
Electric Citizen
EC4
Ψυχεδελικά τοπία και proto-heavy δονήσεις: Από την αχλύ του '70 στην αιχμή του παρόντος
Η δισκογραφική επιστροφή των Electric Citizen με το "EC4", έπειτα από επτά άκαρπα έτη, δε μπορεί να ιδωθεί απλώς ως ένα ακόμη επεισόδιο στην πορεία τους, ούτε να συγκριθεί γραμμικά με το παρελθόν τους. Εάν τα δύο πρώτα άλμπουμ τους υπήρξαν απόπειρες να εγγραφούν εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου, φέρνοντας στην επιφάνεια τα αποτυπώματα του doom rock και του vintage ήχου, εδώ παρατηρούμε μία σαφή μετατόπιση∙ όχι ρήξη, αλλά ούτε και επανάληψη. Το τρίτο τους άλμπουμ, Helltown, διέλαθε της προσοχής μου και δεν το έχω ακούσει, οπότε το "EC4" λειτουργεί για μένα ως η καθαρή επανασύνδεση με τον ήχο τους, χωρίς την παρεμβολή ενδιάμεσων εντυπώσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι η μίξη ανατέθηκε στον Colin Dupuis και το mastering στον JJ Golden, δύο ανθρώπους που έχουν συνδέσει το όνομά τους με σχήματα των οποίων ο ήχος φέρει το βάρος της λεπτομέρειας και της ατμόσφαιρας. Το αποτέλεσμα στο "EC4" είναι άρτιο, με την ακουστική παλέτα να αποκτά υφή, αφήνοντας τον ακροατή να αισθανθεί ότι οι Electric Citizen δεν επιδιώκουν τη στείρα αναπαραγωγή αλλά την αναδημιουργία.
Το νέο τους album λοιπόν τελεί υπό την αιγίδα μίας ψυχεδελοποιημένης ατμόσφαιρας, με τα doom/heavy rock ξεσπάσματα να εμφανίζονται μόνο σποραδικά, κυρίως στο "Mire" και στο, εξόχως χαρακτηριστικό, "Lizard Brain", κομμάτι που θα μπορούσε να διαβαστεί ως μία Bobby Liebling πράξη, κουβαλώντας μία "Forever My Queen" αύρα και ρυθμική βάση. Η γενικότερη αίσθηση του δίσκου θα μπορούσε να περιγραφεί ως μία επίμονη επιστροφή στα ύστερα '60s και στις απαρχές των '70s. Μία ατμόσφαιρα εμποτισμένη από τα αρώματα της πρώιμης ψυχεδέλειας και του proto-heavy ήχου, που όμως δεν παραλείπει να συνομιλήσει με νεότερες φωνές, όπως οι Blood Ceremony - πανταχού παρόντες, όχι τόσο αισθητικά όσο μουσικά, στη μέχρι τώρα πορεία τους - , ο Ty Segall, και, σε στιγμές που η μουσική ανοίγει στους ορίζοντες της περιπλάνησης, οι Mondo Drag, οι οποίοι προσθέτουν έναν απροσδόκητο, μεταψυχεδελικό χρωματισμό. Εντούτοις, η βάση παραμένει αναντίρρητα παλιοροκάδικη: ο τρόπος με τον οποίο οι Electric Citizen χειρίζονται το riff, η επιλογή των χρωματισμών στα πλήκτρα, η διάταξη των φωνητικών της Laura Dolan, όλα παραπέμπουν σε μια δημιουργική ανασκαφή, μια εκούσια βύθιση στο πνεύμα μιας άλλης εποχής. Το "Static Vision" αποτελεί, ίσως, το πιο αποκαλυπτικό παράδειγμα αυτής της στάσης: Ο προσεκτικός ακροατής θα αναγνωρίσει στον ρυθμικό παλμό του τραγουδιού μια σαφή συγγένεια με το "Kärlek Från Agusa" των Agusa. Η αναφορά δεν είναι κούφια και μιμητική, αλλά λειτουργεί σαν υπόγειος φόρος τιμής, ένας δορυφόρος που περιστρέφεται γύρω από μια ιστορική σταθερά. Το "Smokey" λειτουργεί σαν το πλέον χαρακτηριστικό σημείο αυτής της μετάβασης· ένα κομμάτι που ακροβατεί ανάμεσα σε Deep Purple και Black Sabbath, δηλαδή στα δύο εκείνα σχήματα που αποτέλεσαν άλλοτε τον άξονα αναφοράς τους. Η σχέση παραμένει ορατή, μα έχει εξασθενήσει: οι Electric Citizen δεν δηλώνουν πλέον επίγονοι αλλά αυτόνομοι δημιουργοί που απλώς συνομιλούν με τους πατέρες.
Εν συγκρίσει με το occult vintage rock κίνημα της προπερασμένης δεκαετίας - ένα ρεύμα που έθρεψε μπάντες με έμφαση στην απόκρυφη θεματολογία και το τελετουργικό περίβλημα - οι Electric Citizen ανέκαθεν έδειχναν να κινούνται προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Είναι, τρόπον τινά, περισσότερο «χίπηδες» παρά «αποκρυφιστές». Η αισθητική τους, και εδώ, μεταβολίζεται σε κάτι που θυμίζει περισσότερο μια ψυχεδελική πανήγυρη, μια τελετή φωτός και ονείρων, παρά σκοτεινή λειτουργία.
Το μεγαλύτερο μέρος των σαράντα περίπου λεπτών του "EC4" διατρέχεται από αυτήν την αίσθηση υποτονικής, και συνάμα υπνωτιστικής, ψυχεδελικής διάθεσης. Τα κομμάτια διατηρούν την ετοιμότητα να ηλεκτριστούν όποτε χρειαστεί, θυμίζοντας πως το συγκρότημα ουδέποτε εγκατέλειψε την τροχιά του heavy rock των '70s. Αλλά ο στόχος εδώ δεν είναι η εκκωφαντική βαρύτητα· είναι η ατμοσφαιρική εμβύθιση.
Αν κάποιος προσεγγίσει το "EC4" αναμένοντας riffs που θα υψώσουν τον βράχο του απύθμενου βάρους, ίσως απογοητευθεί. Όμως εκείνοι που θα αφήσουν τον εαυτό τους να παρασυρθεί από την μυστικιστική ψυχεδέλεια, δίχως να παρακάμπτεται το doom/heavy rock περίβλημα, θα βρουν έναν δίσκο που τους επιτρέπει να βυθιστούν σε μια ατμόσφαιρα ύπνωσης∙ ένα ταξίδι σε παράλληλους χρόνους, μαγευτικούς και ουχί αχαρτογράφητους. Η μουσική εδώ προσκαλεί και ψιθυρίζει. Και κατά τούτο, το "EC4" αποκαλύπτεται ως μια ιδιότυπη μυσταγωγία: ένας δίσκος που πιστοποιεί ότι οι Electric Citizen μπορούν να γίνουν όχημα ενός ήχου που είναι ταυτόχρονα vintage και επίκαιρος, που κατορθώνει να πλέκει μνήμες και καινούργια μονοπάτια. Αν λάβουμε υπόψη οτι εδώ και πολλά χρόνια η γέφυρα προς το παλαιό κινδυνεύει να καταστεί κενός και ανούσιος αναβιωτικός τρόπος, το "EC4" υπενθυμίζει ότι η επιστροφή στο χθες δύναται να είναι πράξη δημιουργικής αντίστασης· και ποιότητας.