Χαμένος ανάμεσα σε όρια και συναρτήσεις αναζητά το σταθερό του σημείο στη μουσική που ακούει. Θαυμαστής μοναχά της μελωδίας, αδιαφορεί μεν για το είδος του πλαισίου που την παρέχει, όχι όμως και για...

Centuries Of Decay
A Monument To Oblivion
Ένα ακραίο, ογκώδες και εντυπωσιακό μνημείο στη λήθη
Όταν η πρώτη σου δουλειά βγαίνει το 2017 και περνούν οκτώ χρόνια χωρίς κανένα σημάδι ζωής, κινδυνεύεις σημαντικά να χαθείς μέσα στην απεραντοσύνη της μουσικής λήθης. Θα πρέπει να επανέλθεις με ένα στιβαρό καινούργιο έργο που να κάνει αρκετό θόρυβο ώστε να μην μπορεί κανένα να σε αγνοήσει. Να γίνεις καταιγιστικός. Οι Καναδοί με το "A Monument To Oblivion" γίνονται ακριβώς αυτό, καταιγιστικοί.
Με κυρίαρχη επιρροή τη μουσική ταυτότητα των Gojira, των πρώτων δίσκων, αλλά σε πιο ακραία προσέγγιση που θυμίζει λίγο από Ulcerate και Behemoth και Septic Flesh, οι Centuries Of Decay παραδίδουν έναν δεύτερο πρώτο δίσκο που είναι ικανός να ταρακουνήσει για τα καλά το χώρο του progressive death metal. Οι μουσικοί της μπάντας ξέρουν τα όργανα τους καλύτερα από τους περισσότερους. Οι κιθάρες μαζί με το σφιχτό rhythm section και την πολύ καλή παραγωγή, δίνουν ένα τόσο συμπαγές αποτέλεσμα που ακούγεται πραγματικά θεόρατο. Πάνω σε αυτό έρχονται και τα πολύ ωραία φωνητικά, σε όλο το φάσμα που επιλέγουν να κινηθούν, για να χτίσουν ένα ολοκληρωμένο άλμπουμ, χωρίς ουσιαστικές αδυναμίες.
Καταλαβαίνω ότι η μία ώρα διάρκειας μπορεί να ακούγεται πολλή, αλλά το "A Monument To Oblivion" δεν κάνει καθόλου κοιλιά δικαιολογώντας πλήρως τη διάρκειά του. Δε θα βαρεθεί το αυτί του χώρου. Υπάρχουν άλλωστε αρκετές διακυμάνσεις στη ροή των ιδεών ώστε να μην είναι μονοκόμματο το αποτέλεσμα. Δεν είναι δηλαδή ένας ενιαίος ηχητικός τοίχος το άλμπουμ όπως πολλές κακές αντιγραφές των Γάλλων γιγάντων του σύγχρονου metal.
Το άνοιγμα φωνάζει μεν Gojira, αλλά το riff που στηρίζει το "Cauterize" είναι αρκούντως εντυπωσιακό ώστε να κρατήσει όρθιο αυτό κι όχι εσένα. Τα εννιά λεπτά που διαρκεί κρύβουν αρκετά γυρίσματα που θα δώσουν μια καλή πρώτη εικόνα για το δίσκο. Αξιομνημόνευτα μελωδικά leads, κιθάρες που γίνονται από απλές μα ισοπεδωτικές έως πολύπλοκα δομημένες και στρυφνές. Στο "Between The Waves Of Grief" γίνονται πιο διακριτά και τα Septic Flesh στοιχεία δημιουργώντας μια majestic ατμόσφαιρα που δουλεύει άψογα. Η αλλαγή στο τέμπο με το ασυγκράτητο "To Dust", φέρνει για λίγο τους Behemoth στο προσκήνιο αλλά δε στέκεται μόνο στους Πολωνούς. Έχει οκτώ λεπτά στη διάθεσή του να προσφέρει πολλά διαφορετικά θέματα και το κάνει για άλλη μια φορά μεγαλοπρεπώς.
Συνολικά το άλμπουμ έχει επτά κομμάτια. Κάθε ένα που μπαίνει δίνει και κάτι καινούργιο στην πλήρη εικόνα. Οι πιο μελωδικές κιθάρες του ομώνυμου, το πηχτό doom του "The Great Divide" - που φέρνει την ατμόσφαιρα στα πρότυπα των Woods Of Ypres - η μαυρίλα στο "Wake" που αγγίζει τοπία των Gaerea, πάντα όμως με το πρίσμα του progressive να έχει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του songwriting και των ενορχηστρώσεων. Ο δίσκος κλείνει με το "Tempest", που ουσιαστικά είναι μια σύνθεση των διαφορετικών υφών που παρουσίασε η μπάντα στο δίσκο. Εξαιρετικό τελείωμα για το "A Monument To Oblivion".
Ο δίσκος είναι εξαιρετικός. Σε κάθε πτυχή της απώλειας που αναπτύσσει παίρνει άριστα, συνθέτοντας με τέτοιο τρόπο που ταυτόχρονα κρατά το ενδιαφέρον, αλλά παραμένει απόλυτα συμπαγής. Το επόμενο στοίχημα είναι η συνέχεια. Αλλά ακόμα κι αν εξαφανιστούν πάλι για μια οκταετία από τις μουσικές ζωές μας, θα παραμείνει τούτο δω ως ένα μεγαλοπρεπές μνημείο στη λήθη - να στέκει μόνο του στον παγωμένο Καναδά.