Sufjan Stevens

Carrie & Lowell

Asthmatic Kitty (2015)
Από την Τόνια Πετροπούλου, 26/03/2015
Η πραγματικά σπουδαία και αυθεντική μουσική προέρχεται από εκείνους που έχουν υποφέρει περισσότερο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Έχετε παρατηρήσει ότι η πραγματικά σπουδαία και αυθεντική μουσική προέρχεται από εκείνους που έχουν υποφέρει περισσότερο; Πειστήριο αυτού, αποτελεί ο νέος δίσκος του μουσικού ογκόλιθου της εποχής μας, Sufjan Stevens, ο οποίος βιώνοντας την απώλεια της μητέρας του, Carrie, που απεβίωσε το 2012, δημιούργησε έναν πανέμορφο δίσκο, κι αν όχι τον καλύτερό του, σίγουρα τον αγαπημένο μου.

Το "Carrie & Lowell" είναι στοιχειωμένο από τον ήχο του κλάματος του παιδιού μέσα στον Stevens, που συνειδητοποιεί ότι έχασε, για πάντα, την ευκαιρία να γνωρίσει πραγματικά την μητέρα του. Την μητέρα εκείνη, που τον εγκατέλειψε σε μικρή ηλικία και δεν ήθελε να έχει σχέσεις μαζί του μέχρι πολύ αργότερα, όταν μαχόταν με τον εθισμό διαφόρων ουσιών και τη σχιζοφρένεια. Η προβληματική τους σχέση, όμως, δεν εμπόδισε τον Stevens απ' το να αφιερώσει σ' εκείνη και τον νέο της άντρα, Lowell, έντεκα κομμάτια που περιέχουν τα περίπλοκα συναισθήματά του, τους συλλογισμούς του και τις νοσταλγικές αναμνήσεις του, σ' ένα εύθραυστο διάφανο πακέτο, το οποίο είναι έτοιμο να σπάσει.

Τα post-rock στοιχεία που αναμείγνυε περίτεχνα ο Stevens με το folk στα διαδοχικά άλμπουμ "Michigan", "Seven Swans" και "Illinois", εδώ, απουσιάζουν. Ξεχάστε, επίσης, τον πειραματισμό των χριστουγεννιάτικων άλμπουμ του και τα ηλεκτρονικά beat-άκια του "The Age Of Adz". Το "Carrie & Lowell" είναι μινιμαλιστικό και πατάει αποκλειστικά στις folk ρίζες του Stevens. Η μαγεία του κρύβεται κάπου ανάμεσα στις ξεγυμνωμένες ερμηνείες, τη σαγηνευτική ποίηση και τις πεφωτισμένες απαλές μελωδίες μέσω κιθάρας, μπάντζο και πιάνου. Αναλυτικότερα, η φωνή του Stevens δρα σαν αγχολυτικό, ενώ ταυτόχρονα, έχει την ικανότητα να ξυπνήσει συναισθήματα στον πιο ψυχρό άνθρωπο. Για παράδειγμα, στο "Fourth Of July" τραγουδάει «We're all gonna die» και χάρη στα φωνητικά του η κάθαρση της ψυχής προηγείται του θανάτου.

Στιχουργικά, δε, όλα τα κομμάτια είναι μικρές σταγόνες Παραδείσου. Σε πρώτο πλάνο, ο Stevens απευθύνεται στο πρόσωπο της μητέρας του σε μια κατάθεση ψυχής, σε μορφή εξομολόγησης. Στο "The Only Thing" αναρωτιέται για «I wonder did you love me at all? / Should I tear my heart out now? / how do I live with your ghost? / Everything I feel returns to you somehow», στο "Should Have Known Better" μετανιώνει για τις παρελθοντικές του πράξεις «I should have wrote a letter / Explaining what I feel, that empty feeling» και στο "Eugene" διψάει για την οικειότητα που δεν θα αποκτήσει ποτέ «What's the point of singing songs / If they'll never even hear you? / I just wanted to be near you». Σε δεύτερο πλάνο, βάζει τη χριστιανική θρησκεία, που τόσο τον έχει καθοδηγήσει , στη θέση του δέκτη και κάνει τις διαχρονικές γνωστές και αναπάντητες ερωτήσεις «How? How did this happen? / For my prayer has always been love / What did I do to deserve this now?» ενώ, σε κάποια σημεία, εύχεται να απαλυνθεί ο πόνος του με τον οριστικό τρόπο «Drag me to hell in the valley of the dead / Like my mother, give wings to a stone», «Jesus I need you, be near, come shield me».

Ελπίζω, λοιπόν, όταν σιγοτραγουδά «Lord, touch me with lightning» να μην εννοεί εκείνο το φως που υποτίθεται βλέπεις λίγο πριν «φύγεις», αλλά τη διαύγεια και το τράνταγμα όταν συνειδητοποιείς την ομορφιά της ζωής. Διότι, ο Stevens, δεν αποτυγχάνει ποτέ στο να μας εκπλήσσει και να θέτει τον πήχη υψηλότερα με κάθε καινούργιο αριστούργημά του. Είναι ένας καλλιτέχνης με όλη τη σημασία της λέξης, που πρέπει να του αφιερώσεις χρόνο και να τον εμπιστευτείς στα βιωματικά ταξίδια του - ξέρει μόνο τους μαγευτικούς και ενδιαφέροντες προορισμούς.
  • SHARE
  • TWEET