Cistvaen

At Light's Demise

Independent Release (2024)
Από τον Βλάση Λέττα, 25/07/2024
Τα ζοφερά τοπία της νοτιοδυτικής Αγγλίας αποκτούν μουσική υπόσταση
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Εκεί που αργοπεθαίνει το φώς οι Cistvaen βλέπουν τη μελωδία να δίνει σχήμα στο σκοτάδι, εκεί που τελειώνει η ελπίδα βρίσκουν τον τυφλό παρατηρητή να μετράει το θρηνώδη χρόνο και, καθώς αυτός περνάει, μας προσφέρουν τον ήχο του.

Όπως καταλαβαίνετε οι Cistvaen δεν είναι ένα ευχάριστο ή ευδιάθετο άκουσμα. Κινούνται γύρω από το black metal αλλά ο πυρήνας της μουσικής τους έχει περισσότερο post και doom χαρακτήρα.

Το ντεμπούτο της μπάντας, που κατάγεται από το Ντέβον της Αγγλίας, ξεκινάει σε πολύ γρήγορους ρυθμούς, η μελωδία όμως που παίζουν οι κιθάρες στέλνει τα σωστά μηνύματα για το τι πρόκειται ν’ ακούσουμε. Κάθε καινούργια ιδέα που συναντάμε κάνει ακόμα πιο γκρίζο το τοπίο και αναπτύσσεται αρκετά ώστε να ταξιδέψει στο χώρο και να βρει τη θέση της. Γενικά δε βιάζονται να ξεπετάξουν τις σκέψεις τους, το μικρότερο κομμάτι του δίσκου είναι κοντά στα 8 λεπτά ενώ όλα τα υπόλοιπα κινούνται από 9 έως 11. Είναι τέτοια η υφή της μουσικης τους όμως, που χρειάζεται αυτό το χρόνο που της δίνεται για να χτίσει τις σωστές σχέσεις οικειότητας με τον ακροατή και να του πει αυτά που θέλει.

Από το πρώτο, ομώνυμο, τραγούδι προσέχει κανείς το πολύ στιβαρό rhythm section της μπάντας, με έναν καταιγιστικό ντράμερ (Ed Wilcox) και έναν μπασίστα (James Mardon) που τα παιξίματα του είναι πραγματικά θαυμάσια. Ο ρόλος τους είναι βασικός στη διαμόρφωση του μουσικού συνόλου, γεγονός που φαίνεται ξεκάθαρα στο δεύτερο κομμάτι, "Cessation Of Hope", όπου ιδικά το μπάσο είναι καθοριστικό.

Ένα κομβικό χαρακτηριστικό, στη ροή του δίσκου, είναι ότι πέφτουν συχνά οι τόνοι ανοίγοντας δρόμους για κορυφώσεις, ή μονοπάτια διαφυγής μέσα από τις σκοτεινές ατμόσφαιρες. Το τρίτο κομμάτι μάλιστα, "The Epitaph", στήνεται κατά βάση πάνω σε μια τέτοια κλιμάκωση, αν και λίγο μετά τη μέση ξεσπάει σε μια οιδονική, μελωδική εκτόνωση ικανή να φτάσει μέχρι το σημείο της πώρωσης, για να αναπαυτεί τελικά και πάλι στη μελαγχολική γωνιά του. Το επόμενο, "Time The Mournful", είναι δομημένο σε πιο νοτιοευρωπαϊκές φόρμες, μου θύμισε λίγο και τους δικούς μας Daylight Misery, αλλά έχει στο τελευταίο μέρος του κάτι κατάμαυρες κραυγές που οδηγούν σταδιακά στην ισοπέδωση με βιολί και πλήκτρα, σημείο αναφοράς.

Η οδός που ακολουθεί η μπάντα δεν αλλάζει στην πορεία και αυτό ίσως, δεδομένης και της σχετικά μεγάλης διάρκειας, να κουράσει κάποιους, αλλά προσωπικά νομίζω ότι δε θα έκοβα κανένα κομμάτι, και ότι η επαναληψιμότητα που τον διακρίνει είναι απαραίτητη στη διαμόρφωση του κλίματος. Αν έπρεπε να διαλέξω ένα μέρος του να βάλω πάνω από τα άλλα νομίζω ότι θα επέλεγα το τελευταίο, και μεγαλύτερο του δίσκου, όχι γιατί τα υπόλοιπα είναι χειρότερα αλλά γιατί αυτό είναι πιο πλήρες. Εχει κι εκείνους τους καταπληκτικούς στίχους στο τέλος "As I blindly observe, that left unwitnessed by ocular nerve, a faint image flitters, I will say no more". Καληνύχτα σας.

Το "At Light’s Demise" αντλεί έμπνευση από τα ζοφερά τοπία της νοτιοδυτικής Αγγλίας, αυτά που απεικονίζονται στο γκριζωπό εξώφυλλό, και καταφέρνει να περάσει στον ακροατή το μουντό του ψυχισμό σκορπώντας γύρω του, δίχως οίκτο, πόνο και μαυρίλα. Έτυχε πρόσφατα να διαλέξω αυτόν το δίσκο για συντροφιά σε ένα νυχτερινό ταξίδι που χρειάστηκε να κάνω με αεροπλάνο, ήμουνα τυχερός μάλιστα και κάθισα δίπλα σε παράθυρο. Χώθηκα μέσα στη μουσική του και ένιωσα καλύτερα τη θλίψη του. Δημιουργούνται προσδοκίες κι απαιτήσεις εδώ πέρα…

  • SHARE
  • TWEET