Dream Theater - A Decade Of Turbulence

Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 27/11/2009 @ 19:01

Μια από τις πιο σημαντικές και επιτυχημένες περιοδείες των τελευταίων ετών είναι η Progressive Nation Tour, της οποίας οργανωτές, όσο και επικεφαλείς, είναι οι Dream Theater και για φέτος μόλις ολοκληρώθηκε ο κύκλος της μετά την Αμερική και στην Ευρώπη. Στην Ελλάδα δεν την είδαμε ποτέ, δεν ασχολήθηκε κάποιος σοβαρά κι όμως οι βασικοί συντελεστές της, Opeth, έρχονται για δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο έτος! Κάτι που σημαίνει πως οι Dream Theater που έκλεισαν την προηγούμενοι δεκαετία γνωρίζοντας αποθέωση, σήμερα έχουν φτάσει στην απαξίωση. Μια διαδρομή που πολλές μπάντες στη χώρα μας πραγματοποιούν από τη μια κατεύθυνση στην άλλη σε μια νύχτα.






Prologue

Το τι απαιτείται για να χαρακτηριστεί μια μπάντα μεγάλη ή μικρή είναι πλέον δύσκολο να προσδιοριστεί. Η μουσική βιομηχανία που δημιουργούσε τα τεράστια ονόματα τις προηγούμενες δεκαετίες έχει αλλάξει λογική, αφού η πρόσβαση που δίνει η σημερινή ακατάπαυστη ροή πληροφορίας, τόσο στη μουσική, όσο και στα ενδότερα των συγκροτημάτων, αφαιρεί από τη μαγεία που δίνει το άγνωστο και κάνει δύσκολη τη δημιουργία ενός μύθου. Τι μένει λοιπόν να ξεχωρίσει μια μπάντα από το μέσο όρο; Ελπίζω να συμφωνούμε όλοι η διαχρονικότητά της, ειδικά όταν αυτή συνδυάζεται με την ποιότητα. Πιστεύω πως από τις τελευταίες μπάντες που μπορούν να κάνουν την υπέρβαση είναι οι Dream Theater. Πολλοί τους χαρακτήρισαν ως στυλοβάτες του heavy metal (!) για τη δεκαετία των ‘90s,  μαζί με τους Pantera και τους Paradise Lost. Υπήρξαν από αυτούς που έβαλαν το δικό τους λιθαράκι στο να πάει ένα βήμα μπροστά η σκληρή μουσική. Το αναγνωρίζουν και οι ορκισμένοι εχθροί τους, των οποίων η ύπαρξη αποτελεί την πιστοποίηση ότι οι Theater είναι μεγάλη μπάντα. Η πορεία τους στη δεκαετία που κλείνουμε έχει υπάρξει θέμα ατελείωτων συζητήσεων τόσο μεταξύ των οπαδών τους, όσο και γενικότερα στους μουσικούς κύκλους. Στο κλίμα της αποτίμησης της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα που επικρατεί, γίνεται μια προσπάθεια αποτύπωσης των δεδομένων που μας αφήνουν οι Dream Theater καθώς και μια προσέγγιση επεξήγησης του σκεπτικού που κρύβεται πίσω από κάθε κίνηση του συγκροτήματος, μέσα από μια προσωπική ματιά.





Chapter I : Με κεκτημένη ταχύτητα

Η δεκαετία που μας αφήνει, στο ξεκίνημά της, βρήκε τους Dream Theater ενδεχομένως δυνατότερους από ποτέ. Στους τελευταίους μήνες της περασμένης δεκαετίας οι Theater κυκλοφόρησαν το album ορόσημο “Metropolis pt.2: Scenes From A Memory”. Είχα την ευκαιρία να ζήσω την κυκλοφορία και τον αντίκτυπο του δίσκου στο μέγιστο βαθμό. Από την πρώτη επαφή σε ραδιοφωνική εκπομπή των “Strange Déjà –Vu” και “Fatal Tragedy”, μέχρι την αναμονή το πρωί στο δισκάδικο για να φτάσει η παραγγελία. Η αποδοχή του ήταν καθολική. Έβρισκα κόσμο που είχε απομακρυνθεί από τη rock/metal μουσική να ξαναβρίσκει νόημα μέσω του “SFAM”, πιτσιρικάδες να τρέχουν στα ωδεία και όλοι να μιλάνε για την μουσικότητα του εγχειρήματος των Theater. Μέχρι και σήμερα δεν μπορώ να θυμηθώ κυκλοφορία που να είχε τόση επιδραστικότητα και να δημιούργησε τόσο θόρυβο γύρω του στον συγκεκριμένο χώρο. Σε ελάχιστο χρόνο στις συνειδήσεις όλων πήρε θέση εκεί που του αξίζει, δίπλα στο “Operation Mindcrime”, σαν το πραγματικό αντίπαλο δέος που έψαχνε για τον άτυπο διαγωνισμό του καλύτερου concept δίσκου. Προσωπικά, πιστεύω πως ελάχιστοι δίκοι που βγήκαν τη δεκαετία που ακολούθησε μπορούν να συγκριθούν με το “Scenes From A Memory”. Δίσκος ορόσημο.

Όλη αυτή η αύρα που είχε συνδυαστεί με τον ερχομό του Jordan Rudess έβγαλε τους Theater στο δρόμο, εκεί που αποδεικνύουν διαρκώς την φήμη τους, να υποστηρίζουν το μεγάλο τους πόνημα στην ολότητά του. Εκπληκτικές συναυλίες που αποτυπώνονται στο live DVD / τριπλό CD “Scenes From New York” που κυκλοφόρησε την 11η Σεπτεμβρίου του 2001 και αποτύπωνε τους δίδυμους πύργους της Νέας Υόρκης στις φλόγες. Πραγματικά διαβολική σύμπτωση που τους υποχρέωσε στην επανακυκλοφορία του δίσκου με διαφορετικό εξώφυλλο. Θυμάμαι τον εαυτό μου, ως fan των live DVD, για μεγάλο χρονικό διάστημα να έχω κολλήσει με την εν λόγω κυκλοφορία, που έχει πραγματικά περισσότερα από όσα μπορεί να απαιτήσει ένας οπαδός. Πάλι, μπορεί να συγκριθεί μόνο με το “Operation: Livecrime”, πράγμα διόλου τυχαίο. Το όλο εγχείρημα των Theater, με την κυκλοφορία και την περιοδεία για την υποστήριξη του Scenes, δεν είχε μόνο ένα πράγμα: Μέτρο.

Κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιοδείας οι Dream Theater πέρασαν στα πλαίσια του Rockwave από τα μέρη μας και λόγω του τραυματισμού του Janick Gers έλαβαν τη θέση των headliners Iron Maiden και έδωσαν ένα εκπληκτικό show με το σύνολο του “Scenes From A Memory” να αποδίδεται και να συγκλονίζει. Ως φόρος τιμής, στο τέλος, ακούστηκε το “The Trooper” προκαλώντας ένα μικρό χαμό.

Οι Theater τελείωσαν την περιοδεία εξουθενωμένοι. Καταπονημένοι από το εκτεταμένο πρόγραμμα περιοδείας, πληρώνοντας το τίμημα του να δίνουν τα πάντα πάνω στη σκηνή. Άδειοι από δυνάμεις και ενδεχομένως από ιδέες (λέμε τώρα), οι Dream Theater είναι μια μπάντα που έχει διαρκώς στραμμένο το βλέμμα της στο μέλλον. Ξεπέρασαν ήδη μια φορά τον εαυτό τους, πως μπορεί κάποιος να το διαχειριστεί αυτό;

Chapter II : Prog is the Word

Στη μηχανή των Dream Theater όλοι έχουν το ρόλο τους αλλά αυτοί που πραγματικά κινούν όλο το μηχανισμό είναι ο Mike Portnoy και ο John Petrucci. Ο καθένας μπορεί να έχει τις ενστάσεις του για το χαρακτήρα, τις απόψεις και τις πράξεις κυρίως του πρώτου, αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί πως πρόκειται για χαρισματικούς ανθρώπους, ιδιαίτερα προικισμένους, αλλά και ιδιαίτερα εύστροφους. Έτσι, ήξεραν πως αυτό που πέτυχαν με το “Scenes From A Memory” ήταν ιδιαίτερο και ξεχωριστό και δύσκολα θα κατάφερναν να το ξεπεράσουν. Ζυγίζοντας τα δεδομένα επέλεξαν το δρόμο της διαφοροποίησης. Όπως γίνεται αντιληπτό στο τέλος, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας οι Theater αυτό το δρόμο επέλεγαν. Τον ακριβώς αντίθετο του προφανούς, τον ακριβώς αντίθετο του εφησυχασμού.

Όλοι περίμεναν μια κυκλοφορία με την οποία θα συνεχιστεί το τεχνικό progressive σε αντίστοιχο ύφος με το “SFAM” και που απλά θα έχανε σε σύγκριση με τον προκάτοχό του. Η πρώτη επαφή με τη νέα δουλειά των Dream Theater ήρθε μέσω κάποιων μικρών σε διάρκεια videos από τις ηχογραφήσεις, όπου την παράσταση κλέβει ο κοντοκουρεμένος John Petrucci και η γωνιά της έμπνευσης όπως την αποκαλούσαν στην οποία μπορούσε κανείς να διακρίνει το “Ok Computer”, δίσκους των Muse και γενικά όχι αρεστά στο μάτι του μέσου οπαδού των Theater cd.

Έτσι, το “Six Degrees Of Inner Turbulence” (2002) εξέπληξε πολλούς ανθρώπους και μέχρι σήμερα αποτελεί ενδεχομένως την πιο διφορούμενη κυκλοφορία τους, αφού υπάρχουν άνθρωποι που την λατρεύουν και άνθρωποι που τη θεωρούν την πιο αδύναμη. Προσωπικά, ανήκω στους πρώτους και συνολικά το θεωρώ ό,τι καλύτερο παρουσίασαν στην παρούσα δεκαετία. Το πρώτο CD φανερώνει την πτυχή των Theater να επιλέγουν (σχετικά σύγχρονες) επιρροές και να τις φέρνουν στα μέτρα τους. Το “Glass Prison” ήταν ό,τι πιο Heavy είχαν ηχογραφήσει, εξέπληξε πολύ κόσμο και είναι προϊόν της παρακολούθησης μιας συναυλίας των Pantera από τους Portnoy και Petrucci, το “Great Debate” βασίζεται στους Tool, ενώ το “Disappear” προσπαθεί να πιάσει την μελαγχολία των Radiohead. Το “Misunderstood” είναι εννέα λεπτά, σχεδόν δεν έχει solo και έχει εμπορικό refrain. Στο δεύτερο CD γράφουν ένα τραγούδι ουσιαστικά χωρισμένο σε μικρότερα, που ξεκινάει με κλασσική μουσική/soundtrack για να περάσει από το prog rock των Spock’s Beard / Transatlantic στους Megadeth και από εκεί στους Floyd για να γίνει λόγο pop και να κλείσει κάπως επικά. Ο δίσκος είναι γεμάτος ιδέες, είναι γεμάτος διαφοροποίηση, έχει έμπνευση, έχει εσωστρεφείς και όμορφους στίχους.

Το “SDOIT” κυκλοφόρησε την ίδια εποχή με έναν ακόμη σημαντικότατο δίσκο για την progressive μουσική, το “Remedy Lane” των Pain Of Salvation. Θυμάμαι οι δύο αυτοί δίσκοι να μονοπωλούν το στερεοφωνικό μου εναλλάξ και να αποτελούν εφαλτήριο για την αναζήτηση μιας νέας γενιάς progressive συγκροτημάτων. Παρεμπιπτόντως, ο Mike Portnoy θα καλέσει στην περιοδεία τους Pain Of Salvation για κάποιες συναυλίες.

Η περιοδεία υποστήριξής του νέου δίσκου ήταν και πάλι λογικά υπερβολική! Μερικές φορές αυτοί οι άνθρωποι σου δίνουν την εντύπωση πως μουσικά ζουν για να ξεπερνούν τα όρια που οι ίδιοι θέτουν. Εκτελούν τρίωρα live με το δεύτερο encore να είναι είτε το “Master Of Puppets”, είτε το “Number Of The Beast”. Ολόκληρο το album, όχι το τραγούδι! Όπως είναι λογικό ο LaBrie καταπονήθηκε αρκετά, η απόδοσή του είχε αυξομειώσεις (εγώ πάντως δεν άκουσα ιδιαίτερα πρόβλημα τα δύο βράδια που τους είδα) και οι τριβές στο συγκρότημα ήταν έντονες. Παραδόξως επίσημη κυκλοφορία live CD/DVD δεν προέκυψε. Προσωπικά εκείνα τα δύο βράδια στο Ρόδον βλέποντας τους από την πρώτη γραμμή, δε θα τα ξεχάσω ποτέ. Μέσα σε δύο τρίωρα έπαιξαν μόνο δύο ίδια τραγούδια (“War Inside My Head” και “The Test That Stumped Them All”), άκουσα ό,τι δεν είχα καν ονειρευτεί (π.χ. “A Change Of Seasons”) και ως οπαδός δεν πιστεύω ότι έχω δικαίωμα να έχω παράπονο.


Chapter III : A Heavy Duty

Δεν πρόλαβε να περάσει πάνω από ένας χρόνος και ήταν η πρώτη φορά που η γκρίνια έγινε πιο εμφανής για τους Theater. Βλέπετε είχαν «μεγαλώσει» αρκετά και ένα από τα προβλήματα που δημιουργείται σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ότι όλο και περισσότερος κόσμος νιώθει την ανάγκη να εκφέρει άποψη, είτε έχει τεκμηρίωση για αυτά που λέει, είτε όχι. Σε μια πρωτότυπη κίνηση οι Theater ανοίγουν ένα διαγωνισμό με τον οποίο ζητάνε, βάσει των οδηγών του instrumental τραγουδιού που ετοιμάζουν για το νέο δίσκο, να φτιάξουν οπαδοί / μουσικοί την δική τους εκδοχή και οι καλύτερες να βραβευτούν. Με την κυκλοφορία του “Train Of Thought” (2003) η φήμη και το κοινό των Theater μεγάλωσε πολύ στην Ελλάδα και σε κάποιες άλλες χώρες, περισσότερο ίσως από το λογικό. Όχι ότι δεν το άξιζαν, αλλά αυτό συνέβη για τον ακόλουθο απλό λόγο.

Σε πολλές χώρες τα μόνα μουσικά έντυπα που ασχολούνται συστηματικά και σε μεγάλο βαθμό με τους Dream Theater είναι τα έντυπα που αφορούν το Heavy Metal, με αποτέλεσμα το μεγαλύτερο ποσοστό των οπαδών τους να είναι παράλληλα οπαδοί πιο μεταλλικών ακουσμάτων, όπως είναι οι Opeth ή οι Nevermore. To “Train Of Thought” ήταν και είναι η πιο heavy κυκλοφορία της μπάντας, είναι κατά βάση Heavy Metal, εμφανώς επηρεασμένο από τα album που διασκεύαζαν στην προηγούμενη περιοδεία. Και μάλιστα τότε η πλειοψηφία δεν περίμενε αυτή τη στροφή από την μπάντα, δεδομένου ότι, συγκριτικά, τα πιο ήρεμα στοιχεία στον προηγούμενο δίσκο ήταν περισσότερα, ενώ όλο και εντείνονταν οι αναφορές σε μπάντες όπως οι Radiohead και οι Muse. Οι πιτσιρικάδες τσίμπησαν με τις αποθεωτικές κριτικές και με τις ψηλές θέσεις στα album της χρονιάς, όμως μάλλον δεν έλαβαν την σωστή εικόνα του τι πραγματικά εστί Dream Theater και μάλλον είχαν απαιτήσεις από αυτούς που δεν άπτονται της πραγματικότητας ή καλύτερα του οράματος που έχει ο Portnoy. Ο δίσκος έχει φοβερή δυναμική, το “As I Am” γίνεται hitάκι, το “This Dying Soul” συνεχίζει το “Glass Prison” γύρω από τον αλκοολισμό του Portnoy, το “Honor Thy Father” είναι σκέτος δυναμίτης, ενώ το “Endless Sacrifice” έχει γίνει ήδη standarάκι (όσο υπάρχουν τέτοια) στο set list των Theater.

Ξεφεύγοντας από το studio πραγματοποίησαν και την ονείρωξη κάθε prog metal οπαδού περιοδεύοντας στην Αμερική με τους Queensryche και τους Fates Warning, τζαμάροντας με τους πρώτους σε τραγούδια των Pink Floyd και Who. Η εν λόγω περιοδεία δεν πρέπει να «έσκισε» και δεν είμαι σίγουρος ότι ενθουσίασε κάποιον από τους εμπλεκόμενους. Το αντίθετο μάλιστα αφού μετά το πέρας της, το θαμμένο τσεκούρι του πολέμου των δηλώσεων μεταξύ Portnoy και Tate ξεθάφτηκε.

Η περιοδεία που ακολούθησε έφερε ως αποτέλεσμα το καταπληκτικό DVD (και τριπλό CD)  “Live At Budokan” (Οκτώβριος 2004) που αποτελεί την καλύτερη και πιο πλήρη εικόνα για μια συναυλία των Theater. Με εκπληκτική ποιότητα εικόνας και ήχου, με τζαμαρίσματα και εξωπραγματική απόδοση, οι Theater είναι «χάρμα ιδέσθαι». Το “Instrumedley” είναι κάτι το εντυπωσιακό, δένοντας σχεδόν όλα τους τα instrumental τραγούδια με μέρη από τραγούδια των “Liquid Tension Experiment”, ενώ η επιλογή στο δεύτερο DVD να μπορείς να εστιάζεις κατά τη διάρκεια σε όποιο μέλος θέλεις, το κάνει ακόμα πιο ελκυστικό. Θυμάμαι την ίδια εποχή περίπου να βγαίνει το “Art Of Live” των Queensryche και να αναρωτιέμαι σε τι στο καλό μπορούν να συγκριθούν την συγκεκριμένη στιγμή οι δύο μπάντες, αφού η ποιότητα είχε δύο κατηγορίες διαφορά τουλάχιστον.


Chapter IV : …And what about Prog Rock?

Με το πέρας της περιοδείας για το “ToT”  οι Theater μπαίνουν στα Hit Factory Studios της Νέας Υόρκης για να ηχογραφήσουν το τελευταίο άλμπουμ που ηχογραφήθηκε στο μέρος αυτό. Μια μικρή ματιά στο ποιοι έχουν ηχογραφήσει εκεί (σαν μεγέθη ονομάτων) θα εξηγήσει γιατί γίνεται ιδιαίτερη αναφορά. Προφανώς στο μυαλό του, ο Portnoy, είχε για το νέο δίσκο την εστίαση στις prog rock καταβολές της μπάντας όταν όλοι νόμιζαν ότι θα καρπωθεί την εμπορική επιτυχία του “Train Of Thought” εστιάζοντας στο metal κοινό.To όγδοο, λοιπόν, studio album “Octavarium (2005)”, με το πανέμορφο εξώφυλλο, ήρθε να διχάσει όσο ποτέ. Το γαλουχημένο στο metal, μικρότερο σε ηλικία κοινό το έκραξε, οι οπαδοί του prog rock χαμογελούσαν, αυτοί που είδαν τους Muse να εισβάλουν μέσω του “Never Enough” στράβωσαν, αυτοί που είδαν τους U2 στο “I Walk Beside You” στράβωσαν περισσότερο, ενώ σχεδόν όλοι βρήκαν νερόβραστο το “The Answer Lies Within”. Παρόλα αυτά, υπάρχουν καλές συνθέσεις, ενώ οι ορχήστρες δίνουν επικές διαστάσεις στο “Sacrificed Sons” και κυρίως, στην αγαπημένη μου σύνθεση της δεκαετίας έως τώρα για τους Theater, στο ομώνυμο άσμα που διαρκεί γύρω στα 25 λεπτά. Ο δίσκος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον προκάτοχό του. Η μουσική που έχει μέσα αρκεί και περισσεύει για οποιαδήποτε μπάντα. Αλλά είναι αρκετό για τους Theater;

Χρόνος για σκέψη δεν υπάρχει, αφού η μπάντα πρέπει να βγει στο δρόμο και να προσφέρει κάτι που δεν έχει προσφέρει μέχρι τώρα. Αυτό πάντα υπάρχει στο μυαλό των Theater και είναι κάτι που πρέπει να επισημαίνεται γιατί είναι άξιοι συγχαρητηρίων για την προσέγγισή τους αυτή. Με διαφοροποιήσεις στο setlist και διασκευάζοντας one off στην Ιαπωνία το “Made In Japan” των Deep Purple, αλλά κυρίως παίζοντας ε-κ-π-λ-η-κ-τ-ι-κ-ά το “Dark Side Of The Moon” των Pink Floyd (πρέπει να δει κάποιος οπωσδήποτε το official bootleg DVD), λαμβάνουν μέρος ως co-headliners με τους Megadeth στο Gigantour και η περιοδεία καταλήγει στο Radio City Music Hall της ιδιαίτερης πατρίδας τους σε ένα live που θα μείνει χαραγμένο ως ιδιαίτερο, αποφέροντας το live DVD με τον τίτλο “Score (2006)” στο οποίο συμμετέχει μια ολόκληρη συμφωνική ορχήστρα, η Octavarium Orchestra. Η απόδοση των τραγουδιών με την ορχήστρα είναι αποστομωτική, με αποκορύφωμα το “Six Degrees Of Inner Turbulence” και κυρίως το “Octavarium”. Μεγαλεπήβολα events από αυτά που μόνο μεγάλες μπάντες σαν τους Dream Theater μπορούν να επιτύχουν.

Οι Theater μπορεί συνθετικά να άφησαν κάποια ερωτηματικά αλλά η πραγματικότητα είναι πως κατέκτησαν μια νέα κορυφή με το “Score”, ένα ακόμα highlight στην καριέρα τους. Με την στροφή αυτή κατάφεραν να διατηρήσουν το κομμάτι των οπαδών τους που πρόσκειται στο progressive rock, ενω παράλληλα να κλείσουν έναν κύκλο ως μικρό ψάρι σε μεγάλη γυάλα όπως φάνταζαν στην Elektra Records. Παράλληλα, οι, κατά κοινή ομολογία, εντυπωσιακές εμφανίσεις τους στο Gigantour θα υπάρξουν το εφαλτήριο μιας ανοδικής πορείας σε Αμερική και Μεγάλη Βρετανία, τις χώρες που καλώς ή κακώς προσδιορίζουν σε μεγάλο ποσοστό το μουσικό χάρτη.  

Chapter V : Seasons Change

Στο μεσοδιάστημα επανακυκλοφορούν σε διπλό dvd οι βιντεοκασέτες του “Live In Tokyo” και “5 Years In A Livetime” (σε έξοδα να είμαστε κατά μια έννοια, αλλά από την άλλη δεν υπάρχει πλέον VHS οπότε σωστά έπραξαν) για να οδηγηθούν σε μια χρονιά μεγάλων αλλαγών, το 2007. Οι Theater παίρνουν την απόφαση να εγκαταλείψουν τα σαλόνια των πολυεθνικών και να μεταγραφούν σε ανεξάρτητη εταιρεία εστιάζοντας μάλλον σε πιο συγκεκριμένο κοινό. Σύμφωνοι, η Roadrunner δεν είναι μικρό μέγεθος, αλλά δεν είναι και Universal. Χωρίς χρονοτριβή τον Μάιο του 2007 κυκλοφορεί το “Systematic Chaos” που, όπως γίνεται συνήθως, άρεσε σε όλο τον κόσμο πλην του ελληνικού κοινού. Σίγουρα δεν πρόκειται για την καλύτερη δουλειά τους, αλλά ούτε για μέτρια δουλειά. Ο δίσκος αν έπρεπε να χαρακτηριστεί κάπως θα έλεγα μάλλον «τεχνοκρατικός». Το “Forsaken” έγινε το πιο επιτυχημένο τους single εδώ και πάρα πολλά χρόνια και κάτι που επιζητούσαν διακαώς οι Portnoy/Petrucci, το “Constant Motion” ήταν επίσης επιτυχημένο αν και ο Portnoy έδειξε να παίρνει το ρόλο των φωνητικών πιο ζεστά από όσο ενδεχομένως θα έπρεπε, ενώ το τέταρτο μέρος του «AA Saga», το “Repentance” αποτελεί και το αγαπημένο μου της σειράς, με samples από πολλούς γνωστούς μουσικούς να μιλάνε για δικές τους αδυναμίες (Wilson, Akerdfelt, Gildenlow, Neal Morse κ.α.). Στα “In The Presence Of My Enemies” ξαναθυμούνται τους Rush ενώ o δίσκος είναι αρκετά πιο heavy από το “Octavarium” σε μια μεταστροφή που πάλι λίγοι περίμεναν και για μια ακόμα φορά δίχασε και συνεχίζει να διχάζει με την κυκλοφορία του.

Αντιλαμβάνομαι πως όλη αυτή η αλλαγή εταιρείας και περιβάλλοντος εργασίας για τους Theater έπρεπε να υποστηριχτεί με έναν δίσκο, ίσως «εύπεπτο» κατά μια έννοια για τους οπαδούς τους και λίγο στοχευμένο σε ένα «target group». Κάποιοι οπαδοί ξενερώνουν που οι Theater έχουν έστω και αυτούς τους συμβιβασμούς στη μουσική τους. Η λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ κριτικής και  σεβασμού σε έναν καλλιτέχνη πολλές φορές δεν είναι διακριτή και καταπατείται. Οι Theater καλώς ή κακώς δεν έχουν τα ερεθίσματα που είχαν 15 χρόνια πριν, ούτε τις ίδιες ανάγκες. Έβαλαν κάποιους στόχους οι οποίοι συνεπάγονται φραγμούς. Όμως εκεί που ποτέ δεν διαπραγματεύτηκαν ήταν στο θέμα της ποιότητας. Αυτό που κάνουν οι Theater θα το κάνουν καλά. Καλύτερα, σχεδόν, από όλους.

Όλη αυτή η διαδικασία και η είσοδος τους στη Roadrunner έκανε τους Theater λίγο πιο συμβατική με την εποχή της μπάντα. Μπήκαν σε όλα τα μεγάλα festival, προβλήθηκαν λίγο περισσότερο σε περιοδικά σκληρού ήχου ή ακόμα και στο Classic Rock και απέκτησαν λίγη περισσότερη αναγνωρισιμότητα από το mainstream rock κοινό στην Ευρώπη. Ο Portnoy, πολυμήχανος, έβαλε μπροστά το δικό του φεστιβάλ (Progressive Nation) όπως επιτάσσούν οι εποχές και στα τέλη του 2008 κυκλοφόρησαν το “Chaos In Motion” ένα διπλό DVD/CD που αποτυπώνει τους Theater σε διάφορα μέρη του κόσμου να παίζουν live, δίνοντας παράλληλα μια εσωτερική ματιά στα της περιοδείας, πράγματα που σίγουρα είναι ελκυστικά για τον οπαδό, αλλά ενδεχομένως μόνο για αυτόν. Η ποιότητα εικόνας και ήχου δεν εντυπωσιάζει, ειδικά αν το συγκρίνει κανείς με τα προηγούμενα DVD της μπάντας.

Στο ενδιάμεσο, τον Απρίλη του 2008, οι Theater κυκλοφόρησαν το πρώτο τους best of με τον ευρηματικά ειρωνικό τίτλο “Greatest Hit (…and 21 Other Pretty Cool Songs)” όπου περισσότερο ενδιαφέρουν τον οπαδό τα liner notes του Portnoy που εξηγούν σε ένα βαθμό το σκεπτικό πίσω από τις επιλογές των Theater, παρά τα τραγούδια αυτά κάθε αυτά. Παρόλα αυτά το mix από τον Kevin Shirley στα τραγούδια του “Images And Words”, κάποια b-sides και κάποια radio edits, ενδεχομένως να είναι ενδιαφέροντα στον όχι τόσο μυημένο ακροατή. Οι επιλογές είναι πάλι συζητήσιμες, αλλά και ο ίδιος ο Portnoy ξέρει πως ήταν ένα αναγκαίο κακό, αφού σε συγκροτήματα σαν τους Theater δεν υπάρχει λόγος μιας τέτοιας κυκλοφορίας.


Chapter VI : We All Need Some Light

Το κλείσιμο της δεκαετίας βρήκε ξανά τους Dream Theater, που αλλού, στο studio για το νέο δίσκο “Black Clouds & Silver Linings” (2009). Οι πρώτες ενδείξεις δημιουργούν μεγάλες προσδοκίες αφού ο Mike Portnoy επικαλείται τα ενδεχομένως καλύτερα τραγούδια των Theater σε μια απόπειρα να παραλληλίσει το νέο υλικό. Ο δίσκος τελικά κυκλοφορεί και «εγένετο επιτυχία». Ο Portnoy έκπληκτος δηλώνει πως μάλλον έχει παγώσει η κόλαση βλέποντας το “BC&SL” να κάνει είσοδο στο νούμερο 7 του Αμερικάνικου Billboard. Οι Theater έχουν πλέον χώρο σε όλα τα μεγάλα έντυπα, διαφημίσεις παντού και η αναγνώρισή τους ως η σημαντικότερη progressive metal μπάντα είναι καθολική. Πολυσέλιδες συνεντεύξεις και αφιερώματα και το momentum φαίνεται πως είναι δικό τους αφού η λέξη «prog» έχει γίνει νέα μόδα, όσο καλό μπορεί να είναι αυτό. Για πρώτη φορά κυκλοφορεί και σε ειδικό limited edition βελούδινο (!) κουτί, σε μια πανέμορφη κυκλοφορία που απευθύνεται σε οπαδούς και συλλέκτες.

Παράλληλα, για πρώτη φορά επίσημα, κάνουν το αγαπημένο τους χόμπι, διασκευάζοντας αγαπημένα τους τραγούδια και προσφέροντάς τα ως bonus cd στη limited edition του δίσκου. Οι διασκευές είναι η μια καλύτερη από την άλλη, σε απόλυτα διαφοροποιημένα ακούσματα, από τους Queen στους King Crimson και από τους Rainbow στους Zebra.

Στο μουσικό κομμάτι του δίσκου είναι σχετικά νωρίς ακόμα για να κρίνουμε την αξία του σε σχέση με την υπόλοιπη δισκογραφία της μπάντας. Πάντως, σίγουρα ξεχωρίζει το “The Count Of Tuscany”, ένα τραγούδι που έχει ενθουσιάσει τους οπαδούς, ενώ το “A Rite Of Passage” εκτελεί άψογα τον σκοπό του με το ξεχωριστό refrain του. Πολλοί μιλούν για την μεγάλη επιστροφή των Τheater ή τον καλύτερο δίσκο που έβγαλαν στην τρέχουσα δεκαετία. Διαφωνώ και στα δύο, αφού οι Theater ποτέ δεν έλειψαν για να επανακάμψουν καθώς επίσης το “BC&SL” φαίνεται ικανό να αναπτύξει το fanbase τους, όχι όμως να συγκλονίσει τους κατασταλαγμένους οπαδούς τους.

Στη νέα δισκογραφική αρχή στη Roadrunner κάποιος μπορεί να εστιάσει σε μια αρνητική και μια θετική αντιμετώπιση της μπάντας όσον αφορά την προώθηση των δίσκων. Καλώς ή κακώς, το παιχνίδι των πωλήσεων επιτάσσει την κυκλοφορία special editions κάτι που ποτέ δεν υιοθέτησαν νωρίτερα οι Dream Theater, αλλά στην δεδομένη εποχή δεν θα μπορούσαν να αποφύγουν. Αυτό που απέφυγαν όμως, είναι να αρνηθούν την πάγια τακτική της εταιρείας να ανανεώνει τον κύκλο ζωής του εκάστοτε δίσκου, επανακυκλοφορώντας τον σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την κυκλοφορία του με επιπλέον υλικό. Αυτό έχει ουσιαστική επίπτωση στους οπαδούς της μπάντας και σωστά οι Theater δεν επέτρεψαν να συμβεί.

Στον συναυλιακό τομέα, η Progressive Nation Tour θα συνεχιστεί και αυτή τη φορά στην Αμερική, αλλά θα έρθει και στην Ευρώπη. Οι Dream Theater είναι ικανοί να στηρίζουν το δικό τους πακέτο περιοδείας και αυτό είναι ενδεικτικό του πόσο καλύτερα είναι από πλευράς βιωσιμότητας ως μπάντα τα τελευταία χρόνια. Σε πρώτη σκέψη, ο οπαδός μπορεί να πει πως η βιωσιμότητα του είναι αδιάφορη, αλλά αυτή είναι που θα στηρίξει τα επόμενα χρόνια την παρουσία της μπάντας και την  ευκαιρία να τους βλέπουμε ζωντανά.



Chapter VII : The Black Clouds

Κάποια θέματα που πιστεύω ότι επιδέχονται βελτίωσης ή και αλλαγής σε σχέση με την κατάσταση στους Τheater όπως έχει δημιουργηθεί σήμερα, είναι τα παρακάτω:

Παραγωγός: Θεωρώ πως η χρήση ενός εξωτερικού εποπτικού ματιού από τη θέση του παραγωγού θα ήταν χρήσιμη και προς το καλλιτεχνικό συμφέρον του συγκροτήματος. Οι ενστάσεις δεν αφορούν σε καμια περίπτωση την ποιότητα της παραγωγής, που είναι σχεδόν άριστη από τους Petrucci και Portnoy. Μάλιστα, τολμώ να πω πως σε επίπεδο καθαρότητας και δύναμης ήχου, το “Black Clouds And Silver Linings” αποτελεί υπόδειγμα σωστής παραγωγής (ακούστε την παραγωγή στα τύμπανα). Εκεί που εστιάζω είναι στη διαφορετική αντίληψη των ιδεών των Portnoy και Petrucci από έναν έμπειρο παραγωγό που μπορεί να συνδράμει επιτελικά στη δουλειά τους και όχι σε επίπεδο μουσικής παρεμβολής. Το όνομα του Kevin Shirley μου έρχεται στο μυαλό τόσο λόγω της προγενέστερης ενασχόλησής του με την μπάντα, όσο και λόγω του αντίστοιχου ρόλου που με επιτυχία φέρει τα τελευταία χρόνια στους Iron Maiden, αλλά και του Nick Raskulinecz που έδωσε διαπιστευτήρια στη δουλειά του με  τους Rush στο “Snake And Arrows”.

Φιλτράρισμα Επιρροών:
Οι Theater είναι ένας ζωντανός μουσικός οργανισμός. Δεν είναι ποτέ αποκομμένοι από τα μουσικά δρώμενα και δεν έπαψαν ποτέ να απορροφούν επιρροές από νεότερα συγκροτήματα στον ήχο τους. Δεν νομίζω πως μπορεί κάποιος να τους κατηγορήσει για αυτό, αλλά θεωρώ πως πρέπει να φιλτράρουν λίγο περισσότερο τις επιρροές τους έτσι ώστε αυτές να μην χαρακτηρίζουν τα τραγούδια τους. Οι Muse στο “Never Enough” και το “Prophets Of War”, οι Tool στο “Great Debate”, οι Metallica αλλά και οι Rush σε διάφορα σημεία της πρόσφατης δισκογραφίας, αποτελούν ορθές επιρροές, αλλά οι Theater είναι συγκρότημα επιπέδου που επιτάσσει οι άλλες μπάντες να ακούγονται σαν Theater και όχι οι Theater σαν άλλες μπάντες.

Φωνητικά Mike Portnoy: Τον αγαπάω και τον εκτιμάω τον Mike Portnoy. Για την γνώση του, την οξυδέρκειά του, το μουσικό του γούστο, για το παίξιμό του, ακόμα και για τις απόψεις του. Θα προτιμούσα να περιοριστεί σε backing vocals όπως ο Petrucci. Δεν το έχει και δεν λειτουργεί θετικά. Ξέρω πως ο Mike μπροστά σε ένα μικρόφωνο είναι σαν μικρό παιδί, αλλά καλό είναι ωριμάσει λίγο σε αυτόν τον τομέα. Στους Transatlantic είναι λιγότερο κακός πάντως.

Στίχοι: Ίσως το σημαντικότερο στοιχείο να είναι η επιστροφή στην παλαιότερη προσέγγιση συγγραφής στίχων. Οι στίχοι των Theater ήταν πάντα ιδιαίτεροι και από τα δυνατά τους χαρτιά, ενώ οι νέες ιδέες τους και η αποτύπωσή τους δεν δείχνουν να αντεπεξέρχονται σε αυτό το ειδικό βάρος. Οι στίχοι του “SDOIT” και του “ΤοΤ” είναι αρκετά προσεγμένοι, αλλά από εκεί και έπειτα υπάρχουν συνθέσεις που αυτοί δεν καλύπτουν τις απαιτήσεις των οπαδών τους, όπως ενδεικτικά κάποιες sci-fi εμπνεύσεις του Petrucci.

Συνθετική συνεισφορά Rudess: Τέλος, συνθετικά (και μόνο εκεί) φαίνεται πως η συνεισφορά του Rudess δεν μπορεί να συγκριθεί με την προσωπικότητα που έδινε ο Moore και την ποικιλία των ήχων του Sherinian. Όσο και αν σε επίπεδο θεωρητικής γνώσης ή σε live απόδοσης ο συμπαθής Jordan αντεπεξέρχεται, δυστυχώς δεν έχει πείσει ότι σε επίπεδο σύνθεσης μπορεί να ξεχωρίσει. Αν πιστέψουμε και τον Sherinian σύμφωνα με τον οποίο το 90% της μουσικής του “Scenes” είχε γραφτεί με αυτόν στην σύνθεση και αν δούμε και τις προσωπικές του δουλειές, δεν έχει πείσει ότι μπορεί να καλύψει το κενό των δύο προηγούμενων. Ίσως στους Liquid Tension Experiment να κρύβεται μια αλήθεια.





Chapter VIII : The Silver Linings

Ας δούμε κάποια πράγματα στα οποία οι Theater εξελίχθηκαν, διέπρεψαν και σε μερικά ξεπέρασαν και τους ίδιους τους τους εαυτούς.

Ευρωστία: Θα μου πείτε πως ποσώς ενδιαφέρει τον οπαδό. Δεν μιλάω όμως μόνο για οικονομική ευρωστία και σίγουρα δεν αναφέρομαι στο ότι τα μέλη της μπάντας έχουν γίνει ζάμπλουτα και ιδιoκτήτες νησιού με οκτώ γράμματα. Αν θέλει μια μπάντα να έχει συνέπεια και συνέχεια στη μουσική της ύπαρξη πρέπει να έχει καλό management, καλό marketing, να ξέρει τους κανόνες της αγοράς και να προσαρμόζεται στο επίπεδο που δεν χάνει το χαρακτήρα της. Αν νομίζετε ότι αυτό είναι εύκολο, απλά δείτε που βρίσκονται οι βασικοί τους συνοδοιπόροι Queensryche και Fates Warning. Οι Theater πλέον δεν έχουν την ανάγκη να υποκύψουν στις θελήσεις καμίας δισκογραφικής εταιρείας, όπως έγινε σε ένα βαθμό στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, έχουν την δυνατότητα να περιοδεύουν και να στηρίζουν το δικό τους φεστιβάλ σε Αμερική και Ευρώπη. Με τα δεδομένα του κλάδου της μουσικής βιομηχανίας και για τα δεδομένα μιας μπάντας σαν τους Dream Theater αυτό φάνταζε αδύνατο σε αυτή τη δεκαετία.

Παραγωγικότητα: Αν δεν έπεισε η ανασκόπηση των προηγούμενων κεφαλαίων, περιμένετε να πάρω πράσινο φως για επόμενο μέρος του αφιερώματος στο οποίο θα γίνεται αναφορά μόνο στις παράλληλες δουλειές τους. Από τους Mullmuzzer του James LaBrie, στους Jelly Jam και τους Platypus του John Myung, από το solo album του Petrucci και τους G3, στους OSI, τους Transatlantic και τους δίσκους του Neal Morse, του Portnoy, μέχρι τους Liquid Tension Experiment. Ο οπαδός της μουσικής των Theater θα έχει πάντα επιπλέον υλικό να εξερευνήσει. Από bootlegs έως demos, από επετειακά dvd ως μουσικά μαθήματα. Αστείρευτοι!

Ζωντανές εμφανίσεις: Εδώ πραγματικά οι Theater αναγνωρίζονται από το σύνολο των πολέμιών τους. Κανένα μέτρο και καμία λογική. Όταν το σύνολο των συγκροτημάτων ξέρουν πως για να επιβιώσουν τα υποχρεωτικά εκτεταμένα tours πρέπει να τυποποιήσουν το setlist και να περιορίσουν το χρόνο που παίζουν live, οι Theater θα συνεχίσουν να έχουν έτοιμη στη φαρέτρα τους όλη τους τη δισκογραφία! Κάθε συναυλία έχει και τη δική της διαφοροποίηση, δεν έχουν αφήσει επέτειο για επέτειο που να μην την τιμήσουν ζωνατανή στη σκηνή και κάθε νέα περιοδεία έχει κάτι καινούργιο να προσφέρει. Έτσι παραμένει μεγάλη μία μπάντα και έτσι ανταποδίδει το σεβασμό από τους ακροατές της. Και σε αυτά να προσθέσουμε το ότι μετά την ταλαιπωρία που πέρασε ο James LaBrie γίνεται όλο και καλύτερος στην απόδοσή του επί σκηνής και ας αναλογιστούμε πόσο δύσκολο είναι να πρέπει να ακολουθήσεις ως τραγουδιστής αυτούς τους μουσικούς.

Η βοήθεια ανάδειξης νέων μπαντών: Βρείτε τα support που επέλεγαν οι Theater όταν είχαν την δυνατότητα. Βρείτε τις μπάντες που ο Mike Portnoy αυτοπροσώπως επέλεξε για να απαρτίσουν τις Progressive Nation περιοδείες. Τέλος βρείτε τις λίστες του Mike Portnoy με τις προτάσεις της εκάστοτε χρονιάς. Μήπως το 2000 είχαν τους Porcupine Tree («bite the hand that feeds» λένε) και τους Spock’s Beard; Μήπως είχαν support κάποιους Yes το 2004;  Pain Of Salvation, Riverside, Opeth και Symphony X (που έβαλαν και στο Gigantour δίνοντάς τους τεράστια ώθηση), Redemption, Three, Between The Buried And Me, Bigelf, Unexpect και Frost*. Η λογική της μπάντας που δεν θέλει μεγάλο ανταγωνσιμό από το support group; Όχι ακριβώς. Όλοι αυτοί οι μουσικοί στην πλειοψηφία τους αναγνωρίζουν τη βοήθεια που είχαν από τους Theater και δηλώνουν το θαυμασμό και το σεβασμό τους.





Chapter IX : Ending Theme (All Of The Above)


Όλα αυτά που αναφέρθηκαν αφορούν τους Dream Theater ως προς το συγκρότημα αυτό καθεαυτό και όχι τις επιμέρους δουλειές των μελών τους. Έχοντας αφήσει εκτός τα (αρκετά) side projects, τις solo δουλειές, τις συμμετοχές σε δίσκους τρίτων, την κυκλοφορία των επίσημων bootlegs από την Ytse Jam Records και διάφορα events όπως αυτό που αποτυπώνεται στο dvd “When Dream And Day Reunite” για τα 20 χρόνια από την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου, τη δημιουργία tribute συγκροτημάτων ή την συγγραφή της βιογραφίας τους, δεν έχουμε αποτυπώσει μια ολόκληρη πτυχή της δραστηριότητας των μελών της μπάντας που αν συνυπολογιστεί στα γεγονότα που παρατέθηκαν προκαλεί δέος και εντυπωσιασμό (και ενδεχομένως προβληματισμό) για το πόσο εργάζονται κάποιοι άνθρωποι. Μια βόλτα από το www.ytsejamrecords.com είναι πειστική για το ότι ο «μουσικός πλούτος» των Τheater είναι απύθμενος, τουλάχιστον ως προς την ποσότητα.

Ενστάσεις υπάρχουν και ήδη αναφέρθηκαν πράγματα που μπορούν να διορθωθούν ή να βελτιωθούν, αλλά θεωρώ πως οι Theater πληρώνουν την αυξανόμενη δημοτικότητά τους με το τίμημα του ελιτισμού των οπαδών. Του ελιτισμού που έτσι και αλλιώς είναι αναπόσπαστο κομμάτι της μουσικής που αγαπάμε, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για progressive rock/metal, μουσική δηλαδή με αυξημένες από τους μουσικούς απαιτήσεις. Όσο όμως οι Theater καταφέρνουν να κερδίζουν περισσότερους οπαδούς από αυτούς που χάνουν δε νομίζω να τους απασχολεί ιδιαίτερα. Όπως δεν πρέπει να απασχολεί καμία μεγάλη μπάντα.


Είναι αυτά όμως αρκετά για να μειώσουν την συνολική τους προσφορά; Τελικά, γιατί οι επικριτές των Dream Theater πληθαίνουν; Το πρόβλημα είναι των Dream Theater ή των επικριτών; Μήπως οι Dream Theater προσφέρουν πολλά σε μια εποχή που επικρατεί η επιδερμική σχέση μεταξύ ακροατή και μουσικής; Είναι αυτός λόγος αρκετός για να κατηγορήσει  και να στοχοποιήσει κάποιος τους Dream Theater; Από την άλλη αυξάνεται και το fanbase, αλλά είναι αυτό ουσιαστικό ή προσωρινό που οφείλεται σε παράγοντες όπως το guitar hero και η αναβίωση του progressive στη rock και metal μουσική σκηνή;

Οι προοπτικές, οι ευκαιρίες καθώς επίσης και οι απειλές στην από εδώ και πέρα πορεία των Theater είναι μια μεγάλη συζήτηση που δεν μπορεί να αναλυθεί σε λίγες γραμμές. Από τη μια οι διεθνεις συκγκυρίες για την progressive rock και metal σκηνή και η ανέλπιστα υψηλή θέση στα charts του τελευταίου δίσκου έχουν ανατιμήσει την αξία του brand name της μπάντας στη διεθνή αγορά, ενώ η τάση τους να διατηρούν την επαφή τους με τα σημερινά δρώμενα τους βοηθάει να αποφύγουν το παρελθοντισμό. Από την άλλη, η ασφάλεια ενός κερδισμένου target group μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη στην περεταίρω πορεία της μπάντας, η σχετικά μικρή συνεισφορά του Rudess με την παράλληλα όλο και μειούμενη συνεισφορά του Myung αφήνει όλο το συνθετικό βάρος στους Portnoy και Petrucci, ενώ ίσως υπάρχει ανάγκη για κάποιο μεγαλύτερο διάστημα μεταξύ των studio κυκλοφοριών. Προς το παρόν, ορθά οι Theater κάνουν αυτό που πάντα υποστήριζαν, δηλαδή “seize the day”. Η λογική λέει πως το μέλλον θα τους βρει πιο ήρεμους και επικεντρωμένους ξανά μόνο στη μουσική τους.

Αναγνωρίζω τον εαυτό μου ως υποστηρικτή, που ενδεχομένως να συνεπάγεται περιορισμό της αντικειμενικής κρίσης, όμως είμαι κατά του οπαδισμού που περνάει κάθε τι από την “κολυμπήθρα του Σιλωάμ”. Όλα αυτά τα χρόνια που παρακολουθώ το συγκρότημα, έχω ακούσει και διαβάσει πολλά που τους «χρεώνουν», τα περισσότερα εκ των οποίων δεν στέκουν σοβαρής υπόστασης. Είναι λογικό να υπάρχουν νέα ερεθίσματα, νέοι ήχοι και νέες μπάντες που να αρέσουν στον καθένα περισσότερο. Αυτό δεν μειώνει την αξία των Dream Theater, οι οποίοι σε κάθε ευκαιρία έχουν υπάρξει αρωγοί στην προσπάθεια ανάδειξης νέων (κατά βάση progressive) συγκροτημάτων, για να ακούσουν ακόμη και την αστειότερη των κατηγοριών ότι επιτηδευμένα χρησιμοποιούν τις νέες μπάντες τις οποίες βοηθούν να περιοδεύσουν. Ας μην μπούμε στην κλασσική λογική της αλεπούς, μειώνοντας δηλαδή την αξία των (κάθε) Theater δεν θα μεγαλώσει η αξία κάποια άλλης (prog) μπάντας.

Συνολικά, πιστεύω πως είναι ευτύχημα να είναι κάποιος συνειδητοποιημένος οπαδός των Theater. Όρεξη να έχει και να αντέχει η τσέπη του. Τα συμπεράσματα που προκύπτουν, είναι στη διακριτική ευχέρεια του καθενός να εξαχθούν μετά από όλα όσα εκτέθηκαν στο παραπάνω κείμενο. Για την δική μου άποψη, θεωρώ πως τα γεγονότα μιλάνε από μόνα τους. Για κάποιους “everything is enough”…

Decade List (The Test That Stumped Me More)

Για κλείσιμο 10 + 1 προτάσεις σχετικές με τους Dream Theater για την τρέχουσα δεκαετία.



The Album : “Six Degrees Of Inner Turbulence”
The DVD : “Live At Budokan”
The Side Project : OSI – “Office Of Strategic Influence”
The Solo Album : James LaBrie – “Elements Of Persuasion”
The Guest Album : Neal Morse – “Testimony”
The Guest DVD : Transatlantic – “Live In Europe”
The Official Bootleg : “Made In Japan”
The Official Bootleg DVD : “The Dark Side Of The Moon”
The Artwork : Hugh Syme – “Octavarium”
The Βοοκ : “Lifting Shadows – The Authorized Biography Of Dream Theater”
Bonus Option : Ayreon  - “The Human Equation”





Χρήστος Καραδημήτρης
  • SHARE
  • TWEET