Converge @ Gagarin 205, 24/06/23
Οι Converge εκπλήρωσαν και ξεπέρασαν τις προσδοκίες ιδανικής ζωντανής εμφάνισης κάθε παρευρισκομένου σε συναυλία υποψήφια για κορυφαία της δεκαετίας
Δεκαπέντε χρόνια ήταν πάρα πολλά. Για νεότερο ακροατήριο δε, είναι και μια ολόκληρη ζωή στο σκληρό ήχο. Από την ανακοίνωση της συναυλιακής επιστροφής των Converge στη χώρα μας, μέχρι τις 10 το βράδυ του Σαββάτου, ο χρόνος φαινόταν πως περνούσε πιο αργά. Η πλειοψηφία του κόσμου ήταν εκεί πριν ανοίξουν οι πόρτες του Gagarin. Η προσμονή ήταν τεράστια. Μια από τις πιο πολυαναμενόμενες συναυλίες της χρονιάς για το σκληρό ήχο, ήταν και μια γιορτή για σημαντική μερίδα του κοινού, για την κοινότητα. Η τετράδα από τη Μασαχουσέτη λατρεύεται από τους οπαδούς της, και έχει κερδίσει το σεβασμό του ευρύτερου ακροατηρίου, με αποτέλεσμα ότι το στοίχημα της απουσίας support σχήματος, κερδήθηκε πανηγυρικά. Ένα από τα σημαντικότερα και επιδραστικότερα συγκροτήματα της ευρύτερης κιθαριστικής μουσικής στον 21ο αιώνα, ήταν έτοιμο να ορμήσει στη σκηνή. Το ίδιο προετοιμασμένο ήταν και το κοινό. Όπως είπε και ο τεράστιος Nate Newton στη συνέντευξή μας, στο hardcore punk, κοινό και μπάντα είναι ένα. Αυτή η ιστορική συναυλία, που θα χαραχθεί ανεξίτηλη στη μνήμη των παρευρισκόμενων, ήταν άλλη μια απόδειξη.
Σε ένα κατάμεστο venue, με την παραγωγή, η οποία προνόησε ώστε το sold-out να είναι και ανθρώπινο αλλά και στα λογικά και επιτρεπτά όρια, να αναφέρει από τα μικρόφωνα πως απαγορεύεται το κάπνισμα, οι Converge βγήκαν στη σκηνή εν μέσω αποθέωσης. Ο Jacob Bannon, πριν δαιμονισθεί, χαμογελαστός, μας ευχαρίστησε, για την παρουσία μας, που κατέστησε αυτή τη συναυλία δυνατή. Όλοι τους, είχαν πάρει πλέον θέσης μάχης. Ο κόσμος δεν είχε γεμίσει το χώρο στο κέντρο μπροστά από το stage, πιθανώς γνωρίζοντας το τι θα ακολουθούσε εκεί. Το βάναυσο μπάσιμο με το "Eagles Become Vultures", είναι γεγονός πως βρήκε κοινό ελαφρώς μουδιασμένο, εν πολλοίς αποσβολωμένο που ήταν μάρτυρες της δια ζώσης παρουσίας της τετράδας, αν και ο Newton έδινε το μπάσο του στην πρώτη σειρά για να πατήσει τις νότες, αλλά και τον ήχο μπουκωμένο από την ένταση.
Έπειτα όμως από ένα ρολλάρισμα στα τύμπανα, το ανατριχιαστικό εισαγωγικό riff του "Dark Horse" επανέφερε την «τάξη» κονιορτοποιώντας τα πάντα. Ο κόσμος λύθηκε και ο ήχος ισορρόπησε. Ο Kurt Ballou δεν έχανε νότα και δεν ήξερες τι να πρωτοχαζέψεις, το αντι-οτιδήποτε look του ή την τεχνική του δεινότητα. Ο Ben Koller χαμογελαστός έδινε σεμινάριο. Ο Bannon, ασταμάτητος και αεικίνητος, συντόνιζε τον παλμό του κοινού με τα κοψίματα της μουσικής. [Α.Ζ.]
Κι ενώ τα αίματα έχουν αρχίσει να ανάβουν, προσωπικά με πιάνει ένα ρίγος καθώς αναλογίζομαι την πρώτη φορά που βγήκα εκτός συνόρων να αναζητήσω τους Converge και να έχω να λέω ότι είναι η καλύτερη συναυλία που έχω δει, ανάμεσα σε πλέον χιλιάδες. Αυτή η εμπειρία στο Βερολίνο ήταν επιθυμητά βίαιη, μα τώρα είχα την ανάγκη να βιώσω τους Converge στο πλήρες τους ανάμεσα σε πρόσωπα οικεία. Ένα ονειρικό και περισσότερο συναισθηματικό από τότε, setlist, αντάμειψε την απόφασή μου στο έπακρο. Η πραγματικότητα των Converge ξεπερνά τις προσδοκίες του κοινού κατά πολύ, δάκρυα, γροθιές και χαμόγελα μπλέκονται και εναλλάσσονται ραγδαία σε μια άμορφη μάζα συναισθημάτων.
"Don’t need a helmet if I have my heart". Τα πρώτα λόγια του "Under Duress" μετατρέπουν τα σώματά μας από υλικά σε αιθέρια. Χιλιάδες καρδιές χτυπούν στον ίδιο ρυθμό, εκφράζουν πόνο συσσωρευμένο για δεκαετίες. Περνώντας από το "Heartless" και το "Axe To Fall" το δέος μοιάζει αδύναμο για να συγκρατήσει την ανάγκη για ενότητα. Η αγέραστη φιγούρα του Jacob Bannon στέκεται αρωγός ολάκερης της ουσίας του hardcore. Η θεατρικότητα του και η θέαση στα μύχια του πόνου, που έχει αποτελέσει έμπνευση για σχήματα όπως οι Deafheaven, είναι εκεί, (ξανά) μπροστά μας. Το χαμόγελό του, τρανή απόδειξη ότι ζει για αυτό. Ο ίδιος είναι η μουσική. Χαίρεται με τη χαρά μας, παίζει με τις πλαστικές μας μπάλες, μας δίνει τα χέρια, μας κοιτά στα μάτια. Τι κι αν έχει πια μεγαλώσει λίγο, η ικανότητα του στολίζεται από την αυτογνωσία των ορίων του: έχει μετατρέψει όλες τις φωνητικές γραμμές - πιο σιγά σε ένταση, πιο σκληρά από ότι ήταν αρχικά καθαρά φωνητικά - έτσι ώστε να μπορεί να τις εκτελέσει άψογα. Το "You Fail Me" σίγουρα δε μπορεί να χαρακτηρίσει τον Bannon. Χαρακτηρίζει όμως όλα τα πρόσωπα που μας φέρθηκαν σκάρτα κι αυτό είναι ένα αίσθημα κοινό, τραγουδιέται με τον ίδιο πόνο και αφού εκφραστεί, δίνει το δικαίωμα να προχωρήσεις, να ξεπεράσεις.
"All We Love, We Leave Behind". Ένας δίσκος και ένα κομμάτι σταθμός. Riffs βγαλμένα από εφιαλτικές ονειρώξεις. Ένας από τους καλύτερους κιθαρίστες και παραγωγούς της γενιάς μας, ο Kurt Balou αυτοπροσώπως, παίζει τις νότες που μας έκαναν δυνατούς στα δύσκολα με ήχο που δημιουργεί απορίες σχετικά με το αν είναι πραγματικά δυνατόν να φτάνει τέτοιες προδιαγραφές στο συγκεκριμένο χώρο. Κι όλο το Gagarin να τραγουδά με μια φωνή για περασμένες αγάπες, όπως όμως οι hardcore ψυχές έχουν μάθει να τραγουδούν και να πονούν. Στο "Predatory Glow" η επίσκεψη στον αγαπημένο δίσκο Converge συνεχίζεται και το πλήθος αναζητά χαρτομάντηλα και μια ανάσα για τη συνέχεια. Τα περισσότερα δάκρυα σκουπίζονται όμως από φιλιά άγνωστων και φίλων δίπλα σου.
Οι Converge βέβαια δε λυπούνται κανέναν και ξέρουν καλά ότι κάποτε έγραψαν ένα δίσκο που άλλαξε όλη την πορεία του σκληρού ήχου. Ταπεινά, το "Hell To Pay" μας ανοίγει τον χαοτικό κόσμο του "Jane Doe". Το κοινό συνέρχεται, συμμαζεύεται, επανατοποθετείται στις επάλξεις και ετοιμάζεται για όλεθρο. Από το "Homewrecker" και μετά, οι Converge έχουν κάνει το Gagarin ένα οικογενειακό γλέντι που όλοι δέρνονται μεθυσμένοι και κατακόκκινοι και μετά αγκαλιάζονται σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Ο παλμός ακολουθεί το έναυσμα του Nate Newton και ασπάζεται την αστείρευτη ενέργεια του, από εκείνη τη στιγμή μέχρι το τέλος δίχως ανάγκη ξεκούρασης. Ο ίδιος ο Newton, επί σκηνής είναι ένα εξωγήινο πλάσμα, δε σταματά λεπτό να καταπονεί το μπάσο του, να χοροπηδά, να παρακινεί τον κόσμο, η άγρια φύση δίπλα στην ήρεμη δύναμη του Bannon.
Η μανία του "Axe To Fall" επιστρέφει ξανά στο προσκήνιο με "Reap What You Sow", "Cutter" και "Worms Will Feed/ Rats Will Feast", αλλά και την παρεμβολή του "Eye Of The Quarrel" να δίνει μια νότα από το "The Dusk In Us". Κάπου εκεί παρατηρείς τον Ben Koller. Ο άνθρωπος που πίσω από το πιο βασικό drumkit, μπορεί να κάνει τα πάντα. Ακόμη και στο παράπονό του ότι τον τυφλώνουν τα flash του εξώστη, ήταν μέσα στη γλύκα. Ο ρυθμός του δένει τα πάντα σε ένα συγκροτημένο σύνολο και όσοι/ες κάναμε μία και δύο παύσεις να προσέξουμε το αδιανόητο τέμπο και το συγχρονισμό που έχουν κατακτήσει μετά από είκοσι χρόνια κοινής πορείας, ρίξαμε ένα δάκρυ μόνο και μόνο για αυτό. Converge είναι και οι τέσσερις τους κι ένα τυχαίο μάτσο άγνωστοι μαζί, κι αυτή η σύσταση πλέον είναι αδύνατο να αλλάξει. Η ευγνωμοσύνη τους, εκτός από το γεγονός ότι τελούσε διάχυτη συνεχώς, κορυφώνεται όταν ο Bannon ευχαριστεί συγκεκριμένα για το γεγονός ότι υπάρχουν άτομα που επιμένουν και συνεχίζουν να πληρώνουν για να υποστηρίξουν την ανεξάρτητη σκηνή. Κάπως έτσι είσαι πραγματικά ανεξάρτητος και αυτοδημιούργητος. Με συμπερίληψη, χώρο και αγάπη για όλους, παράλληλα με λατρεία συνδυασμένη με τελειομανία για τον ήχο σου.
Ξαφνικά, οι Converge κατεβαίνουν από τη σκηνή με βλέμματα που προϊδέαζαν συνέχεια. Κανείς όμως δε φανταζόταν την εξέλιξη της βραδιάς. Μέσα σε επευφημίες και χαρά, τα "First Light" και "Last Light" ξαναρχίζουν το χαμό σαν να είχε μπει σε παύση. Ο Bannon μας τεστάρει λες και δε βρίσκουμε πρωτόγνωρη αντοχή για να υπομείνουμε με τα ταλαιπωρημένα σωματά μας άλλο ένα χτύπημα: "This is for the hearts still beating". Για να φτάσουμε στο σημείο που οι Converge θα κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα από κάθε άλλο συγκρότημα. "I Can Tell You About Pain". Με μηδέν ύφος διδακτισμού, μα με ανάγκη μοιρασμένης εμπειρίας, οι Converge γίνονται αγγελιοφόροι ενός μηνύματος που φωνάζει ο κάθε προσωπικός σπαραγμός των παρευρισκομένων. Εκείνοι μας έδειξαν κι εμείς ακολουθούμε μαζί τους το σκοπό της συναισθηματικής δυσαρμονίας. Όλοι μαζί, είμαστε δυνατοί και θα κάνουμε τα πάντα. Ακόμη και σε στιγμές σαν αυτές που το "Concubine" περιγράφει, σε ένα ρεαλιστικό πλαίσιο.
Και οι Converge ετοιμάζονται να φύγουν. Όμως όχι, τα πράγματα δε θα είναι έτσι. Ανάμεσα σε μια τετράδα από χαμόγελα, έναν συνδυασμό κούρασης και ευτυχίας, τον Bannon να στάζει από ιδρώτα και από τα νερά τα οποία τον βοηθούσαν να συνεχίσει λίγο παραπάνω - είναι τρομερά απαιτητικό άλλωστε αυτό που δημιουργούν στη σκηνή, οι Converge μας ρωτούν για ένα ακόμη κομμάτι. Μέχρι να μας βάλουν να διαλέξουμε. "Saddest Day" ή "Jane Doe"; Γκρεμός ή ρέμα; Οι τσιρίδες μας κάνουν την επιλογή δυσνόητη κι έτσι ως από μηχανής θεά, η ψυχή της Smoke The Fuzz δίνει τη λύση. Ναι το "Saddest Day" είναι ένα συγκινητικό ταξίδι στα παλιά, το "Jane Doe" όμως είναι μια αποκλειστικότητα. Κάτι που θα το λέμε στα εγγόνια μας. Και η Ελίνα, όπως τότε με τους Cult Of Luna, κατάφερε για δεύτερη φορά το απρόσμενο. Να μας χαρίσει, από την αρχή μέχρι το αναπάντεχο encore, τη συναυλία της δεκαετίας τουλάχιστον στα μυαλά πολλών εξ ημών. Η εικοστή τέταρτη Ιουνίου σφραγίστηκε για πάντα ως μια ημερομηνία σταθμός για την ελληνική συναυλιακή πραγματικότητα.
Δεν έχει σημασία που οι Converge έπαιξαν πάνω από εβδομήντα λεπτά, περίπου είκοσι δηλαδή παραπάνω από ότι συνηθίζουν. Η εμφάνισή τους άλλωστε ήταν για όλους μας εκτός χωροχρόνου, μία στιγμή ή χίλια χρόνια εντός μιας άλλης διάστασης. Αν είσαι δύσπιστος, τα πρόσωπα μας μετά το τέλος αυτού του ανεμοστρόβιλου ήταν αναντίρρητη απόδειξη. Παντού δακρυσμένα χαμόγελα. Άνθρωποι που κάποτε είχαν παρεξηγηθεί, τώρα να βρίσκονται αγκαλιά. Κουρασμένα σώματα που αγνοούν την κόπωση μπροστά σε ένα απωθημένο which is no more. Βούρκωσα τότε, βουρκώνω γράφοντας αυτές τις γραμμές και προσπαθώ να θυμηθώ πόσο κόσμο αγκάλιασα. Ο εξωτερικός παρατηρητής ίσως να χαρακτήριζε την απόλυτα επιτυχημένη εμφάνιση των Converge ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία λόγω προσμονής. Η πραγματικότητα όμως είναι πως η ποιότητα αυτής της συναυλίας ήταν, σε κάθε πιθανή προέκταση που μπορείς να σκεφτείς, τέλεια. Δεν άγγιζε το τέλειο, ήταν τέλεια.
Το Σάββατο αυτό γίναμε μάρτυρες μιας ιστορικής συναυλιακής στιγμής, στιγμής για την οποία παγκοσμίως θα μας ζηλεύουν κι εμείς οι παρευρισκόμενοι θα θυμόμαστε ως μια εμπειρία ζωής κι όταν συλλογικά θα μοιραζόμαστε βλέμματα, και θα ξέρουμε. Εύχομαι σε όλους να το ζήσουν μια φορά στη ζωής τους αυτό το συναίσθημα. Διαχρονικά στο διαδίκτυο, υπήρχε η υποθετική συζήτηση του «αν μπορούσες να βάλεις όποιο άτομο ήθελες στη βασική τετράδα οργάνων του σκληρού ήχου, από ποιους θα αποτελούνταν αυτό το συγκρότημα;».
Η απάντηση είναι εύκολη. Jacob Bannon στα φωνητικά, Kurt Ballou στις κιθάρες, Nate Newton στο μπάσο και Ben Koller στα drums. Το τέλειο metal συγκρότημα υπάρχει, είναι οι Converge, και το κοινό της Αθήνας χθες έγινε κομμάτι τους και θα παραμείνει για πάντα. [Ε.Τ.]
Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου
Eagles Become Vultures
Dark Horse
Under Duress
Heartless
Axe To Fall
You Fail Me
All We Love We Leave Behind
Predatory Glow
Hell To Pay
Homewrecker
Eye Of The Quarrel
Reap What You Sow
Cutter
Worms Will Feed/Rats Will Feast
Encore:
First Light Last Light
I Can Tell You About Pain Concubine
Encore 2:
Jane Doe