Bon Jovi

Slippery When Wet

Vertigo (1986)
Από τον Χρυσόστομο Μπάρμπα, 19/12/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Τι κάνει ένα δίσκο τεράστιο; Τι τον κάνει να ξεχωρίζει απ' την τεράστια μάζα των υπολοίπων κυκλοφοριών ανά τα χρόνια; Τι τον κάνει να παίρνει την περίοπτη θέση ανάμεσα στα επιδραστικότερα και πιο διάσημα LP στην ιστορία της rock; Ένα τέτοιο άλμπουμ το «μυρίζεσαι», όταν 25 χρόνια μετά την κυκλοφορία του μερικές ακροάσεις αρκούν για να σου σφηνώσουν στο μυαλό μια για πάντα το συγκρότημα που αναγράφεται στο εξώφυλλο, ακόμα κι αν δεν έχεις ακούσει νότα από αυτό. Επίσης, χαρακτηριστικό στοιχείο ενός τέτοιου άλμπουμ είναι η εκτίναξη της καριέρας των συντελεστών του -από τον παραγωγό και τον μηχανικό του, μέχρι τους συνεργάτες στην σύνθεση τραγουδιών και βεβαίως το ίδιο το συγκρότημα- μετά τη συμμετοχή τους σε αυτό. Όταν κάτι τέτοιο ισχύει, τότε είναι σίγουρο πως δεν έχουμε στα χέρια μας κάτι το συνηθισμένο.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα απ' την αρχή. Το έτος είναι 1986 και μια ανερχόμενη ομάδα μουσικών, ονόματι Bon Jovi, βρίσκεται ήδη σε ένα σημαντικό τέλμα της καριέρας της, ακόμα κι αν έχει προλάβει να κυκλοφορήσει μόλις δύο άλμπουμ. Το συγκρότημα είχε στις πλάτες του δύο επιτυχημένες περιοδείες κι ένα συμπαθητικό (τόσο όσον αφορά στις πωλήσεις, όσο και τους κριτικούς) ντεμπούτο. Ο διάδοχος του, όμως, ο οποίος είχε βρεθεί στα δισκοπωλεία ένα χρόνο πριν, είχε απογοητεύσει τόσο το ίδιο το σχήμα, όσο και την εταιρεία του, η οποία φαινόταν, μετά τις μετριότατες πωλήσεις, να αμφιβάλλει για το κατά πόσο τα πέντε παιδαρέλια απ' το New Jersey ήταν το επόμενο μεγάλο παγκόσμιο όνομα. Και αυτό δικαιολογείται εν μέρει, αφού, όπως έχουν δηλώσει μέλη της μπάντας χρόνια αργότερα, η διαδικασία δημιουργίας και ηχογράφησης του "7800° Fahrenheit" ήταν μια εμπειρία που θα ήθελαν να σβήσουν ολωσδιόλου απ' τη μνήμη τους. «Κάθε overdub ήταν ένας εφιάλτης», έχει πει χαρακτηριστικά ο τότε manager του συγκροτήματος Doc McGee.

Τα δεδομένα, λοιπόν, ήταν αρκετά ξεκάθαρα. Μπορεί πριν μερικούς μήνες οι Bon Jovi να είχαν εμφανιστεί στο Monsters Of Rock Festival πιο «ψηλά» από τους Metallica, αλλά τώρα η κατάσταση είχε ως εξής: ή θα έκαναν το δίσκο που θα τους επανέφερε δυναμικά στο «παιχνίδι», ή κατά πάσα πιθανότητα, θα αποτελούσαν παρελθόν. Όταν λοιπόν η εταιρεία έστειλε τους Bon Jovi, Sambora, Torres, Bryan και Such στο Vancouver του Καναδά, για να ηχογραφήσουν το τρίτο τους άλμπουμ, εκείνοι δε μπορούσαν παρά να σκύψουν το κεφάλι και να πουν κι ευχαριστώ. Και θα το εννοούσαν μάλλον, αφού, όπως ανακάλυψαν, η συγκεκριμένη πόλη «είχε περισσότερα strip clubs απ' ό,τι εκκλησίες». Και αυτό θα έπαιζε ένα σημαντικότατο ρόλο. Όπως δήλωσε ο Richie Sambora: «Η διαφορά ανάμεσα στη Philadelphia (σ.σ.: που ηχογραφήθηκε το "7800° Fahrenheit") και το Vancouver ήταν τεράστια. Στη Philly δεν είχαμε πουθενά να ξεσκάσουμε μετά τη δουλειά, τη στιγμή που αντιμετωπίζαμε όλοι μας διάφορα προσωπικά προβλήματα. Νιώθαμε πνιγμένοι. Αντίθετα, στο Vancouver, μετά τη σκληρή δουλειά στο studio, κάθε βράδυ περνούσε ιδιαίτερα ευχάριστα».

Εκεί στο Vancouverm βέβαια, δεν τους είχε στείλει η δισκογραφική μόνο για «εκπαιδευτική εκδρομή» στα strip clubs. Τα μεγάλα κεφάλια της εταιρείας είχαν ορίσει τον Bruce Fairbairn ως παραγωγό του δίσκου, ο οποίος είχε αρχίσει να «φτιάχνει» το όνομά του, δουλεύοντας με μπάντες όπως οι Krokus και οι Blue Oyster Cult. Μηχανικός και υπεύθυνος για τη μίξη των τραγουδιών ήταν ο Bob Rock, που μετά το "Slippery When Wet" έμελλε να συνεργαστεί με ονόματα όπως οι Metallica, οι Aerosmith και οι Motley Crue. Ο Fairbairn είχε ξεκαθαρίσει στο συγκρότημα πως δεν επρόκειτο να παίξει το ρόλο του μπόγια ή της νταντάς. Το μόνο που τον απασχολούσε και απαιτούσε ήταν να δίνουν το 100% των δυνατοτήτων τους στο studio και τίποτε άλλο. Και η μπάντα ήταν ειδική σε αυτό. «Τα παιδιά είχαν έρθει πλήρως προετοιμασμένα», λέει ο Bob Rock. «Τα πάντα κύλησαν πολύ γρήγορα. Ηχογραφήσαμε τα περισσότερα live (σ.σ.: με όλους τους μουσικούς να παίζουν μαζί την ίδια στιγμή) και μετά το μόνο που κάναμε ήταν να προσθέσουμε μερικά overdubs».

Εκτός από το δίδυμο των Fairbairn και Rock, όμως, η δισκογραφική εταιρεία των Bon Jovi έκανε άλλη μια κίνηση-ματ. Τους πρότεινε / υποχρέωσε να συνεργαστούν με έναν άσημο -τότε- επαγγελματία συνθέτη, ονόματι Desmond Child. Ο Child είχε ήδη δουλέψει με τους Kiss, αλλά δεν είχε γίνει ακόμα ιδιαίτερα γνωστός. Αυτό βέβαια σύντομα θα άλλαζε. «Πρώτη φορά που συνάντησα τους Jon Bon Jovi και Richie Sambora ήταν στο υπόγειο του σπιτιού της μητέρας του δεύτερου. Εκείνη τη μέρα γράψαμε το "You Give Love A Bad Name". Όχι κι άσχημη αρχή, έτσι;». Αυτό έχει δηλώσει χαρακτηριστικά ο συνθέτης σε ερώτηση για το αν οι Bon Jovi και Sambora ήταν δυσαρεστημένοι με την «εισβολή» του στο συγγραφικό τους δίδυμο. Αυτά, απ' ό,τι φάνηκε, δεν ήταν παρά φήμες εν τέλει, αφού ο Child συν-υπέγραψε συνολικά τέσσερα από τα δέκα κομμάτια του άλμπουμ, με δύο από αυτά ("You Give Love A Bad Name" και "Livin' On A Prayer") να αγκιστρώνονται για τα καλά στην κορυφή των charts. Αξίζει να σημειωθεί πως το "Livin' On A Prayer" -ίσως το πιο διάσημο τραγούδι της μπάντας σήμερα- λίγο έλειψε να βρεθεί εκτός δίσκου, αφού η αρχική του ηχογράφηση δεν άρεσε καθόλου στον Bon Jovi. Χρειάστηκε η μεσολάβηση του Sambora και η ιδιοφυής του ιδέα να χρησιμοποιήσει talkbox για να βρεθεί εν τέλει το κομμάτι στο τελικό tracklist.

Τα πάντα είχαν ολοκληρωθεί λοιπόν και το μόνο που έλειπε ήταν οι λεπτομέρειες. Όπου λεπτομέρειες η εύρεση τίτλου κι εξωφύλλου. Μικροπράγματα δηλαδή. Η αρχική ιδέα για τίτλο ήταν "Guns N' Roses", αφού ο Bon Jovi είχε πετύχει κάπου να αναφέρεται η ανερχόμενη -τότε- μπάντα. Αυτή η ιδέα όμως γρήγορα αντικαταστάθηκε με αυτή του "Wanted Dead Or Alive". Ο παραλληλισμός που γίνεται στο ομώνυμο κομμάτι, της ζωής ενός rock μουσικού της εποχής και ενός cowboy της Άγριας Δύσης, έμοιαζε να αντιπροσωπεύει τόσο πολύ το συγκρότημα, που αποφάσισε να ονομάσει έτσι ολόκληρο το δίσκο. Τα πάντα ήταν έτοιμα, όπως και το εξώφυλλο, αλλά επρόκειτο σύντομα να αλλάξουν. Ο κύριος Jovi τελικά δεν ήταν ικανοποιημένος και αποφάσισε να δώσει τον τίτλο "Slippery When Wet" στο τρίτο δισκογραφικό πόνημα της μπάντας του, ως «φόρο τιμής στα κορίτσια των strip clubs του Vancouver, που μας "φρόντισαν" με τόση προσοχή», όπως είπε χαρακτηριστικότατα. Η «ταλαιπωρία» συνεχίστηκε και με το εξώφυλλο του άλμπουμ όμως, αφού η τελική του μορφή θεωρήθηκε απ' την εταιρία ως αρκετά προκλητική και από τον Bon Jovi ως «απίστευτα κακόγουστη» (λόγω του ροζ πλαισίου, όπως διευκρίνισε, κι όχι του περιεχομένου του). Τελικά, μία μέρα πριν την τελική προθεσμία υποβολής του εξωφύλλου, ο Jon πήρε μια μαύρη πλαστική σακούλα, την έβρεξε, έγραψε τον τίτλο του δίσκου και την έδωσε στο φωτογράφο Mark Weiss να τη φωτογραφήσει. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο φωτογράφος: «Μου έφερε τη σακούλα, τη φωτογράφησα και την επόμενη μέρα ήταν το επίσημο εξώφυλλο του δίσκου. Είχαμε φτάσει σε τέτοιο σημείο, που το μόνο πράγμα που θέλαμε ήταν να ξεμπερδεύουμε με αυτό το θέμα».

Κάπως έτσι, το "Slippery When Wet" πήρε τη μορφή που ξέρουμε εμείς σήμερα. Γεμάτο με τραγούδια κομμένα και ραμμένα για να απογειώσουν την καριέρα του συγκροτήματος ("Livin' On A Prayer", "You Give Love A Bad Name", "Wanted Dead Or Alive"), με κομμάτια που αποτελούν την επιτομή του πνεύματος της εποχής ("Raise Your Hands", "Wild In The Streets"), με συνθέσεις που ζήλεψαν και ζήτησαν άλλες μπάντες ("Social Disease" - Aerosmith) αλλά και με τραγούδια που έβαλαν τον Jon Bon Jovi σε κάθε κοριτσίστικο δωμάτιο του τότε ("Never Say Goodbye", "I'd Die For You", "Without Love"). Όπως αποδείχθηκε, το σύνολο του άλμπουμ έπαιξε τεράστιο ρόλο στην αναζωπύρωση της rock σκηνής στα τέλη της δεκαετίας του 1980, βάζοντας για τα καλά τον πιο σκληρό ήχο στις κορυφές τον charts. Κάπως έτσι, έμελλε να ανοίξει διάπλατα ο δρόμος προς την κορυφή και για άλλες μπάντες, όπως οι Whitesnake, οι Guns N' Roses και οι Motley Crue, οι οποίες επρόκειτο να μεσουρανήσουν τα χρόνια που ακολούθησαν.

Τι κι αν την τελευταία δεκαετία ο κύριος Jovi και η παρέα του έχουν παρεκκλίνει αρκετά από την εικόνα εκείνης της διψασμένης παρέας μουσικών; Τι κι αν οι δισκογραφικές τους δουλειές αυτά τα χρόνια αποτυγχάνουν να εντυπωσιάσουν; Το "Slippery When Wet", 25 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, κερδίζει δικαίως μια θέση ανάμεσα στα σημαντικότερα άλμπουμ της rock ιστορίας, σημειώνοντας «τρομακτικές» πωλήσεις ανά τον κόσμο μέχρι και σήμερα, αναζωπυρώνοντας και επαναπροσδιορίζοντας ένα μουσικό ρεύμα και δημιουργώντας εν τέλει ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα παγκοσμίως.
  • SHARE
  • TWEET