Ashenspire

Hostile Architecture

Aural Music / Code 666 Records (2022)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 20/07/2022
Προοδευτική και πολιτικοποιημένη, αστικής φύσεως, τέχνη που αντιλαμβάνεται τον ακραίο ήχο ως μια παρατεταμένη κραυγή αγωνίας
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Με τον όρο «εχθρική αρχιτεκτονική» (σ.σ. "Hostile Architecture") νοείται, η διαρρύθμιση αστικών οικοδομημάτων με τρόπο που αποσυνδέει συγκεκριμένα κοινωνικά στρωμάτα από δημόσιους χώρους. Από παγκάκια, πυλωτές, παράθυρα και πλατείες που δεν επιτρέπουν την προσωρινή «εκμετάλλευσή» τους από αστέγους, φτωχούς ή νέους, μέχρι ύψη πολυκατοικιών και απουσία χρωμάτων σε τοίχους, όλα μετατρέπονται σε εργαλεία επιβολής τάξης, συνδεδεμένα με τον έλεγχο και την υποταγή του παραγωγικού κεφαλαίου.

Πέντε ολόκληρα χρόνια μετά το, εκρηκτικό τους ντεμπούτο, "Speak Not Of The Laundanum Quandary", οι Σκωτσέζοι επέστρεψαν με το δεύτερο δίσκο τους. Αυτή τη φορά, το άλμπουμ, δεν είναι απλώς μια, πολιτικοποιημένη, πλήρης ιδεών και βλέψεων, avant-garde black metal κυκλοφορία. Είναι ένα μανιφέστο πολιτικοποιημένης τέχνης, με εντονότερη στόχευση και όραμα καθώς και, μεταξύ άλλων, μια από τις κυκλοφορίες της χρονιάς.

Οι Ashenspire απομακρύνονται από το black metal αρκετά ώστε να παραμείνουν ακραίοι και αιχμηροί, άβολοι και επιθετικοί, αλλά και επαρκώς ώστε να φλερτάρουν με την ανορίοτη τέχνη. Ο νέος τους δίσκος, αντλεί, ως καλειδοσκόπιο, στοιχεία από κλασική μουσική, τζαζ, μπαρόκ, progressive και avant-garde metal, ενώ μόνιμα συμπυκνώνει στον φλεγόμενο πειραματισμό του έναν πύρινο πολιτικό λόγο, διατηρώντας παράλληλα μια αυτούσια υπόσταση.

Οι ίδιοι, διευκρινίζουν πως εμπνέονται από τις μετα-καπιταλιστικές δομές των σύγχρονων πόλεων, με τη στιχουργία βέβαια να επεκτείνεται σε μια σειρά από θεματικές. Από τις ακροάσεις, γίνεται αντιληπτό πως οι Ashenspire αναγνωρίζουν, πως ο (ύστερος;) καπιταλισμός, αν και φαινομενικά ένα οικονομικό σύστημα, διαστρεβλώνει κάθε κοινωνική σχέση, αποκαλύπτοντας την πραγματική του φύση, αυτή της εκμετάλλευσης. Όπως αναφέρει και ο Μπούκτσιν στα «Όρια της Πόλης», «η παραγωγή για την παραγωγή, μεταφρασμένη με αστικούς όρους, σημαίνει την ανάπτυξη της πόλης ως αυτοσκοπού - δίχως οποιαδήποτε εγγενή αστικά ή ανθρώπινα κριτήρια ν’ αναχαιτίζουν αυτή την ανάπτυξη».

"This is not a house of amateurs, this is done with full intent", προσθέτουν οι Ashenspire στο εναρκτήριο οκτάλεπτο "The Law Of Asbestos". Και ενώ, ζητήματα ταυτοτήτων, τάξης, φασισμού και επαναστατικής ιδεολογίας, αποκαλύπτονται κατά μήκος οκτώ συγκλονιστικών συνθέσεων, όλα γυρίζουν στην πόλη. Οι Ashenspire δεν είναι ζηλωτές που κυματίζουν σημαίες μεταφυσικής. Έπειτα από το προαναφερθέν κομμάτι που μεταδίδει την, εμποτισμένη με σαξόφωνο (αλλά και dulcimer από τον Otrebor των Botanist), παράδοση των Code και Dodheimsgard (ειδικά στα φωνητικά), το "Beton Bruit" μεταφέρεται βίαια μέσα από τα τσιμέντα στην ψυχολογία ενός queer νέου ατόμου. Οι ιστορίες της διπλανής πόρτας, αυτής που η οικονομική κατωλίσθηση και η κοινωνική παρακμή κλειδαμπάρωσε ενοχικά, βρίσκουν τους δρόμους ως σημείο αναφοράς.

Κινούμενα ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο, τα επιμέρους του "Hostile Architecture" ενώνουν μέσο με μήνυμα. Πρωτού αναλογισθείς αν αυτοί οι όροι έχουν πραγματική ουσία, θυμήσου πως πρωτοπορία και επανάσταση δεν απέχουν τόσο. Η πολιτικοποίηση της τέχνης, αντιμάχεται τη διαφυγή στη φαντασία, όχι με το να τη στερεί, όσο με το να την επιστρέφει εκεί από όπου την πρωτοεμπνεύστηκε. Η μουσική των Ashenspire είναι κρίσιμη, όχι επειδή έχει πολιτικό στίχο ή γιατί διακατέχεται από περίτεχνες και ασυμβίβαστες δομές. Είναι ρηξικέλευθη ηχώντας απαραίτητη, δίνοντας φωνή, εξάπτοντας παράλληλα τις αισθήσεις. Δίνει χώρο για ερμηνεία στις νότες και τις εναλλαγές, τις αντιθέσεις και τις εντάσεις, ενώ κραυγάζει τα αιτήματά της. Γκρεμίζει τoίχους για να στεγάσει όνειρα.

Ακούγοντας το "Hostile Architecture", το μυαλό περιφέρεται από τους A Forest Of Stars, τους Arcturus και τους Akercocke μέχρι τους Catharsis. Ετερόκλητες μουσικές εναλλάσσονται με παθιασμένες αφηγήσεις και επιθετικές εξάρσεις κορυφώνονται σε μουσικά κρεσέντα. Η θεατρικότητα του "Plattenbau Persephone Praxis" πραγματώνει αυτές τις τεχνικές για να οδηγηθεί στο θεατρικό ιντερλούδιο του "How The Mighty Have Vision". Η αστική τέχνη των Ashenspire, ασπάζεται, πιθανώς άθελά της, την άποψη του Mumford πως «η αρχιτεκτονική, είναι το διαρκές πλαίσιο μιας κουλτούρας, μέσα στο οποίο μπορεί να παιχτεί μέχρι τέλους το κοινωνικό της δράμα με τη μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια προς τους ηθοποιούς».

Δομημένο ως αφήγηση μιας ιστορίας, το δεύτερο άλμπουμ των Ashenspire δεν παραδίδεται στην αισθητική έναντι της λεπτομέρειας. Αντιθέτως, η απορρόφηση, χάρη στη δυναμική πολυφωνία των μουσικών οργάνων, «εξωτικών» ηχητικών στοιχείων, δημιουργεί, μια προσβάσιμη γέφυρα ώστε οι ακροάσεις να μην αποξενώσουν αλλά να προσκαλέσουν σε εξερεύνηση μέσω της οικειότητάς τους. Η οργή, η απογοήτευση, η απάθεια, η σύγκρουση, η εκδίκηση, η αντίσταση, όλα ενυφίστανται σε ένα έργο που σε μικρές στιγμές εκτονώνει πληθώρα μουσικής πληροφορίας. Το δαιδαλώδες "Apathy As Arsenic, Lethargy As Lead" δεν υποκρίνεται το μίσος που εκπέμπει.

Το εννιάλεπτο, μεγαλοπρεπές φινάλε του "Cable Street Again" δεν είναι ένα ακόμη κάλεσμα σε αντίσταση. Τα πρώτα βίαια λεπτά δεν οδηγούν οδηγούν απλώς σε μια εξουθένωση και ανασυγκρότηση. Το βιολί δίνει μάχη με τα επιθετικά κιθαριστικά θέματα, οι δυσαρμονίες με τα ουρλιαχτά, το σαξόφωνο δεν ηχεί ανατατικό αλλά μελαγχολικό, οι Ashenspire ορθώνουν ανάστημα, με μια στοχευμένη ιστορική αναφορά. Όλος ο δίσκος, με τις εικόνες του, τις ακροβασίες, τις ηχητικές στροφές και τα ρίσκα του, οδηγεί εδώ, στη στιγμή της δράσης. Το σχήμα εκμεταλλεύεται τον εγγενή μελοδραματικό του χαρακτήρα και του δίνει μαύρο, ριψοκίνδυνο χρώμα όταν καλείται να πράξει έτσι.

Το "Hostile Architecture" οφείλει να ακουσθεί, επειδή στέκεται στα όρια ιδιωμάτων και τα κατευθύνει κατά το δοκούν. Επί 44 λεπτά, επιβάλλεται δια του οράματός και της υλοποίησής του, και υπενθυμίζει πως όσο θελκτική και να είναι μια ιδεολογία ανατροπής, οφείλει να πείσει πρώτα σε βιωματικό επίπεδο για το ρίσκο της. Υπερβατικό και χειμαρρώδες, ποιητικό και ωμά ρεαλιστικό, το άλμπουμ ηχεί ως το τέλος του πραγματιστικού κόσμου, επικαλούμενο μουσικά τη συνειδητοποίηση της δύναμης της ανατροπής. Γιατί, το «να εμμένεις στη θρησκευτική λατρεία της μηχανής σήμερα, σημαίνει να προδίδεις μια ανικανότητα να ερμηνεύσεις τους κινδύνους και τις προκλήσεις της εποχής μας».

Ή γιατί, πολύ απλά, επειδή και τα τσιτάτα κουράζουν, η απελευθέρωση από τα αόρατα δεσμά οφείλει να είναι ολική. Και η πολιτικοποιημένη τέχνη, ολιστική, αποτελώντας μέρος μιας ευρύτερης προσέγγισης. Το "Hostile Architecture" με κάθε ακρόαση εντείνει το μήνυμά του, ενώ προσφέρει απλόχερα τον μουσικό του πλούτο. Την επόμενη φορά λοιπόν που θα αηδιάσεις με την εμπορευματική (ιδιωτική και κρατική) εκμετάλλευση δημοσίων χώρων, ενδεδυμένη με φθηνά επιχειρήματα περί κοινού καλού και οικιακής ειρήνης, θα έχεις ένα νέο σύμμαχο στη μάχη για επανοικειοποίηση.

Το καταιγιστικό "Tragic Heroin", έδωσε το σύνθημα. "There are no great men. Only the great many". Και μέσα σε αυτό το σπουδαίο, ετερόκλητο πλήθος, άτομα, περιθωριοποιημένα, αόρατα, καταπιεσμένα, οφείλουν να διεκδικήσουν το χώρο τους, όπως τον φαντάστηκαν.

"I have a feeling that it’s falling apart at the seams
and that the people in the gutters recognise their means."

Bandcamp
Youtube

  • SHARE
  • TWEET