Συνέντευξη: Ανώριμοι

23/11/2009 @ 22:10
Λίγες μέρες μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ “Καλά Να Πάθεις”, ο Κώστας Κουναδίνης, ο Τραμπάκουλας των Ανωρίμων, μίλησε στο rocking.gr και, όπως θα  διαπιστώσετε, δεν έβαλε γλώσσα μέσα. Φιλικός, ορεξάτος και πάντα πλακατζής, φλυάρησε ακατάπαυστα εφ όλης της ύλης, αλλά οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι μας τα είπε πολύ καλά, όσο προκλητικές και να ήταν οι ερωτήσεις μας, και τον ευχαριστούμε.

Ποιός είσαι;
Είμαι ο Τραμπάκουλας και είμαι από ατσάλι. Παίζω στους Ανώριμους: φωνή του σκότους και γράφω και στίχοι (sic).

Μάλιστα! Κατ αρχήν, πες μου τί συμβαίνει με όλα αυτά τα ελληνόφωνα metalοειδή συγκροτήματα που το έχουν ρίξει στο χαβαλεδιάρικο στίχο. Βλέπω να δημιουργείται μια άκρως ανησυχητική σκηνή με πρωταγωνιστές εσάς, το Πλοκάμι του Καρχαρία, τους Μετάληρα, τους Trendy Hooliguns...
Καλά κάνεις και ανησυχείς, γιατί όντως έχει πάρει διαστάσεις το θέμα και χαιρόμαστε πολύ για αυτό. Έχουμε πλέον και συνοδοιπόρους. Παλιότερα τα πράγματα ήταν πιο μοναχικά. Τώρα υπάρχουν και μπάντες με τις οποίες μπορούμε να παίξουμε μαζί «live», να κάνουμε το χαβαλέ μεταξύ μας, καθώς και συνεργασίες. Πιστεύω πως είναι μια καλή εναλλακτική πρόταση, δηλαδή μπάντες που παίζουν heavy με ελληνικό στίχο. Εφόσον μεγαλώνει ο αριθμός, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει απήχηση και ο κόσμος έρχεται σιγά-σιγά προς τα εκεί.



Πόσο «εναλλακτική» μπορεί να είναι αυτή η πρόταση, δεδομένου ότι δεν υπάρχει αντιστοίχου ήχου σκηνή, με σοβαρό – ας τον πούμε έτσι – ελληνικό στίχο;
Κοίταξε, ο στίχος είναι λίγο περίεργη υπόθεση. Έχουμε συνηθίσει στα ελληνικά να ακούμε «λίγο πιο κουλτούρα», «λίγο πιο προβληματισμό», «λίγο πιο μουντάδα»... Πώς να το πω; Κατά τη δική μου άποψη, όταν θες να πεις κάτι αστείο, θα το πεις στα ελληνικά και, όταν λες κάτι αστείο, αυτό σε φέρνει σε πιο άμεση επαφή με το κοινό. Επίσης, εξιστορώντας μια ιστορία η οποία έχει την πλάκα της, εξάπτεις και την περιέργεια του άλλου, γιατί δεν ακούει τα ίδια και τα ίδια. Θα πει: «Ωχ! Τί λέει αυτός εδώ πέρα; Τί είναι αυτό που πραγματεύεται;». Η ιδιαιτερότητα της ελληνικής γλώσσας βοηθά σε αυτή την αμεσότητα και για αυτό οι μπάντες στρέφονται προς τα εκεί. Όταν ξεκινήσαμε εμείς, είχαμε στο μυαλό μας το εξής: θέλουμε να φτιάξουμε μια μπάντα που να παίζει heavy metal και θέλουμε να κάνουμε και πλάκα. Να μην είμαστε γελοίοι, απλά να κάνουμε την πλάκα μας. Μας ήρθε πολύ αβίαστα αυτός ο συνδυασμός. Πιστεύω πως αυτό σκέφτονται και οι άλλοι. Δηλαδή, να κάνουμε μια μπάντα και να περνάμε και καλά. Επειδή έχω γνωρίσει όλα αυτά τα παιδιά, το «Πλοκάμι», τους «Trendy», είναι παιδιά που έχουν γνώση της μουσικής και θέλουν πραγματικά να φτιάξουν καλή μουσική, αλλά ταυτόχρονα είναι τύποι που τους βγαίνει αυτό το πράγμα, ο χαβαλές, και θέλουν να το περάσουν και στη μουσική.

Πιστεύεις ότι πρόκειται για επιρροή που πηγάζει από τα Ημισκούμπρια και την προϊστορία του Δημήτρη Μετζέλου;
Για μένα, πηγάζει από τον Πανούση. Όταν εμείς ξεκινήσαμε, το ‘93, πιο πολύ τον Πανούση είχαμε στο μυαλό μας, γιατί δεν είχαμε ακούσει κάτι παρόμοιο. Δεν υπήρχαν τότε άλλοι...

Οι Τσοπάνα Rave;
Και οι Τσοπανα Rave, αλλά λιγότερο. Δεν ακουγόντουσαν τόσο πολύ. Ο Πανούσης ήταν αυτός που ακουγόταν περισσότερο. Οπότε, όταν ακούς τον Πανούση και σου κάνει εντύπωση, θες να πας προς τα εκεί. Μετά ήρθαν αυτοί που λες εσύ. Ο Μετζέλος – ο «Βρωμύλος» που λέγαμε – έδινε έναν άλλο χαρακτήρα. Από το σατιρικό του Πανούση, περνάγαμε σε κάτι πιο χυδαίο. Κάτι που σε έκανε να γελάσεις με πιο φθηνό, ας πούμε, χιούμορ – που και αυτό έχει την πλάκα του. Και αυτό το έχουμε δοκιμάσει στο παρελθόν. Φυσικά, περνάμε μετά στα Ημισκούμπρια, που ήταν πιο «mainstream» φάση. Μουσικά απέχουμε, αλλά στιχουργικά προς τα εκεί κλίνουμε περισσότερο. Σίγουρα πρόκειται για μια κληρονομιά που ξεκινάει από τον Χάρρυ Κλυνν, τον Πανούση και έχει αυτή την εξέλιξη, όπως λες.



Γίνεστε όλο και πιο δημοφιλείς και ο κόσμος φαίνεται να μπαίνει στο νόημα. Έχετε σκεφτεί την πιθανότητα, μια μέρα, οι Ανώριμοι να ωριμάσουν και να αντιμετωπίσουν, ας πούμε, με λιγότερο χιούμορ τα υπαρξιακά τους; Δεν ξέρω γιατί πέρασα στο τρίτο πρόσωπο, ας κάνουμε σαν να μην είναι εδώ...
(γελάει) Θα μιλήσω εγώ εξ ονόματός τους, λοιπόν! Το να σε λένε «Ανώριμοι» και να μην δικαιώνεις το όνομά σου είναι λίγο δύσκολο. Πάντοτε κοινοί παρονομαστές θα είναι το heavy metal – η μουσική που παίζουμε, με την ποικιλομορφία της, όποια κι αν είναι αυτή – και οι στίχοι οι σατιρικοί. Όχι γελοίοι, όχι φθηνοί. Προσπαθούμε τώρα να κάνουμε μια σάτιρα με αυτοσαρκασμό. Προσπαθούμε να διακωμωδήσουμε κάποια πράγματα της επικαιρότητας και κάποιες καταστάσεις, που μπορεί να συμβαίνουν στον καθένα μας. Αν δεις τους στίχους του καινούριου μας δίσκου, σίγουρα θα παρατηρήσεις μια εντός εισαγωγικών ωριμότητα, αλλά στα πλαίσια αυτών που σου είπα. Είναι ιστορίες που μπορεί να φαίνονται κάπως τραγικές, αλλά προσπαθούμε με τον τρόπο μας να τις διακωμωδήσουμε. Να περάσουμε σε ένα χιουμοριστικό πλαίσιο την ιστορία του άστεγου, όπως είναι αυτή που βρίσκεται στο «Καλά Να Πάθεις». Είναι μια άσχημη, μια θλιβερή εικόνα, που είναι κομμάτι της ζωής και εμείς προσπαθούμε, χωρίς να γελοιοποιήσουμε, να σατιρίσουμε την κατάσταση.

Είσαι ο μόνος στιχουργός της μπάντας;

Εγώ γράφω τους περισσότερους στίχους και ο Δημήτρης ή αλλιώς Necropethamenos γράφει αυτούς που περισσεύουνε. Όταν στερεύω από έμπνευση, τον «πριζώνω» για να γράφει αυτός τα υπόλοιπα. (γελώντας)

Την πρόζα που έχετε ποιός τη γράφει;
Η πρόζα είναι ευθύνη του Κόμη Vargsteiner, του Πάνου δηλαδή, ο οποίος ξεκίνησε σαν μπασίστας στη μπάντα, πριν από αρκετά χρόνια. Μετά διαλύσαμε και, όταν αποφασίσαμε να ξαναφτιάξουμε τη μπάντα, τον πήραμε μαζί μας σαν κωμικό στοιχείο. Είναι ένας διασκεδαστής, που γράφει μερικά κωμικά ποιήματα και τα απαγγέλει ανάμεσα στα τραγούδια στις συναυλίες ή ακόμη κάνει κάποιες εισαγωγές στα CD μας.



Δεδομένου ότι οι στίχοι σας είναι πάντα χιουμοριστικοί και μερικές φορές χοντροκομμένοι, δεν θα περίμενε κανείς η μουσική σας να είναι τόσο προσεγμένη. Πιστεύεις ότι κινδυνεύει να μην την πάρει στα σοβαρά ο κόσμος ή να μην της δώσει τη δέουσα προσοχή;
Αυτό δεν είναι απλά ένας κίνδυνος, είναι κάτι που συμβαίνει. Σίγουρα παλιότερα ήταν πιο χοντροκομμένα τα πράγματα. Τώρα, όπως σου έλεγα, έχουν πάρει ένα δρόμο πιο στρωτό. Μπορεί να ακουστεί ένα μπινελίκι, αλλά δεν θα είναι τελείως γελοίο το στιχουργικό κομμάτι. Βέβαια, εξελισσόμαστε και σαν μουσικοί. Δεν είμαστε επαγγελματίες, αλλά η κύρια ασχολία μας είναι η μουσική. Τα παιδιά μαθαίνουν καλύτερα τα όργανά τους και εγώ βελτιώνομαι με τον καιρό, μόνος μου και όσο μπορώ. Τώρα πια φτιάχνει η μουσική ακόμα περισσότερο, φτιάχνουν και οι στίχοι και ερχόμαστε ακόμη πιο κοντά στον κόσμο – ακόμη και σε αυτούς που κάποτε άκουγαν το όνομα και λέγανε: «τί πράγματα μπορεί να είναι αυτά;». Συμβαίνει όμως αυτό που λες. Γράφουμε καλή μουσική και έχουμε στιγματιστεί λόγω του στίχου και ο άλλος αρνείται να ασχοληθεί. Σου λέει: «Έλα μωρέ τώρα, Ανώριμοι...». Τα παίρνει η μπάλα όλα. Εγώ πιστεύω ότι κάποιος που θα ασχοληθεί και θα ξεκινήσει με καλή διάθεση να ακούσει, θα βρει και άλλα πράγματα. Μπορεί οι στίχοι να μην τον εκφράζουν εκατό τοις εκατό... Άλλους τους ξενίζει ο ελληνικός στίχος. Θέλουν να ακούν τη μουσική τους heavy, με τον αγγλικό το στίχο. Πάντως, πιστεύω ότι μπορεί να βρουν στοιχεία που να τους αρέσουν, ακόμα κι αν ο στίχος τους απωθεί.

Ακούσαμε το δεύτερο δίσκο σας  που έφτασε μέχρι τα ράφια των δισκοπωλείων και λέγεται «Καλά Να Πάθεις»...
Επίσης! (γέλια)

Συγχαρητήρια, λοιπόν, για το καινούριο άλμπουμ και την εξαιρετική του παραγωγή. Πόσο σας ικανοποίησε το αποτέλεσμα και σε τί διαφέρει από το προηγούμενο;
Θα ήμασταν ψεύτες αν λέγαμε ότι δεν μας ικανοποιεί αυτό που ακούμε. Πάντα, όταν ακούς κάτι που βγάζεις – και ξεκινάω τα κλισέ τώρα – όλοι λένε «δεν θέλουμε να αλλάξουμε τίποτα», «όλα είναι τέλεια», «είναι το καλύτερο πράγμα που έχουμε κάνει». Μπορώ κι εγώ να το πω αυτό, ότι είναι αυτό το καλύτερο πράγμα που έχουμε κάνει μέχρι σήμερα, γιατί απλά όποιος το ακούσει θα το καταλάβει. Η διαφορά φαίνεται και στην παραγωγή και στην σύνθεση και στην ενορχήστρωση και «παιχτικά». Οι διαφορές με τις «Κατσαρίδες» (σ.σ.: “17 Κατσαρίδες”, 2008) είναι ότι είναι πιο ποικιλόμορφο. Οι συνθέσεις ακολουθούν διάφορα μοτίβα. Άλλο τραγούδι είναι πιο κλασσικό heavy, άλλο να πηγαίνει προς πιο metalcore, υπάρχουν μπαλάντες... Από τα δεκατέσσερα τραγούδια, δεν μπορώ να πω ότι κάποιο μοιάζει με κάποιο άλλο. Στιχουργικά, όπως σου είπα, είναι λίγο πιο προσεγμένο. Σε κάθε τομέα έχουμε πάει ένα σκαλί παραπάνω. Αυτή τη φορά είχαμε περισσότερο χρόνο να δουλέψουμε και περισσότερη άνεση και αυτό πέρασε και στην ηχογράφηση.



Όποιος σας έχει παρακολουθήσει από την αρχή ή ακόμη και όποιος σήμερα ψάξει την ιστοσελίδα σας, βλέπει ότι υπάρχει πολύ υλικό σε διάφορες μορφές. Έχετε σκεφτεί να επανηχογραφήσετε ή να επανακυκλοφορήσετε το παλιό σας υλικό;
Οι γνώμες διίστανται. Το υλικό που υπάρχει ξεκινά από το ‘94 και φτάνει μέχρι το 2004, που αρχίσαμε να ηχογραφούμε «κανονικά CD». Αυτό το «demo» υλικό, που διαθέτουμε δωρεάν στο site, έχει τη γοητεία του, αν θέλεις – αυτή την γυμνασιακή «καφρίλα», αυτόν τον ερασιτεχνισμό. Όταν καθόμαστε και το ακούμε οι πιο παλιοί της μπάντας – ο Δημήτρης κι εγώ, δηλαδή – και γελάμε με τα χάλια μας, που λέει ο λόγος, δεν θέλουμε να το αγγίξουμε. Θέλουμε να το αφήσουμε όπως είναι. Και πολλοί φίλοι το γκρουπ λένε: «Μην τα πειράξετε αυτά τα κομμάτια. Αφήστε τα όπως είναι, να υπάρχουν με αυτή τη μορφή.». Βέβαια, υπάρχουν κάποιες συνθέσεις οι οποίες σίγουρα αξίζανε και καλύτερης τύχης. Δηλαδή, για την εποχή που τις γράψαμε, μπορεί να ήτανε πιο μπροστά και να μην καταφέραμε να τις αποδώσουμε όπως τους άξιζε. Ήδη, και στους δύο δίσκους, έχουμε τσιμπήσει ένα-δύο κομματάκια τα οποία προσαρμόσαμε στον τωρινό μας ήχο και τα βάλαμε στα CD, και ενδέχεται και στην επόμενη κυκλοφορία να γίνει το ίδιο με ένα-δύο ακόμα κομματάκια. Σιγά-σιγά... Υπήρχε και η σκέψη να πιάσουμε το “Παππούς: The Rock Opera” του 1999, αυτούσιο, να το φτιάξουμε και να το δώσουμε. Για την πλάκα μας, δηλαδή, όχι για εμπορικούς λόγους. Αλλά αυτό παραμένει απλώς μια σκέψη.

Το βλέπεις, όμως, ότι το λες και μόνος σου: ξεκινάτε από περισσότερη «καφρίλα» και γυμνασιακή κατάσταση και εξελίσσεστε σε κάτι όλο και πιο σοβαρό. Μήπως σε τέσσερις δίσκους θα παίζετε σαν τα Διάφανα Κρίνα;
(γελάει) Κοίτα, δεν θέλω να το πιστεύω αυτό. Φυσικά, τώρα δεν ρίχνω κάποια μπηχτή στα Διάφανα Κρίνα, ρε παιδί μου, ή οτιδήποτε τέτοιο. Απλά, έτσι όπως βλέπω τα πράγματα τώρα – είμαι και 31, δεν είμαι κανένας μικρός – πιστεύω ότι βρισκόμαστε στο «peak» σε ό,τι αφορά το στιχουργικό κομμάτι. Δεν πιστεύω ότι ξαφνικά θα αρχίσουμε να γράφουμε κομμάτια κοινωνικού προβληματισμού, «αχ, πού πάει αυτή η κοινωνία, Θεέ μου;», «τί γίνεται τώρα;», «Σούλα, γιατί με άφησες;» και τέτοια. Μουσικά μπορεί να βελτιωθούμε, αλλά πιστεύω ότι στιχουργικά θα κινούμαστε κάπου σε αυτό το πλαίσιο του “Καλά Να Πάθεις” – αυτό το σατιρικό. Από τη στιγμή που εγώ αναλαμβάνω τους στίχους και έχω ιδέες για επόμενα τραγούδια, με βλέπω πάλι να κινούμαι σε αυτό το στιλ. Δεν θα «καφρίσω», γιατί δεν μου βγαίνει να είμαι πλέον πολύ κάφρος και «χύμα», αλλά πάλι θα κρατήσω το σατιρικό ύφος.

Θέλω να μου πεις τη γνώμη σου για τα άλλα μέλη της μπάντας.
(με ένα τεράστιο χαμόγελο) Α! Ξεκινάμε με μια λατρεία: τον Tafoplakium, ο οποίος είναι ο Γιώργος, στο μπάσο. Είναι μια σχέση που θα μπορούσα να την πω και ερωτική ακόμα – και γράψτε το όπως είναι, δεν φοβάμαι! (γελάει) Ο «Κιουγάντας», στα ντραμς, δηλαδή ο Βαγγέλης, είναι ένα πολύ ιδιαίτερο παιδί, είναι ο πιο μικρός της μπάντας...



Με συγχωρείς, πώς τον είπες;
«Κιουγάντα»: με γαλλική προφορά. (γέλια) Είναι ο πιο μικρούλης, στα 23. Είναι ο πιο ατίθασος, αλλά πού θα μου πάει θα τον φέρω εγώ εκεί που θέλω – τώρα μας κάνει λίγο άνω-κάτω... Ο «Σατριγιάννος» (σ.σ.: Γιάννης, κιθαρίστας και παραγωγός των Ανωρίμων) είναι η φωνή της λογικής. Έτσι τον λέω εγώ. Είναι ο πιο προσγειωμένος. Φυσικά στο ίδιο μήκος χαβαλέ με όλους μας, αλλά όταν έρχεται η ώρα της δουλειάς, είναι... «Χίτλερ»! Πραγματικά, όταν πρέπει να γίνει δουλειά, είναι... «Παναγιά βόηθα!». Ο Κόμης Vargsteiner είναι μια μασκότ. Αυτή είναι η ιδιότητά του. Μας διασκεδάζει και όταν δουλεύουμε και στην ταβέρνα, ας πούμε. Επίσης είναι αυτός που παίρνει το ένα έκτο των χρημάτων, για να κάνει το ένα εκατοστό της δουλειάς. (γελάει) Τέλος, με τον Nekropethameno, το «αγαπημένο μου χοντρόζωο» – έτσι τον φωνάζουμε – είμαστε μαζί από την πρώτη δημοτικού. Φαντάσου τώρα: εικοσιπέντε χρόνια τον τρώω στη μάπα, με όλες τις «χοντρίλες» του, τις «καφρίλες» του και τον τρόπο του τον μυστήριο, τον ιδιαίτερο, τον υποχόνδριο, τον αγχωτικό. Όλο αυτό το πράγμα το αγαπάμε όλοι στη μπάντα. Πραγματικά. Δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς τις χοντράδες του Δημήτρη. Αυτό το τσαπατσούλικο το ύφος του το αγαπάμε, πώς να στο πω; Και το χιούμορ του και όλα. Πιστεύω να μην προσβλήθηκαν με αυτά που είπα.

Από όσα μου λες και από όσα καταλαβαίνω, από αυτά που βλέπω, είστε μια καλή παρέα και λειτουργείτε και αρκετά με τη μέθοδο «do it yourself». Είστε πολύ δραστήριοι και αυτόνομοι ως προς την παραγωγή, την αναζήτηση χώρων για συναυλίες κλπ. Πώς βαίνει η συνεργασία σας με τη Warner, πώς προσγειωθήκατε – ή μάλλον πώς απογειωθήκατε – εκεί και τελικά τι σας προσφέρει αυτή η συνεργασία;
Κατ αρχήν, ξεκινώ με την πρώτη σου παρατήρηση. Όντως είμαστε μια καλή παρέα. Αλλιώς, δεν γίνεται να κάνεις αυτό που κάνουμε. Έτσι το βλέπω εγώ. Δεν θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε. «Do it yourself» ναι: από τη στιγμή που κανείς δεν πρόκειται να σε βοηθήσει όπως πρέπει. Είναι αυτό που έχουμε καταλάβει, τόσα χρόνια. Αν δεν κάνεις εσύ τη δουλειά, δεν πρόκειται κανείς να την κάνει τόσο καλά όσο θα την έκανες εσύ.

Σας προτάθηκε, δηλαδή, από την εταιρία μια συνεργασία με συγκεκριμένο ρυθμό που δεν σας ικανοποιούσε;
Μπορεί να πει κανείς ότι εμείς είμαστε οι περίεργοι. Έχουμε όμως κάποιες απαιτήσεις, γιατί το δικό μας όνομα βγαίνει στον αφρό και εμείς κρινόμαστε για αυτή τη δουλειά. Δυστυχώς, όλες οι συνεργασίες που επιχειρήσαμε, όλο αυτό το διάστημα, δεν έφεραν το θεμιτό αποτέλεσμα. Οπότε, εμείς αποφασίσαμε την αυτοδιαχείριση στα «live» και πολλές φορές ακόμα και στις συνεντεύξεις, στο «promo». Ό,τι μπορούμε να το κάνουμε εμείς. Βοηθάει και η εταιρία – δε λέω. Αλίμονο! Δεν έχω κανένα παράπονο. Αλλά, στην Ελλάδα, όταν παίζεις metal με ελληνικό στίχο, δεν υπάρχει κάποιος να σε βοηθήσει, πιστεύω. Πρέπει εσύ να βοηθήσεις τον εαυτό σου. Σχετικά με τη Warner, πραγματικά, θα ήμουν χαζός αν έλεγα ότι δεν είναι ό,τι καλύτερο μας συνέβη. Όταν σου προτείνει συνεργασία μια πολυεθνική, σημαίνει ότι η δουλειά σου κάπως βρήκε τον τρόπο να πάει εκεί που έπρεπε. Συνέβη τελείως τυχαία – να σου πω την αλήθεια. Εμείς δεν είχαμε στείλει ποτέ «demo» σε εταιρίες. Είχαμε πάρει την απόφαση να το πάμε μόνοι μας και όπου βγάλει. Το internet, λοιπόν, την έκανε τη δουλειά. Κάποιος συνεργάτης της Warner είδε τα βιντεάκια που υπήρχαν στο internet, την εποχή που η εταιρία βρισκόταν σε φάση να υπογράψει καινούρια γκρουπ. Για ένα διάστημα ήταν σε αδράνεια σε ό,τι αφορά το ντόπιο ρεπερτόριο, αλλά αποφάσισε ότι ήρθε η στιγμή να αρχίσει πάλι να κάνει δουλειές και έδωσε σε κάποιους ανθρώπους «υπεργολαβία» να βρούνε κάποιες μπάντες που θα αξίζανε να υπογράψουν. Έτσι έγινε. Κάποιος μας άκουσε, μας πρόσεξε, μπήκε, είδε, ένοιωσε τη δυναμική της μπάντας και μας πρότεινε συνεργασία. Εμείς ήμασταν αρκετά διστακτικοί στην αρχή. Καθίσαμε, το σκεφτήκαμε, είδαμε τους όρους της συνεργασίας και είπαμε ότι θα το κάνουμε, μόνο αν γίνει με όρους που να εξασφαλίζουν πρώτα από όλα την καλλιτεχνική ακεραιότητα και μετά αν τα «νομικά» είναι αυτά που πρέπει να είναι. Προφανώς, από τη στιγμή που το κάναμε, σημαίνει ότι κάπου τα βρήκαμε και προχωρήσαμε στη συνεργασία, η οποία συνεχίζεται, με πολύ καλά αποτελέσματα.



Θεωρείς ότι σας προσφέρει κάτι περισσότερο το γεγονός ότι πρόκειται για τη Warner και όχι για κάποια μικρή ή ανεξάρτητη Ελληνική εταιρία;
Είναι ένα όνομα με φοβερή αναγνωρισιμότητα. Όταν κάποιος ακούει «Warner», τεντώνεται το αυτί του. Σου λέει: «Ωπ! Είναι η Warner!». Σίγουρα, θα ανοίξει δύο πόρτες παραπάνω και έχει μια μεγαλύτερη βαρύτητα. Όχι ότι οι μικρές εταιρίες δεν κάνουν σωστή δουλειά ή ότι δεν αγαπάνε τις μπάντες ή δεν τις προσέχουν... Αλλά, όπως και να το κάνουμε, μετράει το όνομα. Δηλαδή, το «brand» είναι κάτι που, στην εποχή μας, παίζει μεγάλο ρόλο. Έχουμε τη τύχη να μας υποστηρίζει ένα τέτοιο μεγάλο «brand name» και αυτό μας βοηθάει πολύ περισσότερο.

Μίλησες προηγουμένως για το ρόλο που έπαιξε το internet, στη διαδρομή σας. Αφενός το χρησιμοποιείτε για να διανείμετε δωρεάν τις πρώτες σας δουλειές, αφετέρου η πειρατεία θα μπορούσε να πλήξει την τωρινή σας δισκογραφία. Πες μου, ως μουσικόφιλος, αλλά και ως μέλος μπάντας, ποιά είναι η γνώμη σου για την επίδραση του internet στο χώρο της μουσικής;
Κοίταξε, εγώ πιστεύω ότι το internet είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί σε μια μπάντα που ξέρει να το χειριστεί αυτή την προβολή. Να μην είσαι μόνο μια μπάντα του internet, να υπάρχεις και εκτός internet, με τα «live» σου, με τις δουλειές σου, και να χρησιμοποιείς το internet σαν μέσο προώθησης. Σαν ακροατής, το χρησιμοποιώ όταν θέλω να γνωρίσω μια μπάντα. Αν εγώ ήμουν ακροατής και ήθελα να μάθω τί είναι αυτοί οι Ανώριμοι, θα έμπαινα στο internet, θα έβλεπα δυο βίντεο, θα κατέβαζα δέκα τραγούδια, θα έπαιρνα μια εικόνα και, αν με ικανοποιούσε αυτό που είδα και άκουσα, θα πήγαινα στο δισκάδικο να πάρω το δίσκο. Αυτός είμαι εγώ. Όταν μου κάτι αρέσει, θέλω να το έχω. Είναι η δική μου άποψη και δεν κατηγορώ κάποιον που δεν το κάνει αυτό. Εμείς, από την πλευρά μας, πιστεύουμε ότι το «downloading» πράγματι μπορεί να κάνει κακό σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά πιστεύω πως αν κάποιος «κατεβάσει» το δίσκο μας, δεν τον αγοράσει, αλλά έρθει μια φορά σε συναυλία μας, είναι κέρδος. Ας μην έχει ένα δίσκο μας αγορασμένο, μπορεί να έρθει στο «live» μας. Αν έρθει μια φορά και του αρέσουμε, θα έρθει και δεύτερη και τρίτη, μετά μπορεί να πάρει μια μπλούζα, μετά μπορεί να πάρει και ένα CD. Δηλαδή, κερδίζεις έναν οπαδό, τον βάζεις «μέσα στο συγκρότημά σου» και μετά βλέπεις πώς μπορεί να πάει αυτό το πράγμα. Βέβαια, βλέπουμε μεγάλες μπάντες, όπως είναι οι Smashing Pumpkins ή οι Radiohead, που δίνουνε τις κυκλοφορίες τους δωρεάν και πολλοί λένε: «αυτό είναι το μέλλον: να δίνετε τη μουσική σας δωρεάν». Αυτό είναι το μέλλον για τις μεγάλες μπάντες που μπορούνε να υποστηρίξουνε μια περιοδεία και να βγάλουν τα εκατονταπλάσια χρήματα σε σχέση με τις πωλήσεις. Πλέον, μια εταιρία τί υποστήριξη να δώσει στους Smashing Pumpkins; Να πουλήσουνε ένα εκατομμύριο δίσκους; Και πόσα λεφτά να πάρουνε; Πεντακόσιες χιλιάδες δολάρια; Ενώ με μια παγκόσμια περιοδεία, μπορούν να φέρουν άπειρο κέρδος. Σίγουρα, οι μικρές μπάντες χρειάζονται και τις πωλήσεις, γιατί αν η εταιρία δει ότι δεν πουλάς, θα σου πει: «Μεγάλε, τί κάνεις εδώ πέρα τώρα; Σε πήρα εγώ για να πουλάς πεντακόσια CD; Άντε στην ευχή του Θεού!». Χρειάζεται, αλλά...

Λοιπόν, σου το είχα πει ότι θα σε ξεμπροστιάσω...
(γελάει) Το ξέρω, το ξέρω... Με είχες προειδοποιήσει...

...Είναι σαφές ότι έχετε σουφρώσει λίγο Zucchero στο τραγούδι “Κάμα Σούτρα”. Τί άλλα κλοπιμαία θα βρούμε στο «Καλά Να Πάθεις»;
Λοιπόν, άκου να δεις τώρα με τον Zucchero τί γίνεται. Όταν μου έστειλες το βίντεο, εγώ δεν το είχα πάρει χαμπάρι. (σ.σ.: ο Κώστας είχε λάβει μήνυμα, μέσω τους forum μας, που περιείχε link video clip του“Baila (Sexy Thing)” του Zucchero)  Την προηγούμενη βδομάδα, ήμασταν στο αυτοκίνητο της περιοδείας και είχαμε βάλει ράδιο και έπαιζε αυτό το τραγούδι του Zucchero. Είχα δίπλα μου τον Necropethameno, τον κιθαρίστα, και γυρνάει και μου λέει: «Μαλάκα, άκου αυτό το κομμάτι!». Καθώς έπαιζε το κομμάτι, μου τραγουδάει τη μελωδία του “Κάμα Σούτρα”. Βλέπουμε ότι ταιριάζει και πεθαίνουμε στο γέλιο. Δεν το κάναμε εν γνώσει μας. Όταν δουλεύαμε στο στούντιο, ψάχναμε να βρούμε μια φωνητική μελωδία που να είναι λίγο «πιασάρικη» και δοκιμάζαμε-δοκιμάζαμε-δοκιμάζαμε, μια-δυο-τρείς... Τραγουδήθηκε αυτή η μελωδία, μας «έκατσε» και την κρατήσαμε. Μετά από καιρό, όπως βλέπεις, το συνειδητοποιήσαμε και εμείς οι ίδιοι, αλλά φυσικά δεν είναι κλοπιμαίο. Σίγουρα στη μουσική δεν υπάρχει παρθενογένεση. Οι νότες μπορεί να συμπέσουν. Ούτε μπορείς να έχεις ακούσει τα πάντα και να ξέρεις τι να αποφύγεις. Εμείς, εν γνώση μας, δεν έχουμε πάρει κάποιο κομμάτι να το κάνουμε δικό μας και μετά να κάνουμε το κορόιδο, λέγοντας «Α! Εμείς το γράψαμε αυτό.». Έχουμε κάνει τις γνωστές διασκευές τις που βρίσκονται και στο internet. Κομμάτια γνωστά, όπως το “Λιωμένο Παγωτό” (σ.σ.: από τα Ξύλινα Σπαθιά), που του έχουμε αλλάξει τους στίχους. Ή ακόμη του Μιχάλη Εμιρλή “Η Πίπα Της Ειρήνης”, που και αυτό το έχουμε πάρει και το έχουμε αλλάξει. Αλλά αυτό το λέμε, δεν το κρύβουμε. Οπότε δεν ξέρω τί ήθελες να εκβιάσεις τώρα εσύ. Να μας σύρεις στα δικαστήρια και να πάρεις μεγάλη αποζημίωση. Δεν θα πετύχει το σχέδιό σου. Λυπάμαι. (γέλια)

Απέτυχα παταγωδώς;
Παταγωδώς.

Τί αναμνήσεις κρατάτε από τη συναυλία σας με τους Nanowar, που είχε οργανώσει το rocking.gr;

Το rocking.gr μας είχε κάνει την τιμή να μας καλέσει σε αυτή τη συναυλία. Είναι πολύ ωραίο όταν κάποιο μέσο σε καλεί για κάτι. Είναι πραγματικά τιμή για εμάς. Το έχει κάνει και το Rock Hard, αλλά το πρώτο που το έκανε ήταν το rocking. Όταν σου λένε: «Θέλουμε να παίξεις για το δικό μας event», είναι μια τιμή και μια ευθύνη, έτσι; Είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Το μαγαζί γέμισε, παρόλο που ήταν καθημερινή και ενώ υπήρχαν κάποιες άλλες συναυλίες που γινόντουσαν την ίδια μέρα. Ο κόσμος ήταν πάρα πολύ ενθουσιώδης – το θυμάμαι πολύ καλά. Βέβαια... (γελαέι) Κάποιοι παραήταν «ενθουσιώδεις» εκείνη τη μέρα και δημιούργησαν κάποια προβλήματα στο γκρουπ. Αυτό είναι κάτι που με στεναχωρεί ακόμα. Όταν παίζεις ένα «live» και έχεις από κάτω το κοινό σου ή και άλλους που ήρθαν να σε δουν πρώτη φορά, και θέλεις να δώσεις τον καλύτερο εαυτό σου, αν έρθει κάποιος να σου χαλάσει αυτή τη στιγμή – την πιο ιερή για μένα: να είσαι πάνω στο σανίδι και να παίζεις – είναι πολύ στενάχωρο και άδικο. Καμιά φορά, όταν έρθει στην κουβέντα, το συζητάμε και μας πικραίνει. Αλλά, μετά είδαμε και τους Nanowar, που είναι εξαιρετικοί σε αυτό που κάνουν – κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που κάνουμε εμείς. Πιστεύω ότι, τελικά, ο απολογισμός εκείνης της βραδιάς ήταν πολύ θετικός, και για τον κόσμο και για το rocking, που νομίζω πως αισθάνθηκε δικαιωμένο, και για τις μπάντες.



Θέλω να μου πεις λίγα λόγια για το εξώφυλλο του “Καλά Να Πάθεις” και για τον δημιουργό του.
Ο Γιάννης Ρουμπούλιας είναι αυτός που έκανε το εξώφυλλο, ο «μεγιστάνας των νίντζα». Έχουμε την τιμή να είναι φίλος μας. Ξεκινήσαμε τη συνεργασία στον προηγούμενο δίσκο, όταν μας προσέγγισε, σαν οπαδός – σε τέτοια φάση – για να του γράψουμε ένα τραγούδι για την ταινία «Ο Πανίσχυρος Μεγιστάνας Των Νίντζα». Άλλο που δεν θέλαμε εμείς, φυσικά. Γράψαμε το τραγούδι, του άρεσε πολύ, το έβαλε στην ταινία και από εκεί και πέρα ξεκίνησε αυτή η συνεργασία. Το εξώφυλλο από τις «17 Κατσαρίδες» είναι δικό του, το εξώφυλλο του «Καλά Να Πάθεις» επίσης, συν δεκατέσσερις εικόνες που βρίσκονται μες στο CD, στο booklet, με όλη την ιστορία του concept εικονογραφημένη. Είναι πολύτιμος συνεργάτης για εμάς ο Γιάννης. Ξέρει τι θέλουμε να κάνουμε. Όταν βρεθήκαμε και συζητήσαμε για το concept, το άρπαξε με τη μία. Πήρε ένα μολύβι κι ένα χαρτί, άρχισε να σκιτσάρει και είπε: «Αυτό θέλετε;». Ήταν σαν να βρισκόταν μες στο μυαλό μας, ας πούμε. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Ακόμα έρχεται στα «live», τον προλογίζουμε, τον παρουσιάζουμε στο κοινό και αυτό τον αποθεώνει, γιατί τον αγαπάει και ο κόσμος, δηλαδή.

Τί είναι επιτέλους αυτός «Ο Πανίσχυρος Μεγιστάνας Των Νίντζα», που έγινε ταινία, κόμικς και τραγούδι; Θα αποτυπωθεί σε όλα τα είδη τέχνης; Τί είναι αυτό το πράγμα;
«Ο Πανίσχυρος Μεγιστάνας Των Νίντζα» είναι ιδέα, φίλε μου. Όπως σου είπα, είναι ο Γιάννης Ρουμπούλιας, που έχει γράψει το σενάριο και πρωταγωνιστεί. Είναι πολύ μπροστά. Το μυαλό του παίρνει στροφές φοβερές. Ήθελε να φτιάξει ένα b-movie, με πενιχρά μέσα φυσικά, με μονοκάμερα, με τη συνδρομή φίλων. Ένα b-movie που θα έβγαζε γέλιο, θα ψυχαγωγούσε. Μια ανεξάρτητη ελληνική παραγωγή. Το έκανε κόμικς, το γύρισε ταινία και αυτό πήρε διαστάσεις καλτ! Ξεκίνησε με μια ιδιωτική προβολή για φίλους και γνωστούς. Φυσικά μετά ανέβηκε στο διαδίκτυο και έγινε ένας πανικός. Από τότε το έχουν δει πάρα πολλοί άνθρωποι αυτό και εμείς το καταλαβαίνουμε στα «live» μας, όταν παίζουμε το κομμάτι, από την ανταπόκριση του κόσμου. Άνθρωποι που δεν ξέρουν για τους Ανώριμους, ξέρουν για τον «Πανίσχυρο Μεγιστάνα Των Νίντζα». Δεν σταματάει εκεί ο Ρουμπούλιας, βέβαια. Έχει πολλά project στο μυαλό του και θα βγουν στη συνέχεια αυτά. Είναι πιο φιλόδοξα από τον «Πανίσχυρο» και θα μιλάμε και για αυτά σε λίγο.

Πόσο ψηλότερα πιστεύεις ότι μπορούν να φτάσουν οι Ανώριμοι;
(σκέφτεται) Ψηλότερα, ε;

...Δεδομένου ότι βρισκόμαστε σε μια χώρα που έχει αυτόν τον πληθυσμό, παίζετε αυτό το είδος και χρησιμοποιείτε μια γλώσσα που μιλάει αυτός ο πληθυσμός.
Το έχουμε σκεφτεί και αυτό, ναι... Ψηλότερα; Δεν ξέρω. Χοντρότερα; Μπορεί! (γέλια) Ναι, γιατί τα έχουμε τα περιττά κιλάκια μας. Το μόνο στο οποίο μπορώ να ελπίζω είναι να διατηρήσουμε τα κεκτημένα: ένα κοινό που μας ακούει, μας παρακολουθεί και του αρέσουμε. Να συνεχίσουμε να του αρέσουμε, να αποκτήσουμε και λίγο παραπάνω κοινό και να πάμε και στην Κύπρο, που είναι η μόνη διεθνής κίνηση που μπορούμε να κάνουμε. Η αλήθεια είναι ότι η Κύπρος έχει δείξει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, εδώ και χρόνια, αλλά δεν είναι εύκολο να το πραγματοποιήσουμε γιατί, όπως είπαμε, είναι «do it yourself» η φάση και έξι άτομα να πάνε στην Κύπρο, με μια αυτοδιαχειριζόμενη συναυλία, είναι λίγο δίκοπο μαχαίρι, οπότε δεν το έχουμε επιχειρήσει ακόμα. (σ.σ.: λίγες μέρες μετά από αυτή τη συνέντευξη και μετά από πολλές προσπάθειες της μπάντας, τελικώς οι Ανώριμοι ανακοίνωσαν ότι θα επισκεφθούν την Κύπρο την Κυριακή, 24 Ιανουαρίου 2010, για την πρώτη τους συναυλία στο μεγάλο νησί) Θα θέλαμε λίγο περισσότερες πωλήσεις, λίγο περισσότερο κόσμο στα «live». Σιγά-σιγά, να το χτίσουμε. Δεν μπορώ να δω το μεγάλο στόχο, το μεγάλο βραβείο καταξίωσης στα εθνικά μουσικά βραβεία και τέτοια πράγματα. Αυτά δεν νομίζω ότι υπάρχουν για μια μπάντα σαν τους Ανώριμους. Μένει η καλή μουσική και ο κόσμος για να την απολαμβάνει.

Ακούμε πολύ κόσμο να μιλά για τη μουσική «των Ανώριμοι» και να αναφέρεται «στους Ανώριμοι»... Δεν πρέπει επιτέλους να δώσεις μια «φιλολογική» μάχη για να καταφέρει επιτέλους να κλίνεται το όνομα της μπάντας;
Έχουμε δώσει μια πραγματική μάχη για αυτό! (γέλια) Μερικοί λένε ότι πρέπει να κλίνεται. Η προσωπική μου άποψη και της μπάντας από ό,τι έχω καταλάβει – γιατί δεν το έχουμε πολυσυζητήσει – αλλά και κατά τη γνώμη μερικών οπαδών, με τους οποίους πιάνουμε κουβεντούλα, είναι ότι εφόσον γράφεται στα αγγλικά, δεν πρέπει να κλίνεται. Να είναι οι anorimoi, τους anorimoi, ω anorimoi...

Ίσως θα έπρεπε να κλίνεται με αγγλική προφορά...
«Tous Anorimous»; Etsi; Afto ennoeis; (τα λέει με αγγλική προφορά) Δεν ξέρω, μου ακούγεται λίγο... risky. Θα μείνω με το «anorimoi» σκέτο.

Σε ευχαριστώ πολύ για το χρόνο σου και εύχομαι ό,τι καλύτερο.
Να είσαι καλά. Εγώ σε ευχαριστώ πολύ!








Μανώλης Γεωργακάκης
  • SHARE
  • TWEET