Steven Wilson

4 ½ (EP)

Kscope (2016)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 01/02/2016
Κοιτάει πίσω και σηματοδοτεί το συμπερασματικό κλείσιμο μίας περιόδου. Ή έτσι δείχνει
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Από τις εποχές των Porcupine Tree ακόμα και τα EP ήταν πολύ σημαντικά για τη δισκογραφία τους. Είναι δύσκολο ή έστω αλλοιώνει την εικόνα, αν κάποιος κοιτάξει την πορεία του συγκροτήματος αυτού χωρίς τα "Moonloop", "Staircase Infinities" και "Nil Recurring", για παράδειγμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα EP είναι εξίσου σημαντικά. Στην προσωπική του καριέρα ας πούμε έχει ήδη κυκλοφορήσει δύο, χωρίς σαφώς να έχουν την ίδια σημασία, πρωτότυπο υλικό κ.τ.λ.. Αυτό μάλλον και ο ίδιος το καταλαβαίνει όταν αποφασίζει να ονομάσει τη φετινή του κυκλοφορία "4 ½", δίνοντάς της σαφέστατα τη θέση που της αρμόζει στην καριέρα του. Δεν είναι λοιπόν απλώς ένα ακόμα EP αλλά ένα μίνι άλμπουμ, ένα μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στο "Hand.Cannot.Erase" και το επόμενο άλμπουμ.

Αυτού του είδους οι δουλειές έχουν συνήθως έναν στόχο που είναι είτε να ολοκληρώσουν τον ήχο στον οποίο κινείται μέχρι τότε ο Wilson είτε να εγκαινιάσουν έναν άλλον. Το "4 ½" τόσο εκ των πραγμάτων όσο και ηχητικά φαίνεται να πέφτει στην πρώτη κατηγορία. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα τραγούδια του δίσκου είχαν ηχογραφηθεί με προσδοκία να χωρέσουν στο "Hand.Cannot.Erase" ή έστω ηχογραφήθηκαν εκείνη την περίοδο και αποπνέουν εκείνη την ατμόσφαιρα. Για παράδειγμα, το εναρκτήριο "My Book Of Regrets" παρότι γραμμένο το 2003 αποπνέει από κάθε του νότα την ατμόσφαιρα του περσινού δίσκου και την ποιότητά του. Δημιουργημένο από ένα συνδυασμό live και στούντιο ηχογράφησης απλώνεται σε εννιάμιση λεπτά αναδεικνύοντας την πρόσφατα επανεμφανιζόμενη ιδιότητα του Steven Wilson να συνδυάζει το progressive με τη δημιουργία στιβαρών alternative rock τραγουδιών. Πρόσφατη γιατί το "Hand.Cannot.Erase" ήταν γεμάτο από τέτοια και επανεμφανιζόμενη γιατί η μέση περίοδος των Porcupine Tree δημιούργησε δύο ολόκληρα άλμπουμ τέτοιου ύφους, το "Stupid Dream" και το "Lightbulb Sun".

Δεν είναι τυχαία η αναφορά των δύο αυτών δίσκων, πέραν του ότι φέρουν στα αυτιά μου τη μεγαλύτερη ομοιότητα με τον δίσκο που μόλις ανακηρύξαμε καλύτερο της χρονιάς εδώ στο Rocking.gr. Πιθανόν το ίδιο να αισθάνεται και ο Wilson και γι' αυτό να αντλεί από τον έναν από αυτούς για να επαναηχογραφήσει το "Don't Hate Me", ένα τραγούδι με την ίδια ακριβώς διάρκεια. Σε μία εκτέλεση που μάλλον ξεπερνάει την αυθεντική, όχι γιατί οι αλλαγές είναι τόσο σημαντικές, όσο γιατί η μία που ξεχωρίζει εύκολα κάνει και τη διαφορά. Η Ισραηλινή Ninet Tayeb έχει μία φωνή λες και είναι φτιαγμένη για τη μουσική του Wilson και δίνει στο ρεφρέν κάτι που η φωνή του ίδιου του δημιουργού σίγουρα δεν μπορούσε. Χωρίς να είναι εύκολο να ξεχωρίσουμε ποιος παίζει τι στο "4 ½", υπάρχει μία αίσθηση ότι ο Wilson έχει αναβαθμίσει τον εαυτό του ως παίκτη στα περισσότερα τραγούδια σε σχέση με τον ρόλο του «μαέστρου» που φαινόταν να κρατάει τελευταία και ίσως από εκεί να προκύπτουν και οι αναφορές στο παλιότερο έργο του.

Από τα τέσσερα τραγούδια που μένουν, παρότι το "Year Of The Plague" αποτελεί κατά ομολογία του ιδίου αγαπημένη σύνθεση του Wilson και προέρχεται από το "The Raven That Refused To Sing", στην πραγματικότητα είναι ένα όμορφο ορχηστρικό αλλά τόσο trademark του Wilson που τελικά περνάει σχεδόν αδιάφορο πέραν μίας υπενθύμισης αυθεντικότητας, σε περίπτωση δηλαδή που δεν είχες πεισθεί για το τι ακούς. Αντίθετα, το "Sunday Rain Sets In" που είναι γεννημένο από την ίδια μήτρα έχει κάτι το πιο ελκυστικά σκοτεινό και σε «ρουφάει» περισσότερο. Το "Happiness IIΙ" έχει σχεδόν ίδια ιστορία με το "My Book Of Regrets" και είναι αυτό που θα επέλεγα αν έπρεπε να παίξω στο ραδιόφωνο ένα τραγούδι από το "4 ½" αφού διαθέτει ένα, σπάνιο για τα δεδομένα του Wilson, μάλλον ανεβαστικό ρεφρέν που μου φέρνει στο μυαλό κάτι από Kinks - όσο περίεργο κι αν ακούγεται αυτό. Πάντως το τραγούδι που περισσότερο θα μείνει στους ακραιφνείς prog οπαδούς από το EP αυτό είναι το "Vermillioncore", που είναι και το μόνο που κοιτάζει περισσότερο προς το "The Raven That Refused To Sing" και αποπνέει τον ίδιο αέρα που απέπνεε και το "Luminol".

Με κριτήρια κανονικής κυκλοφορίας, ποιοτικά το "4 ½" είναι ένα σκαλί κάτω από τις αμέσως προηγούμενες δουλειές του Wilson. Όχι γιατί δεν έχει καλές στιγμές, τουναντίον έχει μόνο καλές στιγμές που μπορεί να μην εντυπωσιάζουν αλλά πετυχαίνουν τον στόχο τους. Είναι ένα σκαλί κάτω κυρίως γιατί κοιτάζει πολύ πίσω, παρουσιάζει ιδέες που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έχουμε ξανακούσει και μάλιστα πολύ πρόσφατα από έναν τόσο εξελισσόμενο καλλιτέχνη. Αν όμως σηματοδοτεί το συμπερασματικό κλείσιμο μίας περιόδου, τότε μπορεί κανείς να του αποδώσει ακριβώς την τεράστια αξία όλης της εξέλιξης από το "Grace For Drowning" ακόμα μέχρι και το "Hand.Cannot.Erase.". Επιλέγω να το δω έτσι και ελπίζω να μην προδοθώ από την επόμενη κυκλοφορία του.

  • SHARE
  • TWEET