Corey Taylor

CMFT

Roadrunner (2020)
Από τον Αντώνη Μαρίνη, 13/10/2020
Ποιος θέλει να παρτάρει με τον Corey;
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Σε περίπτωση που δεν ζείτε αποκλεισμένοι από τον έξω κόσμο τις τελευταίες δύο δεκαετίες, κάποια ιδέα θα έχετε από το έργο και το ποιόν του Corey Taylor. Δεν είναι δα ότι υπήρξαν και τόσα πολλά ονόματα που να μπορούν να περηφανευτούν ότι κατάφεραν κάτι που έστω να πλησιάζει τα όσα πέτυχαν οι Slipknot στα μακρινά zeroes. Και όσο κι αν φωνάζουν κάποιοι, το μπαστάρδεμα occult προσέγγισης με σύγχρονες παραγωγές και metal γαρνίρισμα, δίπλα στο ηχητικό χάος του "Iowa" δεν μοιάζει με κάτι περισσότερο από μία βόλτα στο πάρκο.

Στο δωμάτιο υπάρχει ένας ελέφαντας, και όσο νωρίτερα τον πάμε στην άκρη, τόσο καλύτερα. Ο πρώτος προσωπικός δίσκος του Taylor δεν βάζει το όνομα του δημιουργού του σε οποιαδήποτε δισκογραφική κορυφή. Δεν υπάρχει ανάγκη για κάτι τέτοιο. Αν τα κατορθώματα της πρώτης του μπάντας δεν είναι αρκετά, αν το "We Are Not Your Kind" δεν θύμισε σε όλους για τι περίπτωση μιλάμε, οι Stone Sour έχουν σβήσει κάθε άλλη αμφιβολία από καιρό. Ακόμα και τόσα χρόνια μετά κάποιοι θα ξινίσουν. Η αλήθεια όμως είναι ότι την περασμένη δεκαετία στο hard & heavy δεν κυκλοφόρησαν πολλά "House Of Gold And Bones".

Η απάντηση στην προφανή ερώτηση «τι κάνει διαφορετικά ο σόλο Corey σε σύγκριση με όσα έχει δοκιμάσει μέχρι τώρα;» είναι ένα ωραιότατο «τίποτα!». Μετά το τελευταίο γράμμα και πριν το θαυμαστικό αχνοφαίνεται ένας μικρός αστερίσκος. Δεν είναι ότι δεν έχουμε ξανακούσει τη φωνάρα του σε εκμοντερνισμένο metal πλαίσιο όπως εκείνο του "HWY 666". Ή με μεγάλες, ραδιοφωνικές μελωδίες σαν εκείνες του "Black Eyes Blue". Ή με ξεδιάντροπα πιασάρικες αλά "Samantha's Gone". Ακόμα και το σχεδόν πάνκικο άρωμα του "Meine Lux", κάπου στη διαδρομή Burbank-D.C. θα το βρείτε με λίγο ψάξιμο. Η διαφορά βρίσκεται ένα επίπεδο παραπάνω.

Οι ιδέες πάνω στις οποίες πατάνε οι δεκατρείς συνθέσεις προϋπήρχαν για χρόνια στο μυαλό του μπροστάρη. Ως αποτέλεσμα, ξεκινάνε από διαφορετικές αφετηρίες, και καταλήγουν με ακόμα μεγαλύτερες αποστάσεις μεταξύ τους. Μπορεί στο "Hydrograd", παρέα με τον Christian Martucci που αναλαμβάνει κι εδώ τις κιθάρες, να έπαιξε (και) ευθύ hard rock σαν το "Halfway Down". Μπορεί ο ήχος του "Culture Head" να έχει κάτι από τις μέρες που το στίγμα των 'Knot ήταν ακόμα εμφανές στους Stone Sour. Στην πράξη, ωστόσο, εδώ τα πάντα ακούγονται αισθητά πιο χαρούμενα. Τα προσχήματα εξαφανίζονται με συνοπτικές, και οι εναλλαγές πέφτουν βροχή.

Το "CMFT" έχει από παλιομοδίτικο ροκ, grunge και rap-metal, μέχρι πιάνο-μπαλάντες, μοντέρνα heavy κοψίματα και hardcore. Ο τρόπος που πάει από το ένα στο άλλο, μοιάζει με καλοστημένη playlist. Δεν ρίχνει τίποτα νέο στο τραπέζι και δεν έχει κάτι το πραγματικά συγκλονιστικό. Είναι όμως ακομπλεξάριστο, κολλητικό, αναπάντεχα (ειδικά για όσους δεν έχουν δει το "Live In London") ευχάριστο, και αναμενόμενα προσεγμένο, μουσικά και στιχουργικά. Είναι μια μικρή απεικόνιση του πού βρίσκεται ο Corey Taylor σήμερα, και ένα ταιριαστό party soundtrack για τους οπαδούς του που δεν έχουν αλλεργία στη mainstream αισθητική.

  • SHARE
  • TWEET