Πιστεύει ακράδαντα ότι υπάρχουν μόνο δύο είδη μουσικής, η καλή και η κακή. Σχολιάζει και από τα δύο στις σελίδες του Rocking.gr, αν και οι κακές γλώσσες λένε ότι γράφει κυρίως για ό,τι είναι ή μοιάζει...

Alice Cooper
The Revenge Of Alice Cooper
Η μοναδική περίπτωση που η εκδίκηση είναι γλυκιά όχι μόνο για αυτόν που τη δίνει αλλά και αυτόν που την δέχεται. Περιλαμβάνεται και η απάντηση στην ερώτηση που ποτέ δεν τέθηκε
Δεν είναι η έκπληξη που θα μπορούσε, αφού ήδη εδώ και σχεδόν 15 χρόνια ο Alice Cooper συνεργάζεται κατά καιρούς με τους παλιούς συνοδοιπόρους του, των εποχών που το όνομα Alice Cooper σήμαινε το συγκρότημα περισσότερο από ότι τον τραγουδιστή. Παρόλα αυτά παραμένει να είναι μία πολύ ευπρόσδεκτη εξέλιξη, όπως και κάθε φορά που o Vincent Furnier αποφασίζει να επενδύσει περισσότερο στα τιμημένα 70s από τα αξιοπρεπή 80s ή 90s χρόνια του. Το "Revenge Of Alice Cooper" είναι το sequel του "Muscle Of Love" εξού και ο ταιριαστός τίτλος του που παραπέμπει στα sequels των b-movies των 50s. Όμως δεν είναι σαν τα ενδιάμεσα χρόνια και οι ενδιάμεσοι δίσκοι να μη συνέβησαν ποτέ. Ο Alice Cooper φέρνει στους Alice Cooper αυτά που έμαθε στο ενδιάμεσο διάστμα και το αποτέλεσμα είναι 100% Alice Cooper. Βγάζει νόημα; Ναι!
Αρχικά, θεματοφύλακας του αυθεντικού ήχου παραμένει ο Bob Ezrin που μετά την επιστροφή του στην καρέκλα του παραγωγού στο "Welcome 2 My Nightmare", δεν έχει ξαναφύγει. Είναι ξεκάθαρο ότι οι καλύτερες δουλειές, τόσο του συγκροτήματος όσο και του τραγουδιστή έχουν γίνει σε συνεργασία μαζί του, ας μας συγχωρήσουν όσοι μπορεί να νοσταλγούν το εμπορικό απόγειο του Desmond Child. O Ezrin είναι και αυτός που έχει κάνει πιο περίπλοκες και πιο θεατρικές τις ενορχηστρώσεις μέσα στα χρόνια και αυτή η εξέλιξη παραμένει εδώ. Μάλιστα είναι αυτός ο ήχος, ο πιο καθαρός, πιο γυαλισμένος, που εδώ κυριαρχεί, σε αντίθεση με το hard rock του Detroit που σημάδευε τις πρώτες μέρες των Alice Cooper - αν και το τελευταίο επίσης λαμβάνει το σεβασμό που του αξίζει.
Το άλλο στοιχείο βέβαια που κάνει τον δίσκο αυτό κλασικό και αναγνωρίσιμο, είναι η επιτηδευμένα cult horror θεματολογία που είναι σήμα κατατεθέν πλέον του Alice και παίρνει και εδώ τη θέση που της αρμόζει. Διάφορα υπαρκτά ή φανταστικά ζώα, τέρατα και άνθρωποι που (μάλλον) δε θες να συναντήσεις περνούν μπροστά από τον ακροατή και μπλέκονται σε διάφορες νυχτερινές ιστορίες ενώ φυσικά δε λείπει και η αυτόαναφορικότητα του rock ‘n’ roll. Bob Dylan δεν είναι, αλλά οι στίχοι του Alice παραμένουν έξυπνοι και διασκεδαστικοί και τέλος πάντων αν ψάχνεις για rock ποίηση μάλλον κλίκαρες κατά λάθος στο εν λόγω κείμενο.
Κι αν τα παραπάνω είναι μάλλον η βάση, τα συστατικά που είναι απαραίτητα αλλά όχι από μόνα τους ικανά να κάνουν τον δίσκο καλό, τα ευχάριστα έρχονται από όλα τα υπόλοιπα που συμπληρώνουν το οικοδόμημα. Τα τραγούδια είναι ανέλπιστα καλά. Για κάποιον που βρίσκεται στον 31o (!!) δίσκο του είναι απίστευτο πώς με τα ίδια πάνω κάτω υλικά μπορεί να δημιουργεί τραγούδια στα οποία ο ακροατής δε βαριέται να επιστρέφει. Είναι κεφάτα, ευφάνταστα, έχουν ωραία riff και καλά παιξίματα στο σύνολό τους και παρότι φυσικά δεν πρόκειται για τίποτα το πειραματικό, ξεφεύγουν και από τα τετριμμένα που θα μπορούσε κάθε ΑΙ εκεί έξω να γεννήσει. Φυσικά η φωνή του Alice παραείναι καλή για να μην πιστέψουμε ότι κάποια στουντιακή μαγεία έχει ανακατευτεί. Όμως πέρα από αυτήν την, σχεδόν, βεβαιότητα, ας μην υποβαθμίσουμε και την ικανότητα του Alice Cooper να βρίσκει διαρκώς τρόπους να γίνεται εκφραστικός και θεατρικός στην ερμηνεία του, χωρίς απαραίτητα να αναγκάζει τον εαυτό του σε ακατάλληλα για την ηλικία του φωνητικά ακροβατικά. Κοινώς, πρόκειται για masterclass ερμηνευτικής εμπειρίας. Ταυτόχρονα εν τη απουσία του αυθεντικού lead κιθαρίστα, ο Glen Buxton απεβίωσε το 1997 αν και κάνει και εδώ μία σύντομη αρχειακή εμφάνιση, οι νεότεροι Gyasi Heus και Rick Tedesco κάνουν εξαιρετική δουλειά.
Και τέλος πάντων ο δίσκος είναι γεμάτος υπέροχα τραγούδια, τόσο απλά. Από το σκοτεινά groovy "Black Mamba" (που μάλιστα περιλαμβάνει και συνεισφορά από τον Krieger των Doors) που ηχητικά ή/και ως θεματολογία και όνομα ακολουθεί την παράδοση των "Black Juju" και "Black Widow", μέχρι το ταχύτατο ροκάκι "Wild Ones" και από το χορευτικό "Money Screams" στη μπαλάντα "Blood On The Sun" κανένα από τα 14 τραγούδια δεν εκβιάζει την παρουσία του στο δίσκο και όσο και αν υπάρχουν οι κορυφές που αναφέραμε, κανένα δεν καταλήγει να είναι ούτε κατά διάνοια filler.
Στο ερώτημα λοιπόν που κανένας δε ρώτησε, είναι το "The Revenge Of Alice Cooper" ο καλύτερος δίσκος του Alice Cooper από την εποχή του "Dirty Diamonds" ή έστω του "Welcome 2 My Nightmare"; Η απάντηση είναι «ναι».