Void

Forbidden Morals

Shadow Kingdom (2025)
Από τον Θωμά Σαρακίντση, 04/09/2025
Ανάμεσα στο μέλλον του thrash και στη μνήμη του heavy metal
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι VOID αποτελούν ένα κουαρτέτο από τα στοιχειωμένα έλη της Lafayette στη Λουιζιάνα, σχηματίστηκαν το 2021 και, με το φοβερό και τρομερό "Horrors Of Reality", έκαναν αισθητή την παρουσία τους, αναζητώντας όχι απλώς την αναπαραγωγή κωδίκων του παρελθόντος, αλλά την ένταξή τους σε ένα ηχητικό πλαίσιο που θύμιζε το μεταίχμιο των δεκαετιών '80-'90: εκεί όπου το thrash συναντούσε την ωμή δύναμη των θρυλικών συγκροτημάτων και το δεξιοτεχνικό ανάστημα σχημάτων όπως των Bay Area πρωτοπόρων και των πλέον αναγνωρισμένων tech-thrash σχημάτων. Είναι γνωστό ότι τα μέλη της μπάντας μοιράζονται πάθος για το παλαιό metal, γι' αυτό και στις πρόβες τους οι αναφορές περιστρέφονται γύρω από δίσκους όπως το "Ride the Lightning", το "Killers", αλλά και λιγότερο γνωστά διαμάντια της αμερικανικής σκηνής, όπως δίσκους των Holy Terror ή των Helstar. Αυτή η διττή αγάπη για το γρήγορο και το θεατρικό, για το ωμό και το λυρικό, υπήρχε ήδη στο ντεμπούτο· στο "Forbidden Morals", όμως, αποκτά πιο ώριμη και οργανική μορφή, επιβεβαιώνοντας ότι οι VOID δεν είναι μια απλή υπόσχεση, αλλά μια ζώσα πραγματικότητα που πλάθει το ιδιαίτερο στίγμα της στο πολύμορφο σύμπαν του metal.

Με διάρκεια περί των 45 λεπτών, το "Forbidden Morals" στροβιλίζεται σε έναν μεσαιωνικό, σκοτεινό εφιάλτη, όπου το thrash ανασχηματίζεται με τη σκελετώδη αυστηρότητα του είδους, εμπλουτισμένο όμως από την επιβλητική μελωδικότητα και το επικό βάθος του παραδοσιακού metal. Το κιθαριστικό δίδυμο Chris Braune και Gabe LeJeune χαρίζει στον δίσκο μερικά από τα πιο εκτυφλωτικά highlights· τα solos τους, άλλοτε ορμητικά και άλλοτε λυρικά, συνιστούν εκρήξεις δεξιοτεχνίας που δεν υπηρετούν απλώς την επίδειξη, αλλά σμιλεύουν τον δραματικό πυρήνα των κομματιών. Με σαφείς αναφορές σε σπουδαία κιθαριστικά ζεύγη της μεταλλικής ιστορίας, από τους Larry Barragán & André Corbin μέχρι τους Hank Shermann & Michael Denner ή το δίδυμο Andy La Rocque & Pete Blakk, οι VOID παραμένουν γειωμένοι σε μια παράδοση που υπερβαίνει τα στενά όρια του thrash. Ταυτόχρονα, όμως, προωθούν τον ήχο τους σε ένα σύγχρονο, ευέλικτο και αμιγώς δυναμικό πεδίο, όπου οι κιθαριστικές τους εξάρσεις λειτουργούν όχι απλώς ως συνοδευτικά στοιχεία, αλλά ως το αδιαμφισβήτητο αποκορύφωμα του άλμπουμ. Ο τραγουδιστής Jackson Davenport ηγείται με εντυπωσιακό εύρος, εναλλάσσοντας υψηλές, σχεδόν Schmier-ικές κραυγές με falsetto εξάρσεις και ερμηνείες που παραπέμπουν ανά τραγούδια στον John Connelly των Nuclear Assault (όπως στο Apparition) ενώ οι μεσαίες φωνητικές γραμμές και τα στιγμιαία gang vocals ενσωματώνονται αρμονικά στις συνθέσεις, προσδίδοντας την απαιτούμενη θεατρικότητα. Το δε μπάσο του εξαίρετου Blake Adams είναι εύπλαστο και πολυδιάστατο· όχι απλώς ένα ρυθμικό υπόστρωμα, αλλά ένα όργανο με αυτονομία και βάθος, που συνδιαμορφώνει το ηχητικό σύνολο και κατευθύνει τη ροή, δημιουργώντας αίσθηση συνεχούς κίνησης και προσδίδοντας στον ήχο των VOID επιπλέον γκρούβα και ένταση. Η παραγωγή, επίσης, ενισχύει καθοριστικά το συνολικό αισθητικό αποτύπωμα του δίσκου: μουντή και σκιώδης, σε σύγκριση με το πιο καθαρό Horrors of Reality, αναδεικνύει τον θεατρικό χαρακτήρα των συνθέσεων και ταυτόχρονα πυκνώνει την ατμόσφαιρα.

Εύφημος μνεία στις, κατά προσωπική εκτίμηση, πιο δυνατές στιγμές του δίσκου: το “Return of the Phantom” μαγνητίζει με την αμεσότητα και τη δραματική του ατμόσφαιρα, το “Judas Cradle” υπογραμμίζει την τεχνική δεινότητα και τη θεατρικότητα της μπάντας, ενώ η power ballad “By Silver Light” αναδεικνύει την εξαιρετική ερμηνεία του Davenport, ο οποίος με τις έντονες 80s αποχρώσεις της φωνής του μετατρέπει κάθε φράση σε μια μικρή ηχητική διατριβή αισθαντικότητας και μελωδίας, ενώ το “Gateways of Stone ” υπηρετεί την τελειότητα από κάθε άποψη. Τέλος, το επικό “Beneath… Lives the Impaler” στέκει ως απαράμιλλο αποκορύφωμα: έντεκα σαγηνευτικά λεπτά όπου η ένταση, το βάθος, τα εκληκτικά solos και η πολυπλοκότητα κορυφώνονται, αφήνοντας ανεξίτηλη εντύπωση και επιβεβαιώνοντας ότι οι VOID έχουν πλέον διαμορφώσει με αυτονομία το δικό τους ηχητικό ιδίωμα.

Κοντολογίς, το "Forbidden Morals" υφαίνει ένα μωσαϊκό όπου τα εκρηκτικά leads ξεχειλίζουν δεξιοτεχνία, ενώ τα ατμοσφαιρικά περάσματα ανοίγουν ρωγμές σε άλλοτε γοτθική και άλλοτε επική αφήγηση. Κατά βάση εξαπολύουν εντυπωσιακά thrash riffs με speed/Us metal μανδύα και με αναφορές σε Annihilator, Realm, Vektor και Sacral Rage του πρώτου δίσκου, ενώ άλλοτε πλάθουν ευφάνταστα και εξαίσια solos, ικανά να σταθούν δίπλα σε μπάντες-μεγαθήρια χωρίς μιμητικές υπερβολές. Από την εναρκτήρια κατάρα του “A Curse” μέχρι το δεκάλεπτο “Beneath… Lives the Impaler”, το αποτέλεσμα είναι ένα metal, σε σχέση με το ντεμπούτο, πιο σκοτεινό, θεατρικό και μεστό· ένα metal που αντλεί εξίσου κυρίως από το τεχνικό thrash αλλά και το παραδοσιακό heavy, διατηρώντας πάντα ζωντανό το ένστικτο της επιθετικότητας δίπλα στην ανάγκη για μελωδία. Σε μιαν άλλη εκδοχή της ιστορίας ίσως να υπήρχαν αμέτρητες μπάντες που να ηχούν σαν τους VOID· στη δική μας πραγματικότητα, όμως, ο ήχος τους, όπου η τεχνική δεξιοτεχνία, η ταχύτητα, η θεατρικότητα και η μελωδικότητα συνυφαίνονται με μοναδικό τρόπο, παραμένει σπάνιος, κι ακριβώς γι' αυτό αποκτά ξεχωριστή, σχεδόν ανεκτίμητη αξία.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET