UFO: Το φαινόμενο

Από τον Κώστα Σακκαλή, 03/04/2010 @ 13:24
Από τα πολλά συγκροτήματα του σκληρού ροκ της Βρετανίας λίγα κατάφεραν με τόση επιτυχία όσο οι U.F.O να ενσωματώσουν τις αλλαγές του ήχου στην πορεία των χρόνων. Αρχικά ακόλουθοι του ρεύματος, στη συνέχεια, με σημαντική εκ Γερμανίας βοήθεια, πρωτοπόροι και τελικά μέσα από έναν κυκεώνα αλλαγών αξιόμαχοι βετεράνοι, η παρέα των Mogg και Way αποτέλεσε σημείο αναφοράς για πολλές γενιές συγκροτημάτων.



Η ιστορία ξεκινάει το 1969 όταν ο drummer Andy Parker θα προστεθεί στην ήδη διαμορφωμένη τριάδα των Phill Mogg στη φωνή, Pete Way στο μπάσο και Mick Bolton στην κιθάρα. Υπό το όνομα Hocus Pocus χρησιμοποιούν τον μόνο τρόπο που ήταν τότε εφικτός για μία νέα μπάντα να γίνει γνωστή, δηλαδή να ξημεροβραδιάζονται στις πρόβες στο σπίτι του κιθαρίστα και να λιώνουν τα παπούτσια τους επί σκηνής παίζοντας σε κάθε μέρος που τους δινόταν η ευκαιρία. Σε μία από αυτές τις περιπτώσεις εντοπίσθηκαν από τα «λαγωνικά» της Beacon Records που κάτι μυρίστηκαν στο heavy rock/boogie που έπαιζαν και τους έδωσαν την ευκαιρία που αναζητούσαν.

Μία αλλαγή στο όνομά τους ήταν μάλλον απαραίτητη και τελικά έγινε προς τιμήν του περίφημου Λονδρέζικου club με το ίδιο όνομα (από τη σκηνή του πέρασαν μερικά από τα μεγαλύτερα ψυχεδελικά ονόματα της Αγγλίας συμπεριλαμβανομένων των Pink Floyd και των Soft Machine που για ένα διάστημα σχεδόν υπήρξαν οι house μπάντες του). Οι ίδιοι δεν πρόλαβαν να παίξουν ποτέ σε αυτό καθώς είχε κλείσει ήδη από το 1967 αλλά καθώς φαινόταν και από τη μουσική τους κατεύθυνση, η ψυχεδελική σκηνή δεν ήταν μακριά από τις επιδιώξεις τους.

Αυτό φάνηκε και από τους δύο πρώτους δίσκους τους, τιτλοφορούμενους "U.F.O. 1" και "U.F.O. 2: Flying" που κυκλοφόρησαν τις δύο πρώτες χρονιές της επόμενης δεκαετίας. Ακολουθώντας πιστά το στυλ των Blue Cheer αντλούσαν από τα blues και το rock ‘n’ roll για να δημιουργήσουν το δικό τους μίγμα από θορυβώδεις και χαλαρές συνθέσεις. Η ομοιότητα με τους προαναφερόμενους Αμερικανούς μπορεί να εντοπιστεί ακόμα και στην επιλογή των διασκευών. Eddie Cochran και "Summertime Blues" οι μεν; Eddie Cochran και "C’mon Everybody" οι δε. Mose Allison και "Parchment Farm" οι πρώτοι; Bo Diddley και "Who Do You Love" οι δεύτεροι. Φυσικά οι επιρροές τους βρίσκονταν και αλλού αφού οι Kinks και οι Quicksilver Messenger Service αναφέρονται ως εμπνευστές τους ανοιχτά πλέον και από τους ίδιους. Στο "Flying" τα πράγματα ξεφεύγουν λίγο παραπάνω και ο υπότιτλος «one hour space rock» αποκαλύπτει πολλά. Βεβαίως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με διαστημική μουσική όπως την όρισαν τα Γερμανικά progressive συγκροτήματα. Η κιθάρα του Bolton δημιουργεί ηχοτοπία και σολάρει κατά βούληση με το υπόλοιπο συγκρότημα να ακολουθεί. Διάσπαρτα εμφανίζονται κάποια riff που όμως δεν αποτελούν το σημαντικότερο μέρος των συνθέσεων. Η ομώνυμη σύνθεση, διάρκειας 26 περίπου λεπτών εξακολουθεί να είναι ένα από τα καλύτερα προϊόντα των UFO και δικαιολογεί όσους πίνουν νερό στο όνομα του δίσκου αυτού.

Αν και οι εν λόγω δίσκοι θα περάσουν κατ’ ουσίαν απαρατήρητοι και θα εκτιμηθούν έστω και λιγότερο από όσο αξίζουν (ακόμα και από το ίδιο το συγκρότημα που συχνά τους απαξιώνει) όταν πλέον η χρυσή εποχή του συγκροτήματος θα έχει ξεκινήσει, τους άνοιξαν την πόρτα για δύο σημαντικές αγορές: της Ιαπωνίας και της Γερμανίας. Η μεν πρώτη τους εξασφάλισε την εκεί κυκλοφορία ενός ζωντανά ηχογραφημένου δίσκου με τον λιτό τίτλο “Live” (αργότερα θα κυκλοφορήσει και σε άλλες χώρες ενώ θα επανεκδοθεί και ως "Live In Japan" ή "Lands In Tokyo") όπου η jam λογική τους θα βρει ακόμα μεγαλύτερο χώρο έκφρασης και θα προσφέρει ένα αξιόλογο δίσκο – κειμήλιο της εποχής. Η δε δεύτερη αγορά θα αποδειχθεί ότι θα παίξει ακόμα σημαντικότερο ρόλο στην καριέρα τους.



Λίγο μετά την κυκλοφορία του "Live" το 1972, ο Mick Bolton εγκαταλείπει το συγκρότημα. Η σημαντικότατη συνθετική προσφορά του αλλά και ο κεντρικός του ρόλος στον ήχο του συγκροτήματος, προσωρινά παραλύει τους υπόλοιπους, που δοκιμάζουν να συνεχίσουν με τους Larry Willis (προηγουμένως στους Pink Fairies και μετέπειτα για σύντομο διάστημα στους Motorhead) και Bernie Marsden (θα χτίσει τη φήμη του στους Whitesnake). Η τύχη θα τους χαμογελάσει όταν σε μία συναυλία στη Γερμανία ως σχετικά πετυχημένο όνομα, θα ανοίξουν για αυτούς κάποιοι άσημοι τότε Scorpions που περιλαμβάνουν στις τάξεις τους έναν ξανθό πιτσιρικά ονόματι Michael Schenker. Καθώς κάτι κράτησε μακριά από τη σκηνή τον Marsden εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα, ο μικρός κλήθηκε να τον καλύψει και η χημεία του με τους άλλους έγινε κατευθείαν εμφανής. 



Η μεταγραφή ολοκληρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες και ένα συνολικό ρετουσάρισμα του χαρακτήρα των UFO ξεκίνησε. Νέα εταιρία (Chrysalis), νέος ήχος, η πασίγνωστη Hipgnosis να επιμελείται τo εξώφυλλο του νέου τους δίσκου και ένα single να φιλοξενείται στα ράφια των δισκοπωλείων επανασυστήνοντας τους Βρετανούς. Το "Give Her The Gun/Sweet Little Thing" κυκλοφόρησε μόνο στη Γερμανία και έκανε αισθητή τη διαφορά με τις προηγούμενες δουλειές τους. Ήταν φανερό ότι ο Schenker έφερε νέο αέρα και, παρόλο που η πρώτη πλευρά υπήρχε από την εποχή του Marsden, η σφραγίδα του μπήκε φαρδιά πλατιά στα κιθαριστικά μέρη του τραγουδιού. Η βρώμικη, bluesy και jam-αριστή κιθάρα του Bolton έχει δώσει τη θέση της στην πιο μεταλλική, συγκροτημένη και riffάτη Flying V του Γερμανού.

Ο δίσκος που επακολούθησε είχε τον τίτλο "Phenomenon"(1974). Η Chrysalis δεν είχε ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στους UFO και τους είχε υπογράψει κυρίως επειδή ήταν στο δυναμικό της Chrysalis Booking Agency (διοργανώτρια συναυλιών) και είχαν αποδείξει ότι έχουν ένα αφοσιωμένο κοινό. Αντίστοιχα δεν πίστεψε και πολύ στο δίσκο, παρόλο που τους προσέφερε τις υπηρεσίες του παραγωγού Leo Lyons (μπασίστας των Ten Years After) και κατ’ επέκταση έδειξε διστακτικότητα στο να τον κυκλοφορήσει στην Αμερική. Η επιμονή των μελών για το αντίθετο αποδείχθηκε σοφή ενώ η θετική αντιμετώπιση από το κοινό και η συνεχής περιοδεία τους δίπλα σε ονόματα του κιθαριστικού ήχου που κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος σε αυτήν την όχθη του Ατλαντικού (Montrose, Edgar Winter Group κτλ) μεταφέρθηκε και στη Βρετανία με αποτέλεσμα να αρχίσει ο μουσικός Τύπος να ασχολείται με την περίπτωσή τους. Τελικά το "Phenomenon" κατέλαβε τη θέση που του αξίζει ως ένα από τα καλύτερα hard rock άλμπουμ των 70s, από αυτά που ισάξιά τους λίγοι καλλιτέχνες κατάφεραν να δημιουργήσουν, παρόλο που οι UFO θα το πετύχαιναν μία ή δύο φορές ακόμα. Τα δε "Doctor Doctor" και "Rock Bottom" πέρα από τα δύο ίσως πιο αγαπημένα τραγούδια του συγκροτήματος περιλαμβάνουν και δύο από τα πιο αναγνωρίσιμα riff στο είδος.

Η αλληλουχία των σπουδαίων άλμπουμ συνεχίστηκε με το "Force It" του 1975. Μην κάνοντας ούτε βήμα πίσω στην ποιότητα κατάφεραν να εδραιώσουν τη θέση τους με νέες επιτυχίες όπως το "Let It Roll" και το "Shoot Shoot". Ο δίσκος τράβηξε δημοσιότητα και λόγω του αμφιλεγόμενου εξώφυλλου της Hipgnosis που ενόχλησε όσους αρέσκονται στο να ενοχλούνται. Ένα ζευγάρι που φιλιέται εντός μίας μπανιέρας προκάλεσε λόγω του απροσδιόριστου φύλου των παρτενέρ και της μερικής γύμνιας που παρουσίαζε. Στο "Force It" για πρώτη φορά χρησιμοποιούνται πλήκτρα παιγμένα από τα χέρια του Chick Churchill, μέλος των Ten Years After και αυτός, που έφερε ο παλιόφιλός του Leo Lyons ο οποίος εξακολουθεί να κατέχει την καρέκλα του παραγωγού.



Για τις συναυλίες η πρόσληψη δεύτερου κιθαρίστα που θα απελευθέρωνε σε κάποια τραγούδια τον Schenker φάνηκε καλή ιδέα αλλά ο Paul Chapman (είχε αντικαταστήσει τον Gary Moore στους Skid Row) δεν άντεξε παρά για μερικές μόνο βραδιές. Η ένταση ανάμεσα στα μέλη του συγκροτήματος είχε αυξηθεί από νωρίς και το κλίμα δε σήκωνε τον νεοσύλλεκτο Chapman ο οποίος όμως θα παίξει ρόλο στην ιστορία αργότερα..

Η ιδέα των πλήκτρων στο "Force It" άρεσε στο συγκρότημα που την επέκτειναν και στο "No Heavy Petting" της επόμενης χρονιάς. Ο Danny Peyronel (των Heavy Metal Kids) επιστρατεύτηκε για τη στούντιο δουλειά αλλά καθώς ο συγκεκριμένος δίσκος δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει στα υψηλά standards των προηγούμενων, δεν «κόλλησε» με τους υπόλοιπους με αποτέλεσμα να απολυθεί άμεσα. Στην πραγματικότητα το άλμπουμ δεν είναι καθόλου κακό. Τραγούδια όπως τα "Natural Thing", "I ‘m A Loser" και "On With The Action" συνεχίζουν να χτίζουν το εκκολαπτόμενο heavy metal (με την έννοια που του έδιναν τότε).  Αρκετά χρόνια μετά, μέσα από την εκτεταμένη του χρήση από ραδιοφωνικούς παραγωγούς, θα γνωρίσει επιτυχία στην Ελλάδα η μπαλάντα "Belladonna" – όχι άδικα ομολογουμένως.



Η χρήση πλήκτρων αλλά και δεύτερης κιθάρας δεν εγκαταλείφθηκε από τους UFO αλλά αντίθετα, από την περιοδεία ακόμα του άλμπουμ, βρέθηκε ο άνθρωπος που θα κάλυπτε και τις δύο θέσεις εξίσου άξια, στο πρόσωπο του Paul Raymond που προερχόταν από τους εξαιρετικούς Savoy Brown. Με το line-up αυτό και νέο παραγωγό πλέον τον Ron Nevison κατάφεραν να ξανανέβουν στην κορυφή δημιουργώντας τον πιο εμπορικό δίσκο της καριέρας τους και την επιτομή του ήχου τους. Από το "Lights Out" ξεχωρίζει ο ομώνυμος δυναμίτης και από κοντά έρχεται το "Too Hot To Handle" ενώ η μπαλάντα "Try Me" απέδειξε ότι τα κατάφερναν εξαιρετικά και στις πιο μελωδικές στιγμές. Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για το magnum opus τους, "Love To Love", που κλιμακώνεται υπέροχα σε απλησίαστα, ακόμα και για τους ίδιους, λυρικά επίπεδα ξεκινώντας με τα πλήκτρα να κοπιάρουν βαρέως το "Tubular Bells" του Mike Oldfield αλλά με τη συνέχεια να αποζημιώνει, τη χρήση εγχόρδων να προσθέτουν στην ατμόσφαιρα, τον Mogg να σκαρφαλώνει όρη εκφραστικότητας και τον Schenker ίσως στα καλύτερά του. Η μόνη παραφωνία στο δίσκο βρίσκεται στη διασκευή του "Alone Again Or" των Love που πραγματικά είναι εκτός τόπου και χρόνου. 



Το "Lights Out" τους εκτόξευσε σε όνομα πρώτου μεγέθους αλλά αποτέλεσε και την αφετηρία των προβλημάτων τους. Η κατάσταση στις τάξεις του συγκροτήματος ήταν εκρηκτική και η επικοινωνία ελλειμματική. Για το τελευταίο συχνά θα κατηγορηθεί η προβληματική γνώση Αγγλικών του Schenker καθώς και ο ιδιόρρυθμος, απόμακρος χαρακτήρας του. Από την άλλη η βουτιά στον κόσμο των rock ‘n’ roll απολαύσεων από όλους σίγουρα δε βοήθησε. «Αυτός ο δίσκος ήταν η αρχή της θολούρας» θα παραδεχτεί χρόνια αργότερα ο Mogg, «τα πάντα ήταν σε υπερβολικό βαθμό». Ο Schenker για την ίδια περίοδο θα δηλώσει: «Όταν κυκλοφόρησε αυτός ο δίσκος και σημείωσε την επιτυχία αυτή ξύπνησα σε μία άλλη πλευρά του τι είχα δημιουργήσει μέσα στο συγκρότημα». Συχνά ο Schenker μυστηριωδώς και άνευ προειδοποίησης εξαφανιζόταν κατά την προετοιμασία για την Αμερικάνικη περιοδεία και όταν επανεμφανιζόταν, η δουλειά συνέχιζε κανονικά.



Ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες με τις εντάσεις να αυξάνονται καταφέρνουν να παράγουν έναν άξιο διάδοχο με το "Obsession", το 1978. Το "Only You Can Rock Me" είναι η επιτυχία του δίσκου και παρόλο που το συγκρότημα έχει φτάσει σε σημείο να παίζει σε στάδια και να είναι πρώτο όνομα σε μεγάλα φεστιβάλ, η πτώση έχει αρχίσει. Στο "Pack It Up (And Go)" αναφέρουν «you made your impact back in 1969/But now move over friend, I think you had your time», απευθυνόμενοι προφανώς στους μουσικούς της προηγούμενης γενιάς από αυτούς – που να φαντάζονταν ότι τα καλύτερα είχαν περάσει και για τους ίδιους. Ο Schenker είχε πλέον γίνει ξένο σώμα στο συγκρότημα, είχε αποκτήσει έντονο πρόβλημα αλκοολισμού, απουσίαζε ακόμα και από συναυλίες ενώ και οι χειροδικίες δεν έλειπαν ανάμεσά τους, με αποκορύφωμα τη στιγμή που ο Γερμανός δήλωσε στον τραγουδιστή ότι αν τον χτυπήσει ξανά θα φύγει. Τον χτύπησε και έφυγε.

Ευτυχώς πριν την αποχώρηση του, ο βιρτουόζος κιθαρίστας πρόλαβε να ηχογραφήσει μαζί με τους υπόλοιπους ένα από τα δυναμικότερα live άλμπουμ της δεκαετίας και αυτό λέει πολλά για την ποιότητά του. Η γρέζα φωνή του Mogg, το καθοριστικό συμπλήρωμα των πλήκτρων του Raymond, το μίγμα μελωδίας και ρυθμού της δυάδας των Way και Parker και φυσικά η εναλλαγή λυρισμού και έντασης μαζί με στοιχεία κλασικής μουσικής της κιθάρας του Schenker, είναι όλα στην καλύτερη δυνατή τους επίδοση στο "Strangers In The Night". Υποψίες για πιθανές «διορθώσεις» στο στούντιο ο κιθαρίστας τις έχει κατηγορηματικά διαψεύσει με το επιχείρημα ότι και να ήθελε δεν μπορούσε να κάνει κάτι καθώς ο ήχος της κιθάρας είχε καταγραφεί και από τα μικρόφωνα των ντραμς. Η επανέκδοση σε cd, πάντως, αποκαλύπτει ότι τα "Mother Mary" και "This Kid’s" είναι στην πραγματικότητα ηχογραφημένα σε στούντιο με προσθήκη φωνών και χειροκροτημάτων. Παρόλα αυτά, αν κανείς έπρεπε να έχει μόνο έναν τίτλο από τη δισκογραφία των UFO, αυτός εδώ είναι.



Η φυγή του Schenker αναζητούσε επειγόντως λύση και αυτή ήρθε από τη δοκιμασμένη συνταγή του Paul Chapman που επανεμφανίζεται στις τάξεις τους. Σε παραγωγή του George Martin, διάσημου για τη δουλειά του στους Beatles, κυκλοφορεί το "No Place To Run" ακριβώς στην έναρξη της δεκαετίας του ’80, με την ανανεωμένη σύνθεση του συγκροτήματος. Κινούμενοι με την κεκτημένη ταχύτητα των προηγούμενων επιτυχιών αλλά και τις φρέσκες ιδέες που έφερε μαζί του ο νέος κιθαρίστας παραδίδουν ένα αξιοπρεπέστατο άλμπουμ. Τα "Letting Go" και "Young Blood" έχουν μία σχετική επιτυχία αλλά, ενώ σε πωλήσεις δεν υπολείπεται των προκατόχων του, η συνολικότερη αποδοχή δεν είναι ισάξια. Μάλλον ξένος προς το στυλ τους ο George Martin έχει συμβάλλει στο να «εξευγενιστεί» η ωμή δύναμη του ήχου τους (είναι εξάλλου η εποχή που μεσουρανούν συγκροτήματα όπως οι Boston και οι Foreigner) χάνοντας μέρος της ομορφιάς του. Η δε φωνή του Mogg ακούγεται αλλοιωμένη. Η πορεία έδειξε πως αυτό θα ήταν μόνο η αρχή. Ταυτόχρονα ο Michael Schenker έχει ξεκινήσει το δικό του συγκρότημα (αρχικά Michael Schenker Group και στη συνέχεια M.S.G.) και οι συγκρίσεις είναι μάλλον υπέρ του.



Σειρά του Raymond να αποχωρήσει και να αντικατασταθεί από τον Neil Carter. Με αυτή τη σύνθεση θα ηχογραφηθούν τα αδιάφορα "The Wild, The Willing And The Innocent" και "Mechanix". Αν και έχουν τις στιγμές τους, το πιο ήπιο pop rock ύφος που τόσο είχε κυριαρχήσει σε αυτή τη δεκαετία δεν τους ταιριάζει καθόλου και οι συγκρίσεις με το παρελθόν είναι καταστροφικές. Ταυτόχρονα το New Wave Of British Heavy Metal, μαζικά επηρεασμένο από τον ήχο τους, έχει επιβληθεί στη σκληρή μουσική και οι UFO δείχνουν ανήμποροι να ακολουθήσουν μαλακώνοντας διαρκώς τον ήχο τους στοχεύοντας στα πλατιά ακροατήρια. Κάποιες μικρές επιτυχίες έρχονται αλλά δεν είναι ικανές να συγκρατήσουν τη δυσφορία του Pete Way που αποχωρεί για να ξεκινήσει τους Fastway με τον "Fast" Eddie Clark των Motorhead (ο τίτλος συνδυασμός των ονομάτων τους) και στη συνέχεια τη δικιά του μπάντα, τους Waysted.



Ο βιρτουόζος των τεσσάρων χορδών, Billy Sheehan, είχε μείνει στο μυαλό τους από την εποχή που οι Talas άνοιγαν για αυτούς και καλείται αμέσως για να αντικαταστήσει τον αποχωρήσαντα στο υπόλοιπο της περιοδείας. O Sheehan που αργότερα μέσα από τις συνεργασίες του με David Lee Roth, Steve Vai και Mr. Big θα καταξιωθεί στο χώρο, είχε προηγουμένως συνεργαστεί και με τον Schenker πριν τον πρώτο δίσκο των M.S.G αν και τελικά μόνο κάποια demo ηχογραφήθηκαν (εμφανίστηκαν αργότερα στην επανέκδοση του cd). Η ενασχόλησή του με το κανονικό του συγκρότημα δεν τον αφήνει να ηχογραφήσει μαζί τους και έτσι με “σύνθεση ανάγκης” ο Chapman αναλαμβάνει και το μπάσο για το "Making Contact"(1983). Στο συνθετικό κομμάτι κυριαρχεί ο Neil Carter και μαζί του και τα synthesizers χαντακώνοντας το δίσκο.



Αντιλαμβανόμενοι ότι η υπόθεση δεν «τραβάει» άλλο βαφτίζουν την περιοδεία που ακολουθεί "farewell" και κλείνουν το μαγαζί. Σε αυτή το ρόλο μπασίστα αναλαμβάνει ο Paul Gray (Eddie & The Hotrods/Damned). Δε θα προλάβουν να περάσουν ούτε δύο χρόνια και μία νέα μορφή των UFO θα κάνει την εμφάνισή της, η μόνη με μοναδικό αυθεντικό μέλος τον Mogg αφού και ο Parker πλέον απουσιάζει. Από την άλλη επιστρέφει ο Paul Raymond στα πλήκτρα και τη ρυθμική κιθάρα. Το line up συμπληρώνεται από τους Gray στο μπάσο, Tommy McClendon στην κιθάρα και Jim Simpson στα ντραμς. Η ίδια σύνθεση πλην του Raymond ηχογραφεί και το EP "Ain't Misbehavin'", το πρώτο τους σε νέα εταιρία (Metal Blade) μετά από πάνω από δέκα χρόνια παραμονής στην Chrysalis. Και τα δύο συνάντησαν τη γενική αδιαφορία και η νέα διάλυση είναι πραγματικότητα.

Η καταστροφική δεκαετία του '80 φεύγει και το 1992 ο Mogg θυμάται τα παλιά με τον Pete Way και παρέα με τον Laurence Archer στην κιθάρα και Clive Edwards στα τύμπανα ηχογραφούν το "High Stakes And Dangerous Men". Παραδόξως, αυτό ανακινεί το ενδιαφέρον για τους UFO τόσο ώστε να πείσει τον Michael Schenker να αφήσει το προσωπικό του σχήμα (που καβάλα στο "Nightmare" έχει μόλις μπει στην πιο εμπορικά επιτυχημένη περίοδό του) και γύρω του να συσπειρωθεί όλη η κλασική παρέα της εποχής "Lights Out". Το παιδί αυτής της συνεργασίας "Walk On Water" χαιρετίζεται από πολλούς ως η επιστροφή των UFO, εκτίμηση που εν μέρη είναι αληθής. Σκληραίνοντας τον ήχο τους και με καλή κιθαριστική δουλειά είναι ό,τι καλύτερο είχαν προσφέρει από την εποχή του "No Place To Run", ενώ έδιναν υποσχέσεις ότι θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις της νέας δεκαετίας. Ακούγοντας όμως, πλέον, αποστασιοποιημένα το δίσκο αυτό, αποδεικνύεται ότι ο μύθος του είναι μεγαλύτερος από την πραγματική αξία του.



Ακολουθεί νέα περιοδεία και νέες εντάσεις αφού φαίνεται ότι τα παλιά προβλήματα δε λύθηκαν ποτέ. Ο  Schenker αποχωρεί στη μέση της περιοδείας (πάλι) για να επιστρέψει αργότερα ενώ και ο Parker δεν ακολουθεί σε όλες τις εμφανίσεις με αποτέλεσμα να αντικαθίσταται από διάφορους ντράμερ. Η ολοκλήρωση των συναυλιών βρίσκει τους Mogg και Way να συνεχίζουν μόνοι τους, όχι υπό τον τίτλο των UFO όμως, καθώς πλέον τα δικαιώματα του ονόματος ανήκουν και στον Schenker, αλλά ως Mogg/Way. Έτσι θα κυκλοφορήσουν δύο άλμπουμ στα τέλη της δεκαετίας του '90 πριν καταφέρουν να συνεννοηθούν με τον Γερμανό κιθαρίστα για τη συνέχιση της δισκογραφίας του συγκροτήματος. Καταφέρνοντας να διατηρήσουν σταθερή τη σύνθεση σε δύο διαδοχικούς δίσκους ("Covenant" -2000 και "Sharks" - 2002), με τον βετεράνο Aynsley Dunbar όμως στα κρουστά και χωρίς πλήκτρα, ακολούθησαν την πορεία που χάραξαν στο "Walk On Water" με μικρότερη όμως επιτυχία. Οι σχέσεις παρέμεναν ως πάντα τεταμένες με το σύνηθες αποτέλεσμα: τον  Schenker να εγκαταλείπει για τελευταία (μέχρι σήμερα) φορά και μαζί να αφήνει το όνομα UFO στον Mogg…



Ακολουθώντας το παράδειγμα των Deep Purple, με τους οποίους μοιράζονται πολλά ιστορικά κοινά: ιδιότροπος κιθαρίστας, πολλές εναλλαγές μελών, προσπάθειες επανασχηματισμού του κλασικού line-up κτλ, καταφεύγουν στην προσθήκη ενός ήδη καταξιωμένου σε σόλο καριέρα βιρτουόζου κιθαρίστα, του Vinnie Moore. Με την ηρεμία, τη φρέσκια πνοή αλλά και την αδιαμφισβήτητη ικανότητα του νεαρού μέλους στις τάξεις τους, οι UFO κατάφεραν να κυκλοφορήσουν τρεις αξιολογότατες δουλειές που, ως ελάχιστη επιβράβευση, ξανακέρδισαν το σεβασμό, το καλό όνομα και την υστεροφημία που τους άξιζε.

Με αρχή το "You Are Here" του 2004 με τους γνώριμους Mogg/Way/Raymond και με τον γυρολόγο Jason Bonham στα ντραμς, συνέχεια το "Monkey Puzzle"  (2006) όπου επανέρχεται και ο Parker και τέλος (μέχρι σήμερα) το "The Visitor" (2009) όπου για ιατρικούς λόγους απέχει ο Way, οι UFO υιοθετούν πιο hard rockin' blues φόρμες που ταιριάζουν και στην ωριμότητά τους και στην ήπια βραχνάδα που έχει καλύψει πλέον τη φωνή του Mogg. Αυτή η σύνθεση των UFO μας έχει κάνει την τιμή να μην ξεχνάει την Ελλάδα στην προώθηση του εκάστοτε άλμπουμ της με αξιοθαύμαστα αποτελέσματα κάθε φορά που ανέβαιναν στο σανίδι.



Ένας δρόμος με πολλές στροφές, στάσεις, αλλά κυρίως θαυμαστές δημιουργίες και ζηλευτή διαδρομή, η καριέρα των UFO δείχνει εδώ και κάποιο διάστημα να έχει περάσει την ανηφόρα της και να οδεύει σε μία δημιουργική λεωφόρο αφήνοντας τις δυσκολίες του παρελθόντος πίσω τους. Από την άλλη, όπως παλιότερα ο ίδιος ο Mogg είχε ομολογήσει: «Δε με ξαφνιάζει τίποτα πια στους UFO».

Κώστας Σακκαλής
  • SHARE
  • TWEET