Steven Wilson @ Badminton Theater, 05/05/16

Μια ιδιοφυία, τέσσερεις εξωπραγματικά καλοί μουσικοί κι ένα show που θα μείνει αξέχαστο

Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 06/05/2016 @ 14:26

Ανεβαίνοντας τα σκαλιά του θέατρου Badminton έβλεπα μόνο χαμόγελα γύρω μου και υπήρχε μια διάχυτη αίσθηση δέους γι’ αυτό που μόλις είχε ολοκληρωθεί μπροστά στα μάτια των τυχερών, που θα έχουν να λένε ότι ήταν εκεί τη συγκεκριμένη βραδιά.

Ο κόσμος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα και ο επιβλητικά μεγάλος χώρος του θεάτρου έμοιαζε (σχεδόν) γεμάτος κι αυτό ήταν το χαρμόσυνο γεγονός της βραδιάς, αλλά η ουσία της ήταν το εξωπραγματικά μεγάλο σόου που έστησε αυτή η μουσική ιδιοφυία της εποχής μας που λέγεται Steven Wilson.

Steven Wilson

Η αλήθεια είναι πως είχα την τύχη να μαγευτώ από την παράσταση του πριν δυόμιση περίπου χρόνια, οπότε ήμουν προετοιμασμένος για κάτι μεγάλο, αλλά το όραμα του Wilson είναι πάντα λίγο μεγαλύτερο από τις απαιτήσεις που έχουμε από αυτόν.

Το πρόγραμμα ξεκίνησε ως προβλεπόταν, με το μικρό εισαγωγικό βίντεο που έδειχνε τα παράθυρα μιας πολυκατοικίας, συνοδευόμενο από μια χαλαρή μουσική υπόκρουση και περίπου δέκα λεπτά μετά πρώτος στη σκηνή ανέβηκε ο Adam Holzman για τις πρώτες νότες του "First Regret". Όπως ήταν γνωστό, η συναυλία θα ήταν χωρισμένη σε τρία μέρη, με το πρώτο να περιλαμβάνει το (ήδη κλασσικό) "Hand.Cannot.Erase", το άλμπουμ της περσινής χρονιάς για να μην ξεχνιόμαστε.

Τα vintage πλήκτρα του Holzman (αλλά και του Wilson μπροστά στο κέντρο), οι πολυάριθμες κιθάρες του Dave Kilminster και τα video projections ξεχωρίζουν από το ιδανικά και εντυπωσιακά στημένο σκηνικό, καθώς σιγά-σιγά τα μέλη της μπάντας έκαναν την εμφάνισή τους για να ξεκινήσει (επί της ουσίας) η συναυλία με το "3 Years Older". Από το πρώτο riff που βγήκε από την κιθάρα του Wilson και με το που μπήκαν το μπάσο του Nick Beggs και τα ντραμς του Craig Blundell, διαλύθηκε η όποια αμφιβολία μπορεί να υπήρχε στο μυαλό οποιουδήποτε για τον ήχο. Ήταν απλά «άλλου επιπέδου». Δυνατός, ευκρινής και με μια τρομερή αίσθηση του μπάσου στα χαμηλά που καθόμουν, την οποία καταευχαριστήθηκα. Είναι αυτό που λέμε μερικές φορές «ό,τι πληρώνεις παίρνεις»...

Steven Wilson

Το παίξιμο, οι εικόνες, ο ήχος και ό,τι εξελισσόταν σε καθήλωνε και ήταν εύκολα αντιληπτό πως αυτό δεν είναι ένα σόου που μπορείς να απολαύσεις κάθε μέρα. "Shame on you for getting older everyday" μας τραγουδούσε ένας άνθρωπος που κοντεύει τα πενήντα κι έχει παρουσιαστικό τριαντάχρονου και ανήσυχο πνεύμα εφήβου.

Μετά το τέλος του πρώτου (δεκάλεπτου βέβαια) τραγουδιού, ο Wilson μας ενημέρωσε ότι του αρέσει να μιλάει πολύ και, όπως ο φίλος του ο Mikael Akerfeldt, είναι απολαυστικός όταν το κάνει. Αφού διαβεβαίωσε ότι όλοι οι παρευρισκόμενοι καταλαβαίνουν τα αγγλικά του (μερικές φορές νόμιζα ότι ακούω τη μουσική εκδοχή του Θεούλη John Oliver) μας απολογήθηκε που έκανε έξι χρόνια να επιστρέψει, λέγοντας ότι ο ίδιος πάντα το προσπαθούσε αλλά όλοι του έλεγαν για την οικονομική κρίση της χώρας μας. Παράλληλα, ζήτησε από το κοινό να μην ξενερώσει με τα καθίσματα, καθότι θεωρεί ότι δίνει ένα rock show, απλά προσαρμοσμένο σε κάποιες τεχνικές ιδιαιτερότητες.

Εν συνεχεία, ήρθαν τα "Hand.Cannot.Erase" και "Perfect Life", με το δεύτερο να ξεχωρίζει καθώς ο ήχος με τα multi layered πλήκτρα και το φανταστικό rhythm section με παρέσυρε στη μελαγχολία της σύνθεσης, ενώ στο background έπαιζε το video clip.

Steven Wilson

Πάλι με έναν τόνο απολογίας, ο Wilson διευκρίνισε ότι δεν είναι ένας μίζερος μπάσταρδος επειδή παίζει στενάχωρη μουσική, απλώς διοχετεύει όλη τη στενάχωρη πλευρά του μέσα από αυτή και τόνισε το πόσο ωραίο είναι να ξέρει κάποιος πως δεν είναι μόνος με «σκοτεινά» συναισθήματα. Είχε απόλυτα δίκιο, αλλά στην πραγματικότητα δικαιολογούταν που το "Routine", ως συνδυασμός τραγουδιού/βίντεο, μπορεί να σε ρίξει στην κατάθλιψη. Και μπορεί να το έκανε αν δεν μας συνέπαιρνε με τις απαράμιλλες μελωδίες του. Βέβαια, έλειπε η Ninet Tayeb, την οποία ακούσαμε προηχογραφημένη και ο Kilminster δεν μπόρεσε να αποδώσει και τόσο καλά την σολάρα του Govan, αλλά αυτά έμοιαζαν λεπτομέρειες εκείνη τη στιγμή. Να πω εδώ ότι ο Kilminster, γενικά, ήταν εξαιρετικός, αλλά δεν ακούμπησε την εξωπραγματική μαγεία που είχα νιώσει όταν είχα δει τον Govan σε αυτήν τη θέση.

Με τα "Home Invasion" και "Regret #9" ήρθε και μια απίστευτη κορύφωση. Ο Wilson πήρε ένα πεντάχορδο μπάσο και το κοφτό riff του πρώτου έσκασε σαν ογκόλιθος, ενώ στο δεύτερο χάθηκε η μπάλα με το «άρρωστο» παίξιμο όλων, αλλά κυρίως αυτού του απίστευτου τύπου που λέγεται Adam Holzman. Αν υπάρχει ΕΝΑΣ που ξεχωρίζει μουσικά σε αυτήν την μπάντα είναι αυτός.

Για το "Ancestral" δεν θέλω να γράψω τίποτα, γιατί θα το αδικήσω. Οι αντιδράσεις του κόσμου κατά το μεγαλειώδες τελείωμά του τα έλεγαν όλα. Headbanging και air drumming σε καρέκλα θεάτρου; Hell yeah...

Steven Wilson

Το Happy Returns" με τη μελαγχολία του ήρθε να κλείσει τέλεια το πρώτο μισό, στη σύνθεση που στέκεται πιθανότατα πιο κοντά στο "Trains" σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη έχει γράψει ο Wilson. Όπως και στην αρχή, έτσι και στο τέλος ο Holzman έμεινε μόνος του πριν να μας στείλει για ένα μικρό διάλειμμα, όπου το μόνο που συζητιόταν ήταν το πόσο σπουδαίο είναι αυτό που βιώνουμε.

Επιστροφή... στα '90s, με το "Dark Matter" από το σπουδαίο "Signify" να μας βουτάει στο παρελθόν της μουσικής του Wilson και στην παρακαταθήκη των Porcupine Tree (που για όποιον δεν το έχουν καταλάβει είναι οριστικά παρελθόν). Δεν ξέρω αν είναι το πιο ενδεικτικό κομμάτι της τότε εποχής, αλλά και τι να πρωτοδιαλέξει κανείς θα μου πείτε...

Μετά από ένα πέρασμα από το "Insurgentes" και το δυναμικό "Harmony Korine", ο Wilson μας μίλησε λίγο για τα τραγούδια που περισσεύουν χωρίς να είναι υποδεέστερα, απλά δεν κολλάνε στο εκάστοτε concept και βρήκαν τον δρόμο τους στο "4 ½". Μέσα από αυτό ήρθε το "My Book Of Regrets" που ζωντανά ακούστηκε αρκετά πιο ενδιαφέρον σε σχέση με την απλά καλή στουντιακή του μορφή.

Steven Wilson

Στο σημείο αυτό ήρθε μια στιγμή μουσικής μαγείας. Διότι, το να βλέπεις ΑΥΤΟΥΣ τους μουσικούς να σε καθηλώνουν με μια απλή φωνητική μελωδία και το χτύπημα των δαχτύλων είναι κάτι που δεν θα μπορούσα να φανταστώ ποτέ. Το "Index" από το προσωπικά αγαπημένο "Grace For Drowning" ήταν σίγουρα ένα από τα highlight της βραδιάς.

Στον λόγο που ακολούθησε, ο Wilson αναφέρθηκε στα μουσικά είδωλά του και στη διαφορά μεταξύ πραγματικών καλλιτεχνών όπως ο Bowie, o Prince, ο Miles Davis κι ο Frank Zappa σε σχέση με «διασκεδαστές». Είπε σχεδόν αυτούσια όσα μας είπε και πριν λίγες ημέρες στη συνέντευξη που μας παραχώρησε κι αφιέρωσε το "Lazarus" στον David Bowie που επίσης έβγαλε τραγούδι με τον ίδιο τίτλο, αλλά και συμπωματικά έχει τον στίχο "My David don’t you worry, this cold world is not for you". Και το απέδωσε τέλεια, στο δυνατότερο μάλλον sing along της βραδιάς από το κοινό και στη θερμότερη ανταπόκριση που έτυχε όποιο τραγούδι προλόγισε.

Steven Wilson

Δεν περίμενα να παίξει το "Don’t Hate Me" και δεν περίμενα όταν το έπαιξε να αποτελέσει μια από τις καλύτερες στιγμές της βραδιάς. Αλλά, ήρθε εκείνο το σημείο με τα πλήκτρα και τα ντραμς που μας έριξε το σαγόνι στο πάτωμα, ήταν και οι εικόνες από το βροχερό Λονδίνο στο background και η εμπειρία ήταν το κάτι άλλο...

...οδηγώντας στο πέσιμο μιας διάφανης κουρτίνας. Άλλη μαγεία εδώ, καθώς τα projection πάνω σε αυτή, με την μπάντα να τα σπάει στο "Vermillioncore", μας έστειλαν εκ νέου αδιάβαστους εκεί που περιμέναμε ότι τα έχουμε δει όλα. Το δε τελείωμα του "Sleep Together" με τα βιολιά στο τέλος, ήταν σαν να ήρθε από έναν άλλο κόσμο, σηματοδοτώντας το τέλος του κανονικού (δεύτερου) σετ. Το standing ovation ήταν αναπόφευκτο...

...κι ο κόσμος παρέμεινε όρθιος για το encore των τριών κομματιών που είχε έναν πρόλογο για το πόσο σπουδαίος μουσικός ήταν ο Prince και την «φασαριόζικη» εκδοχή του "Sign O' The Times" να αποτελεί τον φόρο τιμής του Steven σε αυτόν, έστω και με μια άκυρη, πρώτη εκκίνηση...

Η φράση catchy chorus πρέπει να ακούστηκε περίπου δέκα φορές καθώς ο Wilson προλόγιζε το "Sound Of Muzak", για το οποίο - μάλλον μάταια - ζήτησε από το κοινό να βοηθήσει με τη φωνή του στο ρεφρέν. Αλλά, ναι, είναι από τα ωραιότερα τραγούδια που έχει συνθέσει και το καταευχαριστηθήκαμε.

Steven Wilson

Για το τέλος, όταν ο Wilson είπε πως το τραγούδι που θα παίξει το θεωρεί το καλύτερο που έχει γράψει ποτέ, σκέφτηκα πως ίσως είναι λίγο υπερβολικός, αλλά η καθηλωτική ερμηνεία (με το συγκλονιστικό βίντεο να παίζει από πίσω) με έκανε να σκεφτώ πως ίσως έχει δίκιο. Το "The Raven That Refused To Sing" ήταν το κατάλληλο, μεγαλειώδες φινάλε και το μόνο κρίμα είναι που δεν ακούσαμε κάποιο άλλο τραγούδι από αυτό το άλμπουμ.

Για τους μουσικούς τι να πρωτοπεί κανείς; Ο πολυοργανίστας Beggs είχε τρομερό ήχο και ειδικά στο chapman stick κένταγε, ο Blundell μπορεί να μην είναι Minnemann, αλλά ήταν θηρίο στο drum kit κι ο Holzman είναι εξωγήινος, ενώ ο Kilminster (με τα πολλά γαλόνια) ήταν αξιοπρεπής τουλάχιστον. Ο δε Wilson; Απλά ιδιοφυής, τίποτα λιγότερο.

Steven Wilson

Τρεις ώρες μετά είμαι σίγουρος πως αν ο Wilson αποφάσιζε να παίξει κι άλλο, δεν θα κουνιόταν κανένας. Το ένιωθες στις μικρές κουβέντες μετά το τέλος, που ήταν απλά εκφράσεις δέους και θαυμασμού.

Μια ζωντανή παράσταση που είναι εμπειρία να την απολαύσεις. Ήμασταν τυχεροί που είχαμε την ευκαιρία να τη ζήσουμε, αλλά και άξιοι που γεμίσαμε έναν τέτοιο χώρο, αποδεικνύοντας ότι αξίζουμε κι άλλες τέτοιες ευκαιρίες.

Tα τελευταία χρόνια έχουμε «κατηγορηθεί» κατά καιρούς σε αυτόν εδώ τον χώρο ότι «το παρακάνουμε» με την προώθηση αυτού του καλλιτέχνη. Αν όντως ισχύει και συντελέσαμε έστω και λίγο στο να πραγματοποιηθεί αυτό το live, δεν θα μπορούσαμε να είμαστε πιο χαρούμενοι με αυτό.

Πιθανότατα, αυτό ήταν το live της χρονιάς.

Φωτογραφίες: Χριστίνα Αλώση

SETLIST

Set 1
First Regret
3 Years Older
Hand Cannot Erase
Perfect Life
Routine
Home Invasion
Regret #9
Transience
Ancestral
Happy Returns
Ascendant Here On...

Set 2
Dark Matter
Harmony Korine
My Book of Regrets
Index
Lazarus
Don't Hate Me
Vermillioncore
Sleep Together

Set 3
Sign “☮” the Times 
Play Video
The Sound of Muzak
The Raven That Refused to Sing

  • SHARE
  • TWEET