Judas Priest

Angel Of Retribution

Sony (2005)
Από τον Αντώνη Μουστάκα, 14/05/2005
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Κυριακή πρωί, γύρω στις 11:00. Μια μέρα όχι σαν τις άλλες. Με μια κούπα καφέ για συντροφιά έχω μπροστά μου για να ακούσω το νέο album των Judas Priest. Η αδρεναλίνη στα ύψη. Η αγωνιά επίσης. Το να κριτικάρεις ένα album των Judas Priest είναι αρκετά δύσκολο, μια και σε όλα τα metal μεγαθήρια οι απόψεις διίστανται. Σίγουρα στους μεγαλύτερους σε ηλικία κινήσεις - επανενώσεις σαν αυτή των Priest -και όχι μόνο- δεν αντιμετωπίζονται με τη καλύτερη ματιά. Δυστυχώς ή ευτυχώς όταν ξέρεις γεγονότα που έχουν γίνει σε κάποιες μπάντες όπως ξύλο μεταξύ των μελών, αλληλοκατηγορίες βεντετισμού κλπ και βλέπεις ξαφνικά όλους αγκαλιασμένους και ευτυχισμένους σίγουρα κάτι δεν πάει καλά. Ειδικά οι παλιότεροι όταν έχουν μεγαλώσει με ένα θρύλο και έχουν "αφομοιωθεί" μαζί του βλέπουν τα πράγματα πιο συναισθηματικά αφού και έχουν μάθει στα αγνά αλληλοαισθήματα group - οπαδών.

Οι οπαδοί δεν ξεχνούν ούτε επιτρέπουν το ξεπούλημα για το εύκολο χρήμα. Οι οπαδοί επίσης όντας οι κριτές και οι χειραγωγοί μιας μπάντας είναι πολλές φορές αυτοί που αποφασίζουν για τη μοίρα του κάθε group. Έτσι λοιπόν οι οπαδοί (εύχομαι...) αποφάσισαν: O Halford έπρεπε να γυρίσει πίσω. Να γυρίσει στο "σπίτι" που "μεγάλωσε", μεγαλούργησε και έκανε γενιές να χοροπηδάνε με τους τρελούς ρυθμούς του group στο οποίο ήταν frontman. Οι Judas Priest έπρεπε να ξαναβρούν το χαμένο τους πρόσωπο, την παλιά τους αίγλη και φήμη. Δεν λέω καλός ο Owens, σίγουρα φωνάρα, αλλά... κάποιες άξιες όταν δημιουργούνται, δύσκολα ξεχνιούνται. Οι φήμες όλα αυτά τα χρόνια έδιναν και έπαιρναν. Γυρνάει, δεν γυρνάει, τα βρήκαν, δεν τα βρήκαν κλπ. Οι δυο πλευρές χώρισαν γύρω στο 1992. Πάνω στην ακμή τους και όντας στην κορυφή της metal πυραμίδας. Οι λόγοι λίγο πολύ γνωστοί. Από τότε η κάθε πλευρά χάραξε το δικό της δρόμο: οι Judas Priest με τον Tim "Ripper" Owens, άξιο αντικαταστατή του Halford, έβγαλαν 4 albums (τα 2 live) τα οποία όμως δεν "έμειναν ριζωμένα" στις καρδιές των οπαδών όπως οι προκάτοχοι τους και σίγουρα δεν ήταν αντιπροσωπευτικά του κολοσσιαίου ονόματος που κουβαλάνε. Από την άλλη ο metal ηγέτης - frontman ήταν υπερδραστήριος. Δημιούργησε αρχικά τους Fight με τους οποίους κυκλοφόρησε ένα δίσκο καταπληκτικό ("War Of Words") και ένα δίσκο απογοητευτικό ("A Small Deadly Space").

Έπειτα και αφού το μεταλλικό σύμπαν συνταράχτηκε γύρω στο 1994 με την face to face ομολογία του για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις δημιούργησε τους Two με τους οποίους ό,τι έβγαλε έμεινε στην αφάνεια. Γύρω στο 1999 είχε βρεθεί το "χωράφι" στο οποίο σπερνόταν ο σπόρος που θα χρειαζόταν για να ξαναφυτρώσει -ίσως- το δέντρο των Priest. Ο Halford αποφασίζει καταρχήν να κάνει το καθαρά δικό του group και να κυκλοφορήσει ένα δίσκο που θα αποδείξει ότι είναι ακόμα ζωντανός. Έτσι δημιούργησε τους Halford και κυκλοφόρησε ένα δίσκο με μάλλον προφητικό τίτλο: "Resurrection" (ανάσταση). Τα μηχανήματα ήταν ήδη στο χωράφι. Ως Halford κυκλοφόρησε άλλο έναν πολύ καλό δίσκο ("Crucible"). Ομολογούμενος και οι δυο δίσκοι "μύριζαν priestilla". Είχαν αυτό το κάτι που έλειπε από την μουσική μας και τους οπαδούς της από το 1992 και μετά. Οι φήμες οργίαζαν. Το χωράφι ήταν ήδη καλά δουλεμένο. Οι σπόροι όλοι σε καλή θέση. Μετά από καθημερινούς τόνους νερού το δέντρο δεν άργησε να φυτρώσει και έπειτα από 14 χρόνια διαζυγίου οι δυο πλευρές τα ξανάφτιαξαν. Ο Halford γύρισε σπίτι του. Γύρισε για να ξαναφέρει την άξια του heavy metal πίσω.

Ο δίσκος από το πρώτο κομμάτι "Judas Rising" μέχρι και το τελευταίο, το 13λεπτο και κάτι (!) έπος "Loch Ness" μυρίζει Judas Priest. Ναι κυρίες και κύριοι! Οι Judas Priest είναι πάλι εδώ δυνατοί όσο ποτέ. Μετά τις δυο προηγούμενες δουλειές τους οι οποίες ηχητικά είχαν ξεφύγει από το γνώριμο "καβαλάω τη μηχανή μου και τρέχω" ρυθμό του παρελθόντος μιας και παραήταν βαριές, το νέο album "Angel Of Retribution" (το οποίο αποτελεί το δεύτερο μέρος της ιστορίας του album τους, "Sad Wings Of Destiny") έχει το γνώριμο ήχο που αγαπάει όλη η υφήλιος. Οι συνθέσεις δεν είναι οι καλύτερες του κόσμου από θέμα πολυπλοκότητας (ποτέ ήταν άλλωστε;) αλλά έχουν τη στάμπα που τους καθιέρωσε. Μελωδικό στακάτο heavy metal που σου μένει στο μυαλό και σου δημιουργεί την επιθυμία για συνεχές headbangning. Αν κλείσεις τα μάτια νομίζεις ότι ο δίσκος κυκλοφόρησε κάπου στο 1993, σα φυσική συνεχεία του "Painkiller". Οι Judas Priest παρόλο που έχουν αρκετά χρονάκια στην πλάτη τους, δείχνουν φρέσκοι όσο ποτέ. Το album συνθετικά είναι ότι καλύτερο μπορεί να περιμένει κανείς: Μια μίξη του "Painkiller" και των παλιότερων δουλειών τους. Το rhythm section είναι τόσο συμπαγές σαν να μην πέρασε ο χρόνος από πάνω του. Κάποιος που να υστερεί δεν υπάρχει: Downing και Tipton ακροβολισμένοι στην κάθε άκρη "της σκηνής" του studio ηχογράφησης εξαπολύουν metal επίθεση, ο Scott Travis παίζει σαν εξαγριωμένο χταπόδι, ο Ian Hill δίνει με το μπάσο του ακόμα μεγαλύτερο όγκο στον ήχο των Priest και φυσικά... η ηγετική μορφή του Halford πίσω από το μικρόφωνο. Ο άνθρωπος είναι πραγματικά φαινόμενο. Είναι από τους τραγουδιστές που καταφέρνει με τις μελωδικές γραμμές της φωνής του να σε "ταξιδεύει". Ακόμα και τώρα που δεν είναι πια στην ακμή της ηλικιακής του καριέρας καταφέρνει να μαγεύει, μαζί με τους υπόλοιπους 4 που κάνουν το ίδιο. Έτσι είναι άλλωστε οι μεγάλοι μουσικοί.

Στο νέο album σύνθεση που να υστερεί δεν υπάρχει. Το κάθε ένα κομμάτι έχει κάτι να πει: Τα αργόσυρτα "Judas Rising" (με το καταπληκτικό ρεφρέν) και "Worth Fighting For", τα μελωδικά classic στακάτα "Deal With The Devil", "Demonizer", "Wheels On Fire" και "Hell Rider", η μπαλαντάρα "Angel", το "παράξενο" αλλά και ταξιδιάρικο "Eulogy" και το επικό "Loch Ness" συνθέτουν το παζλ της νέας πάρα πολύ καλής δουλείας των Judas Priest. Μοναδική αδύναμη κατά τη γνώμη μου στιγμή το "πειραματικό" πρώτο -μάλλον- single του album, "Revolution", το οποίο παρεκκλίνει από το υπόλοιπο σύνολο. Το τελευταίο συν πάει στην πολύ καλή, άρτια και καθαρή παραγωγή που δίνει ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στο δίσκο.

Οι Judas Priest κατάφεραν να κάνουν ένα δυναμικό come back. Ένα come back αντάξιο της ιστορίας τους. Μακάρι τα κομμάτια του album να βγήκαν μέσα από τις καρδιές τους και να μην είναι αποτέλεσμα "αφουγκράσματος" του metal κοινού για να γεμίσουν για άλλη μια φορά τις τσέπες τους. Άλλωστε δεν νομίζω ότι το έχουν πια ανάγκη. Ο χρόνος θα δείξει...

Θοδωρής Μηνιάτης


Σχεδόν 15 χρόνια μετά το εκπληκτικό "Painkiller" και 4 από το μέτριο "Demolition" οι μεγάλοι Βρετανοί επιστρέφουν δισκογραφικά ελπίζοντας να ταράξουν τα νερά για άλλη μια φορά στην ιστορία τους. Η αλήθεια βέβαια είναι ότι την τελευταία δεκαετία και μετά τη φυγή του Halford από το group, το νερό είχε βγει φανερά απ' το αυλάκι. Ο πολύ καλός κατά τ' άλλα Owens ποτέ δεν κέρδισε τις καρδιές των οπαδών ολοκληρωτικά, κάτι που φανέρωσαν και οι πωλήσεις των μόλις 2 studio album που έγιναν με τον ίδιο στα φωνητικά. Ο κόσμος το ζητούσε πλέον ανοικτά, ο "Metal God" έπρεπε να γυρίσει κάτι που με έβρισκε σύμφωνο αρκεί να συνοδευόταν με μια καλή κυκλοφορία που θα έδειχνε ότι η χημεία δεν έχει χαθεί και ότι υπάρχει προοπτική για μια συνέχεια αντάξια της παλιάς τους πορείας. Η καλοκαιρινή τους περιοδεία έδειξε πόσο ο κόσμος διψούσε για αυτό και η εμφάνιση τους (στην πιο πετυχημένη από τις 5 μέρες του φεστιβάλ) στο Rockwave Festival 2004 μας έδειξε ότι μπορούμε να ελπίζουμε σε κάτι καλό.

Δύο χρόνια αναμονής λοιπόν (μετά την ανακοίνωση της επανένωσής τους) και η αγωνία για το νέο άλμπουμ των Judas Priest έχει πλέον κορυφωθεί. Το cd έχει τοποθετηθεί στο ηχοσύστημα, το volume είναι σχεδόν στο maximum και το δάκτυλό μου ένα εκατοστό μακριά από το "play". Το μόνο που με κρατά από το να ξεκινήσω την ακρόαση είναι ο φόβος μιας ακόμα αρπαχτής από άλλο ένα παλιό και ένδοξο συγκρότημα που μετά το millennium αποφασίζει να επανενωθεί. 50 λεπτά μετά όμως κάθε αμφιβολία έχει γίνει μακρυνό παρελθόν. Οι JP έχουν επιστρέψει με όλα τους τα όπλα να βάλλουν και η εντολή "replay cd" είναι η φυσιολογική αντίδρασή για κάποιον που μόλις έχει δεχθεί την επίθεσή τους. Μια επίθεση που την ζητάγαμε πολύ καιρό και τώρα πλέον θα την συζητάμε για πολύ περισσότερο!

Η αρχή γίνεται με το "Judas Rising", ένα τραγούδι - οδοστρωτήρα με καταπληκτικά riffs και πολύ δυναμικά ντραμς. Η φωνή του Halford απογειώνεται και η παραγωγή του Roy Ζ είναι αυτή που πρέπει για να αναδείξει τις αρετές της. Ακολουθεί μια κλασσική Priest σύνθεση, το "Deal With The Devil" που θα μπορούσε άνετα να προέρχεται από το "British Steel" και έπειτα το πρώτο single, "Revolution", που ακούγοντάς το τώρα μέσα στο άλμπουμ μου ακούγεται πολύ καλύτερο και αυτό δίνει την σκυτάλη σε μια πιο αργή σύνθεση: "Worth Fighting For". Το "Demonizer" παίρνει έπειτα την σκυτάλη και μας κολλάει στον τοίχο με την δυναμική δίκαση και τον φρενήρη ρυθμό, ενώ αρχίζω και καταλαβαίνω πως όσο προχωράει η ακρόαση του "AOR" τα πράγματα γίνονται όλο και καλύτερα! Μετά από ένα πολύ καλό "Wheels Of Fire" και την μπαλάντα "Angel" έρχεται η τραγουδάρα "Hellrider" που μου έδωσε τα μυαλά στο χέρι και ήταν το πρώτο τραγούδι που με ανάγκασε να το ακούσω 3-4 φορές συνεχόμενες πριν συνεχίσω στα επόμενα. Απίστευτη δύναμη, ατελείωτος καλπασμός και οι εποχές "Painkiller" ξαναζούν! Το "Eulogy" αμέσως μετά ρίχνει τις ταχύτητες και σε γυρνάει σε ήχους γνώριμους από τους πρώιμους δίσκους των JP και αποτελεί την εισαγωγή για το απόλυτο έπος, ένα τραγούδι - ταξίδι σε μυστηριώδη μέρη που θα μπορούσε να βρεθεί σε ένα φανταστικό σάουντρακ ταινίας τρόμου που θα έκανε ο Tipton σε συνεργασία με τον Tony Iommi! Το "Lochness" είναι βαρύ, μακρόσυρτο και αποτελεί το ιδανικό επίλογο για το "AOR", ένα album που είναι γεμάτο με Judas Priest ήχους από όλες τις εποχές και γι' αυτό αποτελεί για μένα μια από τις καλύτερες δουλειές τους. Αυτή είναι η επιστροφή που επιθυμούσα, ένα δείγμα δουλειάς που θα τιμούσε ΟΛΕΣ τις πλευρές αυτού του συγκροτήματος και όχι μόνο την από "Painkiller" και έπειτα εποχή.

Από εδώ και πέρα δεν ξέρω τι πορεία θα διαλέξουν οι κύριοι Tipton, Downing, Halford, Hill και Travis αλλά δείχνουν να ξέρουν τι κάνουν και θα τους δώσω την ψήφο μου και αυτή τη φορά!

  • SHARE
  • TWEET