Firewind

Immortals

Century Media (2017)
Από τον Σπύρο Κούκα, 03/01/2017
Επιστρέφουν ανανεωμένοι, με ορμητικές διαθέσεις και συνθέσεις που ήρθαν για να μείνουν
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Μετά από μια αρκετά μακρά περίοδο αβεβαιότητας, το νέο άλμπουμ των Firewind είναι πλέον γεγονός. Το βασικό σχήμα του Gus G, αφού πέρασε τον σκόπελο της αποχώρησης του Apollo Papathanasio από το πόστο του τραγουδιστή, επιστρέφει φέτος με τον όγδοο κατά σειρά δίσκο του, μα πρώτο με τον Henning Basse (ex-Metalium) πίσω από το μικρόφωνο.

Με την προηγούμενη δουλειά των δημοφιλών Θεσσαλονικιών να απαντάται πίσω στο 2012 και το ανεπαρκές "Few Against Many", το μεσοδιάστημα μέχρι και σήμερα υπήρξε αρκετά ταραχώδες σε ό,τι αφορά την ύπαρξη της μπάντας. Η αποχώρηση του Apollo υπήρξε πιθανόν το κερασάκι στην τούρτα, καθώς ο συνθετικός κορεσμός είχε αρχίσει να κάνει δειλά-δειλά την εμφάνιση του ήδη από το "Days Of Defiance", με τη γιγάντωση του ονόματος του Gus G και τις solo αναζητήσεις του να μη βοηθούν το κλίμα, όσο ποιοτικές κι αν υπήρξαν. 

Όλα αυτά, βέβαια, λίγη σημασία έχουν πλέον, μιας και τα όποια σύννεφα φαίνονταν πάνω από την κληρονομιά των Firewind , εξαφανίζονται με τις πρώτες νότες του εναρκτήριου euro-power "Hands Of Time". Η concept θεματολογία του άλμπουμ, με κεντρικό θέμα τις μάχες των Θερμοπυλών και της Σαλαμίνας, εξυπηρετείται άψογα από τη μερική συνθετική στροφή προς το παρελθόν, με τις ματιές προς τα "Between Heaven And Hell" και "Burning Earth" να προσδίδουν ένα σαφώς πιο επιθετικό πρόσωπο στο τωρινό υλικό.

Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για πισωγύρισμα, καθώς ουσιαστικά το ηχητικό προϊόν του άλμπουμ είναι το αποτέλεσμα των ζυμώσεων που θα έπρεπε να έχουν ακολουθηθεί αμέσως μετά το κορυφαίο "The Premonition". Άλλωστε, ο ήχος του "Immortals" βρίσκεται ακριβώς εκεί, στο μεταίχμιο της επικής ατμόσφαιρας του προαναφερθέντος "The Premonition" με την τραχύτητα του "Burning Earth".

Παράλληλα, οι διάσπαρτες αναφορές από το σύνολο της έως τώρα πορείας της μπάντας λειτουργούν σαν κάποιου είδους ανακεφαλαίωση του συνθετικού της μοτίβου, με την αναγκαιότητα τους να κρίνεται απαραίτητη λόγω και της αλλαγής στην κομβική θέση του τραγουδιστή. Έτσι, στο ορμητικό "We Defy" έχουμε ένα μικρό αντιδάνειο από το παρελθόν, με το riffing να φέρνει στον νου το ομότιτλο κομμάτι από το "Burning Earth", ενώ το instrumental "Immortals" ξεκινά σε μια παρόμοια λογική με το "The Fire And The Fury", για να εξελιχθεί ακολουθώντας τη μελωδική προσέγγιση του "Before The Storm".

Κάπου κοντά στη μέση του δίσκου, ως είθισται δηλαδή, υπάρχει η καθιερωμένη μπαλαντοειδής σύνθεση, με το "Lady Of 1000 Sorrows" να εκπλήσσει ευχάριστα, όντας μια power ballad με σαφή λόγο ύπαρξης, με τη διακύμανση των δυναμικών από τα ήρεμα κουπλέ στο έντονο ρεφρέν να είναι υποδειγματική και την αισθαντική ερμηνεία του Basse να καθηλώνει. Η αναφορά στον Γερμανό τραγουδιστή δεν γίνεται τυχαία, με τα βλέμματα να είναι στραμμένα πάνω του σε αυτό το νέο ξεκίνημα της μπάντας αλλά και του ίδιου. Σίγουρα, είχε καταθέσει και παλιότερα τα διαπιστευτήρια του ως τραγουδιστής, με το Priest-ικό metal των Metalium να απαιτεί σχεδόν τις υψίφωνες ακροβασίες του, αλλά οι εδώ απαιτήσεις μοιάζουν σαφώς περισσότερες, λόγω και του επιτυχημένου της θητείας των προκατόχων του στη θέση.

Παρ' όλα αυτά, οι ερμηνείες του είναι εξαιρετικές, δένοντας αβίαστα με το ύφος της μπάντας και παρουσιάζοντας ένα πολυσχιδές εύρος, υπηρετώντας απολύτως τις ανάγκες της εκάστοτε σύνθεσης. Πότε μελωδικός και πότε οργισμένος, δεν υπολείπεται σε συναισθηματική ένταση άμα το απαιτούν οι συνθήκες, δίνοντας το δικό του στίγμα σε συνθέσεις όπως το φοβερό "Live And Die By The Sword" και το back to the '80s (με τα πομπώδη πλήκτρα και το Jake E. Lee meets Zakk Wylde riffing) "Back On The Throne".

Κατά τα λοιπά, το εκτελεστικό κομμάτι του δίσκου είναι αναμενόμενα υψηλού επιπέδου, με τη σταθερή τριπλέτα των Gus G/ Κατσιώνη/ Χριστοδουλίδη να είναι σε μεγάλα κέφια, ενώ ο κάποτε ελπιδοφόρος Johan Nunez έχει εξελιχθεί σε έναν ανταγωνιστικότατο ντράμερ, χαρίζοντας μας το καλύτερο drumming σε δίσκο των Firewind από την εποχή του Mark Cross.

Εν τέλει, το "Immortals" καταφέρνει κι επαναφέρει τους Firewind στο μεταλλικό προσκήνιο για όλους τους σωστούς λόγους, όντας σαφώς ανώτερο από τις δύο προηγούμενες δουλειές τους, με ανανεωμένο line-up, ορμητικές διαθέσεις και ιδέες που ήρθαν για να μείνουν.

  • SHARE
  • TWEET