικοί Brian Baker (Minor Threat, Bad Religion, Dag Nasty) και Michael Hampton (S.O.A, Embrace, One Last Wish) βρέθηκαν στο σπίτι του πρώτου, jamαραν, έδεσαν και είπαν δε γαμιέται. Βρέθηκε και ο Johnny Temple (Girls Against Boys, Soulside) στο μπάσο και στο Riot Fest της ίδιας χρονιάς έπεσαν πάνω στον Dennis Lyxzén (Refused, International Noise Conspiracy), αλληλογουσταρίστηκαν και να’μαστε.

Ας πάμε κατευθείαν στο ψητό. Ο δίσκος είναι μούρλια. Aπλός και to the point. Στα αυτιά μου κυμαίνεται κάπου ανάμεσα στις πιο εύpopτες* στιγμές των AFI και boysetsfire που σε στιγμές μάλιστα νομίζεις ότι ακούς και Foo Fighters. Με τη μελωδία να είναι πάντα σε πρώτο πλάνο - και πώς να μην είναι άλλωστε με τον Baker στο επιτελείο; - το μισαωράκι του δίσκου φεύγει σφηνάκι.

Στιχουργικά, ο Lyxzén είναι ο Lyxzén άρα και το κοινωνικοπολιτικό στοιχείο είναι εξαιρετικά παρών και σε αυτό το δίσκο. Δε θα επεκταθώ, γιατί έχω προηγούμενα μαζί του, αλλά τρώω το κουλ σκεητοκαπέλο μου ότι οι πρωτοδισκάκιδες οπαδοί των Refused δεν πρόκειται να ξεπεράσουν κάποια πράγματα σε σχέση με τη κυκλοφορία αυτή. Χεστήκαμε βέβαια.

Αναμένεται το πιο περίεργο καλοκαίρι της ζωής μας και λίγη feel good ενέργεια κακό δε θα κάνει. Ο δίσκος είναι δυναμικός, γρήγορος και πιασάρικος του κερατά. Προσωπικά κόλλησα με τις πρώτες ακροάσεις του lead single, "Brick" και σάστισα λίγο όταν κατάλαβα πως ολόκληρος ο δίσκος κυμαίνεται στα ίδια περίπου επίπεδα. Με δυσκολία ξεχωρίζω κομμάτια, γιατί τον ακούω από την αρχή μέχρι το τέλος κάθε φορά (είπαμε, δίσκος σφηνάκι), αλλά μάλλον το "Weight" είναι ένα μελωδικό τσικ πιο αγαπημένο από τα υπόλοιπα.

Να λοιπόν τι γίνεται όταν τέσσερις εδραιωμένοι πάνκηδες στα σαράντα (;) τους θέλουν να περάσουν λίγο καλά. Στα χαρτιά φάνταζε ουτοπία, στα αυτιά επίσης.

*είμαι εξαιρετικά περήφανος για αυτό που έκανα.

  • SHARE
  • TWEET