Triptykon with the Metropole Orkest

Requiem (Live At Roadburn 2019)

Prowling Death/Century Media (2020)
Από τον Αντώνη Καλαμούτσο, 06/05/2020
Μετά από 33 χρόνια ιστορίας, το avant garde metal συναντά ξανά τον Δημιουργό του
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής 12 Απριλίου 2019 είχε ψύχρα στο Tilburg και η ώρα δεν περνούσε. Είναι αστείο τα λεπτά να κυλάνε τόσο αργά, ενώ περιμένεις να δεις κάτι που ετοιμαζόταν για 33 χρόνια. Κάποια στιγμή πέρασαν. Ήμουν μέσα στο 013 όταν μαζί με άλλους 2.999 τυχερούς, απολαύσαμε για πρώτη, για μόνη και για τελευταία φορά, το "Requiem" στο σύνολο του. Δεν έμοιαζε με metal συναυλία. Το κοινό ήταν αμίλητο και ακίνητο, απορροφώντας την ιστορικότητα εκείνων των 45 λεπτών. Σήμερα, κοιτάζω στον καθρέφτη: δεν ξέρω τί δεν έκανα σωστά, αλλά στην ανταπόκριση έγραψα "ιστορικό αλλά το περίμενα πιο μεγαλειώδες". Σήμερα, ένα χρόνο μετά, αντιμετωπίζω μια προσωπική πρόκληση, το να γράψω ένα κείμενο χωρίς υπερβολές, αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό.

Ως γνωστόν, το πρώτο μέρος της τριλογίας του "Requiem" με τίτλο "Rex Irae" (η πρώτη σύμπραξη metal και ορχήστρας στην ιστορία), γράφτηκε το 1986 και κυκλοφόρησε το 1987 στο "Into The Pandemonium", ενώ το τρίτο μέρος με τίτλο "Winter", το 2006 και στο "Monotheist" αντίστοιχα. Όλα αυτά χωρίς περαιτέρω σχόλια. Ο κρίκος που έλειπε ήταν το μεσαίο μέρος, το 32λεπτο "Grave Eternal". Γράφτηκε το 2018 και η τριλογία "Requiem" παρουσιάστηκε εκείνο το απόγευμα, ολοκληρωμένη, ως commissioned project του Roadburn 2019. Ας γίνει όμως σαφές κάτι: το να γράψεις ένα κείμενο γι αυτό που έχει αποτυπωθεί σε μορφή μουσικού άλμπουμ, δεν αποτελεί κριτική του "Grave Eternal". Δεν αποτελεί κριτική μιας ζωντανής εμφάνισης. Αποτελεί ένα κείμενο πάνω σε αυτό που κάποιοι αντιλαμβάνονται ως το Ιερό Δισκοπότηρο ενός ολόκληρου ιδιώματος, ενός ολόκληρου μουσικού κόσμου που ονομάζεται avant garde metal.

Κάποιοι ίσως να τον ξεπέρασαν, αλλά όλη η metal πρωτοπορία ξεκίνησε και θα επιστρέφει πάντα στον Warrior και τα έργα του

Αν για χάρη της κουβέντας, υποθέσουμε ότι το heavy metal είναι ένα φιλοσοφικό-πνευματικό καλλιτεχνικό ρεύμα, θα αναγνωρίσουμε τον εξωτερικό και τον εσωτερικό κύκλο του. Στον εξωτερικό κύκλο, τα χαρακτηριστικά φωνητικά, οι Flying V κιθάρες, η ταχύτητα κι η δύναμη, είναι κάποια από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν αυτή τη μουσική ως το αναιδές, θορυβώδες ξαδερφάκι του rock 'n' roll. Σε αυτόν τον κύκλο έχουν πολλά (ίσως όλα) ειπωθεί και απλώς ανακυκλώνονται, συχνά με όμορφο τρόπο. Στον εσωτερικό κύκλο, η ανάγκη για επέκταση της έκφρασης και για εξερεύνηση νέων, άγνωστων ψυχικών εμπειριών, μαίνεται σταθερά. Σε αυτόν τον κύκλο, ο Tom Gabriel Fischer είναι ο απόλυτης γενάρχης και δημιουργός. Κάποιοι (;) ίσως να τον ξεπέρασαν, αλλά όλη η metal πρωτοπορία ξεκίνησε και θα επιστρέφει πάντα στον Warrior και τα έργα του. Στα χαρίσματα, στα ελαττώματα, τα οράματα και τις εμμονές ενός μόνο ανθρώπου.

Το "Requiem" δεν είναι σημαντικό για την όποια αρτιότητα του, αλλά για την αυθεντικότητα του οράματος που το γέννησε

Γιατί αυτό είναι τελικά το "Requiem": το όραμα και η εμμονή ενός ανθρώπου που, κατά κάποιο μυστηριώδη τρόπο, κατέληξε να αφορά πολλούς. Ίσως βλέποντας την παρουσία ορχήστρας, πιστεύεις ότι το τελικό αποτέλεσμα θα είναι κλασικότροπο. Ίσως πάλι περιμένεις ένα doom/death έπος. Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο τύπος έκανε πάντα τα πράγματα με τον τρόπο του, πολλά από τα μεγαλεπήβολα projects του μάλιστα, ίσως να εμπεριέχουν και αρκετή μουσική ημιμάθεια. Ότι λοιπόν κι αν περιμένεις, μάλλον θα πέσεις έξω. Διότι, σε αυτήν την περίπτωση, το "Requiem" δεν είναι σημαντικό για την όποια αρτιότητα του, αλλά για την αυθεντικότητα του οράματος που το γέννησε. Είναι 100% προσωπικό βίωμα του δημιουργού του και η αξία του εξαρτάται 100% από το πως θα το βιώσει ο δέκτης. Και δεν είναι ούτε συμβατικό, ούτε προβλέψιμο.

Όσοι λοιπόν περιμένετε μια metal σύνθεση ή κάτι που να μοιάζει με συμφωνική μουσική, θα βρεθείτε προ εκπλήξεως

Όταν το "Rex Irae" ξεκινάει, ατενίζεις ένα ολόκληρο κεφάλαιο της metal εγκυκλοπαίδειας. Είναι λογικό να νιώσεις δέος, διαπιστώνοντας πόσο τρομακτικά δυνατό ακούγεται αυτό το τραγούδι, τρεις και βάλε δεκαετίες από την πρώτη του ενσάρκωση. Η παρούσα εκτέλεση, αν και εκλεπτυσμένη στις λεπτομέρειες, πατάει πιστά πάνω στην αυθεντική των Celtic Frost και στην αίγλη που την κυκλώνει. Αισθητές διαφορές υπάρχουν μόνο στα φωνητικά: εκείνα του Fischer ακούγονται ωριμότερα αλλά και σαφώς λιγότερο «άρρωστα», ενώ η θαυμάσια φωνή/ερμηνεία της Safa Heranghi εκμοντερνίζει πολύ την αίσθηση του τραγουδιού, αφαιρώντας λίγο από την κλασσική δραματικότητα του original.

Η αντισυμβατική χρήση της ορχήστρας και η απόλυτη ένταξη της στα αισθητικά δεδομένα των Triptykon, αποτελεί μια αναρχική πράξη

Κι ύστερα έρχονται τα 32 λεπτά του "Grave Eternal". Όσοι λοιπόν περιμένετε μια metal σύνθεση ή κάτι που να μοιάζει με συμφωνική μουσική, θα βρεθείτε προ εκπλήξεως. Ο Fischer δεν έγραψε ένα metal τραγούδι για να το σιγοντάρει μια ορχήστρα. Έγραψε μία σύνθεση ταυτόχρονα για metal μπάντα και ορχήστρα. Επιπροσθέτως, ως εξερευνητής του σκότους ο ίδιος, διαλέγει από την ορχήστρα τα πλέον σκοτεινά της ηχοχρώματα: τα κρουστά, τα timpani και τα χάλκινα πνευστά είναι πιο αρμόδια να μιλήσουν για τον Θάνατο κι έχουν πιο σημαντικό ρόλο από τις υπόλοιπες οικογένειες οργάνων. Εδώ να πούμε ότι η Metropole Orkest είναι γνωστή για την ερμηνευτική της ποικιλομορφία και πρέπει να επαινέσουμε την εξαιρετική ενορχήστρωση που έκανε ο Florian Magnus Maier. Η αντισυμβατική χρήση της ορχήστρας και η απόλυτη ένταξη της στα αισθητικά δεδομένα των Triptykon, αποτελεί μια αναρχική πράξη, όπως δήλωσε ο ίδιος ο Warrior.

Δεν είναι metal και δεν είναι κλασικό, τί είναι λοιπόν το "Grave Eternal"; Είναι ένας βασανιστικά αργός βηματισμός (κάπου εκεί στα 50 bpm...!) προς τα πιο ζοφερά βάθη, μια συνεχής κατάδυση προς το πιο αιώνιο άγνωστο, με μόνο εργαλείο τη δύναμη των ήχων. Τα μέρη που το αποτελούν παίρνουν τον χρόνο τους στο να αναπτύσσονται και να ξεδιπλώνονται, όσο ακριβώς χρειάζεται ώστε οι εναλλαγές να μην βιάζουν το συναίσθημα. Δεν βασίζεται σε shock values. Υπάρχουν μέρη που μοιάζουν ambient, μέρη γοτθικά, μέρη space rock, μέρη μελαγχολικά, μέρη που βασίζονται στις σιωπές. Δεν έχει νόημα να αποκαλύψω τίποτα περαιτέρω, μπορώ όμως να πω ότι η δομή του είναι αριστοτεχνική. Είναι ένα μεγάλο μουσικό κρεμμύδι κι όσα στρώματα κι αν ξεφλουδίζεις, στο βάθος καίει η ίδια καρδιά. "Wave After Wave"...

Ο καταθλιπτικός έφηβος από τη Ζυρίχη ωρίμασε. Μεγάλωσε αυτός, μεγαλώσαμε εμείς, μεγάλωσε το avant-metal και όλοι μαζί πίνουμε από το μαύρο νερό του ίδιου πηγαδιού

Το "Winter" κλείνει ορχηστρικά την τριλογία, ακριβώς όπως το γνωρίσαμε. Όταν έρχεται το παρατεταμένο χειροκρότημα του κοινού, συνειδητοποιείς δύο πράγματα: αφενός ότι το "Winter" δεν είναι πια το τελευταίο καταγεγραμμένο track των Celtic Frost αλλά κυρίως το τελικό μέρος του "Requiem" και αφετέρου, ότι ο Fischer κατάφερε δομικά να ενώσει το πρώτο και το τρίτο μέρος με τρόπο που ολοκληρώνει έναν μεγάλο κύκλο. Έναν κύκλο που αφορά ένα προσωπικό ταξίδι και τα συναισθήματα που το συντροφεύουν. Ο καταθλιπτικός έφηβος από τη Ζυρίχη ωρίμασε. Είναι ακόμα καταθλιπτικός αλλά αυτό δεν σταμάτησε ποτέ το όραμά του. Μεγάλωσε αυτός, μεγαλώσαμε εμείς, μεγάλωσε το avant-metal και όλοι μαζί πίνουμε από το μαύρο νερό του ίδιου πηγαδιού. Λείπει ο Martin, αλλά θα ήταν περήφανος.

Πέραν της ιστορικότητας και των συμβολισμών που κουβαλάει, το "Requiem" μπορεί να αποτελέσει μια πολύ σπάνια αισθητική μουσική εμπειρία, αν η καρδιά σου χτυπάει με παραπλήσιο τρόπο. Είναι ένα έργο που καταλύει τον χρόνο και τα συμφραζόμενα του και θα προσκαλούσα κάθε ακροατή που έχει αγαπήσει το σκοτάδι του heavy metal, να του δώσει μια ευκαιρία. Περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο metal άλμπουμ, δεν θα κριθεί από εμένα ή από κανέναν άλλο συντάκτη, από τους «ειδήμονες» της βιομηχανίας ή των social media, από τις πωλήσεις ή την όποια αποδοχή του. Θα κριθεί μόνο από εσένα προσωπικά και δεν θα χρειαστεί καμία περαιτέρω επιχειρηματολογία. Θα κριθεί ως αδιάφορο, αν δεν είναι του στυλ σου. Ως σημαντικό, αν σέβεσαι τους Celtic Frost/Triptykon. Ως πολύτιμο αν είσαι fan τους και ως μνημειώδες, αν στα μέρη του ακούς όλες τις αγωνιώδεις κραυγές των παραπεταμένων οραματιστών. Το "Requiem" δεν χρειάζεται συμπάθειες, αλλά θα σε κάνει να καταλάβεις που ανήκεις. Εγώ, σήμερα, ξέρω.

  • SHARE
  • TWEET